Language of document : ECLI:EU:C:2023:481

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 15ης Ιουνίου 2023 (1)

Υπόθεση C755/21 P

Marián Kočner

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου

«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 – Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρα 49 και 50 – Ευθύνη της Ευρωπόλ λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων – Αιτιολογική σκέψη 57 – Φύση της ευθύνης – Ποινική διαδικασία κινηθείσα κατά του αναιρεσείοντος στη Σλοβακία – Πραγματογνωμοσύνη διενεργηθείσα από την Ευρωπόλ για τους σκοπούς της έρευνας – Εξαγωγή δεδομένων από κινητά τηλέφωνα και από συσκευή USB του αναιρεσείοντος – Προβαλλόμενη μη επιτρεπόμενη δημοσιοποίηση των εν λόγω δεδομένων από την Ευρωπόλ – Ηθική βλάβη – Αγωγή αποζημιώσεως – Αιτιώδης συνάφεια»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Marián Kočner (στο εξής: αναιρεσείων) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Kočner κατά Ευρωπόλ (T‑528/20, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:631), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι υπέστη εξαιτίας της προσβολής του δικαιώματός του στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής η οποία οφείλεται, κατ’ ουσίαν, σε πράξεις επεξεργασίας δεδομένων εκ μέρους του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ), στο πλαίσιο ποινικής έρευνας που διεξήγαγαν οι σλοβακικές αρχές κατά του αναιρεσείοντος κατόπιν της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου και της μνηστής του τελευταίου.

2.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παρέχει στο Δικαστήριο, για πρώτη φορά, την ευκαιρία να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη φύση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπόλ βάσει των άρθρων 49 και 50 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 (2), ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού, και, ειδικότερα, σχετικά με την ύπαρξη ειδικού καθεστώτος αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε ζημία λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων από την Ευρωπόλ ή από το κράτος μέλος αυτό.

II.    Το νομικό πλαίσιο

3.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 56, 57 και 65 του κανονισμού Ευρωπόλ έχουν ως εξής:

«(56)      Η Ευρωπόλ πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, με εξαίρεση τους κανόνες που αφορούν την ευθύνη για παράνομη επεξεργασία δεδομένων.

(57)      Στην περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται ενίοτε να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, σε τέτοια περίπτωση η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

[...]

(65)      Η Ευρωπόλ επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες και διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες περί απορρήτου και περί της επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Οι κανόνες προστασίας διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ πρέπει να τηρούν την απόφαση 2013/488/EΕ του Συμβουλίου [(3)].»

4.        Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, η Ευρωπόλ επεξεργάζεται μόνο πληροφορίες που της διαβιβάζονται, μεταξύ άλλων, από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, η Ευρωπόλ μπορεί να προβαίνει σε απευθείας ανάκτηση και επεξεργασία πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από πηγές διαθέσιμες στο κοινό, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου και των δημόσιων δεδομένων.

5.        Το άρθρο 32 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ασφάλεια της επεξεργασίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η Ευρωπόλ εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή απαγορευμένη δημοσιοποίηση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μορφή παράνομης επεξεργασίας.»

6.        Το άρθρο 49 του κανονισμού Ευρωπόλ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις περί ευθύνης και δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 49 [(4)], σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπόλ υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.»

7.        Το άρθρο 50 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του. Το ζημιωθέν πρόσωπο οφείλει να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν η αγωγή του στρέφεται κατά της Ευρωπόλ και στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, εάν η αγωγή του στρέφεται κατά κράτους μέλους.

2.      Τυχόν διαφορά μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών σχετικά με την τελική ευθύνη για την αποζημίωση που καταβάλλεται στα ζημιωθέντα πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 1 παραπέμπεται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει σχετικά με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσβολής αυτής της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

8.        Στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγαν οι σλοβακικές διωκτικές αρχές μετά τη δολοφονία στη Σλοβακία στις 21 Φεβρουαρίου 2018 ενός δημοσιογράφου και της μνηστής του, η Ευρωπόλ, κατόπιν αιτήματος της Národná kriminálna agentúra (Εθνικής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Εγκληματικότητας, Σλοβακία, στο εξής: NAKA), κατέσχεσε στις 10 Οκτωβρίου 2018 δύο κινητά τηλέφωνα τα οποία φέρεται ότι ανήκαν στον αναιρεσείοντα και στις 17 Οκτωβρίου 2018 ένα μέσο αποθήκευσης USB.

9.        Όσον αφορά τα ως άνω κινητά τηλέφωνα, στις 21 Ιουνίου 2019 η Ευρωπόλ κοινοποίησε στη NAKA τις οριστικές επιστημονικές εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σε αυτά. Κατά την Ευρωπόλ, πριν από την ανωτέρω κοινοποίηση είχε διενεργηθεί, αρχικώς, η παράδοση στη NAKA σκληρού δίσκου που περιείχε τα εξαχθέντα από τις εν λόγω τηλεφωνικές συσκευές κρυπτογραφημένα δεδομένα, η οποία βεβαιώνεται στα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018), και, στη συνέχεια, η παράδοση των επίμαχων τηλεφωνικών συσκευών προς τη NAKA, η οποία πιστοποιείται με το από 13 Φεβρουαρίου 2019 πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής αποδεικτικών στοιχείων (5).

10.      Μέσω δημοσιευμάτων στον Τύπο και δημοσίευσης σε ιστότοπο τον Μάιο του 2019, κατέστησαν διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες σχετικές με τον αναιρεσείοντα, προερχόμενες από τα ως άνω κινητά τηλέφωνα, συμπεριλαμβανομένων απομαγνητοφωνήσεων προσωπικών του επικοινωνιών.

11.      Όσον αφορά το μέσο αποθήκευσης USB, στην από 13 Ιανουαρίου 2019 έκθεσή της η οποία διαβιβάστηκε στη NAKA στις 14 Φεβρουαρίου 2019, η Ευρωπόλ ανέφερε ότι από τις 20 Ιουνίου 2018 o αναιρεσείων τελούσε υπό κράτηση λόγω υπονοιών διάπραξης οικονομικού εγκλήματος και ότι το όνομά του, μεταξύ άλλων, σχετιζόταν άμεσα με τους «λεγόμενους καταλόγους μαφιόζων» και τα «Panama Papers» (6).

12.      Με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2020, ο αναιρεσείων ζήτησε από την Ευρωπόλ, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, ποσό ύψους 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη λόγω, αφενός, της δημοσίευσης στον Τύπο και στο διαδίκτυο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ειδικότερα, της δημοσίευσης των απομαγνητοφωνήσεων των προσωπικής και σεξουαλικής φύσεως επικοινωνιών του και, αφετέρου, της αναγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων», οι οποίοι κυκλοφόρησαν στον Τύπο κατόπιν διαρροών από τη δικογραφία της εθνικής ποινικής διαδικασίας σχετικά με τη δολοφονία που μνημονεύεται στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.

13.      Σε συνέχεια της μνημονευόμενης στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων έρευνας που διεξήγαγαν οι σλοβακικές διωκτικές αρχές, ο αναιρεσείων, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε δίωξη για συμμετοχή του σε ανθρωποκτονία ως ηθικού αυτουργού, αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό με απόφαση η οποία αναιρέθηκε από το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), το οποίο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14.      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 2020, ο αναιρεσείων άσκησε αγωγή βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ με αίτημα τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη λόγω της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ. Ο αναιρεσείων ζήτησε, αντιστοίχως, χρηματική ικανοποίηση ύψους 50 000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της δημοσιοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (πρώτο αίτημα της αγωγής) και ισόποση χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της εγγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» (δεύτερο αίτημα της αγωγής).

