Language of document : ECLI:EU:T:2013:571

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Νοεμβρίου 2013 (*)

«Ντάμπινγκ — Εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας — Προσχώρηση της Αρμενίας στον ΠΟΕ — Καθεστώς επιχείρησης που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς — Άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 — Συμβατότητα με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ — Άρθρο 277 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση T‑512/09,

Rusal Armenal ZAO, με έδρα το Ερεβάν (Αρμενία), εκπροσωπούμενη από τον B. Evtimov, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τους G. Berrisch και G. Wolf, δικηγόρους, στη συνέχεια από τους J.-P. Hix και B. Driessen, επικουρούμενους από τον G. Berrisch και, τέλος, από τους J.-P. Hix και B. Driessen,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. França και C. Clyne,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 925/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska-Białecka, M. Prek και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Rusal Armenal ZAO, είναι εταιρία που παράγει και εξάγει προϊόντα αλουμινίου, εγκατεστημένη το 2000 στην Αρμενία. Στις 5 Φεβρουαρίου 2003, η Δημοκρατία της Αρμενίας προσχώρησε στη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3).

2        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 28 Μαΐου 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας. Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ C 177, σ. 13).

3        Με έγγραφα της 25ης Ιουλίου και της 1ης Σεπτεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)], λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ από το 2003, δεύτερον, του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) και, τρίτον, του ότι τα έγγραφα προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ δεν προβλέπουν δυνατότητα αποκλίσεως από τους κανόνες της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αναλύσεως σχετικά με τη συμπίεση των πραγματικών τιμών ή τον υπολογισμό τιμών αναφοράς, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι τα προϊόντα της είχαν ελαττώματα, ζήτημα για το οποίο παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2008.

4        Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ζήτησε να της αναγνωριστεί καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ή, επικουρικώς, να της χορηγηθεί ατομική μεταχείριση (στο εξής: αίτηση SEM/TI). Συναφώς, με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το σκεπτικό βάσει του οποίου κατέληξε στο ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια σχετικά με τα λογιστικά βιβλία και το κόστος παραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1225/2009). Με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2009, η προσφεύγουσα επανέλαβε τις αιτιάσεις της κατά της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού για την Αρμενία και αμφισβήτησε τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια τα οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνται. Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή απάντησε στο έγγραφο αυτό παρέχοντας μεταξύ άλλων συμπληρωματικές εξηγήσεις για το καθεστώς της Αρμενίας ως οικονομίας της αγοράς. Με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2009, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την αίτησή της SEM/TI.

 Προσωρινός κανονισμός και προσβαλλόμενος κανονισμός

5        Στις 7 Απριλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 287/2009, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 94, σ. 17, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 14, παράγραφος 2, και άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), τον προσωρινό κανονισμό καθώς και το σκεπτικό για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και ζημίας όσον αφορά την προσφεύγουσα.

6        Η Τουρκία υποδείχθηκε ως ανάλογη χώρα για τους σκοπούς του υπολογισμού της κανονικής αξίας για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν μπορούσε να αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Στο ερωτηματολόγιο που έστειλε η Επιτροπή απάντησε ένας Τούρκος παραγωγός ομοειδούς προϊόντος (αιτιολογικές σκέψεις 10, 12 και 52 του προσωρινού κανονισμού).

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2007 έως τις 30 Ιουνίου 2008. Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως την 30ή Ιουνίου 2008.

8        Κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του προσωρινού κανονισμού, το υπό εξέταση προϊόν είναι φύλλο αλουμινίου πάχους όχι μικρότερου από 0,008 mm και όχι μεγαλύτερου από 0,018 mm, χωρίς υπόθεμα, που έχει υποστεί απλή έλαση, σε ρολούς με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm και βάρους άνω των 10 kg καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας, το οποίο δηλώνεται ως υπαγόμενο στον κωδικό ΣΟ ex 7607 11 19. Όσον αφορά το ομοειδές προϊόν, η αιτιολογική σκέψη 20 του προσωρινού κανονισμού ορίζει ότι το φύλλο αλουμινίου που παράγεται και πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην Κοινότητα, το φύλλο αλουμινίου που παράγεται και πωλείται στις εγχώριες αγορές της Αρμενίας, της Βραζιλίας και της Κίνας και το φύλλο αλουμινίου που εισάγεται στην Κοινότητα από τις χώρες αυτές, καθώς επίσης και εκείνο που παράγεται και πωλείται στην Τουρκία, έχουν ουσιαστικά τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες βασικές τελικές χρήσεις.

