ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
YVES BOT
της 9ης Δεκεμβρίου 2009 (1)
Υπόθεση C‑403/09 PPU
Jasna Detiček
κατά
Maurizio Sgueglia
[αίτηση του Višje sodišče v Mariboru (Σλοβενία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (EΚ) 2201/2003 για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων επί γαμικών διαφορών και διαφορών γονικής μέριμνας – Παράνομη μετακίνηση τέκνου – Άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003 – Δυνατότητα του δικαστή του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση να διατάξει προσωρινό μέτρο»
1. Με την παρούσα διαδικασία επί προδικαστικής παραπομπής το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του περιεχομένου του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (2).
2. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαφορών και σε επείγουσες περιπτώσεις, κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο έδαφός του, έστω και αν, δυνάμει του κανονισμού 2201/2003, δικαιοδοσία επί της ουσίας της υποθέσεως έχει δικαστήριο άλλου κράτους μέλους.
3. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα. Η Jasna Detiček, σλοβενικής ιθαγένειας, και ο Maurizio Sgueglia, ιταλικής ιθαγένειας, σύζυγοι, ζούσαν στην Ιταλία και έχουν μία θυγατέρα. Το 2007 κίνησαν διαδικασία διαζυγίου στην Ιταλία και το αρμόδιο επί της ουσίας της διαφοράς ιταλικό δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει προσωρινώς την επιμέλεια του τέκνου στον πατέρα. Την ημέρα κατά την οποία το ιταλικό δικαστήριο εξέδωσε το προσωρινό μέτρο, η μητέρα μετέβη και εγκαταστάθηκε στη Σλοβενία με το τέκνο. Εν συνεχεία, με αίτησή της σε σλοβενικό δικαστήριο επέτυχε, ως προσωρινό μέτρο, την ανάθεση στην ίδια της επιμέλειας της θυγατέρας της.
4. Το ζήτημα που ανέκυψε στο πλαίσιο αυτό είναι αν δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το τέκνο μπορούσε, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, να διατάξει ένα τέτοιο προσωρινό μέτρο βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003.
5. Στις 27 Οκτωβρίου 2009 το Δικαστήριο αποφάσισε να εφαρμόσει επί της υπό κρίση υποθέσεως την επείγουσα διαδικασία, κατά το άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 104β του Κανονισμού Διαδικασίας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, κατάθεση γραπτών παρατηρήσεων επετράπη μόνον στην J. Detiček, αιτούσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, στον Μ. Sgueglia, καθού η αίτηση στην υπόθεση της κύριας δίκης, στη Σλοβενική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 7 Δεκεμβρίου 2009 διεξήχθη επίσης επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
6. Με την παρούσα γνώμη θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς, έχει διατάξει μέτρο με το οποίο αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια τέκνου στον έναν εκ των δύο γονέων, δεν επιτρέπει σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να λάβει, μετά την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους, απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στον έτερο γονέα.
7. Επίσης, θα καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο, κατά την άποψή μου, τα νομοθετικά κείμενα που τυγχάνουν εφαρμογής και το κοινό πνεύμα που τα διαπνέει, ήτοι το συμφέρον του τέκνου, οργανώνουν και επιτάσσουν τη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
I – Το νομικό πλαίσιο
Η Σύμβαση της Χάγης του 1980
8. Η σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών συνομολογήθηκε στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (3) στο πλαίσιο της παγκόσμιας οργανώσεως για τη διασυνοριακή συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
9. Η σύμβαση αυτή καθιερώνει τους κανόνες διαδικασίας που εφαρμόζονται σε περίπτωση απαγωγής παιδιού, προκειμένου να εξασφαλίζεται η άμεση επιστροφή του στο κράτος της συνήθους διαμονής του, καθώς και η διασφάλιση του δικαιώματος επικοινωνίας (4).
10. Το άρθρο 12 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 ορίζει:
«Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.
Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον.
[…]»
11. Το άρθρο 13 της εν λόγω Συμβάσεως ορίζει:
«[...] η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους [μέλους στο οποίο μετακινήθηκε το παιδί] δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:
α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή
β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση.
Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.
[…]»
Το κοινοτικό δίκαιο
12. Ο κανονισμός 2201/2003, ο οποίος αντικαθιστά τον κανονισμό 1347/2000, σκοπεί στην εναρμόνιση, εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως γάμου, καθώς και σε υποθέσεις γονικής μέριμνας.
13. Εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 1347/2000 ο οποίος περιόριζε την έννοια των διαφορών γονικής μέριμνας στις διαφορές που άπτονταν της διαδικασίας χωρισμού ενός ζεύγους, ο κανονισμός 2201/2003 επεκτείνει τους κανόνες δικαιοδοσίας σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του τέκνου, ανεξαρτήτως οιασδήποτε σχέσεως με διαδικασία γαμικών διαφορών (5).
14. Κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ο κανονισμός 2201/2003 εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως του είδους του δικαστηρίου, επί αστικών υποθέσεων που αφορούν την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.
1. Ο κανόνας γενικής δικαιοδοσίας και οι παρεκκλίσεις
15. Με γνώμονα το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, ο κανονισμός 2201/2003 καθιερώνει το κριτήριο της εγγύτητας ως κανόνα της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων, εισάγει, ωστόσο, εξαίρεση από αυτόν, ιδίως σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής του τόπου κατοικίας, όπως προκύπτει από τα άρθρα 8, 9, 10 και 12 του εν λόγω κανονισμού.
16. Συγκεκριμένα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δικαιοδοσία επί θεμάτων γονικής μέριμνας έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του τη χρονική στιγμή κατά την οποία επελήφθη το δικαστήριο, ενώ η φυσική παρουσία του τέκνου, έννοια η οποία ενδεχομένως διαφέρει από εκείνη της συνήθους διαμονής, καθίσταται γενική βάση δικαιοδοσίας ελλείψει οιασδήποτε άλλης βάσεως (6).
17. Εξαίρεση από την αρχή αυτή επιτρέπεται μόνο στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο διατηρεί τη δικαιοδοσία του είτε για την αποφυγή κινδύνου συγκρούσεως είτε για τη συνέχιση διαδικασίας που κινήθηκε νομίμως βάσει κριτηρίου κατά τόπον αρμοδιότητας το οποίο είναι σύμφωνο προς τον κανονισμό 2201/2003 και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.
