Language of document : ECLI:EU:C:2022:679

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 47 και 48 – Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – Άρθρο 6 – Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 – Ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 8 – Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του – Απόφαση επιστροφής συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου για διάστημα πέντε ετών – Προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δίκης ερήμην του κατηγορουμένου – Προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρίσταται στη δίκη του»

Στην υπόθεση C‑420/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski Rayonen sad (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 7ης Αυγούστου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά του

HN,

παρισταμένης της:

Sofiyska rayonna prokuratura,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, I. Ziemele, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο HN, εκπροσωπούμενος από την N. Nikolova, аdvokat,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους F. Halabi, M. Hellmann, R. Kanitz και J. Möller,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και από την R. Kissné Berta,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και H. S. Gijzen,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του HN, διωκόμενου για χρήση πλαστών εγγράφων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2008/115/ΕΚ

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98), προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του [ενωσιακού] και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

4        Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι αποφάσεις επιστροφής συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου:

α)      εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή

β)      εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν την ανάκληση ή την αναστολή απαγόρευσης εισόδου, όταν υπήκοος τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί η απαγόρευση αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, μπορεί να αποδείξει ότι έχει αναχωρήσει από το έδαφος κράτους μέλους συμμορφούμενος πλήρως με απόφαση επιστροφής.

[…]

Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εκδίδουν, να ανακαλούν ή να αναστέλλουν απαγόρευση εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις για ανθρωπιστικούς λόγους.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλούν ή να αναστέλλουν απαγόρευση εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή σε ορισμένες κατηγορίες περιπτώσεων για άλλους λόγους.»

 Η οδηγία 2016/343

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 10, 35, 36 και 48 της οδηγίας 2016/343 έχουν ως εξής:

«(9)      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενισχυθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων για ορισμένες πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη.

(10)      Με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων η παρούσα οδηγία έχει σκοπό να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, να συμβάλει στη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Οι κοινοί αυτοί ελάχιστοι κανόνες δύνανται να άρουν επίσης τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών στην επικράτεια όλων των κρατών μελών.

[…]

(35)      Το δικαίωμα παράστασης των υπόπτων και των κατηγορουμένων στη δίκη τους δεν είναι απόλυτο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να μπορούν, ρητώς ή σιωπηρώς αλλά κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό.

(36)      Υπό ορισμένες συνθήκες η απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου θα πρέπει να μπορεί να εκδοθεί παρά την απουσία του. Αυτό ενδέχεται να ισχύει όταν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης, αλλά εντούτοις δεν εμφανίζεται. Η ενημέρωση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τη δίκη θα πρέπει να σημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ότι με άλλα μέσα του παρασχέθηκαν επισήμως πληροφορίες για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει για την δίκη. Η πληροφόρηση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης θα πρέπει ιδίως να σημαίνει πως το πρόσωπο έχει ενημερωθεί ότι η απόφαση μπορεί να εκδοθεί ακόμη και αν δεν εμφανιστεί στη δίκη.

[…]

(48)      Δεδομένου ότι η οδηγία ορίζει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη μπορούν να διευρύνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με σκοπό την παροχή μεγαλύτερης προστασίας. Το επίπεδο προστασίας που παρέχουν τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προτύπων του Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.»

6        Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με:

α)      ορισμένες πτυχές του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατά την ποινική διαδικασία·

β)      το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του κατά την ποινική διαδικασία.»

7        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα παράστασης στη δίκη τους.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, υπό τον όρο ότι:

α)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης· ή

β)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε από το κράτος.

3.      Απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 μπορεί να εκτελεστεί κατά του συγκεκριμένου προσώπου.