9        Όσον αφορά την αναγνώριση του καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η Επιτροπή κατέληξε, πρώτον, ότι η Αρμενία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως χώρα με οικονομία αγοράς, εφόσον περιλαμβάνεται στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1225/2009). Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τα κριτήρια σχετικά με τα λογιστικά βιβλία και το κόστος παραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, πρώτον, τα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 2006 έλαβαν δυσμενή γνωμοδότηση από τον ελεγκτή, ενώ για το οικονομικό έτος 2007 η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε ελεγμένους λογαριασμούς. Δεύτερον, το αντίτιμο που καταβλήθηκε στο Αρμενικό Δημόσιο για την αγορά των μετοχών της επιχείρησης που εκμεταλλευόταν την παλαιά μονάδα παραγωγής αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση στο ένα τρίτο της ονομαστικής αξίας τους και, εξάλλου, παραχωρήθηκε στην προσφεύγουσα δωρεάν η χρήση ακινήτων (αιτιολογικές σκέψεις 24, 25 και 27 έως 31 του προσωρινού κανονισμού).

10      Όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, η Επιτροπή εξέθεσε, σε παράρτημα στο από 8 Απριλίου 2009 έγγραφό της (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), ότι η προσφεύγουσα πληρούσε τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί ατομική μεταχείριση. Περαιτέρω, από τη σύγκριση των μέσων σταθμισμένων κανονικών αξιών όλων των ειδών του υπό εξέταση προϊόντος που εξάγεται στην Κοινότητα και προέρχεται από τον Τούρκο παραγωγό που απάντησε στο σχετικό ερωτηματολόγιο με τις αντίστοιχες μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγής της προσφεύγουσας προέκυψε ένα περιθώριο ντάμπινγκ 37 %. Τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 42, 74 και 77 του προσωρινού κανονισμού.

11      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις σχετικά με τη ζημία, με την αιτιώδη συνάφεια και με το συμφέρον της Ένωσης, προέβη στην επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας λαμβάνοντας υπόψη μία μη ζημιογόνο τιμή που έπρεπε να επιτύχει η κοινοτική βιομηχανία. Έτσι, ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ καθορίστηκε σε 20 % για τα προϊόντα που κατασκευάζει η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 94, 119 έως 138 και 164 έως 170 του προσωρινού κανονισμού).

12      Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2009, η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 20, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 1225/2009), ένα τελικό ενημερωτικό έγγραφο όσον αφορά τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί των οποίων βασίστηκε η πρόταση για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να διατυπώσει τα σχόλιά της επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου μέχρι τις 30 Ιουλίου 2009.

13      Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2009, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και πρότεινε ανάληψη υποχρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009).

14      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 925/2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

15      Όσον αφορά την αίτηση SEM/TI της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 26 και 32 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις του προσωρινού κανονισμού όσον αφορά το καθεστώς της Αρμενίας, τα κριτήρια τα οποία η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν πληροί η προσφεύγουσα καθώς και τη χορήγηση ατομικής μεταχείρισης (βλ. σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, το περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας ορίσθηκε σε 33,4 % (σημείο 4.4 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε εξάλλου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στον προσωρινό κανονισμό σχετικά με τη σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των οικείων εισαγωγών. Τέλος, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε επίσης τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στον προσωρινό κανονισμό σχετικά με τη ζημία και το συμφέρον της Κοινότητας και όρισε το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας σε 13,4 %.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο επέβαλε, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 13,4 % στις εισαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου.

19      Με διάταξη της 4ης Μαΐου 2010, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Επιτροπής, η οποία κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 21 Ιουνίου 2010. Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος αυτού στις 23 Αυγούστου 2010.

20      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση. Με απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο δεύτερο πενταμελές τμήμα.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό ως προς αυτήν,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

23      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους:

–        από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού 1225/2009) καθώς και των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ·

–        από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού,

–        από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009) και από ελλιπή αιτιολόγηση,

–        από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως,

–        από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

26      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί ανεφάρμοστο ως προς αυτήν στον βαθμό που η διάταξη αυτή συνιστά τη νομική βάση για την εφαρμογή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της μεθόδου αυτής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού έναντι της προσφεύγουσας αντιβαίνει στα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ καθώς και στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί, κατά το μέρος του που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ανεφάρμοστο, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, έναντι της προσφεύγουσας και, συνεπώς, να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

27      Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, σύμφωνα με το σύστημα που καθιερώθηκε με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ όσον αφορά την κανονική αξία, η αξία αυτή πρέπει να υπολογιστεί βάσει των άρθρων 2.1 και 2.2 της εν λόγω συμφωνίας, πλην δύο εξαιρέσεων. Η πρώτη εξαίρεση συνίσταται στην εφαρμογή, δυνάμει του άρθρου 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ. Η δεύτερη εξαίρεση συνίσταται στην εφαρμογή των εγγράφων προσχωρήσεως ορισμένων χωρών στη Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ τα οποία περιέχουν ειδικούς προς τούτο κανόνες.

