Language of document : ECLI:EU:C:2021:156

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 3ης Μαρτίου 2021 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας – Προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας – Προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της συμφωνίας – Αγωγή αποζημιώσεως – Απόρριψη της αγωγής – Αιτιώδης συνάφεια – Δεν υφίσταται – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση C‑403/20 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατατέθηκε στις 26 Αυγούστου 2020,

CF, κάτοικος Ανδόρα λα Βέλια (Ανδόρα),

TB, κάτοικος Ανδόρα λα Βέλια,

LO SA, με έδρα την Ανδόρα λα Βέλια,

UM SL, με έδρα την Ανδόρα λα Βέλια,

εκπροσωπούμενοι από τους J. Álvarez González και S. San Felipe Menéndez, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, και P. G. Xuereb, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: Α. Calot Escobar

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, κατά το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, οι CF, TB, LO SA και UM SL ζητούν την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιουνίου 2020, Noguer Enríquez κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑22/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:295· στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους για αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της αμέλειας που επέδειξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας (ΕΕ 2011, C 369, σ. 1· στο εξής: νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας), η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 30 Ιουνίου 2011, και, αφετέρου, ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 10 της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας προβλέπει τα εξής:

«1.      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα διευθέτησης κάθε διαφοράς μεταξύ των μερών η οποία ενδέχεται να προκύψει από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας και δεν θα ήταν δυνατόν να επιλυθεί εντός της μεικτής επιτροπής.

2.      Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ενεργώντας κατόπιν εισηγήσεως της αντιπροσωπείας της ΕΕ στη μεικτή επιτροπή, ή το Πριγκιπάτο της Ανδόρας, μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο εάν θεωρήσει ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που υπέχει δυνάμει της παρούσας συμφωνίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου, κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή, είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να συμμορφωθούν με την απόφαση εντός προθεσμίας που ορίζει στην απόφασή του το Δικαστήριο.

3.      Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Πριγκιπάτο της Ανδόρας δεν λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την απόφαση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση κατόπιν τρίμηνης προειδοποίησης.»

3        Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«1.      Συγκροτείται μεικτή επιτροπή. Αυτή απαρτίζεται από εκπροσώπους του Πριγκιπάτου της Ανδόρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντιπροσωπεία της ΕΕ απαρτίζεται από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η οποία προεδρεύει), του Βασιλείου της Ισπανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς και από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2.      Η μεικτή επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Η προεδρία ασκείται εκ περιτροπής σε ετήσια βάση από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από εκπρόσωπο του Πριγκιπάτου της Ανδόρας. Η μεικτή επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις της με ομοφωνία.

3.      Η μεικτή επιτροπή προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών και λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 8. Η αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενημερώνει το Πριγκιπάτο της Ανδόρας σχετικά με τα νομοσχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι υπό συζήτηση στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 8. Εξάλλου, η μεικτή επιτροπή εξετάζει τα μέτρα που λαμβάνει το Πριγκιπάτο της Ανδόρας και καταβάλλει προσπάθειες για την επίλυση ενδεχόμενων διαφορών που απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.»

4        Στο άρθρο 12 της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας διευκρινίζεται ότι, με «την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 3, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία με προειδοποίηση ενός έτους».

5        Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 4, της νομισματικής σύμβασης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου του Μονακό (ΕΕ 2012, C 310, σ. 1· στο εξής: νομισματική σύμβαση μεταξύ της Ένωσης και του Μονακό), η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 2011:

«Όλα τα θέματα που αφορούν την ισχύ των αποφάσεων των θεσμικών ή άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της παρούσας σύμβασης, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του στο Πριγκιπάτο του Μονακό δύναται να ασκήσει τα ένδικα [βοηθήματα] που προσφέρονται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφος της Γαλλίας κατά των νομικών πράξεων που απευθύνονται σ’ αυτό, ανεξαρτήτως μορφής ή χαρακτήρα.»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Οι αναιρεσείοντες ήταν μέτοχοι της Banca Privada de Andorra SA (στο εξής: BPA), στην οποία κατείχαν το 75,52 % των μετοχών.

7        Η BPA ήταν τράπεζα της Ανδόρας η οποία δραστηριοποιούνταν σε διεθνές επίπεδο.