18. Τούτο συμβαίνει, συγκεκριμένα, με το δικαίωμα επικοινωνίας στην περίπτωση κατά την οποία τέκνο μετοικεί νομίμως σε άλλο κράτος μέλος και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του τέκνου διατηρούν τη δικαιοδοσία τους, επί τρεις μήνες μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να μεταρρυθμίσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας και η οποία εκδόθηκε σε αυτό το κράτος μέλος προ της μετοικεσίας (7).
19. Ομοίως, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει παρέκταση αρμοδιότητας υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη της αιτήσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου. Κατά την εν λόγω διάταξη, το δικαστήριο αυτό παραμένει αρμόδιο επί κάθε ζητήματος γονικής μέριμνας το οποίο συνδέεται με την εν λόγω αίτηση, οσάκις τουλάχιστον ένας εκ των συζύγων ασκεί τη γονική μέριμνα του τέκνου και η αρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας. Η αρμοδιότητα αυτή πρέπει, εξάλλου, να συνάδει προς το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου. Άρση της αρμοδιότητας επέρχεται όταν η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου ή οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη γονική μέριμνα καθίστανται τελεσίδικες (8).
20. Εφόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 8 έως 13 του κανονισμού 2201/2003, η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο του κράτους αυτού (9).
21. Το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου μπορεί επίσης να δικαιολογήσει ειδική παρέκκλιση υπό τη μορφή διαπιστώσεως, εκ μέρους του δικαστηρίου κράτους μέλους, ελλείψεως δικαιοδοσίας υπέρ δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους.
22. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει:
«[...] τα δικαστήρια κράτους μέλους που έχουν δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορ[ούν], εάν κρίν[ουν] ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού:
α) να αναστείλ[ουν] την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσ[ουν] τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους […] ή
β) να καλέσ[ουν] δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του […]».
23. Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των διαδίκων, με πρωτοβουλία του δικαστηρίου ή κατόπιν αιτήσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους με το οποίο το τέκνο συνδέεται στενά (10), στις δυο τελευταίες δε αυτές περιπτώσεις η παραπομπή λαμβάνει χώρα μόνον εφόσον γίνεται δεκτή από τουλάχιστον έναν εκ των διαδίκων.
2. Οι κανόνες που διέπουν την ειδική περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου
24. Στην περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι κανόνες της Συμβάσεως της Χάγης του 1980. Οι κανόνες αυτοί συμπληρώνονται, εντούτοις, από τις διατάξεις του κανονισμού 2201/2003, οι οποίες κατισχύουν των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως (11).
25. Το άρθρο 2, σημείο 11, του εν λόγω κανονισμού ορίζει:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
ο όρος “παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού” σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού:
α) εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του
και
β) με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας.»
26. Όσον αφορά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του προ της μετακινήσεώς του διατηρούν τη δικαιοδοσία τους.
27. Εντούτοις, και συμφώνως προς το κριτήριο της εγγύτητας, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο έχει αποκτήσει νέα συνήθη διαμονή καθίστανται αρμόδια όταν:
α) οιοδήποτε πρόσωπο, ίδρυμα ή άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έχει συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση
ή
β) το τέκνο έχει διαμείνει σε αυτό το κράτος μέλος για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους αφότου το πρόσωπο, το ίδρυμα ή οιαδήποτε άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έλαβε ή όφειλε να λάβει γνώση του τόπου στον οποίο ευρίσκεται το τέκνο, το τέκνο έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του και συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) εντός έτους αφότου ο δικαιούχος της επιμέλειας έλαβε ή όφειλε να λάβει γνώση του τόπου στον οποίο ευρίσκεται το τέκνο, δεν έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται το τέκνο·
ii) έχει ανακληθεί αίτηση επιστροφής υποβληθείσα από τον δικαιούχο της επιμέλειας και δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση εντός της οριζόμενης από το σημείο i) προθεσμίας·
iii) διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον αμέσως προ της παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεώς του χρόνο έχει περατωθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 7·
iv) τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον αμέσως προ της παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεώς του χρόνο έχουν εκδώσει απόφαση περί επιμέλειας η οποία δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου.
28. Το άρθρο 11 του κανονισμού 2201/2003 φέρει τον τίτλο «Επιστροφή του παιδιού». Κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, όταν πρόσωπο που έχει δικαίωμα επιμέλειας ζητεί από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους την έκδοση αποφάσεως βάσει της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή μετακινηθέντος τέκνου, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 8.
29. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, εάν δικαστήριο κράτους μέλους εκδώσει απόφαση περί μη επιστροφής τέκνου δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, το δικαστήριο αυτό οφείλει να διαβιβάσει αντίγραφο της εν λόγω αποφάσεως και των συναφών εγγράφων στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον αμέσως προ της παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεώς του χρόνο.
30. Επιπλέον, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2201/2003, οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του τέκνου η οποία έχει εκδοθεί από αρμόδιο κατά τον εν λόγω κανονισμό δικαστήριο είναι εκτελεστή, προκειμένου να εξασφαλίζεται η επιστροφή του τέκνου, κατά το κεφάλαιο III, τμήμα 4, και, ιδίως, κατά τα άρθρα 40, 42 και 43 του εν λόγω κανονισμού.
31. Κατά το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003, η απόφαση που διατάσσει την επιστροφή του τέκνου αναγνωρίζεται και μπορεί να εκτελεσθεί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να χωρεί εναντίωση στην αναγνώριση.
32. Προς τούτο, η εν λόγω απόφαση πρέπει να πιστοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. Ο δικαστής που είναι αρμόδιος για την πιστοποίηση της αποφάσεως περί επιστροφής του τέκνου εκδίδει το πιστοποιητικό μόνον εφόσον συντρέχουν τρεις σωρευτικώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει ότι το πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί στο παιδί η δυνατότητα ακροάσεως, εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία η ακρόαση αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητάς του, τα μέρη είχαν δυνατότητα ακροάσεως και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση περί μη επιστροφής.
3. Οι κοινές για τις γαμικές διαφορές και τη γονική μέριμνα διατάξεις
33. Προς αντιμετώπιση κάθε επείγουσας περιπτώσεως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος αυτό, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς.
34. Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η ισχύς των μέτρων αυτών παύει μόλις το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς λάβει τα μέτρα τα οποία κρίνει προσήκοντα.
4. Η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων επί γαμικών διαφορών και διαφορών γονικής μέριμνας
35. Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ή μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως.
36. Οι λόγοι μη αναγνωρίσεως αποφάσεως που αφορά τη γονική μέριμνα προβλέπονται από το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού. Μια τέτοια απόφαση δεν αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων, αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη ή αν η απόφαση έχει εκδοθεί χωρίς προηγούμενη ακρόαση του τέκνου.
37. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως δεν ελέγχεται (12).
38. Τέλος, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, οι «[α]ποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος για την άσκηση της γονικής μέριμνας παιδιού, οι οποίες είναι εκτελεστές σε αυτό το κράτος μέλος και έχουν επιδοθεί, μπορούν να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου». Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή και από τους δύο διαδίκους (13).
5. Η συνεργασία μεταξύ των κεντρικών αρχών επί διαφορών γονικής μέριμνας
39. Κατά το άρθρο 53 του κανονισμού 2201/2003, κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες κεντρικές αρχές αρμόδιες να το επικουρούν κατά την εφαρμογή του κανονισμού. Αποστολή των εν λόγω αρχών είναι, ειδικότερα, η κοινοποίηση πληροφοριών επί των εθνικών νομοθεσιών και διαδικασιών, η λήψη μέτρων για τη βελτίωση της εφαρμογής του κανονισμού, καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας τους με τις διάφορες κεντρικές αρχές των κρατών μελών (14).
40. Το άρθρο 55 του κανονισμού ορίζει ότι οι κεντρικές αρχές λαμβάνουν οιοδήποτε ενδεδειγμένο μέτρο για τη συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών επί της καταστάσεως του τέκνου, επί κάθε εκκρεμούς διαδικασίας που αφορά τη γονική μέριμνα και επί όλων των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σχετικά με το τέκνο. Μεταξύ άλλων, οφείλουν να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ δικαστηρίων για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 6 και 7, καθώς και του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού.
Το εθνικό δίκαιο
41. Το άρθρο 411, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku) (15) ορίζει ότι, κατά τη διάρκεια διαδικασίας σχετικής με γαμικές διαφορές και διαφορές που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων, το δικαστήριο μπορεί να λάβει, κατόπιν προτάσεως διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως, προσωρινές αποφάσεις ως προς την επιμέλεια και τη συντήρηση των κοινών τέκνων, καθώς και προσωρινά μέτρα ως προς την αφαίρεση ή τον περιορισμό του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο ή τον τρόπο πραγματοποιήσεως της επικοινωνίας.
42. Κατά το άρθρο 411, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα, οι προσωρινές αυτές αποφάσεις λαμβάνονται κατά τις διατάξεις του νόμου περί προσωρινής έννομης προστασίας.
43. Κατά το άρθρο 267 του νόμου περί εκτελέσεως και προσωρινής έννομης προστασίας (16), προσωρινή απόφαση μπορεί να εκδοθεί προ της ενάρξεως ένδικης διαδικασίας, κατά τη διάρκεια αυτής, όπως και κατά το πέρας της διαδικασίας, ενόσω δεν έχει λάβει χώρα η εκτέλεση.
44. Το άρθρο 105, παράγραφος 3, του νόμου περί γάμου και οικογενειακών σχέσεων (Zakon o zakonski zvezi in družinskih razmerjih) (17) ορίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι γονείς δεν καταλήγουν, ακόμη και με την αρωγή του κέντρου κοινωνικών υποθέσεων, σε συμφωνία ως προς την επιμέλεια και την αγωγή των τέκνων, το δικαστήριο αποφασίζει, κατόπιν αιτήσεως ενός ή και των δύο γονέων, την ανάθεση της επιμέλειας και της αγωγής όλων των τέκνων στον ένα εκ των δύο γονέων ή την ανάθεση της επιμέλειας και της αγωγής ορισμένων τέκνων στον ένα και των λοιπών τέκνων στον έτερο γονέα. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως την ανάθεση της επιμέλειας και της αγωγής όλων των τέκνων ή ορισμένων εξ αυτών σε τρίτους.
II – Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
45. Η J. Detiček, σλοβενικής ιθαγένειας, και ο M. Sgueglia, ιταλικής ιθαγένειας, είναι σύζυγοι που διέμειναν στη Ρώμη επί 25 έτη. Η θυγατέρα τους Antonella, σλοβενικής ιθαγένειας, γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1997.
46. Ενώπιον του Tribunale ordinario di Tivoli (Ιταλία) κινήθηκε διαδικασία διαζυγίου. Με διάταξη της 25ης Ιουλίου 2007 το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει προσωρινώς την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου του ζεύγους στον M. Sgueglia και να τοποθετήσει το τέκνο σε ξενώνα υποδοχής του ιδρύματος των Sœurs Calasantiennes στη Ρώμη.
47. Από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το Višje sodišče v Mariboru (εφετείο Maribor) προκύπτει ότι ο δικαστής του Tribunale ordinario di Tivoli δεν αποφάνθηκε υπέρ της προσωρινής αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στην J. Detiček για τον λόγο ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσει τα συμφέροντα του τέκνου από τα προσωπικά της συμφέροντα. Επιπλέον, κατά το ιταλικό δικαστήριο, η Antonella δεν επιθυμούσε να επικοινωνεί με τον πατέρα της. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει προσωρινώς την επιμέλειά της στον M. Sgueglia και να τοποθετήσει την Antonella σε οικοτροφείο, προκειμένου αυτή να μην έρχεται αντιμέτωπη με τη διαμάχη των γονέων της. Η εν λόγω απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου διευκρινίζει επίσης ότι το οικοτροφείο στο οποίο τοποθετήθηκε η Αntonella είχε προταθεί και επιλεγεί από την ίδια την J. Detiček.
48. Την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση η J. Detiček και η θυγατέρα της εγκατέλειψαν την Ιταλία για να μεταβούν στο Poljčane της Σλοβενίας, όπου ζουν έως σήμερα.