4.      Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη έχουν ένα σύστημα που προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δικών ερήμην του υπόπτου ή κατηγορουμένου, αλλά δεν είναι δυνατό να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου επειδή ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εντοπιστεί παρ’ όλο που καταβλήθηκαν οι δέουσες προσπάθειες, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι είναι εντούτοις δυνατό να ληφθεί απόφαση και να εκτελεστεί. Σε αυτή την περίπτωση τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι λαμβάνουν γνώση της απόφασης, ειδικότερα όταν συλλαμβάνονται, λαμβάνουν επίσης γνώση της δυνατότητας να προσβάλουν την απόφαση και του δικαιώματος να ζητήσουν νέα δίκη ή να ασκήσουν άλλο μέσο ένδικης προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 9.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

8        Το άρθρο 93 του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NK), έχει ως εξής:

«Οι κάτωθι όροι και εκφράσεις χρησιμοποιούνται στον παρόντα κώδικα ως εξής:

[…]

7)      “Σοβαρό ποινικό αδίκημα”: το αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει στερητική της ελευθερίας ποινή άνω των πέντε ετών, ισόβια στερητική της ελευθερίας ποινή ή ισόβια στερητική της ελευθερίας ποινή χωρίς δυνατότητα μετατροπής.

[…]»

9        Κατά το άρθρο 308 του NK:

«1.      Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει επίσημο έγγραφο με σκοπό να το χρησιμοποιήσει τιμωρείται για πλαστογραφία με στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι τριών ετών.

2.      Αν το αδίκημα της παραγράφου 1 αφορά […] βουλγαρικά ή αλλοδαπά έγγραφα ταυτότητας […], η στερητική της ελευθερίας ποινή μπορεί να ανέλθει μέχρι τα οκτώ έτη.»

10      Το άρθρο 316 του NK ορίζει τα ακόλουθα:

«Η προβλεπόμενη στα προηγούμενα άρθρα του παρόντος κεφαλαίου ποινή επιβάλλεται επίσης σε όποιον χρησιμοποιεί εν γνώσει του πλαστό ή νοθευμένο ή ανακριβές έγγραφο ή έγγραφο κατά την έννοια του προηγούμενου άρθρου όταν δεν μπορεί να του καταλογιστεί ποινική ευθύνη για την κατάρτιση του εγγράφου.»

11      Το άρθρο 269 του Nakazatelno protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NPK), έχει ως εξής:

«1.      Στις ποινικές υποθέσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος κατηγορείται για σοβαρό ποινικό αδίκημα, η παρουσία του στη δίκη είναι υποχρεωτική.

2.      Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εμφάνιση του κατηγορουμένου και σε υποθέσεις στις οποίες η παρουσία του δεν είναι υποχρεωτική εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση της αντικειμενικής αλήθειας.

3.      Αν δεν εμποδίζεται η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας, η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί ερήμην του κατηγορουμένου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1)      ο κατηγορούμενος δεν εντοπίζεται στη διεύθυνση που έχει δηλώσει ή μετέβαλε τη διεύθυνσή του χωρίς να ενημερώσει την αρμόδια αρχή·

2)      ο τόπος διαμονής του κατηγορουμένου στη Βουλγαρία είναι άγνωστος και δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί κατόπιν ενδελεχούς έρευνας·

3)      ο κατηγορούμενος, μολονότι κλητεύθηκε νομότυπα, δεν έχει αναφέρει αποχρώντες λόγους που να δικαιολογούν τη μη εμφάνισή του και έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 247b, παράγραφος 1·

4)      ο κατηγορούμενος βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και:

a)      είναι αγνώστου διαμονής·

b)      δεν μπορεί να κλητευθεί για άλλους λόγους·

c)      έχει κλητευθεί νομότυπα και δεν έχει αναφέρει αποχρώντες λόγους που να δικαιολογούν τη μη εμφάνισή του.»

12      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Zakon za chuzhdentsite v Republika Bulgaria (νόμου περί αλλοδαπών στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας) (DV αριθ. 153, της 23ης Δεκεμβρίου 1998), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Δεν χορηγείται θεώρηση και δεν επιτρέπεται η είσοδος στη χώρα σε αλλοδαπό στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

7)      αν αυτός αποπειράθηκε να εισέλθει στη χώρα ή να διέλθει χρησιμοποιώντας πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα και/ή πλαστή ή νοθευμένη θεώρηση ή τίτλο διαμονής·

[…]».

13      Το άρθρο 41 του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«Επιστροφή διατάσσεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

5)      όταν διαπιστώνεται ότι ο αλλοδαπός εισήλθε μεν νομίμως στη χώρα από τα εθνικά σύνορα, αλλά επιχείρησε να εξέλθει από τη χώρα σε μη εγκεκριμένο για τον σκοπό αυτό σημείο διέλευσης ή με πλαστό ή νοθευμένο διαβατήριο ή ισοδύναμο ταξιδιωτικό έγγραφο.»

