ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Χρηματοδοτική συνδρομή – Έργα κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας – Καθορισμός του τελικού ποσού της χρηματοδοτικής συνδρομής – Έκθεση ελέγχου με την οποία διαπιστώνονται πλημμέλειες – Μη επιλέξιμες δαπάνες – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑387/16,

Terna Rete elettrica nazionale SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Police, L. Di Via, F. Degni, F. Covone και D. Carria, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις O. Beynet, L. Di Paolo, και τους A. Tokár και G. Gattinara,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των εγγράφων της Επιτροπής της 6ης Ιουλίου 2015, της 23ης Μαΐου και της 14ης Ιουνίου 2016, σχετικά με ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο δύο έργων στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας (Έργα 209-E255/09-ENER/09/TEN-E-S 12.564583 και 2007-E221/07/2007-TREN/07TEN-E-S 07.91403) κατόπιν της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορήγησε η Επιτροπή στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, I. Labucka και I. Ulloa Rubio (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Terna – Rete Elettrica Nazionale SpA, είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Ιταλία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης.

2        Η προσφεύγουσα είναι κάτοχος του 42,68 % των μετοχών της CESI SpA, εταιρίας που δραστηριοποιείται στον τομέα της δοκιμής και της πιστοποιήσεως ηλεκτρομηχανικών συσκευών και της παροχής συμβουλών σχετικά με τα ηλεκτρικά συστήματα.

3        Σύμφωνα με την απόφαση 1364/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για καθορισμό προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενέργειας και την κατάργηση της απόφασης 96/391/ΕΚ και της απόφασης 1229/2003/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 262, σ. 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε, στις 15 Ιουνίου 2007, πρόσκληση υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασίας C(2007) 3945, της 14ης Αυγούστου 2007, σχετικά με τις επιχορηγήσεις στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας.

4        Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 680/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, για καθορισμό των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής οικονομικής συνδρομής στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών και ενέργειας (ΕΕ 2007, L 162, σ. 1), έπειτα από κάθε πρόσκληση υποβολής προτάσεων βάσει των πολυετών ή ετήσιων προγραμμάτων εργασίας που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή αποφασίζει το ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγείται στα έργα ή στα τμήματα έργων που επιλέχθηκαν και προσδιορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες υλοποίησής τους.

5        Με την απόφαση C(2008) 7941, της 2ας Δεκεμβρίου 2008 (στο εξής: απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2008), η Επιτροπή επέλεξε, μεταξύ των προγραμμάτων που είναι επιλέξιμα για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής, το έργο κοινού ενδιαφέροντος «Μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας συνεχούς ρεύματος μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας μέσω των οδικών υποδομών» (στο εξής: έργο E 221). Με την απόφαση αυτή, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα χρηματοδοτική συνδρομή 1 542 600 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο.

6        Με την απόφαση C(2010) 3360, της 21ης Μαΐου 2010 (στο εξής: απόφαση της 21ης Μαΐου 2010), η Επιτροπή επέλεξε, μεταξύ των προγραμμάτων που είναι επιλέξιμα για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής, το πρόγραμμα κοινού ενδιαφέροντος «Μελέτη σκοπιμότητας για μια νέα διασυνοριακή διασύνδεση ηλεκτρικής ενέργειας στον Νότο, Ιταλία – Γαλλία, μέσω των οδικών υποδομών» (στο εξής: έργο E 255). Με την απόφαση αυτή, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα χρηματοδοτική συνδρομή 500 000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο.

7        Για την εκτέλεση των έργων Ε 221 και Ε 255 προέκυψε η ανάγκη για υπηρεσίες που αφορούσαν δραστηριότητες τις οποίες δεν μπορούσε να εκτελέσει η προσφεύγουσα με δικά της μέσα. Η προσφεύγουσα ανέθεσε ως εκ τούτου στη CESI την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των έργων Ε 221 και Ε 255, η προσφεύγουσα ανέθεσε, απευθείας στη CESI βάσει διαδικασίας με διαπραγμάτευση, την υλοποίηση επτά εργασιών, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών έρευνας, ανάπτυξης και εξειδικευμένης υποστήριξης, οι οποίες εντάσσονταν στις συμφωνίες-πλαίσια 3000029140, 3000034279 και 6000001506 που συνήφθησαν με τη CESI κατά παρέκκλιση από τους κανόνες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, λόγω της ύπαρξης τεχνικών λόγων, στις 17 Απριλίου 2009, στις 27 Μαΐου 2010 και στις 8 Απριλίου 2011, αντιστοίχως (στο εξής: επίμαχες εργασίες).

