Language of document : ECLI:EU:C:2023:677

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Συμβάσεις επιχορήγησης συναφθείσες στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης – Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις οποίες διαπιστώθηκε η παράβαση συμβατικών διατάξεων από τη δικαιούχο εταιρία – Αστική εταιρία ελληνικού δικαίου – Εταιρία τεθείσα σε εκκαθάριση – Αναγκαστική εκτέλεση, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες διατάχθηκε η είσπραξη των επιχορηγήσεων εις βάρος των εταίρων της δικαιούχου εταιρίας – Φερόμενοι ως αναληθείς ισχυρισμοί που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες – Κανόνας δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑124/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2022,

Ζωή Αποστολοπούλου, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα),

Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη, κάτοικος Αθηνών,

εκπροσωπούμενες από τον Δ. Γκούσκο, δικηγόρο,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Αδαμόπουλο και S. Romoli,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, προεδρεύοντα, I. Jarukaitis (εισηγητή) και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Ζωή Αποστολοπούλου και η Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Αποστολοπούλου και Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη κατά Επιτροπής (T‑721/18 και T‑81/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:933), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές τους με αίτημα την αποκατάσταση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν εξαιτίας των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της εις βάρος των αναιρεσειουσών αναγκαστικής εκτέλεσης των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, EU:T:2016:63), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών (στο εξής, από κοινού: ελληνικά δικαστήρια).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως εξής.

3        Η Ζωή Αποστολοπούλου (στο εξής: πρώτη αναιρεσείουσα) και η Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη, μητέρα της πρώτης αναιρεσείουσας, είναι οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης (στο εξής: εταιρία Ισότης), αστικής εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 741 του ελληνικού Αστικού Κώδικα, συσταθείσας στις 7 Ιανουαρίου 2004.

4        Ως αστική εταιρία των άρθρων 741 έως 743 του Αστικού Κώδικα νοείται η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία μπορεί όμως να αποκτήσει νομική προσωπικότητα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, κάθε εταίρος βαρύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 759 του Αστικού Κώδικα, κατά τον λόγο της εταιρικής μερίδας του, με τις υποχρεώσεις που έχουν γεννηθεί έναντι τρίτων από τη διαχείριση ή την αντιπροσώπευση της εταιρίας.

5        Κατά την ημερομηνία σύστασης της εταιρίας Ισότης, εφόσον επληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα, οι δανειστές αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα μπορούσαν να στραφούν κατά των εταίρων της για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους μόνο μετά τη λύση και την εκκαθάριση της εταιρίας, εφόσον το ενεργητικό της δεν επαρκούσε προς ικανοποίησή τους. Με τη θέση σε ισχύ στις 11 Απριλίου 2012 του νόμου 4072/2012 – Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος (ΦΕΚ Aʹ 86/11.4.2012) καθιερώθηκε η παράλληλη, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων της αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα για τα χρέη της εταιρίας.

6        Κατά το άρθρο 5 του καταστατικού της εταιρίας Ισότης, η πρώτη αναιρεσείουσα διαχειρίζεται μόνη το σύνολο των εταιρικών υποθέσεων, εκπροσωπεί την εταιρία ενώπιον κάθε αρχής και τη δεσμεύει με την υπογραφή της κάτω από την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα. Δυνάμει του άρθρου 8 του ως άνω καταστατικού, η εταιρία Ισότης, ως νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ευθύνεται μόνη η ίδια με την περιουσία της για τις δημιουργούμενες υποχρεώσεις και τις οφειλές της, οι δε εταίροι δεν ευθύνονται για χρέη ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας προς τρίτους, πέραν της εισφοράς τους.

7        Μέσω κοινοπραξίας στην οποία μετείχε και η ίδια, η εταιρία Ισότης συνήψε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά συμβάσεων με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων έργων. Για εννέα από τις συμβάσεις αυτές διενεργήθηκε οικονομικός έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά το χρονικό διάστημα από τις 8 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2010 (στο εξής: οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010). Η οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου, την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο ενέκρινε και διαβίβασε στην εταιρία Ισότης με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των παρατυπιών που είχαν εντοπιστεί, έπρεπε να αναζητηθούν όλα τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην εταιρία Ισότης κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών. Λόγω της σοβαρότητας των παρατυπιών, η έκθεση οικονομικού ελέγχου πρότεινε επίσης την καταγγελία όλων των υπό εκτέλεση συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της εταιρίας Ισότης και της Επιτροπής. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή προσδιόρισε το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος και ενημέρωσε την εταιρία Ισότης ότι οι υπηρεσίες της διατηρούσαν, περαιτέρω, τη δυνατότητα να υπολογίσουν το ποσό της οφειλόμενης στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως βάσει των γενικών όρων των συμβάσεων αυτών.

8        Δυνάμει συμφωνητικού της 28ης Δεκεμβρίου 2010, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2011, η εταιρία Ισότης τέθηκε σε εκκαθάριση. Κατόπιν τούτου, ο A, σύζυγος της πρώτης αναιρεσείουσας, ο οποίος μέχρι την ημερομηνία εκείνη ήταν υπεύθυνος ευρωπαϊκών προγραμμάτων της εταιρίας Ισότης, διορίστηκε εκκαθαριστής της εταιρίας.

9        Στις 31 Ιανουαρίου 2011 η εταιρία Ισότης άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό υπόθεσης T‑59/11, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, αφενός, ότι η ίδια δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ζητηθέντα κατόπιν του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου του 2010 ποσά και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να της καταβάλει την τελευταία δόση της επιχορηγήσεως που προβλεπόταν στο πλαίσιο ορισμένων εκ των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος.

10      Στις 29 Απριλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε εννέα χρεωστικά σημειώματα στα οποία αναγράφονταν το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος και με τα οποία τασσόταν στην εταιρία Ισότης προθεσμία 45 ημερών προς επιστροφή των οφειλόμενων ποσών. Στις 20 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε ακόμη έξι χρεωστικά σημειώματα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές, με τα οποία καθόριζε το συνολικό ποσό που όφειλε η εταιρία Ισότης ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σύμφωνα με τις εν λόγω συμβάσεις.

11      Περαιτέρω, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διενήργησε έρευνα σχετικά με πιθανή διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εκ μέρους της εταιρίας Ισότης, της πρώτης αναιρεσείουσας και του A. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, η OLAF κατάρτισε την έκθεση της 15ης Νοεμβρίου 2011 (στο εξής: έκθεση της OLAF) με την οποία διατύπωσε συστάσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων και την ενημέρωση των ελληνικών δικαστικών αρχών λόγω υπονοιών περί στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Επιτροπή διαβίβασε την έκθεση στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών.

12      Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα της εταιρίας Ισότης και δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής, υποχρεώνοντας την εταιρία να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 999 213,45 ευρώ, εντόκως από 15ης Ιουνίου 2011, το οποίο αντιστοιχεί στο προς επιστροφή ποσό των χρηματοδοτικών συνεισφορών τις οποίες είχε λάβει δυνάμει των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, καθώς και το ποσό των 70 471,47 ευρώ, εντόκως από 5ης Αυγούστου 2011, ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που οφειλόταν δυνάμει έξι εκ των συμβάσεων αυτών. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η εταιρία Ισότης κατά της αποφάσεως αυτής με διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, EU:C:2016:477).