14      Το άρθρο 42h, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Απαγόρευση εισόδου και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατάσσεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1.      όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1·

[…]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο ΗΝ, Αλβανός υπήκοος, φέρεται να επέδειξε, στις 11 Μαρτίου 2020, πλαστό διαβατήριο και πλαστό δελτίο ταυτότητας, με όψη εγγράφων εκδοθέντων από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, στον μεθοριακό σταθμό ελέγχου του αερολιμένα Σόφιας (Βουλγαρία), προκειμένου να επιβιβαστεί σε πτήση για το Μπρίστολ (Ηνωμένο Βασίλειο).

16      Αφού συνελήφθη την ίδια μέρα από την αστυνομία, κινήθηκε ενώπιον της Sofiyska rayonna prokuratura (εισαγγελίας της Σόφιας, Βουλγαρία) ανακριτική διαδικασία για χρήση πλαστών εγγράφων.

17      Την επομένη, ο διευθυντής της Granichno politseysko upravlenie – Sofia (υπηρεσίας συνοριακής αστυνομίας Σόφιας, Βουλγαρία) εξέδωσε κατά του HN απόφαση επιστροφής συνοδευόμενη από πενταετή απαγόρευση εισόδου, με έναρξη στις 12 Μαρτίου 2020 και λήξη στις 11 Μαρτίου 2025.

18      Στις 23 Απριλίου 2020, απαγγέλθηκε κατά του HN κατηγορία για χρήση πλαστών εγγράφων με απόφαση της αρμόδιας για την έρευνα αρχής. Ο HN και η δικηγόρος του έλαβαν γνώση της αποφάσεως αυτής στις 27 Απριλίου 2020. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΗΝ ενημερώθηκε για τα δικαιώματά του, ιδίως για τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 269 του NPK σχετικά με τη διεξαγωγή ερήμην διαδικασίας και για τις συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας.

19      Κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα, ο ΗΝ δήλωσε ότι κατανοούσε τα δικαιώματα για τα οποία είχε ενημερωθεί, ότι δεν επιθυμούσε να παραστεί στη δίκη, διότι για να παραστεί θα έπρεπε να υποβληθεί σε δυσανάλογες δαπάνες, και ότι είχε πλήρη εμπιστοσύνη στη δικηγόρο του για να τον εκπροσωπήσει στο πλαίσιο διαδικασίας χωρίς την παρουσία του.

20      Στις 27 Μαΐου 2020, κατατέθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Sofiyski rayonen sad (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία), το κατηγορητήριο κατά του HN για την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται στο άρθρο 316 του NK σε συνδυασμό με το άρθρο του 308.

21      Με διάταξη της 24ης Ιουνίου 2020, το δικαστήριο αυτό όρισε ως ημερομηνία της προκαταρκτικής συζήτησης στο ακροατήριο την 23η Ιουλίου 2020 και ο εισηγητής δικαστής διέταξε να δοθεί στον HN, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών της Βουλγαρίας, μετάφραση της διάταξης και του κατηγορητηρίου στην αλβανική γλώσσα. Η εν λόγω διάταξη ανέφερε επίσης ότι η παρουσία του κατηγορουμένου στην ακροαματική διαδικασία ήταν υποχρεωτική, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 269 του NPK, και ότι η διαδικασία μπορούσε να διεξαχθεί ερήμην αυτού μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου.