28      Εφόσον η προσφεύγουσα, ως επιχείρηση που έχει την έδρα της στην Αρμενία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και εφόσον, αντίθετα με την περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, τα έγγραφα για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αρμενίας στη Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ δεν προβλέπουν παρεκκλίσεις από τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, τα εν λόγω άρθρα αποκλείουν, μετά την εν λόγω προσχώρηση, την εφαρμογή στις εξαγωγές της προσφεύγουσας της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, είτε με παραπομπή στην υποσημείωση στο στοιχείο α΄ της διατάξεως αυτής, όπως προστέθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 905/98 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998, περί τροποποιήσεως του [βασικού] κανονισμού (ΕΕ L 128, σ. 18), ή μέσω οποιασδήποτε άλλης προβλέψεως της ίδιας διάταξης. Οι ανωτέρω διατάξεις της ΓΣΔΕ και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν αφήνουν περιθώριο για τη δημιουργία «ενδιάμεσων» κατηγοριών μεταξύ των χωρών κρατικού εμπορίου και των χωρών με οικονομία αγοράς, δεδομένου, εξάλλου, ότι η Δημοκρατία της Αρμενίας ουδέποτε συναίνεσε σε ένα τέτοιο καθεστώς. Εξ αυτού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να υπολογίσουν την κανονική αξία όσον αφορά την προσφεύγουσα ακολουθώντας τη μέθοδο της τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς, όπως εφαρμόστηκε τελικώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η μέθοδος αυτή, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα θεσμικά όργανα έδρασαν καθ’ υπέρβαση του θεσμικού πλαισίου που θεσπίστηκε με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, όπως το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και τη νομολογία τη σχετική με την εφαρμογή του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί ανεφάρμοστο εν προκειμένω και να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός για παράβαση των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού. Μία τέτοια απόφαση ουδόλως θέτει σε κίνδυνο τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διαπραγματευτή στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

29      Το Συμβούλιο εκθέτει, πρώτον, ότι η συμπερίληψη της Αρμενίας στην υποσημείωση που προστέθηκε στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού αποκλείει την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 6 της διατάξεως αυτής στις εξαγωγές της προσφεύγουσας. Περαιτέρω, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί μέσω ερμηνείας σύμφωνης προς τη ΓΣΔΕ ή προς τη συμφωνία αντιντάμπινγκ. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί, αφενός, ότι η νομολογία περιορίζεται στη χρήση των ερμηνευτικών μεθόδων και, αφετέρου, ότι ο βασικός κανονισμός δεν είχε ως αντικείμενο να επιβάλει οποιαδήποτε υποχρέωση εφαρμογής των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Αρμενία. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του καθεστώτος επιχειρήσεως λειτουργούσας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε επιχείρηση που δεν πληροί τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ΄ της διατάξεως αυτής.

30      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, ούτε η ΓΣΔΕ ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ επιβάλλουν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εκλάβουν την Αρμενία ως έχουσας οικονομία της αγοράς στο πλαίσιο ερευνών για θέματα ντάμπινγκ. Περαιτέρω, η διαδικασία της μετάβασης σε οικονομία αγοράς είναι σταδιακή και μπορεί να χρειαστεί να γίνουν μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές μακροπρόθεσμες. Εξάλλου, η Δημοκρατία της Αρμενίας δεν διαπραγματεύτηκε το ζήτημα αυτό κατά την προσχώρησή της στον ΠΟΕ ούτε ζήτησε να έχει μια τέτοια μεταχείριση με τις αιτήσεις της μεταβολής καθεστώτος στο πλαίσιο της εφαρμογής του βασικού κανονισμού. Τέλος, το Συμβούλιο υπογραμμίζει τα μειονεκτήματα που μπορεί να δημιουργήσει για τη θέση της Ένωσης στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα των κανόνων του ΠΟΕ. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο εκθέτει ότι υπάρχουν και άλλα μέλη του ΠΟΕ τα οποία δεν θεωρούν την Αρμενία χώρα με οικονομία της αγοράς και ότι, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, η Δημοκρατία της Αρμενίας δεν διαπραγματεύτηκε μια καταληκτική ημερομηνία μετά από την οποία τα λοιπά μέλη του ΠΟΕ θα έπρεπε να την περιλάβουν μεταξύ των χωρών με οικονομία της αγοράς.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

31      Όπως επανειλημμένα εξέθεσε η προσφεύγουσα στα υπομνήματά της, ο παρών λόγος ακυρώσεως θέτει το ζήτημα του κατά πόσον το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού μπορούσε, εν προκειμένω, να συνιστά νόμιμη βάσιμη για την εφαρμογή της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας των προϊόντων της προσφεύγουσας τα οποία αφορά η επίμαχη έρευνα αντιντάμπινγκ.

