Language of document : ECLI:EU:T:2021:468

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2021 (*)

«Προσφυγή κατά παραλείψεως και αγωγή αποζημιώσεως – Μη κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους – Εν μέρει πρόδηλη αναρμοδιότητα – Εν μέρει προδήλως απαράδεκτο – Προσφυγή-αγωγή εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση T‑90/21,

Αναστασία Ανθρακεύς, κάτοικος Reichersbeuern (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον Β. Τζώρτζη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

και

Freistaat Bayern (Γερμανία),

καθών-εναγομένων,

με αντικείμενο, πρώτον, προσφυγή βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ με αίτημα να διαπιστωθεί ότι παρανόμως η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεύτερον, αίτημα καταδίκης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Freistaat Bayern (ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, Γερμανία) λόγω προβαλλόμενης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από τα γερμανικά δικαστήρια και, τρίτον, αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της προαναφερθείσας αδράνειας και της προαναφερθείσας παραβίασης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos (εισηγητή), πρόεδρο, V. Valančius και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Διαδικασία και αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2021, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, Αναστασία Ανθρακεύς, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

2        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε, αφενός, να κινήσει κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Freistaat Bayern (ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, Γερμανία) την προβλεπόμενη στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασία και, αφετέρου, να αποφασίσει την παραπομπή τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγω παραβίασης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

–        να αποφασίσει την παραπομπή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης·

–        να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και την Επιτροπή –στην περίπτωση των δύο πρώτων επειδή παραβίασαν κατάφωρα το δίκαιο της Ένωσης και στην περίπτωση της τρίτης επειδή ανέχθηκε την κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος– να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, το ποσό του 1 000 000 (ενός εκατομμυρίου) ευρώ·

–        να υποχρεώσει τους καθών-εναγομένους να καταβάλουν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το εν λόγω ποσό εντός τριών μηνών από την ανέκκλητη δικαστική απόφαση, πλέον τόκων με βάση το ισχύον επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά την ημερομηνία της καταβολής, κατόπιν δε της λήξης της τρίμηνης περιόδου και μέχρι την πλήρη αποπληρωμή, πλέον τόκων με βάση το επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες·

–        να διατάξει την πλήρη απαλλαγή του ποσού που θα της επιδικαστεί από τη νόμιμη φορολογία στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και, κατ’ επέκταση, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

3        Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

4        Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι είναι σε θέση να αποφανθεί, κατ’ εφαρμογήν του ως άνω άρθρου, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

5        Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, να διαπιστώσει παράλειψη της Επιτροπής διότι παρανόμως δεν κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεύτερον, να αποφανθεί επί της παραλείψεως της τελευταίας και του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας να εφαρμόσουν, μέσω των εθνικών δικαστηρίων, το δίκαιο της Ένωσης και, τρίτον, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και από το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, καθώς και λόγω της αδράνειας της Επιτροπής.

6        Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι οι αρμοδιότητες του Γενικού Δικαστηρίου απαριθμούνται στο άρθρο 256 ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται με το άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών ή αγωγών εκ μέρους ιδιωτών μόνον όταν ασκούνται κατά θεσμικών οργάνων ή άλλων οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

7        Στην προκειμένη περίπτωση, οι καταγγελλόμενες από την προσφεύγουσα-ενάγουσα ως παράνομες συμπεριφορές αποδίδονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, μέσω των εθνικών δικαστηρίων. Δεδομένου ότι δεν πρόκειται ούτε για θεσμικά όργανα ούτε για άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας.

8        Όσον αφορά το πρώτο αίτημα, με το οποίο ζητείται να διαπιστωθεί παράλειψη της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι απαράδεκτη προσφυγή κατά παραλείψεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, μη κινώντας κατά κράτους μέλους διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως, παρέλειψε να εκδώσει απόφαση, κατά παραβίαση της Συνθήκης ΛΕΕ. Πράγματι, τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το άρθρο 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μόνο για να ζητήσουν να διαπιστωθεί ότι κάποιο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης παρέλειψε να εκδώσει, κατά παραβίαση της Συνθήκης ΛΕΕ, πράξεις, εκτός συστάσεων ή γνωμών, των οποίων τη νομιμότητα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν παραδεκτώς μέσω της άσκησης προσφυγής ακυρώσεως (βλ. διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, Ανθρακεύς κατά Επιτροπής και JI, T‑213/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:384, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