8        Με την ολοκλήρωση των έργων E 221 και E 255, η Επιτροπή, με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2012, ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι μια εταιρία εξωτερικού οικονομικού ελέγχου (στο εξής: ελεγκτική εταιρία) επρόκειτο να προβεί στον οικονομικό έλεγχο των δαπανών που δήλωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των έργων αυτών. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου επρόκειτο να εκτιμηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες προκειμένου να προσαρμοστούν οι δαπάνες που ζήτησε η προσφεύγουσα και ότι, αν οι εν λόγω προσαρμογές ήταν ευνοϊκές για την Επιτροπή, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές πληρωμές ή να οδηγήσουν στην έκδοση ενταλμάτων είσπραξης μέχρι του ποσού που καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

9        Με έγγραφο της 13ης Ιουνίου 2013, η ελεγκτική εταιρία διαβίβασε το σχέδιο έκθεσης ελέγχου στην προσφεύγουσα. Με το σχέδιο έκθεσης ελέγχου η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την υλοποίηση των έργων Ε 221 και Ε 255 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις εξωτερικές δαπάνες για τις επίμαχες εργασίες, με το σχέδιο οικονομικού ελέγχου διαπιστώθηκε ότι αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, η ανάθεση συμβάσεων σε εταιρίες του ίδιου ομίλου επιτρεπόταν μόνο μετά την αφαίρεση, από τις δαπάνες που έγιναν, του κέρδους που αποκόμισε η επιχείρηση που εκτέλεσε τη σύμβαση. Η CESI είχε παράσχει τις υπηρεσίες στην προσφεύγουσα με όρους της αγοράς, εξασφαλίζοντας έτσι ένα περιθώριο κέρδους. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να δηλώσει αν συμφωνεί ή να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις της.

10      Η προσφεύγουσα διατύπωσε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2013. Συναφώς, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι δεν είχε κανενός είδους έλεγχο επί της CESI και ότι οι εν λόγω εργασίες ανατέθηκαν στην εταιρία αυτή κατά πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές που επιβάλλει η ευρωπαϊκή και η εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι οι εργασίες ανατέθηκαν στη CESI χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού βάσει των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ, εʹ και θʹ, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1), δηλαδή επειδή υπήρχαν τεχνικοί λόγοι εξαιτίας των οποίων η σύμβαση μπορούσε να εκτελεστεί από έναν μόνο συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, δεδομένου ότι οι τεχνικές δυσκολίες λόγω της ενδεχόμενης αποκτήσεως νέων προμηθειών θα συνεπάγονταν υπερβολική και δυσανάλογη αύξηση του κόστους, και επειδή υπήρχε συμφωνία-πλαίσιο με τη CESI.

11      Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2014, η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα την οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου (στο εξής: έκθεση ελέγχου) που κατάρτισε η ελεγκτική εταιρία. Η έκθεση ελέγχου επαναλάμβανε σχεδόν όλα τα αρχικά συμπεράσματα του σχεδίου εκθέσεως ελέγχου, δεχόταν ορισμένες από τις δαπάνες που ζήτησε η προσφεύγουσα και διατύπωνε εκτιμήσεις υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή της επιστολής, ελλείψει των οποίων η Επιτροπή θα εξέδιδε δύο χρεωστικά σημειώματα για την ανάκτηση ποσού 414 101,72 ευρώ για το έργο Ε 221 και 80 769,67 ευρώ για το έργο E 255.

12      Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα απάντησε στο έγγραφο της Επιτροπής, παρέχοντας νέες εξηγήσεις. Η προσφεύγουσα, ενώ αναγνώρισε ότι έγινε δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των προηγούμενων παρατηρήσεών της, αμφισβήτησε τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η έκθεση ελέγχου σχετικά με τις εξωτερικές άμεσες δαπάνες των εν λόγω εργασιών. Η προσφεύγουσα επέμεινε στο γεγονός ότι δεν ασκούσε κανενός είδους έλεγχο επί της CESI, η οποία ήταν απλώς μια εταιρία με την οποία συνδεόταν μεν, αλλά επί της οποίας δεν ασκούσε καμία διευθυντική ή συντονιστική εξουσία, σύμφωνα με το άρθρο 2497 του ιταλικού αστικού κώδικα. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα εξήγησε τους λόγους που την οδήγησαν να χρησιμοποιήσει, για την ανάθεση της εκτελέσεως των εν λόγω εργασιών στη CESI, διαδικασία χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, βάσει των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ, εʹ και θʹ, της οδηγίας 2004/17.