8        Στις 10 Μαρτίου 2015 το Financial Crimes Enforcement Network (δίκτυο καταστολής του χρηματοοικονομικού εγκλήματος, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) αποφάσισε να κατατάξει την BPA στα αλλοδαπά ιδρύματα που εγείρουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Την ίδια ημέρα, με αναγγελία πρότασης κανονιστικής ρύθμισης, η αρχή αυτή πρότεινε να απαγορευθεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ανοίγουν, να κατέχουν ή να διαχειρίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες λογαριασμούς στο όνομα ή για λογαριασμό της BPA.

9        Λόγω των γεγονότων αυτών, η BPA αντιμετώπισε χρηματοοικονομικές δυσχέρειες.

10      Στις 26 Μαρτίου 2015 η BPA υπέβαλε δήλωση παύσης πληρωμών και ζήτησε την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας.

11      Στις 2 Απριλίου 2015 το Πριγκιπάτο της Ανδόρας εξέδωσε τον Llei 8/2015 de mesures urgents per implantar mecanismes de reestructuració i resolució d’entitats bancàries (νόμο 8/2015 περί επειγόντων μέτρων για την εφαρμογή των μηχανισμών ανάκαμψης και εξυγίανσης των τραπεζικών ιδρυμάτων), της 2ας Απριλίου 2015 (BOPA αριθ. 31, της 16ης Απριλίου 2015, σ. 1· στο εξής: νόμος 8/2015), με τον οποίο μεταφέρθηκε εν μέρει στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190). Με τον νόμο 8/2015, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 16 Απριλίου 2015, συστάθηκε η Agència Estatal de Resolució de Entitats Bancàries (κρατική αρχή εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων, Ανδόρα) (στο εξής: AREB).

12      Στις 27 Απριλίου 2015 η AREB κίνησε διαδικασία εξυγίανσης της BPA θέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τέλος στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

13      Την 21η Απριλίου 2016 η AREB εξέδωσε την απόφαση εξυγίανσης της BPA με την οποία, μεταξύ άλλων, μηδενίστηκε το κεφάλαιό της.

14      Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2017, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από την Επιτροπή να προβεί σε ορισμένες ενέργειες προκειμένου να παύσουν οι προβαλλόμενες παραβάσεις της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, στις οποίες είχε υποπέσει το Πριγκιπάτο της Ανδόρας λόγω μερικής και πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας 2014/59 μέσω της έκδοσης του νόμου 8/2015. Με το έγγραφο αυτό, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν επίσης από την Επιτροπή να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της για τη ζημία που τους προκάλεσε λόγω της αμέλειας που επέδειξε.

15      Με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων και αρνήθηκε κάθε ευθύνη για τη ζημία που αυτοί ισχυρίζονται ότι υπέστησαν (στο εξής: έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018).

16      Με έγγραφα της 10ης και της 21ης Δεκεμβρίου 2018, οι αναιρεσείοντες επανέλαβαν τα αιτήματα που είχαν υποβάλει στην Επιτροπή στο έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2017. Η Επιτροπή δεν απάντησε στα έγγραφα αυτά.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

17      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2019, οι αναιρεσείοντες άσκησαν αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της αμέλειας που επέδειξε η Επιτροπή, αφενός, κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας και, αφετέρου, ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής.

18      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος.

 Τα αιτήματα των αναιρεσειόντων

19      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα καθώς και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή, επικουρικώς, να κάνει δεκτή την αγωγή.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

20      Δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

21      Η διάταξη αυτή κρίνεται εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση.

22      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους αναιρέσεως με τους οποίους αμφισβητούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη οι οποίες αφορούν, πρώτον, το παραδεκτό των επιχειρημάτων τους που αντλούνται από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, τις βασικές αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την αξιοπιστία της Επιτροπής και τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεύτερον, το παραδεκτό των επιχειρημάτων τους που αφορούν το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018, τρίτον, την προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής όσον αφορά το περιεχόμενο της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, τέταρτον, την προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της συμφωνίας αυτής και, πέμπτον, το αν ορθώς περατώθηκε η διαδικασία με την έκδοση διατάξεως.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το παραδεκτό των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων σχετικά με το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018

 Επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων

23      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι πρέπει να αναιρεθεί το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως κατά το οποίο η συλλογιστική τους όσον αφορά το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018 κρίθηκε απορριπτέα ως απαράδεκτη, επειδή ουδόλως διευκρίνισαν τους λόγους για τους οποίους –εφόσον θεωρηθεί ότι αυτό ήταν το επιχείρημα το οποίο είχαν την πρόθεση να προβάλουν– το έγγραφο αυτό θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