32      Συναφώς, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας που αποτελούν μέρος της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και των κανόνων της ΓΣΔΕ στους οποίους παραπέμπει η εν λόγω συμφωνία, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού πρέπει, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, να κηρυχθεί ανεφάρμοστο, στον βαθμό που τα θεσμικά όργανα στηρίχθηκαν στο άρθρο αυτό για να εφαρμόσουν τη μέθοδο της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς.

33      Για να αναλυθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων τα οποία προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο εφάρμοσαν τα θεσμικά όργανα το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

34      Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 25 του προσωρινού κανονισμού και 19 και 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθώς και από την πρώτη σελίδα του εγγράφου της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2009 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), τα θεσμικά όργανα στηρίχθηκαν στη συμπερίληψη της Αρμενίας στον κατάλογο των χωρών που περιλαμβάνονται στην υποσημείωση που προστέθηκε στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού. Τα θεσμικά όργανα θεώρησαν στη συνέχεια ότι, εφόσον η Δημοκρατία της Αρμενίας ήταν μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία της ενάρξεως της έρευνας, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού είχε εφαρμογή, οπότε η προσφεύγουσα μπορούσε να επικαλεστεί τις παραγράφους 1 έως 6 του άρθρου 2 του ίδιου κανονισμού μόνον εάν η Επιτροπή δεχόταν αίτηση εκ μέρους της για να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 31 και 43 έως 52 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 26 και 35 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η αίτηση εκ μέρους της για να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς απορρίφθηκε. Από τις ίδιες αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει εξάλλου ότι, κατ’ εφαρμογή της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία ορίσθηκε τελικώς σε σχέση με στοιχεία που ελήφθησαν από την Τουρκία, η οποία θεωρήθηκε ως ανάλογη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού.

35      Στο πλαίσιο αυτό, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα θεσμικά όργανα να θεωρήσουν ότι μία χώρα μέλος του ΠΟΕ είναι χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς και να εφαρμόσει, κατά συνέπεια, μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας όπως αυτή που περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη. Για την εξέταση αυτή απαιτείται να υπομνησθεί η θέση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στην έννομη τάξη της Ένωσης καθώς και η ερμηνεία του μέρους εκείνου της εν λόγω συμφωνίας που αφορά τις δυνατότητες που παρέχει η εν λόγω συμφωνία στα μέλη του ΠΟΕ να αποκλίνουν από τους κανόνες που θέτουν τα άρθρα της 2.1 και 2.2.

36      Όσον αφορά τη θέση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στην έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί εισαγωγικά ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και της οικονομίας τους, η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ και οι συμφωνίες και τα μνημόνια που περιλαμβάνονται στα παραρτήματά της δεν περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, σε περίπτωση που η Κοινότητα έχει αποφασίσει να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή σε περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ. Συναφώς, από το προοίμιο του βασικού κανονισμού, και ειδικότερα από την αιτιολογική του σκέψη 5, προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, να μεταφερθούν στο κοινοτικό δίκαιο οι νέοι και λεπτομερείς κανόνες που περιέχει η συμφωνία αντιντάμπινγκ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι κανόνες υπολογισμού του περιθωρίου του ντάμπινγκ, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Δεν αμφισβητείται, επομένως, ότι η Κοινότητα εξέδωσε τον βασικό κανονισμό για να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica, Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψεις 53 έως 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τούτο δε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 4, της εν λόγω συμφωνίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T‑19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑315, σκέψη 160). Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Καθορισμός του ντάμπινγκ», η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της συμφωνίας αυτής, οι οποίες αφορούν επίσης τον καθορισμό του ντάμπινγκ.

37      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί ανεφάρμοστο δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ στον βαθμό που στήριξε, εν προκειμένω, την εφαρμογή της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς με τρόπο που συνιστά παράβαση των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, η μέθοδος αυτή συνίσταται στην κατασκευή της κανονικής αξίας βάσει στοιχείων που προέρχονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, ακόμη και όταν πρόκειται για εισαγωγές από μέλη του ΠΟΕ, όπως η Δημοκρατία της Αρμενίας, τα οποία δεν πληρούν τα κριτήρια της δεύτερης συμπληρωματικής διατάξεως στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ.