13      Παράλληλα με τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, η Κοινότητα είχε συνάψει με 22 αντισυμβαλλομένους, στους οποίους περιλαμβανόταν η εταιρία Ισότης, μία άλλη σύμβαση, η οποία αποτελούσε μέρος προγράμματος-πλαισίου της Ένωσης. Μετά τον τερματισμό της συμμετοχής της εταιρίας Ισότης στο επίμαχο έργο την 1η Ιουλίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 χρεωστικό σημείωμα για την είσπραξη ποσού 47 197,93 ευρώ.

14      Στις 24 Οκτωβρίου 2013 η εταιρία Ισότης άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό υπόθεσης T‑562/13 και με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στην Επιτροπή το προαναφερθέν ποσό και ότι, εν πάση περιπτώσει, το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής ήταν εν μέρει αβάσιμο.

15      Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, EU:T:2016:63), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της εταιρίας Ισότης και την υποχρέωσε να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 33 376,81 ευρώ, πρoσαυξημένo με τόκoυς υπερημερίας από τις 29 Οκτωβρίου 2013.

16      Στις 23 Μαΐου 2016 ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκτιμώντας ότι δεν είχαν προκύψει ενδείξεις ενοχής εις βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας ή του A για τη διάπραξη του αδικήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, έθεσε την υπόθεση στο αρχείο ως προς αυτούς. Σε σχετική εισαγγελική αναφορά του (στο εξής: αναφορά του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών) διευκρίνιζε ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυπτε η επί της ουσίας εμπλοκή της πρώτης αναιρεσείουσας σε οποιαδήποτε ενέργεια του συζύγου της σχετιζόμενη με τη χρηματοδότηση των επίμαχων συμβάσεων, γεγονός που αποδεχόταν ρητώς και η OLAF στην έκθεσή της.

17      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 η Επιτροπή επέδωσε στις αναιρεσείουσες τα υπ’ αριθ. 692/2016 και 693/2016 εκτελεστά απόγραφα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέντα, αντιστοίχως, επί της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, EU:C:2016:477), και της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), με την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή του ποσού του 1 090 055,42 ευρώ. Την ίδια ημερομηνία η Επιτροπή επέδωσε στις αναιρεσείουσες το υπ’ αριθ. 553/2016 εκτελεστό απόγραφο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέν επί της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, EU:T:2016:63), με την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή του ποσού των 33 376,81 ευρώ.

18      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2017 οι αναιρεσείουσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και υπέβαλαν αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης. Την 1η Νοεμβρίου 2017 οι αναιρεσείουσες υπέβαλαν ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου αίτηση με την οποία ζήτησαν και πάλι την αναστολή εκτελέσεως, καθώς και την προστασία της προσωπικότητάς τους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής.

19      Στις 12 Δεκεμβρίου 2017, κατά τη δημόσια συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής καθώς και οι αναιρεσείουσες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους σχετικά με τις αιτήσεις αυτές. Εν συνεχεία, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2017 δύο σημειώματα, στις 17 Απριλίου 2018 τις προτάσεις τους επί της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και στις 20 Απριλίου 2018 προσθήκη-αντίκρουση.

20      Στις 4 Ιουλίου 2018 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού προηγουμένως απέρριψε τις αιτήσεις αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης και προστασίας της προσωπικότητας των αναιρεσειουσών, δέχθηκε μερικώς την ανακοπή τους, ακυρώνοντας τις επιταγές προς πληρωμή κάτωθι των εκτελεστών απογράφων υπ’ αριθ. 692/2016 και 693/2016 και απορρίπτοντας την ανακοπή κατά τα λοιπά.

21      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 οι αναιρεσείουσες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού στις 12 Δεκεμβρίου 2018 τις προτάσεις τους επί της εφέσεως και στις 18 Δεκεμβρίου 2018 προσθήκη-αντίκρουση.

22      Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2019, το Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την από 4 Ιουλίου 2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δέχθηκε την ανακοπή των αναιρεσειουσών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο δεν επέτρεπε να επιδιωχθεί κατά των αναιρεσειουσών η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων της Ένωσης, περί των οποίων έγινε λόγος στις σκέψεις 12 και 15 της παρούσας αποφάσεως, διότι αναγκαστική εκτέλεση μπορούσε να επισπευσθεί μόνον κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας Ισότης και τούτο παρά το γεγονός ότι οι αναιρεσείουσες ήταν οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Ισότης και το γεγονός ότι κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης η εταιρία αυτή τελούσε υπό εκκαθάριση. Με την ίδια απόφαση, το Εφετείο Αθηνών ακύρωσε τις επιταγές προς πληρωμή κάτωθι των εκτελεστών απογράφων περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2018, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑721/18, οι αναιρεσείουσες άσκησαν αγωγή με αίτημα, ιδίως, την ικανοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής καθώς και της Ένωσης της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν για τον λόγο ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και μία υπάλληλος της OLAF προσέβαλαν την υπόληψη και την αξιοπρέπειά τους κατά την εκδίκαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, EU:C:2016:477), καθώς και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, EU:T:2016:63).

24      Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες ζητούσαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες το συνολικό ποσό των 500 000 ευρώ για τις επιμέρους προσβολές τις οποίες προσδιόρισαν με το δικόγραφο των προτάσεών τους που κατέθεσαν πρωτοδίκως και οι οποίες απέρρεαν είτε από δικόγραφο κατατεθέν από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είτε από ισχυρισμούς της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιόν του.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2019, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑81/19, οι αναιρεσείουσες άσκησαν αγωγή με αίτημα, ιδίως, την ικανοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής καθώς και της Ένωσης της ηθικής βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν επειδή οι εκπρόσωποι της Επιτροπής προσέβαλαν την υπόληψη και την αξιοπρέπειά τους κατά την εκδίκαση της ασκηθείσας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών εφέσεως κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 4ης Ιουλίου 2018.

26      Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες ζητούσαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες συνολικό ποσό 1 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από διαφόρους, αναληθείς κατά τις αναιρεσείουσες, ισχυρισμούς τους οποίους διατύπωσε η Επιτροπή με τα δικόγραφα που κατέθεσε κατά την κατ’ έφεση δίκη, με τα δε αιτήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως προσδιόριζαν τους εν λόγω ισχυρισμούς και το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που ζητούσαν για καθέναν από αυτούς.

27      Με απόφαση της προέδρου του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2020, οι υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

28      Με έγγραφα της 29ης Απριλίου 2021, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν, αφενός, βάσει του άρθρου 18 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 16 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να μη μετάσχει η εισηγήτρια δικαστής στην εκδίκαση των υποθέσεων αυτών και, αφετέρου, να αναβληθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση εν αναμονή του διορισμού νέου εισηγητή δικαστή. Με απόφαση της 12ης Μαΐου 2021, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή, απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειουσών.

29      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αμφότερες τις αγωγές και καταδίκασε τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

30      Όσον αφορά το παραδεκτό των αγωγών, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, μεταξύ άλλων, με τις σκέψεις 62 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο απαραδέκτου με τον οποίο η αναιρεσίβλητη προέβαλλε αοριστία των εισαγωγικών δικογράφων όσον αφορά το αντικείμενο των διαφορών και την προσαπτόμενη σ’ αυτήν και φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά.

31      Επιπλέον, καθ’ ο μέρος η αναιρεσίβλητη υποστήριξε ότι οι πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές ήταν απαράδεκτες για τον λόγο ότι δεν προέκυπτε σαφώς κατά ποίων στρέφονταν, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, οι αναιρεσείουσες είχαν διευκρινίσει ότι δεν στρέφονταν μόνον κατά της Επιτροπής ως θεσμικού οργάνου, αλλά και κατά της Ένωσης, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή. Στις σκέψεις 76 έως 82 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθώς και εκείνες του άρθρου 47 ΣΕΕ. Ακολούθως, στη σκέψη 83 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές αυτές ως απαράδεκτες «κατά το μέρος που στρέφοντα[ν] κατά της Επιτροπής “ως οργάνου με αυτοτελή νομική προσωπικότητα”».