24      Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείοντες υπογραμμίζουν ότι δεν υποστήριξαν ποτέ ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται στο έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018 και ότι τα σχετικά επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως σκοπούσαν μόνο στο να απαντήσουν πρωθύστερα στα επιχειρήματα που θα μπορούσε να προβάλει η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως. Επομένως, το δικόγραφο της αγωγής έπρεπε να κριθεί παραδεκτό όσον αφορά τους λόγους που περιέχει.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ρητώς ότι στο δικόγραφο της αγωγής τους δεν προέβαλαν ούτε λόγο ούτε επιχείρημα περί θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στο έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2018.

26      Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το παραδεκτό ενός τέτοιου λόγου ή επιχειρήματος δεν είναι δυνατόν να ωφελήσει τους αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα, αφενός, κατά τους αναιρεσείοντες, το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τέτοιον λόγο ή επιχείρημα το οποίο μπορεί να κριθεί παραδεκτό. Αφετέρου, η συγκεκριμένη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ουδόλως επηρεάζει το παραδεκτό άλλων επιχειρημάτων που προβάλλονται στο δικόγραφο της αγωγής, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε χωριστά.

27      Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος προϋποθέτει ότι η αναίρεση είναι δυνατό, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψη 46).

28      Ως εκ τούτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας

 Επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων

29      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί δεύτερος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, όταν υπέγραψε τη νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, η Επιτροπή ανέλαβε συγκεκριμένες δεσμεύσεις όσον αφορά τον έλεγχο, την εποπτεία και την καταγγελία της συμφωνίας, δεσμεύσεις συμφυείς με τον ρόλο της ως εγγυήτριας αυτής, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 ΣΕΕ θεσμικής υποχρέωσής της.

30      Εντούτοις, η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της όταν, καίτοι είχε πλήρη επίγνωση της μερικής μεταφοράς της οδηγίας 2014/59 με τον νόμο 8/2015, παρέβη, εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ανδορανών υπηκόων και των πολιτών της Ένωσης, την υποχρέωσή της να ενεργήσει, με συνέπεια να προκληθούν σημαντικές ζημίες στους αναιρεσείοντες. Εξάλλου, όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, η Επιτροπή ουδεμία διακριτική ευχέρεια μπορεί να επικαλεστεί προκειμένου να δικαιολογήσει την αμέλεια και την αδράνεια που επέδειξε.

31      Επομένως, η ευθύνη της Επιτροπής θεμελιώνεται, κατά τους αναιρεσείοντες, αφ’ ης στιγμής ανέχθηκε, κατά παράβαση των θεσμικών υποχρεώσεών της και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, και ειδικότερα το άρθρο 10, παράγραφος 2, και το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αυτής, την παράνομη, μεροληπτική, αναδρομική, μερική και επιζήμια μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

32      Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, ερμηνεία της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στην Επιτροπή καμία υποχρέωση να ενεργήσει σε περίπτωση παραβάσεων εκ μέρους του Πριγκιπάτου της Ανδόρας θα καθιστούσε τη συμφωνία αυτή κενή περιεχομένου και θα εμπόδιζε την επίτευξη των σκοπών της. Επιπλέον, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 17 ΣΕΕ, κατά τους αναιρεσείοντες, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών και των συναπτομένων δυνάμει αυτών συμφωνιών, οφείλει να βεβαιωθεί σχετικά με την ορθή εφαρμογή των υποχρεώσεων που ανέλαβε τρίτο κράτος δυνάμει συμφωνίας συναφθείσας με την Ένωση, με τα μέσα που προβλέπονται από την επίμαχη συμφωνία ή από τις ληφθείσες δυνάμει αυτής αποφάσεις.

33      Η Επιτροπή υπείχε τις υποχρεώσεις αυτές ιδίως διότι οι Ανδορανοί υπήκοοι δεν έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας 2014/59 ούτε τη δυνατότητα να προσφύγουν σε εθνικό δικαστήριο με αίτημα την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, ούτε μπορούν να ασκήσουν απευθείας ένδικο βοήθημα κατά των εις βάρος τους βλαπτικών πράξεων, όπως μπορούν οι Μονεγάσκοι υπήκοοι δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της νομισματικής σύμβασης μεταξύ της Ένωσης και του Μονακό.