 Το σύστημα που καθιερώθηκε με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ και τη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ

38      Όσον αφορά την ερμηνεία της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα προς αντίκρουση επιχειρήματα που προβάλλει το Συμβούλιο, τα οποία αντλούνται, αφενός, από το ότι ούτε η ΓΣΔΕ ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ δημιουργούν ειδική υποχρέωση μεταχείρισης της Αρμενίας ως οικονομίας της αγοράς και, αφετέρου, από τη διαδικασία μετάβασης προς οικονομία της αγοράς, η οποία εμβαθύνει το πλαίσιο της ανάλυσης στην οποία προέβη η Επιτροπή με το από 19 Ιανουαρίου 2009 έγγραφό της (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), βασίζονται σε εσφαλμένη κατανόηση των διατάξεων της ΓΣΔΕ και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

39      Ειδικότερα, πρώτον, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, «ένα προϊόν εξαγόμενο από μία χώρα προς μία άλλη πρέπει να θεωρηθεί ότι εισάγεται στη χώρα εισαγωγής σε τιμή κατώτερη της κανονικής του αξίας, αν η τιμή του προϊόντος αυτού είναι: α) κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, προοριζόμενο για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής· β) ή, ελλείψει μιας τέτοιας τιμής στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής, εάν η τιμή του προϊόντος που εξάγεται είναι i) κατώτερη από την υψηλότερη αντίστοιχη τιμή για την εξαγωγή ομοειδούς προϊόντος προς τρίτη χώρα υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας, ii) ή κατώτερη από το κόστος παραγωγής του προϊόντος αυτού στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα της πώλησης και ως κέρδος».

40      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η κανονική αξία συνίσταται είτε στην αντίστοιχη τιμή που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, προοριζόμενο για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής, είτε στην υψηλότερη αντίστοιχη τιμή για την εξαγωγή ομοειδούς προϊόντος προς τρίτη χώρα υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας είτε στο κόστος παραγωγής του προϊόντος αυτού στη χώρα καταγωγής, συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα της πώλησης και ως κέρδος.

41      Οι κανόνες αυτοί τέθηκαν σε εφαρμογή, σε επίπεδο ΠΟΕ, με τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, τα οποία προβλέπουν λεπτομερέστερους κανόνες, αλλά παραμένουν στο πλαίσιο των τριών αυτών περιπτώσεων που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο VI της ΓΣΔΕ.

42      Στη συνέχεια, κατά το άρθρο 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η εφαρμογή του άρθρου της 2 ισχύει υπό την επιφύλαξη της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ. Δυνάμει της δεύτερης αυτής διάταξης, «[α]ναγνωρίζεται ότι, σε περιπτώσεις εισαγωγών από χώρα όπου το εμπόριο αποτελεί αντικείμενο πλήρους ή σχεδόν πλήρους μονοπωλίου και όπου όλες οι εγχώριες τιμές καθορίζονται από το κράτος, ο καθορισμός συγκρίσιμων τιμών για τους σκοπούς της παραγράφου [1] μπορεί να παρουσιάσει ειδικές δυσκολίες και ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα συμβαλλόμενα μέρη-εισαγωγείς ενδέχεται να πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η ακριβής σύγκριση με τις εγχώριες τιμές της χώρας αυτής δεν είναι πάντοτε πρόσφορη».

43      Αντιθέτως προς τις εκτιμήσεις που προβάλλουν τα θεσμικά όργανα, τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, αφενός, και το άρθρο 2.7 και η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, αφετέρου, δεν αποτελούν τα δύο άκρα (χώρα με οικονομία της αγοράς έναντι κρατικού μονοπωλίου στο εμπόριο) μεταξύ των οποίων μπορεί να υπάρχει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων ως προς τις οποίες η συμφωνία αντιντάμπινγκ αφήνει στα μέλη του ΠΟΕ την ελευθερία να θεσπίσουν τους κανόνες που θεωρούν κατάλληλους για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, όπως την κατασκευή της κανονικής αξίας βάσει στοιχείων από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εάν ο υπό εξέταση παραγωγός δεν μπορέσει να αποδείξει ότι επικρατούν συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση εκ μέρους του τού ομοειδούς προϊόντος.

44      Συγκεκριμένα, η συμφωνία αντιντάμπινγκ καθιερώνει, με τα άρθρα 2.1 και 2.2, κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας χωρίς να προβλέπει με οποιονδήποτε τρόπο ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες «με οικονομία της αγοράς». Ειδικότερα, όπως δέχθηκε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν υπάρχει στη συμφωνία αντιντάμπινγκ ή στο άρθρο VI της ΓΣΔΕ καμία αναφορά στην έννοια της «οικονομίας της αγοράς» ως προϋποθέσεως για την εφαρμογή των άρθρων 2.1 και 2.2 της πρώτης και του άρθρου VI της δεύτερης.