13      Κατόπιν της απαντήσεως της προσφεύγουσας με το έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή διέταξε τη διεξαγωγή συμπληρωματικής έρευνας. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της παράσχει συμπληρωματικές εξηγήσεις επί των διαδικασιών που οδήγησαν στην ανάθεση στη CESI, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, των συμφωνιών-πλαισίων 3000034279 και 6000001506. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ζήτησε εξηγήσεις όσον αφορά την επίκληση του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17 για να δικαιολογηθεί η ιδιότητα της CESI ως μοναδικού συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, λόγω της τεχνικής ιδιαιτερότητας της συμβάσεως. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/17 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν σύμβαση παροχής υπηρεσιών και όχι προμηθειών.

14      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 23ης Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα απάντησε στα αιτήματα της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα επέμεινε στο γεγονός ότι δεν ασκούσε καμία ελεγκτική, διευθυντική ή συντονιστική εξουσία επί της CESI και προέβαλε ότι, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2013, είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή το νομικό πλαίσιο που της παρείχε τη δυνατότητα απευθείας αναθέσεως στη CESI της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, δηλαδή το άρθρο 40 της οδηγίας 2004/17, το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, επέτρεπε τη χρήση διαδικασίας χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού. Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι η CESI, λόγω της χρήσεως ειδικών εργαλείων ή λογισμικών που ανέπτυξε από κοινού με την ίδια, ήταν ο μόνος οικονομικός φορέας που μπορούσε να παράσχει τις υπηρεσίες που αφορούσαν τις εν λόγω εργασίες, δεδομένου ότι, αν απευθυνόταν σε άλλους οικονομικούς φορείς, τούτο θα συνεπαγόταν πρόσθετες δαπάνες, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκτελέσεως και κίνδυνο απώλειας πληροφοριών κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών αυτών.

15      Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2015, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής έρευνας και διαπιστώνοντας ότι η CESI δεν ήταν εταιρία ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα, αλλά εταιρία συνδεδεμένη με αυτήν, επί της οποίας η προσφεύγουσα δεν ασκούσε καμία μορφή διευθύνσεως ή συντονισμού, μετέβαλε άποψη και πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι οι δαπάνες για τις εν λόγω εργασίες που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες, όχι λόγω της μη συμμορφώσεως με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων σε εταιρίες του ίδιου ομίλου, αλλά λόγω της μη συμμορφώσεως με τους κανόνες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να αναθέσει απευθείας στη CESI την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2004/17, μόνον εάν οι συμφωνίες-πλαίσια που αφορούσαν τις εν λόγω εργασίες είχαν συναφθεί σύμφωνα με την οδηγία αυτή. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, εφόσον δεν απέδειξε ότι η CESI, λόγω των ιδιαίτερων τεχνικών ικανοτήτων που ήταν απαραίτητες ειδικά για τις εντασσόμενες στις συμφωνίες-πλαίσια υπηρεσίες που ανατέθηκαν σ’ αυτήν, ήταν η μοναδική εταιρία στην οποία η προσφεύγουσα μπορούσε να αναθέσει τις εν λόγω συμφωνίες-πλαίσια. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/17 δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον αφορούσε αποκλειστικά τις συμβάσεις προμηθειών. Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι, εντός ενός μηνός, θα εξέδιδε δύο χρεωστικά σημειώματα, το ένα ποσού 414 101,72 ευρώ, για το έργο Ε 221, και το άλλο ποσού 80 769,67 ευρώ, για το έργο Ε 255.

16      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εγγράφου της 6ης Ιουλίου 2015. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως T‑544/15.

17      Με έγγραφο της 23ης Μαΐου 2016, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ενέργεια» της Επιτροπής, συνεχίζοντας τη διαδικασία ανακτήσεως των ποσών που της οφείλονταν, πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι εξέτασε εκ νέου τα επιχειρήματά της σε συνεργασία με μέλη του αρμόδιου προσωπικού άλλων γενικών διευθύνσεων. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα που είχε διατυπώσει στο έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2015 και ανακοίνωσε ότι, εντός ενός μηνός, θα εξέδιδε δύο χρεωστικά σημειώματα, για την ανάκτηση ποσού 414 101,72 ευρώ, για το έργο Ε 221, και ποσού 80 769,67 ευρώ, για το έργο Ε 255.

18      Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα δύο χρεωστικά σημειώματα ποσού 414 101,72 ευρώ, για το έργο E 221, και ποσού 80 769,67 ευρώ, για το έργο E 255.