32      Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, εν συνόψει, με τις σκέψεις 112 έως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κακώς είχαν υποστηρίξει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ότι οι αναιρεσείουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, επισημαίνοντας ότι ορισμένοι από τους ισχυρισμούς των εκπροσώπων της Επιτροπής διαψεύδονταν, όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα, από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονταν στην έκθεση της OLAF καθώς και στην αναφορά του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, και ότι οι εν λόγω εκπρόσωποι είχαν προβάλει ορισμένους πραγματικούς ισχυρισμούς με τους οποίους αμφισβητούσαν κατά πόσον ήταν πραγματική η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, επιπλέον, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ενείχαν κατηγορία κατά των αναιρεσειουσών για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

33      Αφού προσδιόρισε κατά τα ανωτέρω την προσαπτόμενη συμπεριφορά, στην οποία οφειλόταν κατά τις αναιρεσείουσες η ζημία που διατείνονται ότι υπέστησαν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 132 έως 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί του ζητήματος της προβαλλόμενης παρανομίας υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες. Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατέστη δυνατόν να αποδείξουν ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 166 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές χωρίς να εξετάσει αν πληρούνταν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

34      Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται τόσο κατά της Επιτροπής όσο και κατά της Ένωσης και δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απέρριψε τις πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές ως απαράδεκτες κατά το μέρος που στρέφονταν κατά της Επιτροπής, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε, με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2023, ότι, παρά τον τυπικό προσδιορισμό του καθού διαδίκου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατ’ εφαρμογήν της διοικητικής πρακτικής του Γενικού Δικαστηρίου, μόνον η Ένωση νομιμοποιείται ως «αναιρεσίβλητη», αφ’ ης στιγμής, στις πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές και σύμφωνα με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ενήργησε πρωτοδίκως μόνον υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της Ένωσης.

35      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να δεχθεί το σύνολο των αιτημάτων τους στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 και να καταδικάσει «τις αναιρεσίβλητες» στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

36      Η Ένωση, πρωτοδίκως εναγομένη και νυν αναιρεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη και, σε κάθε περίπτωση, ως προδήλως αβάσιμη, καθώς και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

37      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν έξι λόγους, εκ των οποίων ο έκτος προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Η αναιρεσίβλητη αμφισβητεί, καταρχάς, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη στο σύνολό της. Αφενός, το αίτημα με το οποίο ζητείται να γίνουν δεκτές οι πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές είναι απαράδεκτο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τους πραγματικούς ισχυρισμούς όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας και αιτιώδους συνδέσμου, ενώ είναι το μόνο αρμόδιο προς τούτο. Αφετέρου, η αίτηση αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και αφορά, επιπλέον, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να εγείρεται ζήτημα αλλοίωσής τους.

39      Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη αναγνωρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσίβλητης περί απαραδέκτου του αιτήματος των αναιρεσειουσών με το οποίο ζητούν από το Δικαστήριο να γίνουν δεκτές οι πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές τους ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με τον ισχυρισμό ότι, αν το Δικαστήριο αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, θα πρέπει να διαπιστώσει ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και να αναπέμψει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, με την επιχειρηματολογία αυτή, η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται απλώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τους πραγματικούς ισχυρισμούς όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας και αιτιώδους συνδέσμου και ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στην εξέταση αυτή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε κρίση περί απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως.

41      Εξάλλου, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο, αν αυτή κριθεί βάσιμη, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής νέου αιτήματος. Επομένως, το αίτημα κατά του οποίου στρέφεται ο πρώτος λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η αναιρεσίβλητη διατυπώνεται, επιπλέον, κατά τρόπο σύμφωνο προς τη διάταξη αυτή.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

43      Δεύτερον, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τα επικρινόμενα σημεία της απόφασης ή της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής, C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Δεν πληροί ιδίως τις ανωτέρω απαιτήσεις και πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτος λόγος με τον οποίο προβάλλονται επιχειρήματα τα οποία δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας, μεταξύ άλλων διότι τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως συνεκτικό και κατανοητό από το κείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο είναι συναφώς διατυπωμένο κατά τρόπο ασαφή και διφορούμενο. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως στερούμενη συνεκτικής δομής, περιοριζόμενη σε γενικόλογες διαπιστώσεις, μη προσδιορίζουσες επακριβώς τα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία ενδεχομένως ενείχαν πλάνη περί το δίκαιο (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, WV κατά SEAE, C‑162/20 P, EU:C:2022:153, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Αφετέρου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει επίσης ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Αντιθέτως, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει τον έλεγχό του, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο τους έχει προσδώσει ορισμένο νομικό χαρακτηρισμό και έχει συναγάγει από αυτά ορισμένες έννομες συνέπειες. Η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα εάν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά νομικά κριτήρια κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, μολονότι ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως θα μπορούσαν να είχαν διατυπωθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η κατανόησή της, εντούτοις η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει σειρά νομικών επιχειρημάτων που αναφέρονται με ακρίβεια σε σαφώς προσδιοριζόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν αποσκοπεί αποκλειστικώς στην αμφισβήτηση των εκτιμήσεων περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο χωρίς να προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του.

48      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει εξ υπαρχής να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι, στο σύνολό της, δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 43 έως 45 της παρούσας αποφάσεως.

49      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η αναιρεσίβλητη πρέπει επίσης να απορριφθεί. Ωστόσο, τούτο δεν προδικάζει το παραδεκτό συγκεκριμένων ειδικότερων πτυχών των λόγων και των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς τους, το οποίο θα εκτιμηθεί, κατά περίπτωση, στο πλαίσιο της εξετάσεώς τους.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέθεσε μη νόμιμη, εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία καθόσον, με τη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε ως απαράδεκτη, κρίνοντάς την ατεκμηρίωτη, την επιχειρηματολογία τους περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Πρώτον, ακριβώς για τον λόγο ότι τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ήταν αναγκαία για την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί των αγωγών τους επισημαίνονταν κατά τρόπο πλήρη, εκτενή και σαφή στα εισαγωγικά δικόγραφα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα δικόγραφα αυτά δεν ήταν ασαφή, όπως υποστήριζε η αναιρεσίβλητη, αλλά παραδεκτά.

51      Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι στη σκέψη 124 της εν λόγω αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας συναφώς σε δημόσια έγγραφα της OLAF και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε πράγματι διατυπώσει, στα δικόγραφά της ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, ψευδείς ισχυρισμούς για τις αναιρεσείουσες. Επομένως, εσφαλμένως διαπίστωσε ότι δεν ήταν τεκμηριωμένος ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση δεχόμενο, στη σκέψη 125 της ίδιας αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αναληθείς, τούτο δε μολονότι από τα κατατεθέντα ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων δικόγραφα της Επιτροπής προέκυπτε ότι τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στην κατοχή της και ότι, ως εκ τούτου, τελούσε εν γνώσει αυτών.