9        Στο πλαίσιο όμως της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ για τη διαπίστωση παραβάσεως οι μόνες πράξεις τις οποίες είναι δυνατόν να εκδώσει η Επιτροπή απευθύνονται στα κράτη μέλη. Επιπλέον, από το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ούτε η αιτιολογημένη γνώμη, η οποία αποτελεί απλώς προκαταρκτικό στάδιο πριν από την ενδεχόμενη άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου για τη διαπίστωση παραβάσεως, ούτε αυτή καθεαυτήν η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου συνιστούν πράξεις που αφορούν άμεσα τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα, με συνέπεια οι ιδιώτες να μην μπορούν να προσβάλουν παραδεκτώς την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως κατά κράτους μέλους (βλ. διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, Ανθρακεύς κατά Επιτροπής και JI, T‑213/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:384, σκέψη 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

10      Επομένως, είναι απορριπτέο ως προδήλως απαράδεκτο το αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας με το οποίο ζητείται να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, κατά παραβίαση της Συνθήκης ΛΕΕ, παρέλειψε να εκδώσει απόφαση, μη κινώντας κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως.

11      Από τη νομολογία που προεκτέθηκε στις σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω συνάγεται επίσης ότι είναι απορριπτέο ως προδήλως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, στον βαθμό που ζητείται να διαταχθεί η Επιτροπή να κινήσει κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως.

12      Εξάλλου υπενθυμίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα (βλ. διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, Ανθρακεύς κατά Επιτροπής και JI, T‑213/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:384, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

13      Κατά το μέρος που το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη κάποια από τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τις Συνθήκες, υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 258 έως 260 ΣΛΕΕ δεν προβλέπουν καμία δυνατότητα των φυσικών ή των νομικών προσώπων να ασκήσουν προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους που δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του, δεδομένου ότι οι Συνθήκες παρέχουν την ικανότητα αυτή μόνο στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη (βλ. διάταξη της 28ης Μαΐου 2020, Ανθρακεύς κατά Γερμανίας και Freistaat Bayern, T‑55/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:245, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

14      Πράγματι, βάσει του συστήματος οργάνωσης των μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπεται από τις Συνθήκες, σε περίπτωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από εθνικές αρχές, η Επιτροπή ή άλλο κράτος μέλος μπορούν να προσφύγουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ενώ κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να προσφύγει ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίσουν την προστασία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ουδόλως θίγεται η αποτελεσματικότητα της ένδικης προστασίας (βλ. διάταξη της 28ης Μαΐου 2020, Ανθρακεύς κατά Γερμανίας και Freistaat Bayern, T‑55/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:245, σκέψη 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Όσον αφορά το τρίτο αίτημα, με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας, αφενός, επισημαίνεται ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ για τη διαπίστωση παραβάσεως, η απόφασή της να μην κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, εν πάση περιπτώσει, παρανομία και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (βλ. διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, Ανθρακεύς κατά Επιτροπής και JI, T‑213/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:384, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Αφετέρου, ως προς την προβαλλόμενη ηθική βλάβη λόγω της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και από το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επί της ευθύνης που απορρέει από τον τυχόν παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς ενός κράτους μέλους. Μια τέτοια ευθύνη άπτεται της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστή, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί ενδεχομένως να χωρήσει προδικαστική παραπομπή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, Ανθρακεύς κατά Επιτροπής και JI, T‑213/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:384, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αποζημιωτικό αίτημα είναι απορριπτέο ως προδήλως αβάσιμο, κατά το μέρος που αφορά τη συμπεριφορά της Επιτροπής, και απορριπτέο λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το μέρος που αφορά τη συμπεριφορά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, μέσω των εθνικών δικαστηρίων.

18      Κατά συνέπεια, το τέταρτο και το πέμπτο αίτημα, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με το τρίτο αίτημα, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα.

19      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί, εν μέρει λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου, εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να επιδοθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Επιτροπή και στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

20      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Επιτροπή και στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και πριν αυτοί υποβληθούν σε δικαστικά έξοδα, αρκεί η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της, σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή, εν μέρει λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητάς του, εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη.

2)      Η Αναστασία Ανθρακεύς φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Λουξεμβούργο, 7 Ιουλίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

R. da Silva Passos


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.