15.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή. Έκρινε, όσον αφορά το πρώτο αίτημα της αγωγής, ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ (7) και, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα της αγωγής, ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι «κατάλογοι μαφιόζων» καταρτίστηκαν και τηρούνταν από όργανο της Ένωσης, και συγκεκριμένα από την Ευρωπόλ (8). Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, όσον αφορά αμφότερα τα αιτήματα της αγωγής, ότι οι ως άνω διαπιστώσεις δεν αναιρούνταν από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού Ευρωπόλ ούτε από το άρθρο 49 ή το άρθρο 50 του κανονισμού (9).

V.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

16.      Στις 8 Δεκεμβρίου 2021 ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

17.      Η Ευρωπόλ, υποστηριζόμενη από τη Σλοβακική Δημοκρατία ως παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

VI.    Ανάλυση

Α.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

18.      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έξι λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος αφορούν την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της δημοσιοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (πρώτο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής), ενώ ο πέμπτος και ο έκτος αφορούν την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της εγγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» (δεύτερο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής) (10).

19.      Η Ευρωπόλ προβάλλει, κατ’ αρχάς, ένσταση απαραδέκτου του πρώτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η οποία πρέπει να εξεταστεί εξαρχής.

1.      Επί του παραδεκτού του πρώτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη σχετικά με τη φύση της ευθύνης της Ευρωπόλ

20.      Η Ευρωπόλ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι στηρίζονται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι απέκλεισε την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν από την παράνομη επεξεργασία δεδομένων κατόπιν ενέργειας της Ευρωπόλ ή του εν λόγω κράτους μέλους, προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως που υποβλήθηκε πρωτοδίκως. Πρόκειται, επομένως, για νέους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτοι (11).

21.      Ο αναιρεσείων αντιτείνει ότι προέβαλε τα επιχειρήματα αυτά με το δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής του, καθόσον μνημόνευσε την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού Ευρωπόλ καθώς και το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού.

22.      Συναφώς, επισημαίνω ότι, στο δικόγραφο της αγωγής του, ο αναιρεσείων έθεσε ζήτημα ευθύνης της Ευρωπόλ σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 3, και το άρθρο 50 του κανονισμού Ευρωπόλ, παραπέμποντας επίσης στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού, την οποία παρέθεσε πλήρως. Στο υπόμνημα απαντήσεώς του ο αναιρεσείων, ακολούθως, ενίσχυσε το επιχείρημα αυτό διευκρινίζοντας ότι η Ευρωπόλ, ακόμη και αν δεν διαπιστωθεί ότι ευθύνεται για την επίμαχη συμπεριφορά, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το οικείο κράτος μέλος για την προκληθείσα ζημία.

23.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι ο αναιρεσείων προέβαλε με το δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής του ισχυρισμό ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και ότι, ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτοί.

2.      Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από τη δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (πρώτο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής)

α)      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά τον χαρακτηρισμό της ευθύνης της Ευρωπόλ για εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

24.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ότι απέκλεισε την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν από παράνομη επεξεργασία δεδομένων, παραγνωρίζοντας τον δεσμευτικό χαρακτήρα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού Ευρωπόλ.

25.      Ο αναιρεσείων, καίτοι αναγνωρίζει ότι το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Ευρωπόλ δεν περιέχει ρητή διάταξη προβλέπουσα την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους, θεωρεί, εντούτοις, ότι η ευθύνη αυτή προκύπτει από την ως άνω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού.

26.      Κατά την άποψή του, πρώτον, το άρθρο 50, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ρυθμίζει την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους μέσω του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ, δεν μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά, άλλως η διάταξη αυτή θα καθίστατο κενή νοήματος.

27.      Δεύτερον, η ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ στη συγκεκριμένη περίπτωση βασίζεται επίσης στον σκοπό της επίμαχης ρύθμισης, ο οποίος απορρέει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού Ευρωπόλ και συνίσταται στην αυξημένη προστασία του ζημιωθέντος (12).

28.      Τρίτον, οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης παρέχουν, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να συναχθεί αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη ακόμη και ελλείψει ρητού κανόνα, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 340 ΣΛΕΕ.

29.      Η Ευρωπόλ, υποστηριζόμενη από τη Σλοβακική Δημοκρατία, υπογραμμίζει, αρχικώς, ότι η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους όταν η Ένωση και το κράτος μέλος ενεργούν από κοινού δεν αναγνωρίζεται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά απαιτείται ρητή σχετική πρόβλεψη από τον νομοθέτη της Ένωσης.

30.      Κατά πρώτον, το άρθρο 50 του κανονισμού Ευρωπόλ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην εξεταζόμενη εν προκειμένω επεξεργασία δεδομένων, διότι εφαρμόζεται αποκλειστικώς στην επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εργασιών και των καθηκόντων της Ευρωπόλ.

31.      Κατά δεύτερον, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε ζημίες που προκαλούνται από κοινού από την Ένωση και ένα κράτος μέλος και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν δεν συντρέχει παράνομη συμπεριφορά της Ευρωπόλ και δεν διαπιστώνεται αιτιώδης συνάφεια.

32.      Κατά τρίτον, κατ’ αρχάς, η αιτιολογική σκέψη 57 του ως άνω κανονισμού, καίτοι μνημονεύει την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη, ωστόσο δεν είναι δεσμευτική και δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Περαιτέρω, η έννοια της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης προϋποθέτει ότι για την ίδια ζημία ευθύνονται περισσότεροι από έναν φορείς και όχι ότι ένας μόνον φορέας του οποίου η ευθύνη δεν έχει αποδειχθεί πρέπει να καταβάλει αποζημίωση. Τέλος, ο αναιρεσείων δεν άσκησε καν αγωγή αποζημιώσεως κατά του οικείου κράτους μέλους (13).

33.      Υπενθυμίζω ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 49, παράγραφος 3, και το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ απλώς διευκρινίζουν ότι η Ευρωπόλ υποχρεούται να αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ, και ότι δεν πληρούται η σχετική με την αιτιώδη συνάφεια προϋπόθεση (14). Συναφώς, καίτοι η αιτιολογική σκέψη 57 του ως άνω κανονισμού προβλέπει μηχανισμό αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης, ωστόσο στις διατάξεις του κανονισμού δεν υπάρχει ούτε πρόβλεψη ούτε έρεισμα για τον μηχανισμό αυτόν (15).

34.      Όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» (16). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης βάσει της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (17). Ο σωρευτικός χαρακτήρας των ως άνω προϋποθέσεων συνεπάγεται ότι, εάν δεν πληρούται οποιαδήποτε εξ αυτών, δεν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (18).

35.      Όσον αφορά, ειδικότερα, την ενδεχόμενη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ βάσει του άρθρου 50 του κανονισμού Ευρωπόλ, επισημαίνω ότι, κατ’ αρχήν, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον εξωσυμβατική ευθύνη συνεπάγεται ότι, εάν η ζημιογόνος πράξη μπορεί να καταλογισθεί σε περισσότερα πρόσωπα, αυτά υποχρεούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε αποκατάσταση της ζημίας (19).

36.      Κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Επιπλέον, το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (20).

37.      Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, η διάταξη αυτή προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ, σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ (ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης), είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του (ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου).

38.      Φρονώ ότι από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει, με βάση το γράμμα της και μόνον, σαφής ερμηνεία ως προς τη φύση της επίμαχης ευθύνης.

39.      Πράγματι, αφενός, από τη χρήση της έκφρασης «είτε [...] είτε» δεν μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα (21). Η έκφραση αυτή θα μπορούσε εξίσου να υποδηλώνει ότι η ευθύνη της Ευρωπόλ είναι εναλλακτική σε σχέση με εκείνη του οικείου κράτους μέλους ή ότι ο ζημιωθείς μπορεί να στραφεί αδιακρίτως κατά του οικείου θεσμικού οργάνου ή του οικείου κράτους μέλους για το σύνολο της ζημίας.