52      Τρίτον, οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή είχε προβάλει ως προς αυτές ψευδείς ισχυρισμούς, επιχειρώντας την ανάκτηση χρηματικών ποσών που δεν είχαν επιδικασθεί σε βάρος τους, συνιστά εξόφθαλμη περίπτωση παραβίασης της αρχής της χρηστής διοικήσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, μη χρήζουσα άλλης περαιτέρω εξειδίκευσης, πέραν εκείνης που παραθέτουν οι αναιρεσείουσες στα δικόγραφά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να συναγάγει το συμπέρασμα που επιβαλλόταν από τις διαπιστώσεις του, ότι δηλαδή είχαν παραβιαστεί οι θεμελιώδεις κανόνες της χρηστής διοικήσεως.

53      Τέταρτον, αφού παρέθεσαν εκ νέου τα κρίσιμα χωρία των εισαγωγικών δικογράφων τους που περιέχονται κάτωθι του τίτλου «Προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των αναιρεσειουσών – Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης», οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, από τα χωρία αυτά προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διέλαβε αντιφατικές, εσφαλμένες και πλημμελείς αιτιολογίες και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να αναιρεθεί.

54      Η αναιρεσίβλητη απαντά ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι είναι ακριβές, αφενός, ότι στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στη συναφή νομολογία του, έκρινε ότι η επιχειρηματολογία με την οποία οι αναιρεσείουσες προέβαλαν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι απλή επίκληση αρχής του δικαίου της Ένωσης της οποίας προβάλλεται η παραβίαση, χωρίς να παρατίθενται τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Αφετέρου, με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία ολοκληρώνεται η ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 62 έως 71 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο απαραδέκτου με τον οποίο η αναιρεσίβλητη προέβαλε αοριστία των αγωγών όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες.

56      Εντούτοις, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, με τις σκέψεις 62 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απλώς απάντησε στα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης, όπως αυτά συνοψίζονται στις σκέψεις 59 και 60 της αποφάσεως αυτής, περιοριζόμενο στη διαπίστωση ότι οι δύο πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές δεν αποσκοπούσαν στην αμφισβήτηση του δεδικασμένου των αποφάσεων και των διατάξεων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ούτε στην αμφισβήτηση των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και προσδιόριζαν με σαφήνεια το αντικείμενό τους. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι φερόμενες ως ζημιογόνες ενέργειες είχαν εκτεθεί κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, όπως και οι λόγοι για τους οποίους οι αναιρεσείουσες θεωρούσαν ότι οι πράξεις αυτές συνιστούσαν παράνομη συμπεριφορά, και ότι οι αναιρεσείουσες είχαν διευκρινίσει σε επαρκή βαθμό τον τρόπο με τον οποίο είχαν υπολογίσει τα ποσά που ζητούσαν προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους. Επιπλέον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 72 της εν λόγω αποφάσεως, επί τη βάσει αυτών ακριβώς των διαπιστώσεων κατέληξε, στη σκέψη αυτή, στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο των εισαγωγικών δικογράφων δεν κατέστησε αδύνατη ή έστω υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας και ότι πληροί, κατά συνέπεια, την απαίτηση σαφήνειας που προκύπτει από το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του.

57      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι δεν εντοπίζεται στις σκέψεις 73 και 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως η προβαλλόμενη στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως αντίφαση, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 69 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούν μόνον το εν γένει παραδεκτό των πρωτοδίκως ασκηθεισών αγωγών, υπό το πρίσμα των αντίθετων επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσίβλητη, και, επομένως, δεν αποτελούν πρόκριμα για το παραδεκτό των επιμέρους λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη των αγωγών αυτών. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που παρατίθεται στην εν λόγω σκέψη 50 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

58      Δεύτερον, όσον αφορά το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την προσαπτόμενη στην υπόθεση T‑721/18 συμπεριφορά, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 112 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα που κατέθεσαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τα οποία, κατά τις αναιρεσείουσες, προκάλεσαν τη βλάβη της οποίας ζητούσαν αποκατάσταση στην υπόθεση αυτή και ότι, στις σκέψεις 121 έως 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέθεσε τα κρίσιμα χωρία της εκθέσεως της OLAF και της αναφοράς του Εισαγγελέα Αθηνών. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 124 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής περιγραφή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, του δήθεν ενεργού ρόλου των αναιρεσειουσών στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης αντέφασκε, όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα, προς τις διαπιστώσεις που περιέχονταν στις εκθέσεις αυτές.

59      Εντούτοις, στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη διαπίστωση αυτή δεν μπορούσε να συναχθεί ότι εν γνώσει της η Επιτροπή παρουσίασε αναληθώς τις αναιρεσείουσες, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ως πρόσωπα που είχαν διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με τα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν προσήψαν στις αναιρεσείουσες ότι είχαν προβεί σε απατηλές ενέργειες, αλλά ότι είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, στις παραβάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων της εν λόγω εταιρίας έναντι της Επιτροπής, εξαιτίας των οποίων το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την εταιρία Ισότης να επιστρέψει ορισμένες από τις προχρηματοδοτήσεις που είχε λάβει.

60      Επιπλέον, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο Εισαγγελέας Αθηνών εκτίμησε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο A, ο οποίος ήταν άμεσα επιφορτισμένος με τη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στα οποία συμμετείχε η εταιρία Ισότης, περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούσαν αντικείμενο των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, είχε διαπράξει απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

61      Στην ίδια ως άνω σκέψη 127, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από το σύνολο της αναλύσεως αυτής ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, απλώς και μόνον ο ισχυρισμός ότι οι αναιρεσείουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, περιλαμβανομένης της διαχείρισης των χρηματοδοτήσεων της Ένωσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εις βάρος τους κατηγορία για διάπραξη απάτης.

62      Όσον αφορά την υπόθεση T‑81/19, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 128 και 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 126 και 127 της αποφάσεως αυτής για την προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά στην υπόθεση T‑721/18 ίσχυαν, mutatis mutandis, και όσον αφορά την προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά στην υπόθεση T‑81/19, η οποία αφορούσε αποσπάσματα των δικογράφων που κατέθεσε το εν λόγω θεσμικό όργανο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, στα οποία επαναλαμβάνονταν οι ισχυρισμοί που είχαν προβληθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί ενεργού ρόλου των αναιρεσειουσών στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης. Επιπλέον, στη σκέψη 130 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, ανεξαρτήτως του αν ήταν βάσιμοι, οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, με τους οποίους αμφισβητούνταν κατά πόσον ήταν πραγματική η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ενείχαν, αυτοί καθεαυτούς, κατηγορία κατά των αναιρεσειουσών για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

63      Κατόπιν της αναλύσεως αυτής σχετικά με το σύνολο των φερόμενων ως ζημιογόνων πράξεων στις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 131 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, έπρεπε να εξακριβωθεί «αν το γεγονός ότι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κακώς υποστήριξαν ότι οι αναιρεσείουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και προέβαλαν ορισμένο αριθμό πραγματικών ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβητούσαν κατά πόσον ήταν πραγματική η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα συνιστ[ούσε] παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης».

64      Είναι ακριβές ότι από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να κρίνει βασίμως, όπως το έπραξε εντούτοις στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως ήταν απαράδεκτη, ως ατεκμηρίωτη. Πράγματι, από την ανάλυση, στις σκέψεις 112 έως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών, η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 109 και 110 της αποφάσεως αυτής, προέκυπτε ότι οι αναιρεσείουσες είχαν, κατ’ ουσίαν, εκθέσει τα στοιχεία επί των οποίων στήριζαν τον ισχυρισμό τους περί παραβιάσεως της αρχής αυτής.