22      Στις 16 Ιουλίου 2020, το εν λόγω δικαστήριο ενημερώθηκε από το Υπουργείο ότι ο HN είχε επαναπροωθηθεί στα βουλγαρικά σύνορα στις 16 Ιουνίου 2020, σε εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής που είχε εκδοθεί σε βάρος του από τη διοίκηση της συνοριακής αστυνομίας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει προσηκόντως ενημερωθεί ο HN για τη δικαστική διαδικασία που κινήθηκε σε βάρος του.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές το Sofiyski Rayonen sad (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι σύννομος ο περιορισμός του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2016/343], με εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες ορίζουν ότι στους αλλοδαπούς στους οποίους έχουν απαγγελθεί επισήμως κατηγορίες είναι δυνατόν να επιβληθεί διοικητική απαγόρευση εισόδου και διαμονής στη χώρα διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ ή βʹ, της [οδηγίας 2016/343] προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή της δίκης ερήμην του αλλοδαπού κατηγορουμένου, εφόσον αυτός ενημερώθηκε νομότυπα σχετικά με την ποινική υπόθεση και σχετικά με τις συνέπειες της μη εμφάνισής του και εφόσον εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο που διορίστηκε είτε από τον κατηγορούμενο είτε από το κράτος, αλλά η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του δεν είναι δυνατή λόγω επιβληθείσας διοικητικής απαγόρευσης εισόδου και διαμονής στη χώρα διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας;

3)      Είναι σύννομη η μετατροπή, με εθνικές νομοθετικές διατάξεις, του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2016/343], σε δικονομικό βάρος του εν λόγω προσώπου, [καθόσον τα κράτη μέλη διασφαλίζουν] κατ’ αυτόν τον τρόπο, υψηλότερο επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 48 της οδηγίας ή, αντιθέτως, η εν λόγω πρακτική αντιβαίνει στην αιτιολογική σκέψη 35 της ίδιας οδηγίας, κατά την οποία το δικαίωμα του κατηγορουμένου δεν είναι απόλυτο και χωρεί παραίτηση από αυτό;

4)      Είναι σύννομη η εκ των προτέρων παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμά του να παρασταθεί στη δίκη του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2016/343] με δήλωση την οποία πραγματοποιεί κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί για τις συνέπειες της μη εμφάνισης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το τρίτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρέωση των υπόπτων και των κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας να παρίστανται στη δίκη τους.

 Επί του παραδεκτού

25      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του τρίτου ερωτήματος, το οποίο παρουσιάζει, κατ’ αυτή, μάλλον θεωρητικό ενδιαφέρον στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας του κατηγορουμένου να μεταβεί στο κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η δίκη του.

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Συνεπώς, για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να μην απαντήσει σε ερώτημα που έχει τεθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή εκτίμηση περί του κύρους ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που κρίνει αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Caruter, C‑642/20, EU:C:2022:308, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το βουλγαρικό δίκαιο προβλέπει υποχρέωση παρουσίας στη δίκη των κατηγορουμένων για σοβαρό ποινικό αδίκημα, όπως αυτό που προσάπτεται στον HN στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ότι, ως εκ τούτου, αυτός υπέχει, δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, την υποχρέωση αυτή.

29      Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ο HN βρίσκεται εκτός της Βουλγαρίας και ότι απαγορεύεται η είσοδός του σε αυτή δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι το τρίτο ερώτημα, το οποίο αφορά τη συμβατότητα μιας τέτοιας υποχρέωσης με το δίκαιο της Ένωσης, δεν έχει προδήλως καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, δεν αρκεί για να ανατρέψει το τεκμήριο λυσιτέλειας του προδικαστικού ερωτήματος.

30      Επομένως, το τρίτο ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

31      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα παράστασης στη δίκη τους.

32      Από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στους υπόπτους και τους κατηγορουμένους να είναι παρόντες στη δίκη τους.

33      Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν ότι η παρουσία αυτή είναι υποχρεωτική.

34      Επιπλέον, από άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκης ερήμην του κατηγορουμένου.

35      Συγκεκριμένα, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

36      Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι προϋποθέσεις αυτές διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2016/343, χάρη στην οποία διαπιστώνεται η λογική που διέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, κατά την οποία ορισμένες μη επιδεχόμενες αμφισβήτηση συμπεριφορές που εκφράζουν τη βούληση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να παραστεί στη δίκη του πρέπει να καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή δίκης ερήμην του [πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 35].

37      Επομένως, μολονότι η διάταξη αυτή επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι μια ποινική δίκη μπορεί να διεξαχθεί ερήμην του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ουδόλως επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τέτοια δυνατότητα στο εθνικό τους δίκαιο.