40.      Αφετέρου, η παραπομπή της ίδιας ως άνω διατάξεως στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ ομοίως δεν επιτρέπει να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα και, λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής του τελευταίου αυτού άρθρου στις «γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών», καθιστά αναγκαία τη συγκριτική ερμηνεία, στην οποία θα προβώ κατωτέρω στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας της επίμαχης διατάξεως (22).

41.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, επισημαίνω, πρώτον, ότι η αιτιολογική σκέψη 56 του κανονισμού Ευρωπόλ διευκρινίζει ότι η Ευρωπόλ υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά και τα λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, «με εξαίρεση τους κανόνες που αφορούν την ευθύνη για παράνομη επεξεργασία δεδομένων». Όσον αφορά την παράνομη επεξεργασία δεδομένων, η αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη, καθόσον ορίζει ότι «η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον», για τον λόγο ότι, «[σ]την περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται ενίοτε να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους».

42.      Ασφαλώς είναι αληθές ότι, όπως υπενθυμίζει η Ευρωπόλ, το προοίμιο μιας πράξεως της Ένωσης δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ούτε για απόκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξεως ούτε για την ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (23). Ωστόσο, πέραν των ορίων αυτών, οι αιτιολογικές σκέψεις συνιστούν σημαντικά ερμηνευτικά στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να αποσαφηνίσουν τη βούληση του συντάκτη της πράξεως αυτής(24).

43.      Ως εκ τούτου, στον βαθμό που η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως διατυπώνεται με αδιαμφισβήτητο τρόπο στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού Ευρωπόλ, να ευνοήσει τον ζημιωθέντα καθιερώνοντας την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους δεν προσκρούει στο γράμμα του άρθρου 50 του κανονισμού, συνάγω το συμπέρασμα ότι το άρθρο αυτό μπορεί (και πρέπει) να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης.

44.      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού Ευρωπόλ, κατά το οποίο τυχόν διαφορά μεταξύ της Ευρωπόλ και των κρατών μελών σχετικά με την τελική ευθύνη για την αποζημίωση που καταβάλλεται στα ζημιωθέντα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού παραπέμπεται στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ.

45.      Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα της Ευρωπόλ ότι, κατ’ ουσίαν, οι ενέργειες κατάσχεσης και αποκρυπτογράφησης στις οποίες προέβη επί των κινητών τηλεφώνων του αναιρεσείοντος δεν εμπίπτουν στην «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», κατά την έννοια του άρθρου 50 του κανονισμού Ευρωπόλ, δεν κατανοώ, και η Ευρωπόλ δεν εξηγεί, για ποιον λόγο οι ενέργειες αποκρυπτογράφησης στις οποίες προέβη η Ευρωπόλ εν προκειμένω δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο τα καθήκοντα της Ευρωπόλ μπορούν να περιλαμβάνουν «τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών που διαβιβάζονται ιδίως από τις αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών, ή οργανισμών» (25).

46.      Κατά τρίτον, είναι, κατ’ εμέ, προφανές ότι ένας από τους στόχους που επιδιώκει ο κανονισμός Ευρωπόλ είναι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 57, να διευκολύνει, μέσω της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους, την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως από πρόσωπο το οποίο έχει ζημιωθεί από εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από το ιστορικό θεσπίσεως της επίμαχης διατάξεως καθώς και από τη συγκριτική ερμηνεία της υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών.

47.      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 50 του κανονισμού Ευρωπόλ, επισημαίνω ότι η διατύπωση τόσο του άρθρου αυτού όσο και της αιτιολογικής σκέψης 57 προέρχεται, αμετάβλητη, από την αρχική πρόταση της Επιτροπής (26), γεγονός που ενισχύει την ερμηνεία κατά την οποία το εν λόγω άρθρο ενσωματώνει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως εκφράζεται στην ως άνω αιτιολογική σκέψη, να καθιερώσει μια μορφή αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους (27).

48.      Επιπλέον, αντιθέτως προς το επιχείρημα που προβάλλει η Ευρωπόλ, η ως άνω διάταξη δεν μπορεί να έχει εφαρμογή μόνον στην περίπτωση ζημίας την οποία προκαλούν από κοινού η Ένωση και κράτος μέλος, διότι σε μια τέτοια περίπτωση εναπόκειται, κατά τη γνώμη μου, στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί για την αντίστοιχη ευθύνη των φορέων ή των προσώπων που προκάλεσαν τη ζημία (28).

49.      Όσον αφορά, δεύτερον, τη συγκριτική ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο ζημιωθείς μπορεί να επικαλεστεί την ευθύνη της Ευρωπόλ «σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ», το οποίο, στο δεύτερο εδάφιο, παραπέμπει στις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών (29).

50.      Συναφώς, φρονώ ότι υπάρχει μια μορφή σύγκλισης των εννόμων τάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης σε περιπτώσεις στις οποίες η ίδια ζημία μπορεί να καταλογισθεί σε πλείονα πρόσωπα (30). Άλλωστε, την ίδια προσέγγιση ακολουθούν οι αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των αδικοπραξιών (31).

51.      Επιπλέον, επισημαίνω ότι ο μηχανισμός της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι άγνωστος στο δίκαιο επεξεργασίας δεδομένων της Ένωσης, καθόσον, μεταξύ άλλων, το άρθρο 82, παράγραφος 4, του κανονισμού 2016/679 θεσπίζει τέτοια ευθύνη εάν περισσότεροι του ενός υπεύθυνοι επεξεργασίας εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία (32).

52.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογιακή αρχή κατά την οποία, σε περίπτωση συντρέχουσας ευθύνης της Ένωσης και κράτους μέλους, οι ιδιώτες που υποστηρίζουν ότι ζημιώθηκαν πρέπει πρώτα να κινήσουν διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (33). Ειδικότερα, μολονότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κοινής ευθύνης, η εφαρμογή της σε περιπτώσεις αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης θα την καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

53.      Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν δέχθηκε ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού, καθιερώνει σύστημα αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν από παράνομη επεξεργασία δεδομένων συνεπεία ενέργειας της Ευρωπόλ ή του εν λόγω κράτους μέλους.

54.      Προτείνω, επομένως, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως.

55.      Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθ’ ο μέρος απέκλεισε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων και ενδεχόμενης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ για μόνο τον λόγο ότι, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, τόσο η Ευρωπόλ όσο και οι σλοβακικές αρχές είχαν στην κατοχή τους τα δεδομένα που περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα.

56.      Πάντως, επισημαίνω ότι, προκειμένου η Ευρωπόλ να μπορεί να θεωρηθεί ότι ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την προβαλλόμενη ζημία, πρέπει ακόμη να αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής (34). Πράγματι, η ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης απαιτεί τα διάφορα ζημιογόνα γεγονότα να ήταν ικανά να προκαλέσουν την προβαλλόμενη ζημία, ανεξαρτήτως της παραβάσεως που αποτέλεσε την άμεση και καθοριστική αιτία του συμβάντος (35).

57.      Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η ύπαρξη της ως άνω αιτιώδους συνάφειας εν προκειμένω αποτελεί την κεντρική ιδέα των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως.

58.      Ωστόσο, δεδομένου ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απλώς αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, επί της ελλείψεως «αποκλειστικής» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και της προβαλλόμενης ζημίας και ότι η ανάλυση αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας όπως απαιτείται σε περίπτωση αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης, εκτιμώ ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχθεί την πρότασή μου να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όσον αφορά το πρώτο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος της αιτιώδους συνάφειας στο πλαίσιο της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης καθώς και, ενδεχομένως, επί των λοιπών προϋποθέσεων στις οποίες υπόκειται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της (36).