19      Με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Terna κατά Επιτροπής (T‑544/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:513), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε στην εν λόγω υπόθεση ως προδήλως απαράδεκτη.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 16 Νοεμβρίου 2016.

23      Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2017 του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αποφασίστηκε να συνεξετασθεί η ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

24      Βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ελλείψει αιτήσεως για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβληθείσας από τους διαδίκους εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την επίδοση σε αυτούς του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, αποφάσισε, ελλείψει τέτοιας αιτήσεως, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα έγγραφα της 6ης Ιουλίου 2015, της 23ης Μαΐου και της 14ης Ιουνίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενες πράξεις)·

–        να συνεκδικάσει την παρούσα υπόθεση με την υπόθεση T‑544/15, κατά το άρθρο 68, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

27      Η αίτηση συνεκδικάσεως της παρούσας υποθέσεως με την υπόθεση T‑544/15 κατέστη άνευ αντικειμένου και, επομένως, δεν συντρέχει πλέον λόγος να εξετασθεί το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι, με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Terna κατά Επιτροπής (T‑544/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:513), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση εκείνη ως προδήλως απαράδεκτη.

 Σκεπτικό

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου

28      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής με το αιτιολογικό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή προβάλλει, συναφώς, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν συνιστούν πράξεις με τις οποίες καθορίζεται οριστικώς η θέση της ούτε οριστικές πράξεις, αλλά πρόκειται για πράξεις που προετοιμάζουν ενδεχόμενη διαδικασία ανακτήσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως θα μπορούσε να αποτελέσει μόνον ενδεχόμενη απόφαση εκδοθείσα μετά την έκδοση του χρεωστικού σημειώματος.

29      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής και προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι οριστικές πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όπως η επιστροφή ποσών, ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση. Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη την υπό επιφύλαξη καταβολή στην οποία προέβη η προσφεύγουσα, στις 12 Αυγούστου 2016, των ποσών που ζήτησε η Επιτροπή, προκειμένου να μην αρχίσουν να τρέχουν οι τόκοι υπερημερίας, και ότι, ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν πρόκειται να εκδώσει μεταγενέστερη απόφαση, η οποία, κατά την Επιτροπή, είναι η μόνη δεκτική προσβολής πράξη. Ακολούθως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η μόνη δεκτική προσβολής πράξη είναι εκείνη που θα εκδώσει η Επιτροπή μετά την παρέλευση της προθεσμίας πληρωμής του χρεωστικού σημειώματος, δηλαδή μετά την επέλευση της υπερημερίας, και ότι τούτο θα ήταν αντίθετο προς τις πλέον θεμελιώδεις αρχές δικαίου. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής ως απαράδεκτης, το Γενικό Δικαστήριο της στερεί το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

30      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9· της 5ης Οκτωβρίου 1999, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑308/95, EU:C:1999:477, σκέψη 26, και της 29ης Ιανουαρίου 2002, Van Parys και Pacific Fruit Company κατά Επιτροπής, T‑160/98, EU:T:2002:18, σκέψη 60).

31      Ειδικότερα, όταν πρόκειται για πράξεις των οποίων η κατάρτιση συντελείται σε διάφορα στάδια, ιδίως κατά το πέρας μιας εσωτερικής διαδικασίας, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, πράξεις δεκτικές προσβολής συνιστούν μόνον τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑314/04 και T‑414/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:399, σκέψη 38).

32      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 680/2007, μετά από κάθε πρόσκληση υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής, η Επιτροπή αποφασίζει το ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγείται στα επιλεχθέντα έργα ή τμήματα έργων και διευκρινίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες υλοποίησής τους.

33      Επομένως, οι προσβαλλόμενες πράξεις εντάσσονται στο πλαίσιο των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010, οι οποίες συνδέουν την Επιτροπή και την προσφεύγουσα. Οι αποφάσεις αυτές της Επιτροπής προϋποθέτουν την αποδοχή των προτάσεων που υποβλήθηκαν, δηλαδή σύμπτωση βουλήσεως μεταξύ των προτεινόντων, αφενός, και της Επιτροπής, αφετέρου, χωρίς ωστόσο ο κανονισμός 680/2007 να προβλέπει ότι η εν λόγω σύμπτωση βουλήσεως πρέπει να λαμβάνει τη μορφή συμβάσεως.

34      Στο πλαίσιο αυτό, τα έγγραφα της Επιτροπής της 23ης Μαΐου και της 14ης Ιουνίου 2016 με τα οποία διατυπώθηκαν, κατά τρόπο οριστικό, οι αξιώσεις της κατά του αποδέκτη της ενίσχυσης, βάσει της αποφάσεως χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δεκτικές προσφυγής καθόσον καθορίζουν τα ποσά τα οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να ανακτηθούν από τον δικαιούχο της συνδρομής και τα οποία αυτός επιστρέφει, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως προσφυγής, συμμορφούμενος έτσι προς τη βούληση της Επιτροπής.