38      Ομοίως, η παράγραφος 4 του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη έχουν ένα σύστημα που προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δικών ερήμην του υπόπτου ή κατηγορουμένου, αλλά δεν είναι δυνατό να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού επειδή ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εντοπιστεί παρ’ όλο που καταβλήθηκαν οι δέουσες προσπάθειες, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι είναι εντούτοις δυνατό να ληφθεί απόφαση και να εκτελεστεί.

39      Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας, και ιδίως από τη χρήση της φράσης «στις περιπτώσεις που», προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε απλώς να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέψουν τη διεξαγωγή δίκης ερήμην του ενδιαφερομένου.

40      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/343 απλώς προβλέπει και οριοθετεί το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να παρίστανται στη δίκη τους, καθώς και τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα αυτό, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει ή να απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν υποχρέωση κάθε υπόπτου ή κατηγορουμένου να παρίσταται στη δίκη του.

41      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 1 της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της είναι να θεσπίσει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με ορισμένες πτυχές του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατά την ποινική διαδικασία και σχετικά με το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του κατά την ποινική διαδικασία και όχι να προβεί σε εξαντλητική εναρμόνιση της ποινικής διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη της περιορισμένης έκτασης της εναρμόνισης που προβλέπει η εν λόγω οδηγία και του γεγονότος ότι δεν ρυθμίζει το κατά πόσον τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την παράσταση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στη δίκη του, το ζήτημα αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο.

43      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρέωση των υπόπτων και των κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας να παρίστανται στη δίκη τους.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

44      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία στο τρίτο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/343 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει υποχρέωση παράστασης του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη.

45      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

46      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία παρέχει τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκης ερήμην του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ενώ το πρόσωπο αυτό βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους και δεν μπορεί να εισέλθει σε αυτό λόγω απαγόρευσης εισόδου που του έχουν επιβάλει οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

47      Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 32 και 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/343 προβλέπει και οριοθετεί τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη προκειμένου να παράσχουν στους υπόπτους και στους κατηγορουμένους τη δυνατότητα να παρίστανται στη δίκη τους.

48      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, εφόσον το πρόσωπο αυτό έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης στη δίκη του ή εφόσον, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από το ίδιο το πρόσωπο αυτό είτε από το κράτος.

49      Βεβαίως, καμία από τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής δεν αφορά ρητώς τη δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να μεταβεί αυτοπροσώπως στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ποινική δίκη του προκειμένου να παραστεί σε αυτήν.

50      Πάντως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, οι προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη αποσκοπούν στον περιορισμό της άσκησης της εν λόγω παρεχόμενης στα κράτη μέλη ευχέρειας στις περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρηθεί ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από την παρουσία του στη δίκη του.

51      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ενημέρωση του ενδιαφερομένου, καθόσον εξαρτά ρητώς κάθε δυνατότητα διεξαγωγής ερήμην δίκης από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό έχει ενημερωθεί για τη διεξαγωγή της δίκης.

52      Συνακόλουθα, η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2016/343 διευκρινίζει ότι η ενημέρωση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τη δίκη θα πρέπει να σημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ότι με άλλα μέσα του παρασχέθηκαν επισήμως πληροφορίες για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει για τη δίκη.

53      Επισημαίνεται επίσης ότι σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις της 9 και 10, να ενισχυθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και, κατά συνέπεια, να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 36].

54      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας συνιστά ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία, όπως διευκρινίζουν οι επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), αντιστοιχούν στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki, C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 42, και της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 51].

55      Το Δικαστήριο οφείλει, επομένως, να ερμηνεύει το άρθρο 47, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής), C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψη 101].

56      Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η παράσταση του κατηγορουμένου στη δίκη του έχει κεφαλαιώδη σημασία προς το συμφέρον μιας δίκαιης ποινικής δίκης και ότι η υποχρέωση εξασφάλισης στον κατηγορούμενο του δικαιώματος να είναι παρών στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου συζητείται η υπόθεσή του αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Οκτωβρίου 2006, Hermi κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2006:1018JUD001811402, § 58).