59.      Ωστόσο, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί τη λύση που προτείνω, θα εξετάσω, στη συνέχεια, και τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως (37).

β)      Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου που διέπει το περιεχόμενο του φακέλου έρευνας

60.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τους εθνικούς κανόνες που προσδιορίζουν το περιεχόμενο του φακέλου έρευνας (38), τα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 δεν περιλαμβάνονταν στον φάκελο έρευνας που τον αφορούσε, γεγονός το οποίο, κατά συνέπεια, επηρεάζει την αξιοπιστία τους.

61.      Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, από την ημερομηνία αυτή, η Ευρωπόλ δεν ήταν ο μόνος φορέας που κατείχε τα δεδομένα τα οποία περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, διότι τα δεδομένα αυτά ήταν επίσης στη διάθεση των σλοβακικών αρχών (39).

62.      Επί της αμφισβητήσεως από τον αναιρεσείοντα της γνησιότητας των ως άνω πρακτικών το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ενδεχόμενη μη συμπερίληψη του εγγράφου αυτού στη δικογραφία της ποινικής διαδικασίας δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να επηρεάσει τη γνησιότητά του και ότι ο αναιρεσείων ουδόλως προέβαλε ισχυρισμό περί αλλοιώσεως των εν λόγω πρακτικών (40).

63.      Συναφώς, φρονώ ότι το επιχείρημα του αναιρεσείοντος, όσον αφορά την ενδεχόμενη παράβαση εθνικών κανόνων σχετικών με το περιεχόμενο του φακέλου –οι οποίοι, εξάλλου, δεν αφορούν τη γνησιότητα των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο–, είναι αλυσιτελές, καθόσον δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του κύρους των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018 και, ακόμη λιγότερο, ότι παραμόρφωσε το αποδεικτικό αυτό στοιχείο μη λαμβάνοντας υπόψη την εθνική νομοθεσία την οποία επικαλέστηκε πρωτοδίκως ο αναιρεσείων. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της ενδεχόμενης μη συμμόρφωσης των εν λόγω πρακτικών προς τους εθνικούς κανόνες που αφορούν το περιεχόμενο του φακέλου, η οποία θα επηρέαζε, ενδεχομένως, το κύρος των πρακτικών ως στοιχείου του φακέλου(41), και, αφετέρου, της ύπαρξης (και, επομένως, της γνησιότητας) των πρακτικών και της ενδεχόμενης αποδεικτικής τους ισχύος στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

64.      Ομοίως, δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία που επικαλείται ο αναιρεσείων για να αμφισβητήσει την αποδεικτική ισχύ των επίμαχων πρακτικών προδήλως δεν ασκεί επιρροή, το επιχείρημα περί ελλείψεως σχετικής αιτιολογίας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το οποίο προβάλλει κατά τα λοιπά ο αναιρεσείων, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

65.      Προτείνω, επομένως, την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

γ)      Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά κατά την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας, ως προς το πρώτο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής

66.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει, κατά πρώτον, ότι τα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 (η γνησιότητα των οποίων, άλλωστε, αμφισβητείται) αποδεικνύουν μόνον τη διαβίβαση «προσωρινών αποτελεσμάτων» υπό τη μορφή ανάκτησης και εξαγωγής δεδομένων, πράγμα που δεν αποδεικνύει ότι παραδόθηκαν και οι «επικοινωνίες» που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας(42).

67.      Συναφώς, επισημαίνω ότι, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον χρόνο των προαναφερθέντων πρακτικών, η Ευρωπόλ δεν ήταν πλέον ο μοναδικός φορέας που κατείχε τα επίμαχα δεδομένα, στα οποία, από την ημερομηνία αυτή, είχαν πρόσβαση οι σλοβακικές αρχές(43).

68.      Είμαι, όμως, της γνώμης ότι οι αμφιβολίες που εγείρει ο αναιρεσείων ως προς το ακριβές περιεχόμενο των δεδομένων που διαβίβασε η Ευρωπόλ στις σλοβακικές αρχές και η διαφωνία του με την ερμηνεία, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της φράσης «προσωρινά αποτελέσματα» που περιέχεται στα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 δεν αρκούν για να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά ή πλάνης περί την εκτίμηση η οποία θα συνεπαγόταν παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

69.      Κατά δεύτερον, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η Ευρωπόλ ουδέποτε είχε στη διάθεσή της τις επίμαχες επικοινωνίες σε αποκρυπτογραφημένη μορφή(44), ότι ακόμη και μια διαρροή σε κρυπτογραφημένη μορφή θα μπορούσε να προκαλέσει την προβαλλόμενη ζημία, μετά την αποκρυπτογράφηση των δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένο τρίτο (45), και ότι, εν προκειμένω, η αποκρυπτογράφηση θα ήταν ιδιαίτερα ευχερής λόγω του γεγονότος ότι η Ευρωπόλ είχε ήδη εξαγάγει τα αρχεία μαζί με τους σχετικούς κωδικούς πρόσβασης.

70.      Μολονότι, όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, τα επίμαχα δεδομένα ενδέχεται να αποτέλεσαν αντικείμενο διαρροής ακόμη και σε κρυπτογραφημένη μορφή, ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ή ένδειξη που να υποδηλώνει ότι μια τέτοια διαρροή επήλθε όταν τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα ήταν στη διάθεση της Ευρωπόλ(46), πολλώ δε μάλλον ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας ότι η διαρροή των επίμαχων επικοινωνιών δεν προήλθε από τα κρυπτογραφημένα δεδομένα (47).

71.      Κατά τρίτον, ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι τα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 είχαν προχρονολογηθεί, ισχυρισμός που απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο διότι δεν συνοδευόταν από στοιχείο ικανό να θεμελιώσει αρχή αποδείξεως(48), χωρίς να προσκομίζει περισσότερα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών (49).

72.      Κατά τέταρτον, ο αναιρεσείων προσθέτει ότι τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα είχαν παραδοθεί προς τον σκοπό της ανάκτησης και εξαγωγής χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

73.      Συναφώς, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς μια ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων για την ανάκτηση και την εξαγωγή των επίμαχων δεδομένων μπορεί, αφ’ εαυτής, να αποδείξει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω ανάκτησης ή εξαγωγής και της διαρροής και δημοσιοποίησης των δεδομένων (50).

74.      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι τα επίμαχα δεδομένα διαβιβάστηκαν από την Ευρωπόλ στις σλοβακικές αρχές αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να διαρρήξει την «αποκλειστική» αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της διαρροής των δεδομένων και της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Ευρωπόλ είχε επίσης στη διάθεσή της τα εν λόγω δεδομένα σε κρυπτογραφημένη ή αποκρυπτογραφημένη μορφή και του επιπέδου της ενδεχόμενης αποκρυπτογράφησης(51).

75.      Προτείνω, επομένως, την απόρριψη του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

δ)      Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη διεξαγωγή των αποδείξεων, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

76.      Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι δεν αιτιολόγησε την κρίση του ότι το άρθρο 50, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Ευρωπόλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη και, αφετέρου, ότι παραβίασε τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως.

77.      Από την ανάλυση, όμως, που πραγματοποιήθηκε στα σημεία 24 έως 53 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου παρέσχε τη δυνατότητα στον αναιρεσείοντα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 50 του κανονισμού Ευρωπόλ δεν θεμελιώνει αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη και να διατυπώσει τα αντεπιχειρήματά του. Επίσης, παρέχει, κατ’ εμέ, τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

78.      Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, επιρρίπτοντας σε αυτόν πρωτοδίκως το βάρος να αποδείξει ότι διέρρευσαν πληροφορίες από τις υπηρεσίες της Ευρωπόλ.