34      Επομένως, οι αρχές της Ανδόρας μπόρεσαν να προσβάλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων λόγω της αδράνειας της Επιτροπής, όπερ συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο προσέβαλε το δικαίωμα αυτό. Η παράλειψη της Επιτροπής να ενεργήσει συνεπάγεται επίσης παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των αναιρεσειόντων στον σεβασμό, εκ μέρους της Επιτροπής, των υποχρεώσεων ελέγχου που υπέχει δυνάμει της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας.

35      Σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι είναι πρόδηλο ότι οι ζημίες που οφείλονται στην αδράνεια αυτή συνίστανται στη διαφορά μεταξύ του ποσού που εισέπραξαν μετά την εξυγίανση της BPA και αυτού που θα είχαν εισπράξει αν η Επιτροπή είχε απαιτήσει την ορθή μεταφορά της οδηγίας 2014/59 στο δίκαιο της Ανδόρας. Επομένως, πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης της Ένωσης.

36      Συγκεκριμένα,, η πλημμελής μεταφορά της οδηγίας αυτής, η οποία προκάλεσε τις εν λόγω ζημίες, καίτοι αποδίδεται στο Πριγκιπάτο της Ανδόρας, κατέστη εντούτοις δυνατή λόγω της αδράνειας της Επιτροπής, η οποία πρέπει, επομένως, να αναλάβει την ευθύνη της.

37      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατά τους αναιρεσείοντες, ότι η Ένωση μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη εάν τα θεσμικά όργανά της συγκατατέθηκαν, έστω σιωπηρώς, σε πράξεις οι οποίες προκάλεσαν ζημίες σε ενάγοντα. Εάν, όμως, η Επιτροπή είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, το Πριγκιπάτο της Ανδόρας θα είχε υποχρεωθεί να μεταφέρει πλήρως και ορθώς στην έννομη τάξη του την οδηγία 2014/59.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, αφενός, με την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 29 έως 34 της παρούσας διατάξεως, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την έλλειψη κατάφωρης παράβασης εκ μέρους της Επιτροπής του δικαίου της Ένωσης και ότι, αφετέρου, με την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 35 έως 37 της παρούσας διατάξεως, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των προβαλλόμενων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης, εκ μέρους της Επιτροπής, και της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες.

39      Πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτον, η επιχειρηματολογία σχετικά με την εν λόγω αιτιώδη συνάφεια.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο τριών σωρευτικών προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα όργανα της Ένωσης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2010, Sviluppo Italia Basilicata κατά Επιτροπής, C‑414/08 P, EU:C:2010:165, σκέψη 138).

41      Ειδικότερα, η προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της ζημίας, της οποίας η απόδειξη απόκειται στον ενάγοντα, με συνέπεια η προσαπτόμενη συμπεριφορά να πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψη 23).

42      Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 64, 68, 72, 92, 99 και 101 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η εξέταση από την Επιτροπή του νόμου 8/2015 και η άσκηση προσφυγής από αυτήν ενώπιον της μεικτής επιτροπής του άρθρου 10, παράγραφος 2, και του άρθρου 11, παράγραφος 3, της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας δεν θα είχαν διασφαλίσει αφ’ εαυτών τη μη επέλευση της προβαλλόμενης ζημίας, δεύτερον, ότι, έστω και αν η Ένωση είχε καταγγείλει τη συμφωνία αυτή, δεν είναι βέβαιον ότι το Πριγκιπάτο της Ανδόρας θα είχε τροποποιήσει τον νόμο αυτό, τρίτον, ότι το ίδιο ισχύει για τη δυνητική τροποποίηση των παραρτημάτων της εν λόγω συμφωνίας και, τέταρτον, ότι ενέργεια της Επιτροπής βάσει του άρθρου 17 ΣΕΕ, ακόμη και για την ενδεχόμενη προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των αναιρεσειόντων ή της ιδιαίτερης κατάστασης των υπηκόων της Ανδόρας, δεν θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό αυτό, δεδομένου ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να ενεργήσει χρησιμοποιώντας τα μέσα που προβλέπονται στην ίδια αυτή συμφωνία.