57      Κατά την ως άνω νομολογία, ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ αποκλείουν την οικειοθελή, είτε ρητή είτε σιωπηρή, παραίτηση από τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Εντούτοις, η παραίτηση από το δικαίωμα συμμετοχής στην ακροαματική διαδικασία πρέπει να αποδεικνύεται με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση και να συνοδεύεται από ελάχιστες εγγυήσεις ανάλογες προς τη σοβαρότητά της (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 1ης Μαρτίου 2006, Sejdovic κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2006:0301JUD005658100, § 86, και της 13ης Μαρτίου 2018, Vilches Coronado κ.λπ. κατά Ισπανίας, CE:ECHR:2018:0313JUD005551714, § 36).

58      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 εξαρτά την άσκηση της παρεχόμενης στα κράτη μέλη από την εν λόγω διάταξη ευχέρειας να προβλέπουν τη διεξαγωγή δίκης ερήμην του ενδιαφερομένου, ειδικότερα δε η προϋπόθεση ενημέρωσης του προσώπου αυτού, αποσκοπούν στον περιορισμό της άσκησης της ευχέρειας αυτής μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε πράγματι τη δυνατότητα να παραστεί στη δίκη και παραιτήθηκε από αυτήν οικειοθελώς και με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση.

59      Πλην όμως, το κράτος μέλος το οποίο απλώς ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος απαγορεύεται να εισέλθει στο έδαφός του, για τη διεξαγωγή της δίκης του, χωρίς να προβλέψει, υπό τις περιστάσεις αυτές, μέτρα που να παρέχουν τη δυνατότητα να επιτραπεί η είσοδός του στο κράτος αυτό παρά την απαγόρευση, στερεί πράγματι από το πρόσωπο αυτό κάθε δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του και, ως εκ τούτου, καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.

60      Συγκεκριμένα, η κατάσταση αυτή διαφέρει από εκείνη κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος παραιτείται οικειοθελώς και με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του.

61      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 αντιτίθεται σιωπηρώς στο να διεξαγάγει ένα κράτος μέλος δίκη ερήμην του ενδιαφερομένου στον οποίο έχει απαγορευθεί η είσοδος στο κράτος μέλος αυτό, χωρίς να προβλέπει μέτρα που να παρέχουν τη δυνατότητα να επιτραπεί η είσοδός του στο εν λόγω κράτος παρά την απαγόρευση.

62      Στο μέτρο που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να εισέλθει στο κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η δίκη του λόγω απαγόρευσης εισόδου που του επιβλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν η οδηγία 2008/115 απαγορεύει, σε μια τέτοια περίπτωση, στο οικείο κράτος μέλος να ανακαλέσει ή να αναστείλει την απαγόρευση εισόδου που επιβλήθηκε στον ενδιαφερόμενο.

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία αυτή, η οποία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, όπως προβλέπεται στο άρθρο της 11, παράγραφος 3, στις περιπτώσεις που η απόφαση επιστροφής συνοδεύεται από απαγόρευση εισόδου, να ανακαλούν ή να αναστέλλουν την απαγόρευση αυτή.

64      Έτσι, το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου αυτής διευκρινίζει ότι, σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή σε ορισμένες κατηγορίες περιπτώσεων, η ευχέρεια αυτή αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη για άλλους λόγους.

65      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, το άρθρο 11, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 παρέχει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες εκτιμούν ότι πρέπει να ανακαλέσουν ή να αναστείλουν απαγόρευση εισόδου που συνοδεύει απόφαση επιστροφής και, επομένως, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ανακαλούν ή να αναστέλλουν μια τέτοια απαγόρευση εισόδου προκειμένου να παράσχουν τη δυνατότητα στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να εισέλθει στο έδαφός τους για να παραστεί στη δίκη του.

66      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία παρέχει τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκης ερήμην του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ενώ το πρόσωπο αυτό βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους και δεν μπορεί να εισέλθει σε αυτό λόγω απαγόρευσης εισόδου που του έχουν επιβάλει οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρέωση των υπόπτων και των κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας να παρίστανται στη δίκη τους.

2)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343

έχει την έννοια ότι

αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία παρέχει τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκης ερήμην του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ενώ το πρόσωπο αυτό βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους και δεν μπορεί να εισέλθει σε αυτό λόγω απαγόρευσης εισόδου που του έχουν επιβάλει οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.