49. Με απόφαση του Οkrožno sodišče v Mariboru (περιφερειακό δικαστήριο του Maribor) (Σλοβενία) της 22ας Νοεμβρίου 2007, η οποία κυρώθηκε με απόφαση του Vrhovno sodišče (ανώτατο δικαστήριο) (Σλοβενία) της 2ας Οκτωβρίου 2008, η διάταξη του Tribunale ordinario di Tivoli της 25ης Ιουλίου 2007 κηρύχθηκε εκτελεστή στο έδαφος της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, ενώ ενώπιον του Οkrajno sodišče v Slovenski Bistrici (δικαστήριο του Καντονίου της Slovenska Bistrica) (Σλοβενία) εκκρεμεί διαδικασία εκτελέσεως για την επιστροφή του τέκνου στον πατέρα με παράλληλη τοποθέτησή του στο προαναφερθέν οικοτροφείο στη Ρώμη. Η εκτέλεση αυτή ανεστάλη έως την περάτωση της διαδικασίας της κύριας δίκης.
50. Στις 28 Νοεμβρίου 2008 η J. Detiček κατέθεσε ενώπιον του Okrožno sodišče v Mariboru αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας να της ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του τέκνου.
51. Με διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 2008 το Okrožno sodišče v Mariboru έκανε δεκτή την αίτηση της J. Detiček και της ανέθεσε προσωρινώς την επιμέλεια της Antonella. Το εν λόγω δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφασή του επικαλούμενο τη μεταβολή των συνθηκών και το συμφέρον του τέκνου, χωρίς, ωστόσο, οι συνθήκες αυτές να προσδιορίζονται με περισσότερες λεπτομέρειες από το αιτούν δικαστήριο.
52. Εντούτοις, από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία και, ιδίως, από τη διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 2008, προκύπτει ότι οι μεταβολές των συνθηκών είναι οι ακόλουθες. Η Antonella είναι επί του παρόντος κοινωνικώς εντεταγμένη στη Σλοβενία. Το σλοβενικό δικαστήριο εκτιμά ότι ενδεχόμενη επιστροφή της στην Ιταλία, με τοποθέτησή της σε οικοτροφείο, θα υποβάθμιζε την ποιότητα ζωής της, καθώς θα την υπέβαλλε σε ανεπανόρθωτη σωματική και ψυχική δοκιμασία. Εξάλλου, κατά τη συνάντησή της με τον Σλοβένο δικαστή, η Antonella εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει με τη μητέρα της.
53. Κατά της διατάξεως αυτής ο M. Sgueglia άσκησε ανακοπή ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, η οποία απερρίφθη με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2009. Το εν λόγω δικαστήριο θεμελιώνει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003 και του άρθρου 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.
54. Κατά της διατάξεως της 29ης Ιουνίου 2009 ο M. Sgueglia άσκησε προσφυγή ενώπιον του Višje sodišče v Mariboru, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού [2201/2003] να λάβει μέτρα [προσωρινής έννομης προστασίας], όταν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, το οποίο έχει, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, δικαιοδοσία επί της ουσίας της υποθέσεως, έχει ήδη λάβει μέτρο [προσωρινής έννομης προστασίας] κηρυχθέν εκτελεστό στη [...] Σλοβενία;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, μπορεί σλοβενικό δικαστήριο να λάβει κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου (δεδομένου ότι το άρθρο 20 του κανονισμού [2201/2003] επιτρέπει την εφαρμογή αυτή) μέτρο [προσωρινής έννομης προστασίας] δυνάμει του άρθρου 20 [του εν λόγω] κανονισμού, το οποίο να τροποποιεί ή να ακυρώνει οριστικό και εκτελεστό μέτρο [προσωρινής έννομης προστασίας] ληφθέν από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που έχει, δυνάμει του [εν λόγω] κανονισμού, δικαιοδοσία επί της ουσίας της υποθέσεως;
III – Ανάλυση
55. Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς, έχει λάβει μέτρο με το οποίο αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια τέκνου στον έναν εκ των δύο γονέων, παρέχει σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να λάβει, μετά την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους, απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στον έτερο γονέα.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
56. Φρονώ ότι επιβάλλονται εκ προοιμίου οι ακόλουθες παρατηρήσεις.
57. Καταρχάς, είναι, κατά την άποψή μου, αδιαμφισβήτητο ότι τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα ανάγονται σε διαφορά που ανέκυψε με αφορμή παράνομη μετακίνηση τέκνου κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003.
58. Συγκεκριμένα, από τα διαβιβασθέντα στο Δικαστήριο στοιχεία προκύπτει ότι η J. Detiček εγκατέλειψε την Ιταλία, κράτος της συνήθους διαμονής της οικογενείας, για να μεταβεί στη Σλοβενία με το κοινό τέκνο του ζεύγους, την Antonella, ηλικίας τότε 10 ετών, την ημέρα κατά την οποία το ιταλικό δικαστήριο που είχε επιληφθεί της διαφοράς κατόπιν αιτήσεως των συζύγων στο πλαίσιο διαδικασίας διαζυγίου, εξέδωσε απόφαση με την οποία ανέθεσε προσωρινώς την επιμέλεια της Antonella στον πατέρα της, M. Sgueglia. Η J. Detiček και η Αntonella εξακολουθούν να διαμένουν στη Σλοβενία, αντίθετα προς τη βούληση του πατέρα.
59. Ως εκ τούτου, συντρέχουν, κατά την άποψή μου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού 2201/2003, το οποίο ορίζει ως παράνομη μετακίνηση τέκνου τη μετακίνηση που «γίν[εται] κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση [...] σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση [...] με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης [...] ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά».
60. Κρίνεται αναγκαίο, επίσης, να διευκρινισθεί εκ προοιμίου ότι, μολονότι οι διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες οργανώνουν τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων προς το συμφέρον του τέκνου, τυγχάνουν προφανώς εφαρμογής στο πλαίσιο της κινηθείσας από τον πατέρα διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας ενώπιον του Okrajno sodišče v Slovenski Bistrici για την επιστροφή του τέκνου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στο πλαίσιο της αιτήσεως της μητέρας ενώπιον του Okrožno sodišče v Mariboru.
61. Πράγματι, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η επιστροφή του τέκνου μέσω του μηχανισμού του εν λόγω κανονισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνον «[ό]ταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της [Συμβάσεως της Χάγης του 1980] απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση».