65      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, χωρεί όμως υποκατάσταση αιτιολογίας (αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑465/09 P έως C‑470/09 P, EU:C:2011:372, σκέψη 171 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου, C‑134/19 P, EU:C:2020:793, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατέστη δυνατόν να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά την οποία προσήπταν στην Επιτροπή συνιστούσε, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της χρηστής διοικήσεως, κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και αν, ως εκ τούτου, στη σκέψη 166 της αποφάσεως αυτής, ορθώς κατέληξε συναφώς στο συμπέρασμα ότι τα αποζημιωτικά αιτήματα που είχαν υποβάλει με τις πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές τους ήταν αβάσιμα.

67      Αφενός, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 53 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑721/18, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι, τόσο με τα δικόγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Επιτροπή προέβαλε ισχυρισμούς εν γνώσει της αναληθείς, παρουσιάζοντάς τες ενώπιον των τρίτων ως πρόσωπα αναξιόχρεα και αναξιόπιστα, επιδιδόμενα σε δόλιες ενέργειες, και θίγοντας έτσι την υπόληψή τους.

68      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 55 και 110 της αποφάσεως αυτής, στην υπόθεση T‑81/19, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι, στα δικόγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η Επιτροπή υπαινίχθηκε ότι είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ότι ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία και ότι η εταιρία Ισότης αποτελούσε εικονικό νομικό πρόσωπο, το δε Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην εν λόγω σκέψη 110, ότι, στην υπόθεση εκείνη, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ότι η Επιτροπή είχε διατυπώσει, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, συνειδητά εσφαλμένους ισχυρισμούς, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν ήδη προβληθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αποσκοπώντας στο να παραπλανήσει το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο σχετικά με την εμπλοκή της πρώτης αναιρεσείουσας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων από την εταιρία Ισότης και σχετικά με την εικονικότητα της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας αυτής, προκειμένου να πειστεί το δικαστήριο αυτό να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου που δεν επέτρεπαν να θεωρηθεί ότι οι αναιρεσείουσες ενέχονταν προσωπικά για τα χρέη της εταιρίας. Ως εκ τούτου, διαπίστωσε ότι προσήπταν επίσης στο εν λόγω θεσμικό όργανο ότι τις είχε κατηγορήσει για διάπραξη απάτης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

69      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι σε μία εκάστη των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 το επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως στηριζόταν στην παραδοχή ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η Επιτροπή διατύπωσε εσκεμμένως, κατά την ένδικη διαδικασία, ψευδείς ισχυρισμούς και κατηγόρησε τις αναιρεσείουσες ότι είχαν διαπράξει απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

70      Εντούτοις, από την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 112 έως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται στις σκέψεις 58 έως 63 της παρούσας αποφάσεως και η οποία εξάλλου δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, προκύπτει ότι η παραδοχή αυτή ήταν εσφαλμένη, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε εσκεμμένως ψευδείς ισχυρισμούς ενώπιον των δικαστηρίων αυτών και ότι κανένα από τα στοιχεία που παρέθεσαν οι αναιρεσείουσες δεν εμπεριέχει κατηγορία εναντίον τους για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

71      Επομένως, ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, τον οποίο προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να οδηγήσει σε διαπίστωση περί κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου που δεν αμφισβητήθηκαν, ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

72      Κατά συνέπεια, δοθέντος ότι το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραμένει συναφώς ορθό για άλλον νομικό λόγο, το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

73      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας αυτής, περί αντιφάσεως την οποία ενέχει η σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, με τη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορούσε να συναχθεί ότι εν γνώσει της η Επιτροπή παρουσίασε αναληθώς τις αναιρεσείουσες, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως πρόσωπα που είχαν διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Επομένως, με την επιχειρηματολογία αυτή, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, στην πραγματικότητα, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή διατύπωσε εσκεμμένως ψευδείς ισχυρισμούς ενώπιον του εν λόγω ελληνικού δικαστηρίου. Επομένως, ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να επικαλούνται την παραμόρφωσή τους από το Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η εν λόγω επιχειρηματολογία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

74      Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που εκτίθεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Επιτροπή διατύπωσε εσκεμμένως ψευδείς ισχυρισμούς ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και ότι, συνακόλουθα, έκανε δεκτό ότι η συμπεριφορά που της προσήπταν οι αναιρεσείουσες συνιστούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Εντούτοις, από τα στοιχεία που εκτέθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι η παραδοχή αυτή δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

75      Τέταρτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που εκτίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 43 αυτής αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο που ενέχει η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναίρεσης αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία συνίσταται αποκλειστικά στην επανάληψη ορισμένων χωρίων των εισαγωγικών δικογράφων, προκειμένου το Δικαστήριο να τα επανεξετάσει.

77      Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως αβάσιμος και εν μέρει ως απαράδεκτος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, κατέλιπε αδίκαστα τα συγκεκριμένα και σαφή αιτήματά τους για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που προέβαλαν ενώπιόν του και, αφετέρου, αποφάνθηκε επί ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν, με αποτέλεσμα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να περιέχει πλημμελείς και εσφαλμένες αιτιολογίες. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, συναφώς, να εξετάσει συγκεκριμένα την αλήθεια καθενός από τους ισχυρισμούς και καθεμίας από τις επιμέρους αναφορές της Επιτροπής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και να αποφανθεί εάν τα όσα προέβαλε η Επιτροπή ήταν αληθή ή συνειδητώς ψευδή και προσβλητικά.

79      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να αποφανθεί μόνον επί των ισχυρισμών που αφορούσαν τον δήθεν ενεργό ρόλο των αναιρεσειουσών στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, χωρίς να εξετάσει την αλήθεια των λοιπών ισχυρισμών με τους οποίους η Επιτροπή έπληξε, κατά την άποψή τους, την τιμή και την υπόληψή τους. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 125 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες αποφάνθηκε απλώς ότι η Επιτροπή, με τα δικόγραφά της ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, δεν κατηγόρησε τις αναιρεσείουσες για διάπραξη απάτης, αφορούσαν λόγο μη προβληθέντα ενώπιόν του και, επομένως, «δεν συνιστ[ούν] νόμιμη αιτιολογία της πληττομένης απόφασης και δεν μπορ[ούν] να κατατείν[ουν] σε απόρριψη» των πρωτοδίκως ασκηθεισών αγωγών τους, ούτε να δικαιολογήσουν τη σιωπηρή απόρριψη όλων των ξεχωριστών και αυτοτελών αιτημάτων τους χρηματικής ικανοποίησης.

80      Φρονούν, συνεπώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέλιπε αδίκαστα τα αιτήματά τους, ιδίως στην υπόθεση T‑81/19. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε επιλεκτικά υπόψη μόνον τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Επιτροπή στα δικόγραφά της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τους οποίους ασκήθηκε η αγωγή στην υπόθεση T‑721/18, και αγνόησε τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει το θεσμικό όργανο στα δικόγραφά του ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, για τους οποίους ασκήθηκε η αγωγή στην υπόθεση T‑81/19, τούτο δε παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε ορθώς τους εν λόγω ισχυρισμούς στις σκέψεις 53 έως 55 της αποφάσεώς του και παρά το γεγονός ότι σε καθέναν από αυτούς στηριζόταν ειδικό αίτημα χρηματικής ικανοποίησης.

81      Αν το Γενικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη, ως όφειλε, τα αυτοτελή αυτά αιτήματα, θα είχε κατ’ ανάγκην καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής απέδωσαν ψευδώς στις αναιρεσείουσες ενέργειες που συνιστούν απάτη και ότι, επομένως, τις συκοφάντησαν με τα δικόγραφα αυτά.