45      Περαιτέρω, τα μέρη συμφωνούν ότι οι συμφωνίες προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ δεν προβλέπουν καμία εξαίρεση για την απαλλαγή των μελών του ΠΟΕ από την υποχρέωση να εφαρμόσουν κανόνες συμβατούς με τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων που προέρχονται από τη χώρα αυτή.

46      Η θέση του Συμβουλίου, κατά την οποία η πρόβλεψη στις συμφωνίες προσχώρησης στον ΠΟΕ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ εξαιρέσεων από τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ συνοδευόμενων από ημερομηνίες λήξεως ισχύος εφαρμογής αποτελεί έκφραση της βούλησης χρονικού περιορισμού του δικαιώματος των μελών του ΠΟΕ να μην εφαρμόζουν, όσον αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, κανόνες συμβατούς με τα εν λόγω άρθρα, δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά περιστατικά.

47      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το μέρος I, σημείο 15, του πρωτοκόλλου για την προσχώρηση στον ΠΟΕ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα για τα λοιπά μέλη του ΠΟΕ να μην εφαρμόσουν το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ όταν ο οικείος παραγωγός δεν αποδεικνύει ότι λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή, την παραγωγή και την πώληση ομοειδούς προϊόντος. Το ίδιο ισχύει για το μέρος I, σημείο 3, του πρωτοκόλλου προσχώρησης στον ΠΟΕ της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, το οποίο, με παραπομπή στα σημεία 527 και 255 της έκθεσης της ομάδας εργασίας για την προσχώρηση της χώρας αυτής, εισάγει μια παρόμοια εξαίρεση. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αντίθετα προς όσα προβάλλουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, τις εξαιρέσεις αυτές δεν τις ζήτησαν οι δύο υποψήφιες προς προσχώρηση χώρες σε αντάλλαγμα για τον ορισμό καταληκτικής προθεσμίας με την παρέλευση της οποίας οι εν λόγω εξαιρέσεις θα έπαυαν να ισχύουν. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σημείο 150 της έκθεσης της ομάδας εργασίας για την προσχώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και από το σημείο 254 της έκθεσης της ομάδας εργασίας για την προσχώρηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, τα μέλη του ΠΟΕ είναι εκείνα που προέβαλαν το ζήτημα της συγκρισιμότητας των τιμών στις υποψήφιες χώρες και εξασφάλισαν από αυτές τις προαναφερθείσες δεσμεύσεις, συνοδευόμενες από μια καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία θα έπαυαν να ισχύουν οι δεσμεύσεις αυτές. Εάν, όμως, τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ είχαν την έννοια που προτείνουν τα θεσμικά όργανα, οι εξαιρέσεις που προβλέφθηκαν υπό τη μορφή «δεσμεύσεων» εκ μέρους των προσχωρουσών χωρών, βάσει των πρωτοκόλλων προσχώρησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, δεν θα είχαν κανένα λόγο υπάρξεως, δεδομένου ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο επέτρεπε ήδη όσα προβλέπουν οι εν λόγω εξαιρέσεις.

48      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι οι κανόνες που θεσπίζονται στα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά την κανονική αξία, οι οποίοι θέτουν σε ισχύ τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ (βλ. σκέψεις 39 και 40 ανωτέρω), έχουν εφαρμογή, εκτός εάν προβλέπονται εξαιρέσεις από τους κανόνες αυτούς στην ίδια τη συμφωνία αντιντάμπινγκ, στη ΓΣΔΕ, όπως η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, ή στα έγγραφα προσχώρησης στον ΠΟΕ ενός μέλους του οργανισμού αυτού.