35      Εξάλλου, δεδομένου ότι η επιστροφή πραγματοποιήθηκε, η Επιτροπή δεν θα εκδώσει τυχόν απόφαση μεταγενέστερη της εκδόσεως του χρεωστικού σημειώματος. Επομένως, αν η προσφεύγουσα στερηθεί τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τα επιστραφέντα ποσά, μπορεί ενδεχομένως να θιγεί το δικαίωμά της αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής. Συνεπώς, αντίκειται στο δικαίωμα για χρηστή διοίκηση να παροτρύνεται η προσφεύγουσα να μην καταβάλει τα οφειλόμενα βάσει του χρεωστικού σημειώματος ποσά ώστε ενδεχόμενη απόφαση, μεταγενέστερη της εκδόσεως του χρεωστικού σημειώματος, να είναι δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

36      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά το έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2016, το οποίο αποτελεί διαβιβαστικό έγγραφο των χρεωστικών σημειωμάτων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 18 ανωτέρω, και όσον αφορά το έγγραφο της 23ης Μαΐου 2016, με το οποίο η ΓΔ «Ενέργεια» της Επιτροπής καθόρισε την οριστική θέση του εν λόγω θεσμικού οργάνου σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, αφού προηγουμένως εξέτασε για τελευταία φορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συμβουλευόμενη το αρμόδιο προσωπικό άλλων Γενικών Διευθύνσεων. Αντιθέτως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά του εγγράφου της 6ης Ιουλίου 2015, το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής που απορρίφθηκε με τη διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Terna κατά Επιτροπής (T‑544/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:513) (βλ. σκέψεις 16 και 19 ανωτέρω), η οποία κατέστη αμετάκλητη.

 Επί της ουσίας

37      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράλειψη διεξαγωγής έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, από εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 14 και 37 της οδηγίας 2004/17 και από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου III.3.7, παράγραφοι 1, 4 και 6, του παραρτήματος ΙΙΙ των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010· ο δεύτερος, από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17· ο τρίτος, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ο τέταρτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

38      Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα προέβαλε κατ’ επανάληψη με το δικόγραφο της προσφυγής της ότι οι επίμαχες εργασίες έπρεπε να εξετασθούν ανεξάρτητα από τις συμφωνίες-πλαίσια οι οποίες συνήφθησαν με τη CESI το διάστημα μεταξύ 2009 και 2011 και στις οποίες εντάσσονται. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το εν λόγω ουσιαστικό σφάλμα επηρέασε τη μεταγενέστερη ανάλυση της Επιτροπής, στον βαθμό που εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως, οι οποίες ασκούν ασφαλώς επιρροή όσον αφορά τη σύναψη των συμφωνιών-πλαισίων, δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τις επίμαχες εργασίες, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να μην κριθούν επιλέξιμες οι σχετικές με τις εργασίες αυτές δαπάνες.

39      Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα αντιφάσκει, συναφώς, στο δικόγραφο της προσφυγής της. Μολονότι κατ’ επανάληψη αμφισβητεί τον σύνδεσμο μεταξύ εργασιών και συμφωνιών-πλαισίων, σε άλλα σημεία ισχυρίζεται ότι οι εργασίες αυτές συνδέονται με τις συμφωνίες-πλαίσια και εντάσσονται σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής, οριοθετεί η ίδια τη σχέση αυτή, προβάλλοντας ότι οι επίμαχες εργασίες πρέπει να αξιολογηθούν στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ αυτής και της CESI, οι οποίες διέπονται από τις συμφωνίες-πλαίσια που συνήφθησαν το διάστημα μεταξύ 2009 και 2011. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, προβάλλει ότι η νομιμότητα της απευθείας αναθέσεως της εκτελέσεως των εν λόγω εργασιών προκύπτει ακριβώς από τη μη αμφισβήτηση από την Επιτροπή της αναθέσεως χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού της συμφωνίας-πλαισίου 3000034279 στην οποία εντάσσονται οι εργασίες αυτές. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης με το δικόγραφο της προσφυγής ότι οι συμφωνίες-πλαίσια είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τα έργα Ε 221 και Ε 255 και ότι, επομένως, η Επιτροπή έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση μόνον της απευθείας αναθέσεως στη CESI της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών ανεξαρτήτως των συμφωνιών-πλαισίων. Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή, αφενός, ότι επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στη νομιμότητα των συμφωνιών-πλαισίων και, αφετέρου, ότι συνήγαγε τη νομιμότητα κάθε απευθείας αναθέσεως της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών ακριβώς από την προηγούμενη νομιμότητα των συμφωνιών-πλαισίων.