82      Η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

83      Πρώτον, καθόσον, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, αποφάνθηκε ultra petita επί του κατά πόσον μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι τις είχε κατηγορήσει για διάπραξη απάτης και, αφετέρου, δεν αποφάνθηκε επί των αιτημάτων τους επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε καθεμία από τις προβαλλόμενες βλάβες των οποίων ζητείτο η ικανοποίηση στην υπόθεση T‑721/18, ήτοι τις προβαλλόμενες προσβολές της προσωπικότητας εκάστης των αναιρεσειουσών, και οι οποίες απέρρεαν από τα σημειώματα, τις προτάσεις και τις προσθήκες-αντικρούσεις ή τη μαρτυρική κατάθεση, όπως αυτά προσδιορίζονται ειδικώς στην προαναφερθείσα σκέψη και κατατέθηκαν από την Επιτροπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ή εξετάστηκαν από το δικαστήριο αυτό. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία που είχε προβληθεί ενώπιόν του σχετικά με την επίμαχη στην υπόθεση T‑721/18 και φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά, διαπίστωσε, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με το δικόγραφο της αγωγής τους στην υπόθεση εκείνη, οι αναιρεσείουσες υποστήριζαν ότι, στα δικόγραφα αυτά και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Επιτροπή προέβαλε ισχυρισμούς εν γνώσει της, κατά τις αναιρεσείουσες, αναληθείς, παρουσιάζοντάς τες ενώπιον των τρίτων ως πρόσωπα αναξιόχρεα και αναξιόπιστα, επιδιδόμενα σε δόλιες ενέργειες, και θίγοντας έτσι την υπόληψή τους.

84      Εξάλλου, στη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε επακριβώς τα χωρία των προτάσεων καθώς και της προσθήκης-αντίκρουσης που είχε καταθέσει η Επιτροπή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, καθένα από τα οποία στοιχειοθετούσε, κατά τις αναιρεσείουσες, συγκεκριμένη βλάβη για την οποία ζητείτο χρηματική ικανοποίηση στην υπόθεση T‑81/19 και συγχρόνως στοιχειοθετούσαν ως σύνολο, επίσης κατά τις αναιρεσείουσες, προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις αναιρεσείουσες. Συγκεκριμένα, κατά τις αναιρεσείουσες, σε καθένα από τα χωρία αυτά υπονοείτο ότι είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ότι ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία, η δε εταιρία Ισότης αποτελούσε –κατά τους υπαινιγμούς αυτούς– εικονικό νομικό πρόσωπο. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε επίσης στη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία που είχε προβληθεί ενώπιόν του σε σχέση με την επίμαχη στην υπόθεση T‑81/19 και φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά, διαπίστωσε, στη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι προσήπταν επίσης στην Επιτροπή ότι τις είχε κατηγορήσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για διάπραξη απάτης.

85      Οι αναιρεσείουσες, όμως, δεν ισχυρίζονται με την αίτηση αναιρέσεως ότι, κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εισαγωγικά δικόγραφα.

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εξέτασε, αντιστοίχως, στις σκέψεις 125 έως 127 και στις σκέψεις 128 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην υπόθεση T‑721/18, αν η Επιτροπή είχε εν γνώσει της παρουσιάσει αναληθώς τις αναιρεσείουσες ως πρόσωπα που είχαν διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, στην υπόθεση T‑81/19, αν το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε προβάλει εσφαλμένους ισχυρισμούς οι οποίοι ενείχαν κατηγορία κατά των αναιρεσειουσών για διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, δεδομένου ότι επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για τη συμπεριφορά που της προσαπτόταν στις εν λόγω πρωτοδίκως ασκηθείσες αγωγές.

87      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, επειδή εξέτασε στις σκέψεις 125 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αν η Επιτροπή είχε κατηγορήσει τις αναιρεσείουσες για διάπραξη απάτης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί λόγου που δεν είχε προβληθεί ενώπιόν του και ότι, ως εκ τούτου, εσφαλμένως αποφάνθηκε ultra petita.

88      Αφετέρου, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των στοιχείων που υπομνήσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 55 και 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως για τον λόγο ότι δεν αποφάνθηκε επί του συνόλου των αιτημάτων των αναιρεσειουσών, ιδίως επί των αιτημάτων στην υπόθεση T‑81/19 σχετικά με τα δικόγραφα που είχε καταθέσει η Επιτροπή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.

89      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική που ακολούθησε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Εντούτοις, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι και, συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 189, και της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 128 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο των οποίων υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, όσον αφορά τη συμπεριφορά που προσαπτόταν στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑81/19, ήτοι, αφενός, το γεγονός ότι η Επιτροπή προέβαλε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ορισμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ένα μέρος των οποίων είχε ήδη προβληθεί από το θεσμικό όργανο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα όσα είχε εκθέσει στις σκέψεις 126 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη συμπεριφορά που προσαπτόταν στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑721/18 ίσχυαν mutatis mutandis για τη συμπεριφορά που της προσαπτόταν στην πρώτη υπόθεση. Στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφετέρου, ότι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα τα οποία κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, με τους οποίους αμφισβητούνταν κατά πόσον ήταν αληθής η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα, δεν ενείχαν κατηγορία κατά των αναιρεσειουσών για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

91      Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ενέργειες που μνημονεύονται στις εν λόγω σκέψεις 128 έως 130 σαφώς περιλαμβάνουν το σύνολο των φερόμενων ως ζημιογόνων πράξεων για τις οποίες οι αναιρεσείουσες είχαν ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αγωγές αποζημιώσεως στην υπόθεση T‑81/19 και τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και συνόψισε στη σκέψη 110 αυτής. Ακολούθως, εφόσον στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε τη συμπεριφορά ως προς την οποία έπρεπε να εξακριβωθεί αν επρόκειτο για συμπεριφορά παράνομη, ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης ως «το γεγονός ότι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κακώς υποστήριξαν ότι οι αναιρεσείουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και προέβαλαν ορισμένο αριθμό πραγματικών ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβητούσαν κατά πόσον ήταν αληθής η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα», κατά λογική αναγκαιότητα έκρινε ότι όλες οι ενέργειες και αναφορές για τις οποίες παραπονούνταν οι αναιρεσείουσες στις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 εντάσσονταν στην ίδια και την αυτή συμπεριφορά.

92      Κατά συνέπεια, εφόσον, κατόπιν της αναλύσεως που εκτέθηκε στις σκέψεις 132 έως 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 165 της αποφάσεως αυτής, ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατέστη δυνατόν να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, αποφάνθηκε, κατά λογική αναγκαιότητα, επί του συνόλου των αιτημάτων που του είχαν υποβληθεί στις δύο αυτές υποθέσεις.

93      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

94      Δεύτερον, στο μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έκρινε ότι τα στοιχεία που του είχαν υποβληθεί συνιστούσαν δυσφήμηση, αρκεί η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 112 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει κατ’ ουσίαν η επιχειρηματολογία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε νομικά κριτήρια από τα οποία συνήγαγε έννομες συνέπειες, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, αλλά απλώς εξετίμησε αν, όπως υποστήριζαν οι αναιρεσείουσες ενώπιόν του, τα διάφορα στοιχεία που του είχαν υποβληθεί αποδείκνυαν ότι η Επιτροπή τις είχε κατηγορήσει για απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, προκειμένου να προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν η συμπεριφορά της οποίας η νομιμότητα έπρεπε να εξεταστεί.