49      Επομένως, ένα μέλος του ΠΟΕ μπορεί, υπό το πρίσμα του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να εφαρμόσει σε εισαγωγές από άλλο μέλος του ΠΟΕ μέθοδο για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας που αποκλίνει από τις μεθόδους που προβλέπονται στα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ μόνο βάσει του άρθρου 2.7 της ίδιας συμφωνίας και, επομένως, βάσει της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ ή, ενδεχομένως, βάσει ειδικής προς τούτο πρόβλεψης στα έγγραφα προσχώρησης του μέλους αυτού στον ΠΟΕ.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη των θεσμικών οργάνων κατά την οποία το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού τους παρέχει τη δυνατότητα, χωρίς να παραβιάζεται η συμφωνία αντιντάμπινγκ, να μην εφαρμόζουν κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας συμβατούς με τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αυτής, ακόμη και όταν δεν έχει εφαρμογή η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και όταν τα έγγραφα προσχώρησης στον ΠΟΕ της χώρας εξαγωγής δεν προβλέπουν μια τέτοια δυνατότητα. Από την ως άνω ανάλυση προκύπτει επίσης ότι είναι αλυσιτελές το επιχείρημα των θεσμικών οργάνων κατά το οποίο ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ ούτε η ΓΣΔΕ δημιουργούν ειδική υποχρέωση μεταχείρισης της Αρμενίας ως χώρας με οικονομία της αγοράς, εφόσον η υποχρέωση που απορρέει από τις συμφωνίες αυτές συνίσταται στην εφαρμογή, έναντι άλλων μελών του ΠΟΕ, όπως η Δημοκρατία της Αρμενίας, κανόνων συμβατών με τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα εν λόγω άρθρα περιέχουν ένα σύνολο σαφών, ακριβών και λεπτομερών κανόνων για τον τρόπο υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω) χωρίς να συνδυάζονται με όρους που καταλείπουν την εφαρμογή τους στη διακριτική ευχέρεια των μελών του ΠΟΕ. Εξάλλου, η δυνατότητα αποκλίσεως από τους κανόνες αυτούς βάσει της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, οριοθετείται επακριβώς. Ειδικότερα, στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής εμπίπτουν οι «χώρες όπου το εμπόριο αποτελεί αντικείμενο πλήρους ή σχεδόν πλήρους μονοπωλίου και όπου όλες οι τιμές καθορίζονται από το κράτος». Επομένως, ο κανόνας αυτός δικαίου είναι σαφής ως προς το φάσμα των περιπτώσεων που αφορά, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στη μεν Επιτροπή και στο Συμβούλιο να εκτιμήσουν εάν ένα μέλος του ΠΟΕ ανταποκρίνεται στη σχετική περιγραφή, στον δε δικαστή της Ένωσης να ελέγχει την εκτίμηση αυτή και να συνάγει, ενδεχομένως, τις συνέπειες που επιβάλλονται δυνάμει της προαναφερθείσας στη σκέψη 36 νομολογίας.

51      Ως προς το επιχείρημα του Συμβουλίου, με το οποίο προσπάθησε να στηρίξει την ερμηνεία που δίνει στη συμφωνία αντιντάμπινγκ, κατά το οποίο οι ΗΠΑ και ο Καναδάς θεώρησαν την Αρμενία ως χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς ακόμη και μετά την προσχώρησή της στον ΠΟΕ, αρκεί η παρατήρηση ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε τις λεπτομερείς αντικρούσεις της προσφεύγουσας που στηρίζονταν σε παραπομπές στην ισχύουσα νομοθεσία των δύο αυτών χωρών, έτσι ώστε, εν πάση περιπτώσει, το θεσμικό αυτό όργανο να μην έχει αποδείξει ότι το επιχείρημά του ευσταθεί.

 Οι κανόνες που θέτει ο βασικός κανονισμός και η εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση

52      Σε πλαίσιο όπως αυτό που εκτίθεται στις σκέψεις 39 έως 50 ανωτέρω, η διεργασία κατά την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θεσπίζει διατάξεις σχετικά με χώρες «που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς» εφαρμοστέες σε μέλος του ΠΟΕ που περιλαμβάνεται σε κατάλογο των χωρών αυτών, όπως ο κατάλογος που περιλαμβάνεται στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και απαιτείται, επομένως, να εκτιμηθεί αν το μέλος αυτό του ΠΟΕ πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη.

53      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι η κατάρτιση καταλόγου χωρών που θεωρείται ότι δεν έχουν οικονομία της αγοράς θεσπίστηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1681/79 του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1979, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68, για την άμυνα κατά του «ντάμπινγκ», των πριμοδοτήσεων ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 196, σ. 1). Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1681/79, η κατάρτιση του καταλόγου αυτού συνιστά κωδικοποίηση της πρακτικής που αναπτύχθηκε μέχρι τη στιγμή εκείνη υπό το καθεστώς του άρθρου 3, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1968, για την άμυνα κατά του ντάμπινγκ, των πριμοδοτήσεων ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 93, σ. 1). Πάντως, η τελευταία αυτή διάταξη επαναλάμβανε κατ’ ουσίαν τον ορισμό των χωρών που δεν έχουν οικονομία της αγοράς ο οποίος δίδεται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ [βλ., όσον αφορά την πρακτική που αναπτύχθηκε συναφώς υπό τον κανονισμό 459/68, την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 955/79 του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 1979, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ σε ορισμένους τύπους ζιζανιοκτόνου καταγωγής Ρουμανίας (JO L 121, σ. 5)].