79.      Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και ενδεχόμενης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και ότι τούτο αρκεί για να αποκλειστεί οποιαδήποτε ευθύνη της Ευρωπόλ κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ.

80.      Κατά τη γνώμη μου, όμως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη κατ’ αρχήν στην εκτίμησή του, ορθώς, υπό το πρίσμα πάγιας νομολογίας κατά την οποία εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται την ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς του οικείου οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας(52).

81.      Με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο τον φάκελο της εθνικής ποινικής έρευνας που τον αφορούσε, καθώς και την απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Σλοβακίας (53), η οποία ορίζει το περιεχόμενο του φακέλου αυτού. Κατ’ ουσίαν, ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο τα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 έπρεπε να περιληφθούν στον φάκελο της ποινικής έρευνας που τον αφορούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ως άνω αποφάσεως.

82.      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανα στο πλαίσιο της ανάλυσης του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος που στηρίζεται σε ενδεχόμενη παράβαση των εθνικών κανόνων σχετικά με το περιεχόμενο του φακέλου είναι άνευ σημασίας, διότι ενδεχόμενη μη συμμόρφωση των ως άνω πρακτικών προς τους σχετικούς με το περιεχόμενο του φακέλου εθνικούς κανόνες δεν θα επηρέαζε την αποδεικτική ισχύ των πρακτικών στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (54).

83.      Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το γεγονός ότι η Ευρωπόλ προσκόμισε απλώς φωτογραφία των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018 αποδεικνύει ότι δεν είχε στη διάθεσή της τα πρακτικά αυτά και τα έλαβε από τις σλοβακικές αρχές στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται, όπως διευκρινίζει ο αναιρεσείων, για «πεποίθηση» του δικηγόρου του, μη στηριζόμενη σε ενδείξεις ή αποδεικτικά στοιχεία (55).

84.      Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς του, διότι ο αναιρεσείων δεν μπόρεσε να τοποθετηθεί, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2021, επί της προχρονολογήσεως των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018. Χωρίς να το αναφέρει ρητώς, προκύπτει ότι προβάλλει παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

85.      Ωστόσο, ο αναιρεσείων δεν εξηγεί ποια επιχειρήματα και ποια στοιχεία θα μπορούσε να έχει προβάλει εάν είχαν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα άμυνάς του ούτε ότι, εάν δεν συνέτρεχε η προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, τα επιχειρήματά του θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της διαφοράς(56).

86.      Εξάλλου, στις σκέψεις 74 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος σχετικά με την ως άνω προβαλλόμενη προχρονολόγηση, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν στηρίζονταν σε στοιχείο που να θεμελιώνει αρχή αποδείξεως και ότι ο αναιρεσείων δεν είχε επικαλεστεί, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, αλλοίωση των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018 ή του αντιγράφου τους.

87.      Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων απλώς επισημαίνει ότι δεν είναι γνωστό, μέχρι σήμερα, πού βρίσκεται το πρωτότυπο αντίτυπο των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018, ότι αυτό δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία της υποθέσεως την οποία υποτίθεται ότι αφορά και ότι από έγγραφα που αφορούν άλλη ποινική υπόθεση προκύπτει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο χωριστά αντίτυπα των ως άνω πρακτικών.

88.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, η οποία κατοχυρώνεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσδιορισμός της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών στοιχείων επαφίεται στην εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου (57), υπό την επιφύλαξη της παραμόρφωσης των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων(58), πράγμα που φρονώ ότι δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

89.      Προτείνω, συνεπώς, την απόρριψη του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

3.      Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την ηθική βλάβη που υπέστη ο αναιρεσείων λόγω της εγγραφής του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» (δεύτερο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής)

α)      Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά τον χαρακτηρισμό της ευθύνης της Ευρωπόλ για εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

90.      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος παραπέμπει εξ ολοκλήρου στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέκλεισε την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για ζημίες που προξενήθηκαν από παράνομη επεξεργασία δεδομένων, παραγνωρίζοντας τον δεσμευτικό χαρακτήρα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού Ευρωπόλ.

91.      Όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναιρέσεως(59), το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν δέχθηκε ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Ευρωπόλ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 57 του κανονισμού, καθιερώνει σύστημα αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης μεταξύ της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων εκ μέρους της Ευρωπόλ ή του κράτους μέλους αυτού.

92.      Τούτου λεχθέντος, επισημαίνω ότι, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα της αγωγής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι «κατάλογοι μαφιόζων» στους οποίους φέρεται ότι αναγραφόταν το όνομά του είχαν καταρτιστεί και τηρούνταν από όργανο της Ένωσης και, ειδικότερα, από την Ευρωπόλ.

93.      Είμαι της γνώμης ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να τίθεται εν αμφιβόλω η ως άνω διαπίστωση, καθόσον αυτή δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που προβάλλονται με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, όπως θα αναλύσω κατωτέρω.

94.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως ως αλυσιτελής.

β)      Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά κατά την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας ως προς το δεύτερο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής

95.      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου η Ευρωπόλ θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι ο αναιρεσείων συνδέεται με τους λεγόμενους «καταλόγους μαφιόζων».

96.      Ωστόσο, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, η Ευρωπόλ, στην από 13 Ιανουαρίου 2019 έκθεσή της (60), απλώς ανέφερε ότι το όνομα του αναιρεσείοντος, μεταξύ άλλων, «σχετιζόταν άμεσα με τους λεγόμενους καταλόγους μαφιόζων και τα Panama Papers», χωρίς να τον καταχωρίσει σε οποιονδήποτε κατάλογο, και διαπίστωσε ότι δημοσιεύματα στον Τύπο προγενέστερα της ως άνω εκθέσεως ήδη έκαναν λόγο για ενδεχόμενη εμπλοκή του αναιρεσείοντος σε κυκλώματα μαφίας (61).

97.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, με τα οποία, κατ’ ουσίαν, απλώς προβάλλεται ότι η Ευρωπόλ δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο συνέδεσε τον αναιρεσείοντα με τους «καταλόγους μαφιόζων» και ότι, με τη συμπεριφορά αυτή, η Ευρωπόλ παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το «δικαίωμα τήρησης των καταλόγων μαφιόζων» δεν βρίσκει έρεισμα στο εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.

98.      Συγκεκριμένα, με τα επιχειρήματα αυτά, ο αναιρεσείων εκκινεί από τη, μη αποδεδειγμένη, παραδοχή ότι η Ευρωπόλ τον καταχώρισε πράγματι στους ως άνω «καταλόγους μαφιόζων», χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι «κατάλογοι μαφιόζων» στους οποίους αναγραφόταν το όνομά του είχαν καταρτιστεί και τηρούνταν από όργανο της Ένωσης και, ειδικότερα, από την Ευρωπόλ.

99.      Προτείνω, επομένως, την απόρριψη του έκτου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως όσον αφορά τους λόγους αναιρέσεως που άπτονται του δεύτερου αιτήματος της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής.

Β.      Επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής

100. Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση, προτείνω να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το πρώτο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως προς το δεύτερο αίτημα της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής.

101. Σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

102. Εκτιμώ ότι τούτο δεν ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση.

103. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο αρνούμενο την ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν από παράνομη επεξεργασία δεδομένων λόγω ενέργειας της Ευρωπόλ ή του κράτους μέλους απαιτεί την εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και της προβαλλόμενης από τον αναιρεσείοντα ζημίας (62) και, ενδεχομένως, ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της(63).

Γ.      Επί των δικαστικών εξόδων

104. Δεδομένου ότι προτείνω να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο πρέπει, βάσει του άρθρου 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατά την αναιρετική διαδικασία.