95      Επομένως, με το δεύτερο αυτό σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

96      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, σε σχέση με το επιχείρημα που προέβαλαν στην υπόθεση T‑81/19 κατά το οποίο η Επιτροπή παραβίασε την «αρχή της δικονομικής εντιμότητας», αποφάνθηκε στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, αλλά παράβαση διατάξεων ελληνικού δικαίου. Οι αναιρεσείουσες όμως υποστήριξαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι, παραβιάζοντας το καθήκον αληθείας και το καθήκον ευθυδικίας των διαδίκων, τα οποία αποτελούν, κατ’ αυτές, αρχές του δικαίου κοινές στα κράτη μέλη, η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, ήτοι κανόνα δικαίου της Ένωσης. Αυτό άλλωστε επισήμανε, και ορθώς, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν τη «θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης» καθώς και τις κοινές στα κράτη μέλη νομικές αρχές που ρυθμίζουν το νομικό επάγγελμα. Επαναλαμβάνουν, συναφώς, τα κρίσιμα χωρία του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής τους στην υπόθεση αυτή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κατέλιπε αδίκαστη κατά το μέρος αυτό την υπό κρίση αγωγή τους στην υπόθεση T‑81/19.

98      Η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

99      Είναι ακριβές ότι στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε σε σχέση με το επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση T‑81/19, κατά το οποίο η Επιτροπή παραβίασε την «αρχή της δικονομικής εντιμότητας», ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν συναφώς παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, αλλά παράβαση διατάξεων του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος. Συναφώς, στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην υπόθεση T‑81/19, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής «αντέβαινε στο καθήκον αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων και στη θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης» και, στη σκέψη 142 της αποφάσεως αυτής, εξέθεσε λεπτομερώς τις προβαλλόμενες συναφώς παραβιάσεις του δικαίου, ήτοι τις παραβάσεις των κωδίκων περί των οποίων γίνεται ακολούθως λόγος στη σκέψη 157.

100    Πλην όμως, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ακόμη ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αναιρεσείουσες διευκρίνισαν, μεταξύ άλλων, ότι θεωρούσαν ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν προσβάλει το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και ότι δεν προέβαλλαν προσβολή του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη στις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, με τη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα τα οποία αντλούσαν οι αναιρεσείουσες, μεταξύ άλλων, από προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη έπρεπε να απορριφθούν ως αλυσιτελή καθόσον δεν μπορούσαν να παράσχουν έρεισμα στα αποζημιωτικά αιτήματά τους.

101    Μολονότι είναι αληθές ότι η εν λόγω σκέψη 148 παραπέμπει ρητώς στα επιχειρήματα που εκτίθενται στις σκέψεις 135 έως 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία συνοψίζουν τις προβαλλόμενες από τις αναιρεσείουσες στην υπόθεση T‑721/18 παρανομίες, εντούτοις από τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αναμφιβόλως ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι ο ισχυρισμός τους περί παραβιάσεως της «αρχής της δικονομικής εντιμότητας» δεν περιελάμβανε ισχυρισμό περί προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, ισχυρισμός ο οποίος, άλλωστε, ουδόλως εκτίθεται στις σκέψεις 141 και 142 της αποφάσεως αυτής, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

102    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο βασίμως έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, προβάλλοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής «αντέβαινε στο καθήκον αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων και στη θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης» και παραπέμποντας συναφώς στην προβαλλόμενη παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των διατάξεων του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και μιας αρχής που απορρέει από τον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν μόνον παραβίαση της «αρχής της δικονομικής εντιμότητας», όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου τις οποίες επικαλέστηκαν, τούτο δε μολονότι διευκρίνισαν, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αρχές αυτές περιλαμβάνονταν στον «Καταστατικό Χάρτη των Θεμελιωδών Αρχών του Ευρωπαϊκού Νομικού Επαγγέλματος».

103    Επομένως, δεν ευσταθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως κατέλιπε αδίκαστο, στην υπόθεση T‑81/19, ισχυρισμό περί προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, καθόσον οι αναιρεσείουσες δεν είχαν θέσει στην κρίση του τέτοιον ισχυρισμό.

104    Εξάλλου, στο μέτρο που, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποβάλλουν στο Δικαστήριο τα αποσπάσματα του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής τους στην υπόθεση T‑81/19, προκειμένου να αποδείξουν την προσβολή του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη, αρκεί η επισήμανση ότι δεν υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, συνοψίζοντας το περιεχόμενο της προσβολής αυτής στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία τους. Ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι αποβλέπει μόνο στην εκ μέρους του Δικαστηρίου επανεξέταση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης στην υπόθεση αυτή.

105    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

106    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις 158 έως 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα και μη νόμιμα το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, διαστρέβλωσε τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους και κατέλιπε εν μέρει αδίκαστες τις αγωγές που είχαν υποβληθεί ενώπιόν του κατά τα αληθή αγωγικά τους αιτήματα. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με τις εν λόγω σκέψεις ότι, επειδή, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος στην επικράτεια του οποίου διενεργείται, ο δε έλεγχος της νομιμότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στα οικεία εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν ότι η συμπεριφορά των εκπροσώπων της Επιτροπής είναι σύμφωνη με την αρχή της δικονομικής εντιμότητας. Εξ αυτού συνήγαγε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί συναφώς χωρίς να θίξει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων.

107    Κατά τις αναιρεσείουσες, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι αντικείμενο της διαφοράς που εκκρεμούσε ενώπιόν του ήταν η συμπεριφορά των εκπροσώπων της Επιτροπής, ενώ διάδικος στην ενώπιόν του διαδικασία και υπόχρεη προς αποζημίωση ήταν η αναιρεσίβλητη. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η παραβίαση του καθήκοντος αληθείας εκ μέρους της Επιτροπής και η παραβίαση του δικαιώματος των αναιρεσειουσών σε δίκαιη δίκη εμπίπτουν στον έλεγχο της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων, ο οποίος ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός δεν αφορά τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που είναι ικανές να γεννήσουν εξωσυμβατική ευθύνη τους. Τρίτον, όπως προκύπτει σαφώς από τα εισαγωγικά δικόγραφα των αγωγών, οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν στην πραγματικότητα την παραβίαση αρχών δικαίου κοινών στα κράτη μέλη, γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης και θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως εκτέθηκε με τους ήδη προβληθέντες λόγους.

108    Η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί είτε ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος είτε, εν πάση περιπτώσει, ως εν όλω αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

109    Όπως προκύπτει από την ανάλυση του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας, στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην υπόθεση T‑81/19, με το επιχείρημά τους ότι η Επιτροπή παραβίασε την «αρχή της δικονομικής εντιμότητας», οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, αλλά μόνον παραβίαση της αρχής αυτής, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος τις οποίες είχαν επικαλεστεί.

110    Πλην όμως, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην ανωτέρω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης είναι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εκείνη σύμφωνα με την οποία πρέπει να διαπιστώνεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 31, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 36).

111    Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή ο κανόνας δικαίου του οποίου προβαλλόταν παράβαση εν προκειμένω δεν αποτελούσε κανόνα δικαίου της Ένωσης, αρκούσε για την αιτιολόγηση της κρίσεώς του, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 165 της αυτής και κατά την οποία οι αναιρεσείουσες δεν κατέστη δυνατόν να αποδείξουν, ιδίως όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της «αρχής της δικονομικής εντιμότητας», ότι η συμπεριφορά την οποία προσήπταν στην Επιτροπή συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και, ως εκ τούτου, η διαπίστωση αυτή αρκούσε για την απόρριψη, με τη σκέψη 166 της εν λόγω αποφάσεως, των αποζημιωτικών αιτημάτων τους κατά το μέρος που στηρίζονταν στην προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής αυτής.