43      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 35 έως 37 της παρούσας διατάξεως δεν αποδεικνύει πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, αλλά προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει στις αρχές της Ανδόρας να προβούν σε μεταφορά της οδηγίας 2014/59 στην εσωτερική έννομη τάξη κατά τρόπον τον οποίον οι αναιρεσείοντες θα θεωρούσαν πλήρη και ορθό.

44      Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 62 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, προκύπτει, καταρχάς, από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 3, της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, ότι απόκειται στη μεικτή επιτροπή να εξετάζει τα μέτρα που λαμβάνει το Πριγκιπάτο της Ανδόρας και να καταβάλλει προσπάθειες για την επίλυση ενδεχόμενων διαφορών που απορρέουν από την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής. Εν συνεχεία, από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εκπροσωπεί μόνη την Ένωση στη μεικτή επιτροπή, αλλά συνιστά μέλος αντιπροσωπείας, η οποία περιλαμβάνει επίσης εκπροσώπους τους Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Τέλος, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει, εξ ονόματος της Ένωσης, στο Δικαστήριο μόνον κατόπιν εισήγησης της αντιπροσωπείας της Ένωσης στη μεικτή επιτροπή, εάν η Ένωση θεωρεί ότι το Πριγκιπάτο της Ανδόρας δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που υπέχει δυνάμει της ίδιας συμφωνίας.

45      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαθέτει, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, καμία εξουσία ώστε να μπορεί να υποχρεώσει άμεσα το Πριγκιπάτο της Ανδόρας να προβεί σε μεταφορά οδηγίας της Ένωσης στο εθνικό δίκαιο κατά συγκεκριμένο τρόπο.

46      Συνεπώς, δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των κατάφωρων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης που προσάπτονται στην Επιτροπή και της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές και, δευτερευόντως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας διατάξεως, η επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 29 έως 34 της παρούσας διατάξεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

48      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής ως προς το περιεχόμενο της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας

 Επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων

49      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί τρίτος, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι ένα από τα κύρια εμπόδια που αντιμετωπίζουν είναι ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν απευθείας ένδικο βοήθημα, ζητώντας νομική ανάλυση της συμβατότητας του νόμου 8/2015 με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/59 ή ανάλυση της τήρησης της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας και ότι δεν μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να ελέγξει τις αναλύσεις αυτές ούτε να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας.

50      Συγκεκριμένα, εφόσον, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, δεν υφίσταται δυνατότητα άσκησης ενδίκου βοηθήματος ενώπιον των δικαστηρίων της Ανδόρας με αίτημα την ορθή μεταφορά του δικαίου της Ένωσης στην εθνική έννομη τάξη, ο μόνος μηχανισμός ελέγχου της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του Πριγκιπάτου της Ανδόρας, οι οποίες απορρέουν από τη νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, συνίσταται, κατά τους αναιρεσείοντες, στην πρόβλεψη ότι η Επιτροπή δύναται να ελέγχει, να αντιδρά, να καταγγέλλει ή να επιβάλλει υποχρεώσεις και, ενδεχομένως, να ζητεί την παρέμβαση του Δικαστηρίου.

51      Ως εκ τούτου, η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών εκ μέρους της Επιτροπής συνεπάγεται την άμεση προσβολή των δικαιωμάτων πολιτών όπως οι αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι καμία προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ανδόρας δεν μπορεί να είναι συναφώς αποτελεσματική.

52      Αντιθέτως, το άρθρο 12, παράγραφος 4, της νομισματικής σύμβασης μεταξύ της Ένωσης και του Μονακό παρέχει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την κατοικία του στο Πριγκιπάτο του Μονακό τη δυνατότητα να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που είναι στη διάθεση πολίτη της Ένωσης και προβλέπει επίσης την άμεση αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για κάθε προσφυγή που αφορά ενέργειες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης σε σχέση με τη σύμβαση αυτή.

53      Η διάταξη αυτή, η οποία διασφαλίζει ακριβώς το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, είναι, κατά τους αναιρεσείοντες, απαραίτητη σε αυτό το είδος διεθνούς συμφωνίας. Επομένως, παραλείποντας να περιλάβει τέτοια ρήτρα στη νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, η Επιτροπή δεν ενήργησε με την απαιτούμενη επιμέλεια κατά τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, η εν λόγω συμφωνία καθιστά δυνατή την προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και συνεπάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος των Ανδορανών υπηκόων σε σχέση με τους Μονεγάσκους υπηκόους, σε αντίθεση προς όσα πεπλανημένα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως.