VII. Πρόταση

105. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Kočner κατά Ευρωπόλ (T‑528/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:631), όσον αφορά το πρώτο αίτημα της αγωγής·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας του πρώτου αιτήματος της αγωγής·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ 2016, L 135, σ. 53, στο εξής: κανονισμός Ευρωπόλ).


3      Απόφαση του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 274, σ. 1).


4      Επισημαίνω ότι η μνεία του ως άνω άρθρου είναι πιθανώς εσφαλμένη και θα πρέπει να νοηθεί ως παραπομπή στο άρθρο 50 του κανονισμού Ευρωπόλ, όπως προκύπτει από την αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [COM(2013) 173 final της 27ης Μαρτίου 2013], στην οποία το άρθρο 51 (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 49 του κανονισμού Ευρωπόλ) παρέπεμπε στο άρθρο 52 (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 50 του κανονισμού).


5      Επιπλέον, την 1η Απριλίου 2019 οι σλοβακικές αρχές χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες που περιείχαν τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του αναιρεσείοντος και, όπως προκύπτει από έκθεση της σλοβακικής αστυνομίας της 18ης Ιουνίου 2019, οι αρχές αυτές προέβησαν σε ανάλυση των δεδομένων που περιείχαν τα κινητά τηλέφωνα.


6      Σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


7      Σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι η Ευρωπόλ δεν ήταν ο μόνος φορέας που είχε στην κατοχή του τα δεδομένα που περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, καθόσον οι σλοβακικές αρχές είχαν επίσης στη διάθεσή τους τα δεδομένα αυτά (σκέψεις 68 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, ότι η Ευρωπόλ ουδέποτε είχε στη διάθεσή της τις επίδικες επικοινωνίες σε αποκρυπτογραφημένη και κατανοητή μορφή (σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και, τρίτον, ότι από δημοσίευμα στον Τύπο προέκυπτε ότι είχαν διαρρεύσει πληροφορίες από τον εθνικό φάκελο έρευνας (σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).


8      Σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


9      Σκέψεις 92 έως 95 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


10      Συγκεκριμένα, ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούν την ενδεχόμενη ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού Ευρωπόλ, ενώ ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της βλάβης που φέρεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων και της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ.


11      Το απαράδεκτο των ως άνω ισχυρισμών δεν προβλήθηκε από την Ευρωπόλ με το υπόμνημα ανταπαντήσεως πρωτοδίκως ούτε εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Πάντως, το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό δεν συζητήθηκε πρωτοδίκως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο, κατά περίπτωση, να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν επισήμανε ότι ενδέχεται να συντρέχει λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως.


12      Κατά τον αναιρεσείοντα, εξάλλου, η αρχή κατά την οποία ο νομοθέτης πάντοτε ενεργεί με ορθολογικό τρόπο δεν επιτρέπει να αποδοθεί στη διάταξη αυτή νόημα διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 57. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι, υπό την προϊσχύσασα του κανονισμού Ευρωπόλ νομοθεσία, το οικείο κράτος μέλος ευθυνόταν ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες υπείχε ευθύνη και η Ευρωπόλ [σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ 2009, L 121, σ. 37)]. Θα ήταν ανακόλουθο να υποστηριχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προτίμησε έναντι του ως άνω συστήματος απλουστευμένης ευθύνης ένα σύστημα δυσμενέστερο για τον ζημιωθέντα, ο οποίος θα έπρεπε πλέον να προσδιορίζει εκ των προτέρων τον φορέα που ευθύνεται για τη ζημία προτού μπορέσει να κινήσει ένδικη διαδικασία, πράγμα που θα αντέβαινε προς τον επιδιωκόμενο με τον ως άνω κανονισμό σκοπό.


13      Εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως προβάλλει ο αναιρεσείων, ο νομοθέτης της Ένωσης αντικατέστησε το προηγούμενο σύστημα ευθύνης, κατά το οποίο το οικείο κράτος ήταν αποκλειστικώς υπεύθυνο ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες υπείχε ευθύνη και η Ευρωπόλ, δεν ενισχύει τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι το ισχύον σύστημα δεν μπορεί να είναι δυσμενέστερο για τον ζημιωθέντα (βλ. υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων). Η νομοθετική αυτή αλλαγή δικαιολογείται απλώς από το γεγονός ότι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η Ευρωπόλ υπάγεται εν τέλει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.


14      Σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


15      Σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


16      Με σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση, το άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αποκατάσταση εκ μέρους της Ένωσης της ζημίας που του προξένησαν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών».


17      Βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής (C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 63), καθώς και διάταξη της 12ης Μαρτίου 2020, EMB Consulting κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑571/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:208, σκέψη 29).


19      Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 9:101 των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των αδικοπραξιών, της European Group on Tort Law (EGTL) (ευρωπαϊκής ομάδας για το δίκαιο των αδικοπραξιών) (εγχειρήματος για την κωδικοποίηση των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των αδικοπραξιών με αφετηρία τη συγκριτική εξέταση των εθνικών συστημάτων), διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.egtl.org/PETLGreek.html. Όσον αφορά τον ορισμό της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης που έχει γίνει δεκτός από το Δικαστήριο (στις συμβατικές διαφορές), βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš (C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 85), στην οποία το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι απορρέει από την ίδια τη φύση της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης ότι έκαστος οφειλέτης ευθύνεται για το συνολικό ποσό της οφειλής και ότι ο δανειστής παραμένει, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να απαιτήσει την καταβολή της οφειλής αυτής από έναν ή περισσότερους οφειλέτες της επιλογής του.


20      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Towercast (C‑449/21, EU:C:2023:207, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Το ίδιο ισχύει και για άλλες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, εκτός από την απόδοση στη γαλλική γλώσσα, ήτοι την πρωτότυπη γλώσσα των παρουσών προτάσεων («soit d’Europol [...], soit de l’État membre»), βλ., μεταξύ άλλων, τις αποδόσεις στην ελληνική («είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ [....], είτε εκ μέρους του κράτους μέλους»), στην αγγλική («either from Europol [...] or from the Member State») και στην ιταλική γλώσσα («da Europol [...] o dallo Stato membro»).


22      Δεδομένου ότι οι δύο μέθοδοι είναι στενά συνδεδεμένες (βλ., στη θεωρία, Lenaerts, K., και Gutiérrez-Fons, J. A., Les méthodes d’interprétation de la Cour de justice de l’Union européenne, Bruylant, Βρυξέλλες, 2020, σ. 104).


23      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions (C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης, προς ενημέρωση, Κοινό πρακτικό οδηγό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο, 2015. Σύμφωνα με τον τίτλο του σημείου 10 του ως άνω εγγράφου, οι αιτιολογικές σκέψεις, μεταξύ άλλων, «έχουν ως σκοπό τη συνοπτική αιτιολόγηση των βασικών διατάξεων του διατακτικού».


.


25      Εξάλλου, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προέβη η Ευρωπόλ εν προκειμένω θα μπορούσε επίσης να εμπίπτει στους ορισμούς των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», των «επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και της «επεξεργασίας» που περιέχονται στο άρθρο 3, σημεία 1, 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39). Καίτοι είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1725, ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ ενόσω ο κανονισμός Ευρωπόλ δεν έχει προσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 98 του πρώτου ως άνω κανονισμού, φρονώ ότι, ελλείψει ad hoc ορισμών στον κανονισμό Ευρωπόλ, οι εν λόγω ορισμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εν προκειμένω, ως ερμηνευτικές παράμετροι. Επιπλέον, οι ορισμοί των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και της «επεξεργασίας» αντιστοιχούν στους ορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 4, σημεία 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2018, L 127, σ. 2 και ΕΕ 2021, L 74, σ. 35), ο οποίος, όμως, κατά το άρθρο του 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων.