40      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι ως συμφωνία-πλαίσιο, σύμφωνα με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/17, νοείται η συμφωνία βάσει της οποίας ο αναθέτων φορέας καθορίζει, με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς, τους όρους που διέπουν τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδίως όσον αφορά τις τιμές και, κατά περίπτωση, τις προβλεπόμενες ποσότητες. Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ότι οι συμβάσεις βάσει συμφωνιών-πλαισίων ανατίθενται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο και ότι όλες οι συμβάσεις που συνάπτονται καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου είναι εγγενώς συνδεδεμένες με τη συμφωνία-πλαίσιο, η οποία θα καθορίσει τις τιμές, τις ποσότητες και τους όρους.

41      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/17, οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να καταστρατηγούν την εφαρμογή της οδηγίας αυτής κατατέμνοντας τα σχέδια έργων ή τα σχέδια αγοράς που αφορούν ορισμένη ποσότητα.

42      Επομένως, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2004/17 και λόγω της στενής σχέσης μεταξύ των συμφωνιών-πλαισίων και των επίμαχων εργασιών, οι οποίες ανατέθηκαν απευθείας στη CESI βάσει των εν λόγω συμφωνιών-πλαισίων, η εκτίμηση της νομιμότητας της αναθέσεως της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών, ανεξαρτήτως της αναθέσεως των συμφωνιών-πλαισίων με τις οποίες οι εν λόγω εργασίες είναι αναπόφευκτα και άρρηκτα συνδεδεμένες, είναι σαφώς αντίθετη προς την οδηγία αυτή.

43      Συνεπώς, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε τη νομιμότητα της απευθείας αναθέσεως της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών στη CESI σε στενό συσχετισμό με την ανάθεση των συμβάσεων-πλαισίων, στις οποίες αυτές εντάσσονται.

44      Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής πρέπει να εξεταστούν ακριβώς υπό το πρίσμα των εισαγωγικών αυτών εκτιμήσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράλειψη διεξαγωγής έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 14 και 37 της οδηγίας 2004/17 και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου III.3.7, παράγραφοι 1, 4 και 6, του παραρτήματος ΙΙΙ των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010

45      Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράλειψη διεξαγωγής έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, το δεύτερο από εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 14 και 37 της οδηγίας 2004/17 και το τρίτο από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου III.3.7, παράγραφοι 1, 4 και 6, του παραρτήματος ΙΙΙ των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010, λόγω υπερβολικά τυπολατρικής εφαρμογής της οδηγίας 2004/17.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράλειψη διεξαγωγής έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων

46      Η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν λόγω παράλειψης διεξαγωγής έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας, διότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων και σε εσφαλμένη οριοθέτηση της σχέσης μεταξύ των επίμαχων εργασιών και των συμφωνιών-πλαισίων.

47      Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι επικαλούνταν πάντοτε εναλλακτικώς και όχι σωρευτικώς την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, αποκλειστικά για τις επίμαχες εργασίες, και την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο θʹ, της εν λόγω οδηγίας, για τις συμφωνίες-πλαίσια. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει εάν υφίστατο τεχνικός λόγος, κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, που να δικαιολογεί την ανάθεση χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, σε σχέση με τις εργασίες αυτές και όχι σε σχέση με τις συμφωνίες-πλαίσια.

48      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η συνοπτική αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή είναι προδήλως εσφαλμένη, για τον λόγο ότι η Επιτροπή ουδέποτε απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας σχετικά με την ύπαρξη τεχνικών λόγων που δικαιολογούσαν την ανάθεση της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών στη CESI χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού.

49      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέκλεισε εσφαλμένα από το ποσό που η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιστραφεί τις δαπάνες για τις εν λόγω εργασίες που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI, στηριζόμενη στην υπόθεση ότι οι συμφωνίες-πλαίσια στις οποίες εντάσσονται οι εν λόγω εργασίες είχαν συναφθεί χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, κατά παράβαση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

50      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

51      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στον μεν θιγόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Ωστόσο, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που μπορούν να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αυτή αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει επακριβώς όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψεις 53 και 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 39 έως 43 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε τη νομιμότητα της απευθείας αναθέσεως της εκτελέσεως των εν λόγω εργασιών στη CESI σε στενό συσχετισμό με την ανάθεση των συμβάσεων-πλαισίων στις οποίες εντάσσονται οι εργασίες αυτές. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με την εσφαλμένη οριοθέτηση της σχέσης μεταξύ των επίμαχων εργασιών και των συμφωνιών-πλαισίων είναι αβάσιμες.