54      Ειδικότερα, σε αντίθεση προς όσα επανειλημμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η αγωγή ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όχι λόγω της συμπεριφοράς των αρχών της Ανδόρας, αλλά λόγω της παράλειψης της Επιτροπής να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55      Σε αντίθεση προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείοντες στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, από τη διατύπωση των σημείων 267 έως 274 του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι, με τον λόγο που προέβαλαν επικουρικώς, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή είχε παραβεί το καθήκον επιμέλειας κατά τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, καθότι είχε παραλείψει να περιλάβει σε αυτήν διάταξη η οποία θα παρείχε τη δυνατότητα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του στην Ανδόρα να ασκεί, κατά πράξεων των αρχών της Ανδόρας, κάθε ένδικο βοήθημα που προσφέρεται στους πολίτες της Ένωσης παρέχοντας, επομένως, στα πρόσωπα αυτά πρόσβαση στο Δικαστήριο, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως.

56      Αυτό προκύπτει, ειδικότερα, από τα σημεία 271, 272 και 274 του δικογράφου της αγωγής πρωτοδίκως, τα οποία έχουν ως εξής:

«271      Οι [αναιρεσείοντες] υφίστανται ζημία, άμεσα προκληθείσα από τις παραβάσεις αυτές, υπό την έννοια ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν την κατάφωρη παράβαση, εκ μέρους του Πριγκιπάτου της Ανδόρας, της νομοθεσίας της Ένωσης την οποία το κράτος αυτό οφείλει να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη και, συνεπώς, της νομισματικής συμφωνίας [μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας]. Εάν ο δικαστής της Ένωσης είχε αρμοδιότητα να κρίνει παράνομη την ενέργεια του κράτους της Ανδόρας, θα υπήρχε η δυνατότητα να ασκηθεί απευθείας, ενώπιον των δικαστηρίων της Ανδόρας, αγωγή αποζημιώσεως κατά του Πριγκιπάτου της Ανδόρας […]

272      […] Συγκεκριμένα, εάν μπορούσε να θεμελιωθεί η υποχρέωση αποζημιώσεως του Πριγκιπάτου της Ανδόρας λόγω της παράνομης εφαρμογής κανόνα δικαίου αναδρομικής ισχύος, παράνομου και θεσπισθέντος ad hoc, ήτοι του νόμου 8/2015, με σκοπό (θεωρητικά) τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2014/59 […], σε εταιρία η οποία αποτελούσε αντικείμενο εν εξελίξει διαδικασίας αφερεγγυότητας […], οι [αναιρεσείοντες] θα αποκαθίσταντο στην κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν ελλείψει της εφαρμογής της παράνομης αυτής διαδικασίας (ήτοι στην κατάσταση της διαδικασίας αφερεγγυότητας).

[…]

274      Ως εκ τούτου, […] οι [αναιρεσείοντες] ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι θεμελιώνεται ευθύνη της Επιτροπής λόγω μη επίδειξης επιμέλειας κατά την υπογραφή της νομισματικής συμφωνίας [μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας], η οποία είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τους Ανδορανούς υπηκόους που εθίγησαν από τις παραβάσεις [αυτής] της νομισματικής συμφωνίας να προσφύγουν συναφώς ενώπιον του δικαστή της Ένωσης […]».

57      Επομένως, αφενός, η αιτίαση των αναιρεσειόντων σχετικά με την απόρριψη της επιχειρηματολογίας τους πρωτοδίκως από το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη και, αφετέρου, η επιχειρηματολογία που προέβαλαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο που με αυτήν προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή όφειλε να περιλάβει στη νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας διάταξη διαφορετική από εκείνη που θα προέβλεπε τη δυνατότητα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την κατοικία του στην Ανδόρα να ασκεί, κατά πράξεων των αρχών της Ανδόρας, κάθε ένδικο βοήθημα που προσφέρεται στους πολίτες της Ένωσης παρέχοντας, επομένως, στα πρόσωπα αυτά πρόσβαση στο Δικαστήριο.