62. Από τα υποβληθέντα στην κρίση του Δικαστηρίου στοιχεία προκύπτει, αφενός, ότι, όταν η J. Detiček υπέβαλε, στις 28 Νοεμβρίου 2008, ενώπιον του Okrožno sodišče v Mariboru αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας να της ανατεθεί η επιμέλεια του τέκνου, δεν είχε, βάσει της διατάξεως του Tribunale ordinario di Tivoli της 25ης Ιουλίου 2007 η οποία είχε κηρυχθεί εκτελεστή με απόφαση του Vrhovno sodišče της 2ας Οκτωβρίου 2008, το δικαίωμα επιμέλειας, αποκλειστικώς ή έστω από κοινού, και, αφετέρου, ότι η αίτησή της δεν αφορούσε την επιστροφή της Antonella. Η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως είναι, επομένως, όχι μόνο διαφορετική, αλλά εκ διαμέτρου αντίθετη προς αυτήν την οποία αφορά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003.
63. Συνεπώς, το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των αυτοτελών διατάξεων του άρθρου 20 του κανονισμού.
64. Στην πραγματικότητα, το κομβικής σημασίας ζήτημα που εγείρει το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα είναι αν, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, είναι δυνατή η έκδοση και η αναγνώριση ως κατισχύουσας δικαστικής αποφάσεως η οποία εξεδόθη βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού από δικαστήριο το οποίο κατέστη κατά τόπον αρμόδιο αποκλειστικώς λόγω παράνομης μετακινήσεως τέκνου.
65. Το περιεχόμενο της απαντήσεως στο ερώτημα αυτό εξαρτάται, κατά την άποψή μου, από τις απαντήσεις που θα δοθούν στα δύο ακόλουθα ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι, στο πλαίσιο της προβληματικής που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου, η αρχή επί της οποίας ερείδεται ο κανονισμός 2201/2003; Δεύτερον, ποια θέση κατέχουν οι διατάξεις του άρθρου 20 στο σύστημα που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός;
Ο μηχανισμός τον οποίο θέτει σε εφαρμογή ο κανονισμός 2201/2003 στην ειδική περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου
66. Κατά την άποψή μου, ο κανονισμός 2201/2003 εκκινεί από τις ακόλουθες βάσεις.
67. Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός φιλοδοξεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός πραγματικά ενιαίου δικαστικού χώρου, εισάγοντας κανόνες δικαιοδοσίας επί των γαμικών διαφορών και των διαφορών γονικής μέριμνας και διευκολύνοντας την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στους εν λόγω τομείς.
68. Προς τούτο, είναι αναγκαία η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζεται με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ορίσθηκε ως ακρογωνιαίος λίθος για τη δημιουργία πραγματικά ενιαίου δικαστικού χώρου. Για τον λόγο αυτόν, η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ενώ οι λόγοι της μη αναγνωρίσεως περιορίζονται κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό (18).
69. Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ίδιος ο κανονισμός επισημαίνει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας που εισάγει διαμορφώθηκαν με γνώμονα το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου (19). Είναι, συνεπώς, αδιαμφισβήτητο, κατά την άποψή μου, ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας που σκοπούν στην αντιμετώπιση της παράνομης μετακινήσεως τέκνων διαπνέονται από το ίδιο πνεύμα.
70. Μια, άλλοτε εξαιρετικά συνήθης, πρακτική την οποία, σε περίπτωση διαζυγίου συζύγων διαφορετικής ιθαγένειας, ακολουθούσε ο γονέας που ήθελε να εξασφαλίσει την επιμέλεια του ή των τέκνων συνίστατο στην άμεση μετάβασή του με το τέκνο ή τα τέκνα του στη χώρα προελεύσεώς του και στην υποβολή αιτήσεως σε εθνικό δικαστήριο για την απόκτηση της επιμέλειας, κατά παράβαση, ενδεχομένως, των όρων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος.
71. Αποτέλεσμα ήταν η πολυετής, αν όχι οριστική, ρήξη στις σχέσεις του τέκνου με τον έτερο γονέα του, κατάσταση η οποία ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί συνάδουσα προς το συμφέρον του τέκνου ή, κατά την έκφραση που έχει ήδη χρησιμοποιήσει το Δικαστήριο, προς την καλή του διαβίωσή (20).
72. Με τη στάση αυτή, της οποίας συχνά και επώδυνα παραδείγματα προσφέρει το πρόσφατο παρελθόν αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος γονέας επεδίωκε ή προσδοκούσε ευνοϊκή αντιμετώπιση εκ μέρους του επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου, πηγάζουσα από ένα είδος δικαστικού εθνικισμού, απολύτως ασύμβατου πλέον με την έννοια του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η κατάσταση αυτή είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την αποστέρηση του τέκνου από ουσιώδη και πραγματικά θεμελιώδη δικαιώματα. Πέραν του προφανούς γεγονότος ότι οι οικογενειακές πιέσεις που δέχεται το τέκνο, ακόμη και όταν έχει αποκτήσει επαρκή βαθμό ωριμότητας, του στερούν την ελευθερία επιλογής και τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας προκειμένου να επισκεφθεί τον έτερο γονέα του, η εν λόγω κατάσταση στερεί απλούστατα από το τέκνο το θεμελιώδες δικαίωμά του να διατηρεί τακτικές προσωπικές σχέσεις και με τους δύο γονείς του.
73. Για την αποφυγή αυτών ακριβώς των ιδιαιτέρως επιβλαβών για το τέκνο πρακτικών, ο κανονισμός 2201/2003 εισήγαγε επιτακτικούς κανόνες δικαιοδοσίας, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η πρόληψη συμπεριφορών που απολήγουν σε τέτοιες καταστάσεις και συνιστούν πραγματικές αυθαιρεσίες.
74. Η σαφής απαγόρευση των εν λόγω πρακτικών προϋποθέτει, επομένως, την απόλυτη απαγόρευση του forum shopping. Συγκεκριμένα, η μόνη αποτελεσματική μέθοδος αποφυγής τέτοιων καταστάσεων είναι η διατήρηση και η επίστεψη ως απαραβίαστης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επελήφθη αρχικώς της ουσίας της διαφοράς.
75. Αυτός είναι, κατά την άποψή μου, και ο λόγος για τον οποίο ο κανονισμός 2201/2003, αφού επιβάλλει προς το συμφέρον του τέκνου κανόνα γενικής δικαιοδοσίας βάσει του κριτηρίου της εγγύτητας (21), εισάγει, επίσης προς προάσπιση αυτού του συμφέροντος, εξαιρέσεις όπως αυτή που τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου.