112    Επομένως, το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 158 έως 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει χαρακτήρα επάλληλης αιτιολογίας. Κατά πάγια νομολογία, όμως, οι λόγοι που στρέφονται κατά επάλληλης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν δύνανται αφ’ εαυτών να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2022, Klein κατά Επιτροπής, C‑430/20 P, EU:C:2022:377, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Κατά συνέπεια, στο μέτρο που ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά επάλληλης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

114    Εξάλλου, στο μέτρο που, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται εκ νέου ότι είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσβολή του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη, παραπέμποντας συναφώς στα εισαγωγικά δικόγραφα των αγωγών τους, η επιχειρηματολογία αυτή δεν διαφέρει από εκείνη που προβλήθηκε προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 99 έως 105 της παρούσας αποφάσεως.

115    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής, ως εν μέρει αβάσιμος και ως εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

116    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των σκέψεων 153 έως 155 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε με τις ανωτέρω σκέψεις ότι η επιχειρηματολογία τους περί προσβολής του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αν γινόταν δεκτή, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό του δικαιώματος της Επιτροπής να προβαίνει σε ενέργειες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που της επιδικάζει απαίτηση. Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε με την κρίση του αυτή σε συλλογιστικό ατόπημα συγχέοντας το δικαίωμα ενός προσώπου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού με την αποτρεπτέα εκ του νόμου χρήση και διάδοση ψευδών αναφορών, που ως αποτέλεσμα έχουν την αδιαμφισβήτητη προσβολή του προσώπου σε βάρος του οποίου καταφέρονται. Θεωρούν ότι είναι προφανές ότι υπέστησαν κατάφωρη προσβολή της προσωπικότητάς τους και της τιμής τους, λόγω των ψευδών ισχυρισμών που η Επιτροπή προέβαλε και συμπεριέλαβε επανειλημμένως στα δικόγραφά της ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων εις βάρος τους. Δεδομένου ότι η κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απόλυτη, δεν σταθμίζεται ούτε εξισορροπείται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα ή έννομα αγαθά.

117    Η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

118    Όπως προκύπτει από τη συνολική θεώρηση των σκέψεων 150 έως 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι σκέψεις 153 έως 155 της αποφάσεως αυτής περιλαμβάνονται στο μέρος του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών περί προσβολής του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

119    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 151 της αποφάσεως αυτής, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αναιρεσείουσες διευκρίνισαν ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, προσήπταν στην Επιτροπή ότι προσέβαλε την αξιοπρέπειά τους καθόσον υποστήριξε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών ότι είχαν διαπράξει απάτη εις βάρος της Επιτροπής και της Ένωσης.

120    Εντούτοις, στη σκέψη 152 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τις σκέψεις 126 και 127 της ίδιας αποφάσεως –οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από τη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, να συνδυασθούν με τις σκέψεις 128 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως– προκύπτει ότι ήταν εσφαλμένη η παραδοχή στην οποία στηρίζεται συναφώς η επιχειρηματολογία τους, ήτοι ότι η Επιτροπή τις παρουσίασε ως πρόσωπα που έχουν διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Από τη διαπίστωση αυτή, όμως, προέκυπτε κατά λογική αναγκαιότητα ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρηματολογία αυτή ήταν αβάσιμη και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να απορριφθεί για τον λόγο αυτό.

121    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι από την ανάλυση του πρώτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατέστη δυνατόν να αποδείξουν ότι η εν λόγω διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με το αβάσιμο της παραδοχής τους, ήταν εσφαλμένη. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παραθέτει το σκεπτικό του στις σκέψεις 153 έως 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρχίζοντας, στη σκέψη 153, με τη φράση «εν πάση περιπτώσει».

122    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως αφορά επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 112 της παρούσας αποφάσεως, ο λόγος αυτός πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

123    Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραπλανήθηκε από την, κατ’ αυτές, προκατειλημμένη και μονομερή παράθεση των ισχυρισμών τους στην έκθεση ακροατηρίου. Κατά τις αναιρεσείουσες, στην έκθεση αυτή υποβαθμίζονται οι παράνομες ενέργειες των εκπροσώπων της Επιτροπής και γίνεται επιλεκτική αναφορά «στο ιστορικό της υποθέσεως της εταιρείας [Ισότης]», η οποία ανατέθηκε στην ίδια εισηγήτρια δικαστή, με σκοπό τον προϊδεασμό του Γενικού Δικαστηρίου σε βάρος των αναιρεσειουσών, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν πραγματική ανάμειξη στην υπόθεση. Επισημαίνουν ότι, για τον λόγο αυτό, είχαν ζητήσει την εξαίρεση της συγκεκριμένης δικαστή από τη σύνθεση του Γενικού Δικαστηρίου, πλην όμως η αίτησή τους δεν έγινε δεκτή. Η μονομέρεια της εν λόγω εκθέσεως ακροατηρίου υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθιστώντας την εσφαλμένη.

124    Η αναιρεσίβλητη απαντά ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

125    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή μπορεί να εκληφθεί ως λόγος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τον οποίον προβάλλεται έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εγγυήσεις περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο, ιδίως δε εκείνες που καθορίζουν την έννοια του δικαστηρίου όπως και τη σύνθεσή του, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι κάθε δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αν, με την εκάστοτε σύνθεσή του, συνιστά τέτοιο δικαστήριο όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού σοβαρή αμφιβολία. Η εξέταση αυτή είναι αναγκαία για την εμπιστοσύνη την οποία οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Υπό την έννοια αυτή, ο συγκεκριμένος έλεγχος συνιστά ουσιώδη τύπο, η τήρηση του οποίου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Επομένως, λόγος αναιρέσεως συνιστάμενος στη μη νόμιμη σύνθεση του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να εξετάζεται σε κάθε στάδιο της δίκης (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη ως οψιγενώς προβαλλόμενη.

128    Η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν κανέναν αντικειμενικό λόγο ικανό να εγείρει σοβαρή αμφιβολία ως προς την τήρηση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της υποχρεώσεως αμεροληψίας την οποία υπέχουν τα μέλη του και για την οποία ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκε. Συναφώς, επισημαίνεται ειδικότερα ότι το γεγονός ότι, σε μια υπόθεση, τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή στο Γενικό Δικαστήριο ανατίθενται σε μέλος το οποίο άσκησε προηγουμένως τα καθήκοντα εισηγητή δικαστή σε προηγούμενη υπόθεση συνδεόμενη με την υπόθεση αυτή δεν αποδεικνύει, αυτό καθεαυτό, ότι το Γενικό Δικαστήριο, ορίζοντας τον εν λόγω εισηγητή δικαστή, δεν σεβάστηκε την αρχή της αμεροληψίας που δεσμεύει τα μέλη του, ούτε επιτρέπει, χωρίς τη συνδρομή κάποιου άλλου αντικειμενικού στοιχείου, να εγερθούν αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψεις 51 έως 56).

129    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και, κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

131    Δεδομένου ότι η αναιρεσίβλητη ζήτησε την καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Ζωή Αποστολοπούλου και την Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη στα δικαστικά έξοδα.

Ilešič

Jarukaitis

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Σεπτεμβρίου 2023.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

M. Ilešič


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.