55      Δεύτερον, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες πράξεις, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι δαπάνες που αφορούν τις εν λόγω εργασίες, οι οποίες ανατέθηκαν απευθείας στη CESI στο πλαίσιο των έργων Ε 221 και Ε 255, θεωρήθηκαν μη επιλέξιμες και ότι οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα για να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από τους κανόνες συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων δεν ήταν αποδεκτοί ούτε τεχνικά ούτε νομικά. Έτσι, με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2015, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εργασίες αυτές δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας διαγωνισμού κατά τον χρόνο της αναθέσεώς τους και ότι, ως εκ τούτου, για να μπορεί η προσφεύγουσα να τις αναθέσει απευθείας στη CESI έπρεπε η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη σύναψη των συμφωνιών-πλαισίων, στις οποίες εμπίπτουν οι επίμαχες εργασίες, να είναι συμβατή με την οδηγία 2004/17, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής. Η Επιτροπή προέβαλε συναφώς ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα, με τις οποίες επικαλέσθηκε τον τεχνικό χαρακτήρα των ζητούμενων υπηρεσιών, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απευθείας ανάθεση των συμφωνιών-πλαισίων. Περαιτέρω, με έγγραφο της 23ης Μαΐου 2016, η Επιτροπή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι οι εξηγήσεις που προέβαλε δεν μπορούσαν να μεταβάλουν τις εκτιμήσεις που διαλαμβάνονται στο έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2015, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν οριστικές, και ανακοίνωσε ότι, εντός ενός μηνός, θα εξέδιδε δύο χρεωστικά σημειώματα για την ανάκτηση ποσού 414 101,72 ευρώ, για το έργο Ε 221, και ποσού 80 769,67 ευρώ, για το έργο Ε 255. Τέλος, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα δύο χρεωστικά σημειώματα στις 14 Ιουνίου 2016.

56      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι η κατάληξη μιας ανταλλαγής εγγράφων κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία στήριξε τις αποφάσεις της και απάντησε στο σύνολο των παρατηρήσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα. Επομένως, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν εντός πλαισίου που παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο των μέτρων που ελήφθησαν σε βάρος της και, συνεπώς, είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

57      Τέλος, το ζήτημα αν η σύναψη συμφωνίας-πλαισίου κατά παράβαση των κανόνων της Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων μπορεί να αποκλείσει τις δαπάνες για τις εργασίες που εντάσσονται στην εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμπίπτει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και όχι στην εξέταση του τύπου των προσβαλλομένων πράξεων. Επομένως, τέτοιου είδους σκέψεις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αρκούντως ακριβείς, είναι αλυσιτελείς στο πλαίσιο της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και πρέπει να απορριφθούν.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 14 και 37 της οδηγίας 2004/17

59      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως συνήγαγε ότι η υπεργολαβική ανάθεση παρείχε στοιχεία που μπορούσαν να αποκλείσουν την ύπαρξη τεχνικών λόγων που θα δικαιολογούσαν την ανάθεση συμβάσεων χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17. Η προσφεύγουσα θεωρεί, συναφώς, ότι η διάταξη που προβλέπει την υπεργολαβία, δηλαδή το άρθρο 37 της οδηγίας 2004/17, δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τις συμβάσεις που ανατίθενται χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού και ότι, παρομοίως, το άρθρο 40 της οδηγίας 2004/17 δεν προβλέπει ότι, σε περίπτωση απευθείας αναθέσεως χωρίς διαδικασία διαγωνισμού, ο συγκεκριμένος οικονομικός φορέας είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος όλες τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως.

60      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, μία μόνο από τις επίμαχες εργασίες ανατέθηκε υπεργολαβικώς και η ανάθεση αυτή προβλέφθηκε για περιορισμένο αριθμό οικονομικών φορέων και για δραστηριότητες αμιγώς δευτερεύουσες και παρεπόμενες, χωρίς σημαντικές επιπτώσεις, οι οποίες δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι παρασχεθείσες από τον υπεργολάβο υπηρεσίες ήταν διαφορετικές από εκείνες που είχαν τεχνική ιδιομορφία.