76. Στην περίπτωση αυτή, η οποία διέπεται από το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον αμέσως προ της παράνομης μετακινήσεώς του χρόνο διατηρούν τη δικαιοδοσία τους. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το τέκνο αποκτούν δικαιοδοσία μόνον εφόσον η μετακίνηση καταστεί νόμιμη ρητώς ή σιωπηρώς, με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει ο κανονισμός.
77. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προβλέπει την περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο που έχει δικαίωμα επιμέλειας συναινεί στη μετακίνηση (22), καθώς και την περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που έχει διατηρήσει τη δικαιοδοσία του, λόγω του παράνομου χαρακτήρα της μετακινήσεως, εκδίδει απόφαση η οποία επικυρώνει τη μετακίνηση ή αποφαίνεται επί της επιμέλειας κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο επιστροφή του τέκνου (23). Ομοίως, το εν λόγω άρθρο προβλέπει εμμέσως την περίπτωση κατά την οποία, εντός ενιαύσιας προθεσμίας, το πρόσωπο που είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του τέκνου είτε δεν υποβάλλει σχετική αίτηση, είτε παραιτείται από την αίτηση και δεν υποβάλλει νέα αίτηση για την επιστροφή του τέκνου (24). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δικαιοδοσία αποκτά το κράτος μέλος στο οποίο μετακινήθηκε το τέκνο.
78. Από τα στοιχεία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο προκύπτει με σαφήνεια ότι η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως δεν συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών των περιπτώσεων. Συγκεκριμένα, ο M. Sgueglia, αφού ζήτησε και επέτυχε την αναγνώριση στη Σλοβενία του διαταχθέντος από το ιταλικό δικαστήριο ασφαλιστικού μέτρου, με διαδικασία που κίνησε ενώπιον του Okrajno sodišče v Slovenski Bistrici ζήτησε την επιστροφή της Antonella κατ’ εκτέλεση του εν λόγω μέτρου.
79. Συνεπώς, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 2201/2003, το ιταλικό δικαστήριο διατήρησε τη δικαιοδοσία του, αποκλείοντας τη δικαιοδοσία οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, γεγονός που αναγνωρίζει, εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο.
80. Η απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί υπό το φως αυτών ακριβώς των επισημάνσεων.
Η θέση του άρθρου 20 στο σύστημα του κανονισμού 2201/2003
81. Mε τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο σκοπεί πράγματι στην αποσαφήνιση της θέσεως που κατέχει το άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς, έχει λάβει μέτρο με το οποίο αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια τέκνου στον έναν εκ των δύο γονέων, δύναται δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να λάβει, μετά την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους, απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στον έτερο γονέα.
82. Επιβάλλεται, καταρχάς, η υπόμνηση ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού επιτρέπει σε δικαστήριο που δεν έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς να λάβει, κατ’ εξαίρεση, σε επείγουσες περιπτώσεις, προσωρινό ή ασφαλιστικό μέτρο που αφορά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφός του.
83. Φρονώ ότι η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει βάση γενικής δικαιοδοσίας, αλλά επιτρέπει την ανάληψη δράσεως υπό καθεστώς διπλής πιέσεως, αφενός, λόγω κινδύνου που διατρέχει το τέκνο και, αφετέρου, λόγω της αναγκαιότητας επείγουσας δράσεως για την αποσόβηση αυτού του κινδύνου.
84. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με το σημείο 27 των παρατηρήσεών της, το άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003 επιτρέπει την προσφυγή στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστή χωρίς να υφίσταται εξαρχής δικαιοδοτική βάση.
85. Όπως, όμως, έχει ήδη επισημανθεί ανωτέρω, οι κανόνες δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών του άρθρου 10 του κανονισμού, διαμορφώθηκαν με γνώμονα το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου. Η εφαρμογή του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο παρεκκλίνει πλήρως από τους εν λόγω κανόνες, μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικά σοβαρές περιστάσεις που συνδέονται άμεσα με την κατάσταση του τέκνου.
86. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποσαφηνίσει το περιεχόμενο αυτής της διατάξεως με την προπαρατεθείσα απόφαση Α. Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 υπόκειται σε τρεις όρους, ήτοι τα μέτρα πρέπει να είναι επείγοντα, να αφορούν πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα του το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο και να έχουν προσωρινό χαρακτήρα (25).
87. Στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «[τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003] έχουν εφαρμογή στα παιδιά τα οποία, ενώ έχουν τη συνήθη διαμονή τους εντός κράτους μέλους, διαμένουν προσωρινώς ή ευκαιριακώς εντός άλλου κράτους μέλους και ευρίσκονται σε κατάσταση που μπορεί να βλάψει σοβαρά την καλή τους διαβίωση, περιλαμβανομένης της υγείας τους ή της ανάπτυξής τους, οπότε δικαιολογείται η άμεση λήψη μέτρων προστασίας» (26).
88. Στο παρασχεθέν από το Δικαστήριο παράδειγμα μπορεί να προστεθεί το παράδειγμα που δίδει η Επιτροπή με τον πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του κανονισμού 2201/2003 (27), ο οποίος προσφέρει μια σαφή, κατά την άποψή μου, εικόνα του μηχανισμού που καθιερώνει το άρθρο 20 του κανονισμού.
89. Ειδικότερα, ο εν λόγω οδηγός παραθέτει το παράδειγμα οικογενείας η οποία κινείται με το αυτοκίνητό της στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο της συνήθους διαμονής της. Εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος οι δύο γονείς πέφτουν σε κώμα, όντας πλέον ανίκανοι να ασκήσουν τη γονική μέριμνα. Οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η οικογένεια πρέπει, επομένως, να μπορούν να λάβουν ταχέως προσωρινά μέτρα για την προστασία του τέκνου του ζεύγους, το οποίο δεν έχει κανένα συγγενή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να συνίστανται σε τοποθέτηση του τέκνου σε ξενώνα υποδοχής.
90. Είναι σαφές ότι η αναγκαία αυτή εξαίρεση από τον κανόνα γενικής δικαιοδοσίας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτές που διαμορφώνονται εξαιτίας άμεσου κινδύνου του οποίου η πρόληψη επιβάλλει επείγουσα δράση έναντι περιβάλλοντος που είτε γεννά τον κίνδυνο είτε αδυνατεί να τον εξουδετερώσει.