54      Η νομοθετική πρακτική της κατάρτισης καταλόγου των χωρών που θεωρούνται ως μη έχουσες οικονομία της αγοράς με παραπομπή στον κατάλογο των χωρών που είναι προσαρτημένος στους κανονισμούς για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από χώρες με κρατικό εμπόριο ακολουθήθηκε με συνέπεια από το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο «ντάμπινγκ» ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67), από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84, του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 201, σ. 1), από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1), από το άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 3283/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 349, σ. 1), και από το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, όπως είχε αρχικώς.

55      Περαιτέρω, σύμφωνα με τα σημεία 4 και 5 της ανακοινώσεως [COM(97) 677 τελικό] της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1997, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, οι εκτιμήσεις που αφορούν την αξιοπιστία των τιμών σε κεντρικές οικονομίες είναι οι ίδιες με εκείνες που οδήγησαν τόσο στη θέσπιση από την Κοινότητα διατάξεων ανάλογων με αυτές του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού όσο και στη θέσπιση της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ.

56      Επομένως, μολονότι η κατάρτιση καταλόγου των χωρών που θεωρείται ότι δεν έχουν οικονομία της αγοράς, για τις οποίες η κανονική αξία υπολογίζεται με άλλες μεθόδους και όχι με εκείνες που προβλέπονται στα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν παραβιάζει τη συμφωνία αυτή, η διατήρηση στον κατάλογο αυτό μιας χώρας η οποία εν τω μεταξύ προσχώρησε στον ΠΟΕ πρέπει να στηρίζεται σε βάσιμο σκεπτικό από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ.

57      Ωστόσο, εν προκειμένω, ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε με την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου υποστηρίζεται ότι η Αρμενία πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ.

58      Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα αιτιολόγησαν την εφαρμογή, όσον αφορά την προσφεύγουσα, της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κάνοντας μνεία μόνον του γεγονότος ότι η Αρμενία περιλαμβάνεται στην υποσημείωση που προστέθηκε στην εν λόγω διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε τελικώς δυνάμει της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας με την οποία ζητούσε να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχείρησης που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Όπως προκύπτει εξάλλου από το έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2009 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), το εν λόγω όργανο θεώρησε ότι η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν αντέβαινε εν προκειμένω στη συμφωνία αντιντάμπινγκ για τον λόγο ότι τα άρθρα 2.1 και 2.2 της εν λόγω συμφωνίας, αφενός, και η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, αφετέρου, αποτελούν τις δυο ακραίες περιπτώσεις μεταξύ των οποίων μπορεί να υπάρξει πλήθος άλλων περιπτώσεων, όπως η περίπτωση μέλους του ΠΟΕ που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της τελευταίας διάταξης, μπορεί όμως να θεωρηθεί ως χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς. Πάντως, από τη φύση του, το επιχείρημα ότι η Αρμενία βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού μονοπωλίου, όπως περιγράφεται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, βασίζεται στην υπόθεση ότι η Αρμενία δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής.

59       Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι, μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ, η συμπερίληψη της χώρας αυτής στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού δεν είναι πλέον συμβατή με το σύστημα κανόνων που καθιερώνουν τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στο άρθρο VI της ΓΣΔΕ, στον βαθμό που η συμπερίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού από την προηγούμενη αποδοχή αιτήσεως υποβληθείσας από την οικεία επιχείρηση, με αίτημα να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχείρησης που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, και, σε περίπτωση απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως, συνεπάγεται την εφαρμογή της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς.

60      Έτσι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου που να δικαιολογεί την εκτίμηση ότι η Αρμενία πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, η Αρμενία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), η αναφορά της Αρμενίας στην υποσημείωση στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά έγκυρη βάση για την εφαρμογή εν προκειμένω της μεθόδου της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία α΄ και β΄, του ίδιου κανονισμού και πρέπει, κατά το μέτρο αυτό, να κριθεί ως μη έχουσα εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να εξαρτήσουν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού από την αποδοχή της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως του καθεστώτος επιχείρησης λειτουργούσας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς την οποία έπρεπε, κατά τα θεσμικά όργανα, να υποβάλει προς τούτο η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού ούτε να εφαρμόσουν, κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως, τη μέθοδο της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, στηριζόμενος στο ότι η Αρμενία περιλαμβάνεται στην υποσημείωση στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού και εφαρμόζοντας, κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως για να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, τη μέθοδο της τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς, έθεσε σε εφαρμογή μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας που αντιβαίνει στα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη στην παράγραφο 1 του άρθρου VI της ΓΣΔΕ παραβιάζοντας επίσης το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού.

62      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος και ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

64      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει ως προς τη Rusal Armenal ZAO τον κανονισμό (ΕΚ) 925/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδα της Rusal Armenal.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Forwood

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Prek

 

      Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 5 Νοεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.