26      Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 57 και το άρθρο 50 του κανονισμού Ευρωπόλ αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 47 και στο άρθρο 52, αντιστοίχως, της αρχικής πρότασης της Επιτροπής [COM(2013) 173 final της 27ης Μαρτίου 2013].


27      Αντιθέτως, δεν συμφωνώ με το επιχείρημα του αναιρεσείοντος, το οποίο βασίζεται επίσης στο ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού Ευρωπόλ, ότι ο κανονισμός αυτός δεν ήταν δυνατόν να περιορίζεται στο να παρέχει στον ζημιωθέντα ήσσονα προστασία σε σχέση με εκείνη που κατοχύρωνε η προϊσχύσασα νομοθεσία (βλ. υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων). Συγκεκριμένα, κατ’ εμέ είναι πειστικότερη η άποψη της Ευρωπόλ ότι η ύπαρξη, στην προϊσχύσασα νομοθεσία, αποκλειστικής ευθύνης του οικείου κράτους μέλους για ζημίες προκληθείσες από την αποθήκευση ή την επεξεργασία δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων που αφορούσαν τη δράση της Ευρωπόλ, οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά τον χρόνο ισχύος της νομοθεσίας αυτής (ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας), η δράση της Ευρωπόλ δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Ένωσης.


28      Εξυπακούεται ότι, όπως υπενθυμίζει η Ευρωπόλ, σύμφωνα με τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, προτού αποφανθεί, να αναμείνει την έκδοση αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, 5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31, σκέψη 344). Θα εξηγήσω αναλυτικότερα το σημείο αυτό στην υποσημείωση 33 των παρουσών προτάσεων.


29      Κατά παρεμφερή τρόπο, το άρθρο 49 του κανονισμού Ευρωπόλ ορίζει ότι η Ευρωπόλ αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες της ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους «σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών».


30      Μνημονεύω, ενδεικτικώς, το άρθρο 840 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα), το άρθρο 926 του ελληνικού Αστικού Κώδικα και το άρθρο 2055 του Codice civile (ιταλικού αστικού κώδικα). Η δυνατότητα αυτή φαίνεται να λαμβάνεται επίσης υπόψη στα συστήματα του common law (βλ. Van Dam, C., «Causation», European Tort Law, Οξφόρδη, 2013, σ. 331). Πρβλ., επίσης, άρθρο 1265 του σχεδίου μεταρρύθμισης του δικαίου των αδικοπραξιών στη γαλλική έννομη τάξη, στην οποία, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι ήδη υφίσταται υποχρέωση αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης, καλούμενης «in solidum», θεσπισθείσα μέσω της νομολογίας (βλ., στη θεωρία, Ligüerre, C. G., «Responsabilité solidaire et canalisation de la responsabilité», Revue des contrats, αριθ. 4, 2019, σ. 252).


31      Μια τέτοια αρχή προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 9:101 των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των αδικοπραξιών (βλ. European Group on Tort Law, Principles of European Tort Law. Text and Commentary, SpringerWienNewYork, 2005, σ. 206).


32      Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, εάν περισσότεροι του ενός υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία ή αμφότεροι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία και εάν είναι υπεύθυνοι για τυχόν ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία, κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία ευθύνεται για τη συνολική ζημία, προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική αποζημίωση του υποκειμένου των δεδομένων, το δε πρόσωπο που έχει καταβάλει πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που προκάλεσε μπορεί, δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 5, του ως άνω κανονισμού, να ζητήσει από τους άλλους υπευθύνους την ανάκτηση μέρους της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στο μέρος της ευθύνης τους λόγω της ζημίας που προκλήθηκε. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αποκλείεται, εν προκειμένω, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού.


33      Συγκεκριμένα, με νομολογία που ανάγεται στη δεκαετία του 1960, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι, οσάκις η αυτή ζημία αποτελεί αντικείμενο δύο αγωγών αποζημιώσεως, μιας στρεφόμενης κατά κράτους μέλους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και έτερης κατά της Ένωσης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ενδέχεται να καθίσταται αναγκαίο, προτού προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας για την οποία θα κριθεί υπεύθυνη η Ένωση, να εκδοθεί προηγουμένως η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου επί της τυχόν ευθύνης του κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται, λόγω διαφορετικής εκτιμήσεως μεταξύ δύο διαφορετικών δικαιοδοσιών, η ανεπαρκής ή καταχρηστική επιδίκαση αποζημιώσεως στους ενάγοντες (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, 5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1967:31· της 30ής Νοεμβρίου 1967, Becher κατά Επιτροπής, 30/66, EU:C:1967:44, καθώς και της 13ης Δεκεμβρίου 2006, É.R. κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑138/03, EU:T:2006:390, σκέψη 42). Στη θεωρία, βλ. Lenaerts, K., κ.λπ., EU Procedural Law, Oxford University Press, 2014, σ. 506 και 507.


34      Έστω κι αν δεν υφίσταται ειδική έννοια αιτιώδους συνάφειας για το δίκαιο της Ένωσης (βλ. Van Dam, C., European tort law, Οξφόρδη, 2013, σ. 321· Gutman, K., «The non-contractual liability of the European Union: principle, practice and promise», Research handbook on EU tort law, 2017, σ. 26 έως 60, ιδίως σ. 57), φρονώ ότι οι εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών απαιτούν τη συνδρομή του στοιχείου αυτού σε περίπτωση αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης (βλ., μεταξύ άλλων, Infantino, M., και Zervogianni, E., «Causation in European Tort Law», The American Journal of Comparative Law, Κέιμπριτζ, 2017, σ. 652 και 653).


35      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ούτε οι αρχές περί αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης οι οποίες απορρέουν από τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών καθιστούν δυνατό να στοιχειοθετηθεί ευθύνη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης εάν δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού και της προβαλλόμενης ζημίας.


36      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


37      Επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι, εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει την πρότασή μου περί αποδοχής του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως θα είναι αλυσιτελείς, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επανεξετάσει την εκτίμησή του ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.


38      Κανόνες που περιλαμβάνονται στην απόφαση αριθ. 618/2005 του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Σλοβακίας.


39      Βλ. σκέψεις 68 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε την αποδεικτική ισχύ του εγγράφου αυτού βάσει της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που αναφέρονται στη νομολογία του (ήτοι απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Iran Insurance κατά Συμβουλίου, T‑558/15, EU:T:2018:945, σκέψεις 153 και 154 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) (βλ. σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), διαπιστώνοντας ότι στα εν λόγω πρακτικά αναφέρονται επακριβώς τα έγγραφα και τα δεδομένα που παραδόθηκαν από τον υπάλληλο της Ευρωπόλ στον υπάλληλο της ΝΑΚΑ, ο φάκελος με τον οποίο συνδέονται τα έγγραφα και τα δεδομένα, ο τρόπος παράδοσης των εγγράφων και των δεδομένων, η ιδιότητα των συγκεκριμένων υπαλλήλων καθώς και η ημερομηνία και η ώρα παράδοσης (βλ. σκέψεις 79 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).


40      Βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 71 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι τα ίδια πρακτικά εμφανίζονταν σε επίσημο επιστολόχαρτο της NAKA, αφορούσαν συγκεκριμένο φάκελο και έφεραν ημερομηνία καθώς και υπογραφή από ονομαστικά αναφερόμενο υπάλληλο της NAKA, ο οποίος επιβεβαίωνε την παραλαβή του οικείου σκληρού δίσκου από υπάλληλο, επίσης ονομαστικά αναφερόμενο, της Ευρωπόλ (σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), περιστάσεις οι οποίες δεν αμφισβητούνται από τον αναιρεσείοντα.