91. Εκτιμώ ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά τέτοια περίπτωση.
92. Δεν είναι δύσκολο, εντούτοις, να αντιληφθεί κανείς την αναστάτωση την οποία υφίσταται ένα παιδί σε τέτοιου είδους καταστάσεις, αναστάτωση η οποία είναι, δυστυχώς, συνήθης στα παιδιά των οποίων οι γονείς συνεχίζουν τις συγκρούσεις ακόμη και μετά τον χωρισμό –του οποίου σκοπός ήταν βεβαίως η λήξη αυτών των συγκρούσεων– με αποτέλεσμα αυτοί να παραμελούν το βασικό τους καθήκον ως γονέων, ήτοι την προστασία του τέκνου τους, μεταξύ άλλων και από τις επιπτώσεις της δικής τους διαμάχης.
93. Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η αναστάτωση αυτή δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά των συνθηκών που περιεγράφησαν ανωτέρω και οι οποίες δικαιολογούν την παρέμβαση δικαστηρίου μη επιληφθέντος της ουσίας της διαφοράς, ιδίως δε για τη λήψη μέτρου σκοπούντος στην αντικατάσταση και δη την ανατροπή του μέτρου που έλαβε επί της ουσίας της διαφοράς το αρμόδιο δικαστήριο.
94. Η ερμηνεία που προτείνω θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαιτέρως αυστηρή. Φρονώ ότι τούτο δικαιολογείται όχι μόνο διότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 εισάγει εξαίρεση στους κανόνες δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός και, παραδοσιακώς, οι εξαιρέσεις πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αυστηρό, αλλά και διότι οι ερμηνεία αυτή επιβάλλεται από την αναγκαιότητα διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του εν λόγω κανονισμού.
95. Ειδικότερα, ενόψει συγκεκριμένης καταστάσεως όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία συγκαταλέγεται ακριβώς στις περιπτώσεις των οποίων τον αποκλεισμό επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, οι εξαιρέσεις πρέπει ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο αυστηρό, ενώ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μετατρέπονται σε κερκόπορτα δια της οποίας θα μπορούσαν να επιτυγχάνουν την επανεμφάνισή τους οι παλαιές πρακτικές. Τούτο υπαγορεύεται, πράγματι, από το γενικό συμφέρον του συνόλου των παιδιών των οποίων οι γονείς δεν έχουν την ίδια ιθαγένεια και θα μπορούσαν να δελεασθούν εάν συναντούσαν στη νομολογία πρόσφορο έδαφος για την προσφυγή σε τέτοιες πρακτικές, λόγω μιας ιδιαιτέρως ευρείας ερμηνείας των εν λόγω εξαιρέσεων.
96. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, τα μέτρα που λαμβάνονται μπορούν να είναι μόνον προσωρινά, ενώ η ισχύς τους εξαρτάται από την απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.
97. Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της υποβληθείσας στην κρίση του Δικαστηρίου υποθέσεως, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Το Okrožno sodišče v Mariboru όχι μόνο δεν παρενέβη προς στήριξη του αρμόδιου επί της ουσίας δικαστηρίου, αλλά έλαβε, πράγματι, θέση μετωπικής συγκρούσεως, εκδίδοντας μια απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς η οποία ανατρέπει την εκδοθείσα από το αρμόδιο δικαστήριο απόφαση και σκοπεί στην αντικατάστασή της.
98. Συνεπώς, οι αναγκαίοι για την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού όροι δεν πληρούνται στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου κατέθεσε αίτηση η J. Detiček δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής και ότι, εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο αυτό δεν μπορούσε να λάβει τις εκδοθείσες αποφάσεις.
99. Κατά την άποψή μου, ενδεχόμενη αναγνώριση της δυνατότητας του σλοβενικού δικαστηρίου να λάβει, με τη σειρά του, προσωρινό μέτρο το οποίο αφορά το αυτό αντικείμενο και την αυτή αιτία με εκείνα του μέτρου που έλαβε το αρμόδιο επί της ουσίας της διαφοράς δικαστήριο, θα είχε, στην πραγματικότητα, ως συνέπεια τη μη αναγνώριση του μέτρου που ελήφθη από το αρμόδιο επί της ουσίας της διαφοράς δικαστήριο και την καταστρατήγηση των επιβαλλόμενων από τον κανονισμό 2201/2003 κανόνων περί δικαιοδοσίας, αναγνωρίσεως και εκτελέσεως.
100. Τούτο θα επέφερε σοβαρό πλήγμα στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων, η οποία ερείδεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των κρατών μελών, και θα έθετε υπό αμφισβήτηση το σύστημα που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός.
101. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας ενός ενιαίου δικαστικού χώρου βασίζεται στις δύο αυτές αρχές. Η αναγνώριση, μετά την έκδοση αποφάσεως από αρμόδιο επί της ουσίας της διαφοράς δικαστήριο κράτους μέλους, της δυνατότητας δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους να εκδώσει απόφαση επί τέκνου θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη υπονόμευση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των δικαστικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
102. Επιπλέον και δεδομένου ότι πρόκειται για περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου, η οποία είναι αντίθετη προς τον κανονισμό 2201/2003 και προς τη Σύμβαση της Χάγης του 1980, εκτιμώ ότι η αναγνώριση ως επιτρεπτού του εγχειρήματος της J. Detiček και η θεώρηση ως ισχυρού του ληφθέντος από το σλοβενικό δικαστήριο μέτρου θα νομιμοποιούσε μια αυθαιρεσία. Η αποτρεπτική για την απαγωγή τέκνων από τους γονείς τους λειτουργία την οποία επιδιώκουν να επιτελέσουν τα δύο αυτά νομοθετικά κείμενα θα ματαιωνόταν.
103. Πρέπει, εντούτοις, να αγνοηθεί η μεταβολή της καταστάσεως η οποία επήλθε συνεπεία της παράνομης μετακινήσεως της Antonella;
104. Φρονώ πως όχι. Η μεταβολή αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη διότι αποτελεί γεγονός για το οποίο δεν είναι υπεύθυνο το τέκνο και το οποίο πρέπει να εξετασθεί και να αξιολογηθεί χάριν του συμφέροντός του. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση Rinau της 11ης Ιουλίου 2008 (28), βάση του κανονισμού 2201/2003 αποτελεί η αντίληψη ότι πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του τέκνου (29). Εξάλλου, κατά την τριακοστή τρίτη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός «επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζ[ονται] στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(30)]».