58      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσης που δόθηκε βάσει των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο διάδικος δεν μπορεί να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγους ή επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής, C‑98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επαλλήλως επισημαίνεται επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, ότι, ακόμη και αν οι αναιρεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα ένδικα βοηθήματα που προσφέρει το δίκαιο της Ένωσης κατά πράξεων που εξέδωσαν οι αρχές της Ανδόρας, λόγω παράβασης, εκ μέρους του Πριγκιπάτου της Ανδόρας, της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας, η δυνατότητα αυτή δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι η ζημία την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν δεν θα είχε όντως επέλθει, το ίδιο δε ισχύει για τη συμπερίληψη σε αυτή τη νομισματική συμφωνία ρήτρας όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της νομισματικής σύμβασης μεταξύ της Ένωσης και του Μονακό, ακόμη και αν η ρήτρα αυτή ερμηνευόταν υπό την έννοια που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Δικαστηρίου.

60      Λαμβανομένων, όμως, υπόψη και των διαπιστώσεων στις σκέψεις 43 έως 45 της παρούσας διατάξεως, από τις οποίες προκύπτει ότι η νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας δεν αναγνωρίζει στην Επιτροπή καμία άμεση εξουσία επιβολής υποχρεώσεων στις αρχές της Ανδόρας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως.

61      Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας διατάξεως, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελής.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το παραδεκτό των επιχειρημάτων που αντλούν οι αναιρεσείοντες από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, τις βασικές αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την αξιοπιστία της Επιτροπής και τα θεμελιώδη δικαιώματα

 Επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων

63      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί τέταρτος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, προέβαλαν λεπτομερή επιχειρήματα τα οποία αποδεικνύουν ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής, καθόσον δεν μεριμνά για τον σεβασμό των διεθνών συμφωνιών που συνάπτονται με τρίτα κράτη και δεν απαιτεί από αυτά τον σεβασμό των συμφωνιών αυτών, παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, τις βασικές αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θίγει την αξιοπιστία της Επιτροπής και συνιστά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, κατά τους αναιρεσείοντες, η δήμευση της περιουσίας τους βάσει μερικής και αναδρομικής, εις βάρος τους, μεταφοράς οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη θίγει την ασφάλεια δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων.

64      Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η απόρριψη εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου των επιχειρημάτων αυτών ως απαράδεκτων είναι παράνομη και πρέπει να αντικατασταθεί με τη διαπίστωση του παραδεκτού τους.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι πεπλανημένα το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την επιχειρηματολογία τους η οποία σκοπούσε στη διαπίστωση από αυτό των παραβιάσεων των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, των βασικών αρχών στις οποίες θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, της προσβολής της αξιοπιστίας της Επιτροπής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από την παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τρίτο κράτος συμπεριφέρεται κατά τρόπο συνάδοντα προς τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο συμφωνιών που συνάπτει με την Ένωση.

66      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά συνδέονται με την ίδια προβαλλόμενη συμπεριφορά της Επιτροπής την οποία αφορά ο τρίτος λόγος αναιρέσεως. Όμως, διαπιστώθηκε συναφώς, στις σκέψεις 43 έως 46 της παρούσας διατάξεως, ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας διατάξεως, η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής και, επομένως, ως προδήλως αβάσιμη.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί του αν έπρεπε να περατωθεί η διαδικασία με την έκδοση διατάξεως

 Επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων

68      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε πεπλανημένα ότι η αγωγή τους στερούνταν προδήλως νομικού ερείσματος. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να εκδώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, αλλά έπρεπε να συνεχίσει τη διαδικασία, να διεξαγάγει επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να διατάξει την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που ζήτησαν οι αναιρεσείοντες.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69      Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη βάσει της διατάξεως αυτής του Κανονισμού.

70      Κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν θίγει, αφ’ εαυτής, την προσήκουσα και αποτελεσματική ένδικη διαδικασία, καθόσον η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή μόνο στις υποθέσεις στις οποίες η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι προδήλως απορριπτέα (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, Credito Fondiario κατά ΕΣΕ, C‑69/19 P, EU:C:2020:178, σκέψη 56).

71      Εν προκειμένω, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, και όπως προκύπτει από την εξέταση των τεσσάρων πρώτων λόγων αναιρέσεως, κανένα στοιχείο της επιχειρηματολογίας τους δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της επιλογής του Γενικού Δικαστηρίου να εφαρμόσει το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

72      Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

73      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

75      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την κοινοποίηση της αιτήσεως αναιρέσεως στην Επιτροπή και, επομένως, πριν αυτή υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι οι αναιρεσείοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

2)      Οι CF, TB, LO SA και UM SL φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.