41      Επισημαίνω, εξάλλου, ότι η Σλοβακική Δημοκρατία, στο υπόμνημα παρεμβάσεώς της, αντικρούει το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι τα επίμαχα πρακτικά έπρεπε να αποτελούν μέρος του φακέλου έρευνας βάσει της εθνικής νομοθεσίας, διευκρινίζοντας ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, ορισμένα διαδικαστικά έγγραφα δεν περιλαμβάνονται στον αρχικό φάκελο έρευνας, αλλά τηρούνται σε άλλο αντίγραφο του φακέλου.


42      Ο αναιρεσείων προσθέτει ότι ούτε η επιστροφή των κινητών τηλεφώνων, η οποία αναφέρεται στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ασκεί επιρροή συναφώς, διότι πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι τα κινητά τηλέφωνα, αλλά τα δεδομένα που περιέχουν. Εξάλλου, το γεγονός ότι η εισαγγελία της Σλοβακίας είχε στη διάθεσή της τις επίμαχες επικοινωνίες από την 1η Απριλίου 2019 δεν σημαίνει ότι η δημοσιοποίηση των ως άνω δεδομένων προήλθε από αυτήν.


43      Όπως επιβεβαιώθηκε από το γεγονός, το οποίο υπενθυμίζει ο αναιρεσείων, ότι οι σλοβακικές διωκτικές αρχές είχαν κάνει χρήση των επίμαχων δεδομένων την 1η Απριλίου 2019.


44      Συναφώς, ο αναιρεσείων αμφισβητεί το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο προκύπτει από μαρτυρία υπαλλήλου της Ευρωπόλ ενώπιον σλοβακικού ποινικού δικαστηρίου (βλ. σκέψη 82 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), κατά το οποίο η Ευρωπόλ περιορίστηκε στην «ανάκτηση και εξαγωγή» δεδομένων από κινητά τηλέφωνα σε κρυπτογραφημένη μορφή, τα οποία αποκρυπτογράφησαν οι σλοβακικές αρχές (βλ. σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Κατά τον αναιρεσείοντα, τέτοιου είδους πράξεις ανάκτησης και εξαγωγής στις οποίες προέβη η Ευρωπόλ περιλάμβαναν τη μεταφόρτωση αρχείων και των σχετικών κωδικών πρόσβασης, γεγονός που εύκολα θα παρείχε τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε να αποκρυπτογραφήσει τα επίμαχα δεδομένα.


45      Συναφώς, ο αναιρεσείων προβάλλει επίσης λόγο αναιρέσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε γιατί τα δεδομένα που διέρρευσαν σε κρυπτογραφημένη μορφή δεν κατέστη δυνατό να αποκρυπτογραφηθούν από τρίτους. Φρονώ ωστόσο ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε επαρκώς κατά νόμον ότι, κατά την κρίση του, η Ευρωπόλ δεν ευθύνεται, καθόσον δεν διέθεσε τις επίμαχες επικοινωνίες σε αποκρυπτογραφημένη μορφή, ενώ το κατά πόσον ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος αποτελεί ζήτημα που αφορά τη βασιμότητα της αιτιολογίας.


46      Η επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος περιορίζεται, συνεπώς, σε υποθετικό επίπεδο. Εξάλλου, ο ίδιος ο αναιρεσείων αναγνωρίζει ότι δύσκολα μπορεί να διαπιστωθεί αν η ευθύνη για τη ζημία βαρύνει την Ευρωπόλ ή το οικείο κράτος μέλος και, για τον λόγο αυτό, ζητεί την εις ολόκληρον ευθύνη αμφοτέρων (βλ. πρώτο και πέμπτο λόγο αναιρέσεως).


47      Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, εάν αποδειχθεί ότι η Ευρωπόλ ουδέποτε είχε στη διάθεσή της τις επίμαχες επικοινωνίες σε αποκρυπτογραφημένη μορφή, τούτο θα συνιστούσε ισχυρή ένδειξη περί έλλειψης «μη αποκλειστικής» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και της προβαλλόμενης ζημίας, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό της ύπαρξης της ως άνω αιτιώδους συνάφειας και στο πλαίσιο της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ. Ωστόσο, πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για εκτίμηση πραγματικών περιστατικών στην οποία θα πρέπει να προβεί αρχικώς το Γενικό Δικαστήριο.


48      Σκέψεις 74 και 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


49      Ο αναιρεσείων δεν εξηγεί με ποιον τρόπο η εξαγωγή των δεδομένων από τα δύο επίμαχα κινητά τηλέφωνα πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα από τα πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 ούτε, άλλωστε, υποστηρίζει ότι αμφισβήτησε την προβαλλόμενη αυτή αλλοίωση ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη προσκόμισε απλώς φωτογραφία των πρακτικών της 23ης Οκτωβρίου 2018 δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι τα πρακτικά ήταν προχρονολογημένα ούτε, κατά μείζονα λόγο, για να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη καταλήγοντας σε τέτοιο συμπέρασμα, παραμόρφωσε το αποδεικτικό αυτό στοιχείο.


50      Βλ., επίσης, σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


51      Πράγματι, κατόπιν της ανταλλαγής των επίμαχων δεδομένων μεταξύ της Ευρωπόλ και των σλοβακικών αρχών, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι μόνον η Ευρωπόλ είχε στη διάθεσή της τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα και τις απομαγνητοφωνήσεις που περιείχαν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


52      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το συμπέρασμα αυτό, το οποίο αφορά μια γενική εκτίμηση του βάρους αποδείξεως της αιτιώδους συνάφειας όπως εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως, δεν επηρεάζει την εκτίμηση ως προς τη φύση της ευθύνης της Ευρωπόλ, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως. Πράγματι, εάν το Δικαστήριο καταλήξει, όπως προτείνω στα σημεία 24 έως 54 των παρουσών προτάσεων, στο συμπέρασμα ότι η Ευρωπόλ υπέχει εν προκειμένω αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη με το οικείο κράτος μέλος, τούτο συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, καίτοι εφάρμοσε εσφαλμένο επίπεδο αποδείξεως (απαιτώντας την απόδειξη «αποκλειστικής» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επεξεργασίας δεδομένων από την Ευρωπόλ και της προβαλλόμενης ζημίας), ορθώς έκρινε ότι το βάρος αποδείξεως για την αιτιώδη συνάφεια έφερε ο ενάγων.


53      Μολονότι ο αναιρεσείων δεν το διευκρινίζει, πιθανώς αναφέρεται στην απόφαση αριθ. 618/2005, η οποία μνημονεύεται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.


54      Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.


55      Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι το περιεχόμενο των επίμαχων πρακτικών είχε αλλοιωθεί, πράγμα που δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο (βλ. υποσημείωση 49 των παρουσών προτάσεων).


56      Πρβλ. διάταξη της 29ης Οκτωβρίου 2004, Ripa di Meana κατά Κοινοβουλίου (C‑360/02 P, EU:C:2004:690, σκέψη 36).


57      Πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852, σκέψη 69).


58      Βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ. σημεία 33 έως 53 των παρουσών προτάσεων.


60      Βλ. σημείο 11 των παρουσών προτάσεων.


61      Σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


62      Ειδικότερα, όπως διευκρίνισα στα σημεία 56 έως 58 των παρουσών προτάσεων, η ύπαρξη αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη «αποκλειστικής» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς ενός εκ των υπευθύνων και της προβαλλόμενης ζημίας σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (όπως την εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση), αλλά προϋποθέτει ότι τα διάφορα ζημιογόνα γεγονότα είναι ικανά να προκαλέσουν την προβαλλόμενη ζημία.


63      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.