105. Εντούτοις, εκτιμώ ότι τούτο πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της τηρήσεως των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 και κατά τις διαδικασίες που αυτός προβλέπει.
106. Όπως προκύπτει από την ερμηνεία των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, τα στοιχεία που σχετίζονται με το συμφέρον του τέκνου πρέπει να προσκομισθούν και να προβληθούν στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο M. Sgueglia κίνησε τη διαδικασία για την εκτέλεση της αποφάσεως του Tribunale ordinario di Tivoli της 25ης Ιουλίου 2007, ώστε να μπορούν να οδηγήσουν το ιταλικό δικαστήριο σε αναθεώρηση της αποφάσεώς του και δη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού, σε εκχώρηση της δικαιοδοσίας του.
107. Φρονώ ότι η κινηθείσα διαδικασία εκτελέσεως αποτελεί, στην πραγματικότητα, αίτηση περί επιστροφής του τέκνου στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εφαρμόζονται οι όροι του άρθρου 11 του κανονισμού 2201/2003.
108. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι δεν επιδιώκει άλλο σκοπό πλην της επιστροφής του τέκνου μέσω της εκτελέσεως της αποφάσεως της 25ης Ιουλίου 2007, η οποία αναγνωρίσθηκε ως εκτελεστή από το Vrhovno sodišče, η κινηθείσα διαδικασία εκτελέσεως πρέπει να λάβει τον ορθό χαρακτηρισμό της, καθόσον μόνο με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατή η εξασφάλιση όμοιων εγγυήσεων, ανεξαρτήτως της διαδικασίας που επιλέγεται. Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται, κατά την άποψή μου, από το υπέρτατο συμφέρον του ίδιου του τέκνου.
109. Οι ποικίλες διαδικαστικές δυνατότητες που προσφέρει στα οικεία δικαστήρια το άρθρο 11 του κανονισμού 2201/2003 θα βρουν με τον τρόπο αυτόν τη θέση τους εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εναρμονιζόμενες με το πνεύμα του. Αποτέλεσμα τούτου δεν θα είναι ο ανταγωνισμός, άλλα η εγκαινίαση διαλόγου ο οποίος, όπως είναι εύλογο, πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δικαστηρίων ενός δικαστικού χώρου που βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, με μοναδικό μέλημα και στόχο την αναζήτηση της πλέον συμφέρουσας για το τέκνο λύσεως.
110. Τούτο είναι, εξάλλου, και το πνεύμα του ίδιου του κανονισμού. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως τέκνου, ο εν λόγω κανονισμός καθιερώνει, σε συνδυασμό με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980, έναν ειδικό μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων δικαστηρίων με σκοπό την άμεση επιστροφή του τέκνου στο κράτος μέλος όπου αυτό είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον αμέσως προς της μετακινήσεως χρόνο και με παράλληλη πρόβλεψη των μέγιστων δυνατών προφυλάξεων τις οποίες τα δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν προς το συμφέρον του (31).
111. Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της υποβληθείσας στην κρίση του Δικαστηρίου υποθέσεως, εφόσον το Okrajno sodišče v Slovenski Bistrici εκδώσει απόφαση περί μη επιστροφής, οφείλει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 2201/2003, να διαβιβάσει αντίγραφο αυτής και των συναφών εγγράφων στο ιταλικό δικαστήριο το οποίο οφείλει να τα λάβει υπόψη του για την έκδοση της τελικής του αποφάσεως.
112. Σε περίπτωση κατά την οποία, μολοντούτο, το ιταλικό δικαστήριο διατάξει την επιστροφή του τέκνου, η απόφασή του θα είναι, όπως επισημάνθηκε με το σημείο 30 της παρούσας γνώμης, άμεσα εκτελεστή.
113. Το εν λόγω δικαστήριο οφείλει στην περίπτωση αυτή να εκδώσει πιστοποιητικό, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, με το οποίο να διαβεβαιώνει το δικαστήριο που έλαβε την απόφαση περί μη επιστροφής ότι παρέσχε στο τέκνο τη δυνατότητα ακροάσεως, εκτός αν η ακρόαση αντενδείκνυτο λόγω της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητας του τέκνου, ότι η δυνατότητα ακροάσεως παρασχέθηκε και στους διαδίκους και ότι εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση περί μη επιστροφής.
114. Συνεπώς, η μεταβολή των συνθηκών την οποία επικαλείται η J. Detiček προς στήριξη της αιτήσεώς της θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας.
115. Υπό το πρίσμα αυτό, ο καθορισμός της τελικής αποφάσεως των δικαστών επί της τύχης τέκνου από μια εθνική πεισμονή θα ήταν αδιανόητος.
116. Πράγματι, η ίδια η φύση της αποστολής του δικαστή, ήτοι το καθήκον που καλείται να εκπληρώσει ο δικαστικός λειτουργός στο πλαίσιο της αποστολής αυτής, επιβάλλει στον δικαστή της ουσίας να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία της υποθέσεως τη στιγμή κατά την οποία αποφαίνεται προκειμένου να καταλήγει, κατ’ αποκλεισμό οιασδήποτε άλλης θεωρήσεως, στη βέλτιστη λύση η οποία προασπίζει το συμφέρον του τέκνου, ήτοι του εξασφαλίζει τη σταθερότητα εντός του καλύτερου δυνατού περιβάλλοντος, πτυχή του οποίου είναι και οι τακτικές και ομαλές του σχέσεις με έκαστο των γονέων του.
117. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς, έχει λάβει μέτρο με το οποίο αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια τέκνου στον έναν εκ των δύο γονέων, δεν παρέχει σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να λάβει, μετά την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους, απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στον έτερο γονέα.
IV – Πρόταση
118. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα από το Višje sodišče v Mariboru προδικαστικά ερωτήματα την ακόλουθη απάντηση:
«Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της διαφοράς, έχει λάβει μέτρο με το οποίο αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια τέκνου στον έναν εκ των δύο γονέων, δεν παρέχει σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να λάβει, μετά την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους, απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου στον έτερο γονέα.»