61      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

62      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι το άρθρο 37 της οδηγίας 2004/17 επιτρέπει στους αναθέτοντες φορείς να αναθέσουν υπεργολαβικά σε τρίτους μέρος του αντικειμένου της σχετικής συμβάσεως, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να επιλέξουν μεταξύ ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας ή διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τη σύναψη συμβάσεων, υπό τον όρο να έχει προκηρυχθεί διαγωνισμός. Περαιτέρω, το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να μην προκηρύξουν διαγωνισμό όταν, για τεχνικούς λόγους, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα.

63      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η ανάθεση της παροχής μιας υπηρεσίας σε άλλους οικονομικούς φορείς αποκλείει τη δυνατότητα υπαγωγής της παροχής αυτής στην εξαίρεση του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η εφαρμογή του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17 εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, να υφίσταται τεχνική ιδιομορφία των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και, αφετέρου, η τεχνική αυτή ιδιομορφία να καθιστά απολύτως αναγκαία την ανάθεση της εν λόγω συμβάσεως σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑394/02, EU:C:2005:336, σκέψη 34).

64      Όμως, οι συμφωνίες-πλαίσια που συνήφθησαν με τη CESI, στις οποίες εντάσσονται οι επίμαχες εργασίες, επιτρέπουν την υπεργολαβική ανάθεση, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες με τους αντίστοιχους υπεργολάβους απαριθμούνται στις συμφωνίες-πλαίσια. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα εκτίμησε ότι και άλλοι οικονομικοί φορείς ήταν, κατ’ αρχήν, ικανοί να ασκήσουν τις δραστηριότητες αυτές (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑394/02, EU:C:2005:336, σκέψη 37). Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι δεν ήταν απολύτως αναγκαία η ανάθεση αυτών των συμφωνιών-πλαισίων στη CESI, εφόσον αυτή δεν ήταν ο μοναδικός οικονομικός φορέας που διέθετε τεχνογνωσία για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

65      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η χρησιμοποίηση άλλων οικονομικών φορέων, έστω και αν πρόκειται για σπανιότατη περίπτωση, για περιορισμένο αριθμό οικονομικών φορέων ή για δευτερεύουσες δραστηριότητες, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να εμπίπτει η παροχή υπηρεσιών στην εξαίρεση του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου III.3.7, παράγραφοι 1, 4 και 6, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010

67      Η προσφεύγουσα προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου III.3.7, παράγραφοι 1, 4 και 6, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010, λόγω υπερβολικά τυπολατρικής εφαρμογής της οδηγίας 2004/17.

68      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο III.3.7, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010 δεν προβλέπει την υποχρέωση εφαρμογής ανοικτών ή κλειστών διαδικασιών πριν από την ανάθεση των συμβάσεων, αλλά επιβάλλει απλώς μια γενικότερη υποχρέωση να είναι οι δαπάνες «εύλογες και δικαιολογημένες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά την οικονομία και την αποδοτικότητα». Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, μολονότι θεμιτώς παρέλειψε να κινήσει μια κατά κυριολεξία διαδικασία διαγωνισμού, εντούτοις, για την ανάθεση των συμβάσεων στη CESI, διεξήγαγε εκτενείς διαπραγματεύσεις με τη CESI αποσπώντας από την επιχείρηση αυτή σημαντικές εκπτώσεις. Επομένως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε υπερβολικά τυπολατρική εφαρμογή της οδηγίας 2004/17, καθόσον περιορίστηκε στο να διαπιστώσει ότι οι δαπάνες που προέκυψαν από τις συμβάσεις που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI δεν ήταν επιλέξιμες, απλώς και μόνο διότι είχαν ανατεθεί χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, και δεν εξέτασε επί της ουσίας αν οι συμβάσεις αυτές ήταν επωφελείς ή μη, από οικονομική άποψη, και αν οι δαπάνες ήταν εύλογες και δικαιολογημένες.

69      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

70      Επισημαίνεται ότι η βάση στην οποία στηρίζονται όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ένωσης είναι η αρχή της διεξαγωγής διαγωνισμού, καθώς και οι αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 102 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1).

71      Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι επίμαχες συμβάσεις, δεδομένου ότι χρηματοδοτούνται εν μέρει από την Ένωση, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες που ισχύουν για τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. Μεταξύ των κανόνων αυτών, το άρθρο III.2.5 του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010 θεσπίζει την αρχή ότι, σε περίπτωση αναθέσεως σε τρίτους δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται, ο δικαιούχος οφείλει να τηρεί τους κανόνες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία της Ένωσης. Κατά το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/17, για τη σύναψη των συμβάσεών τους, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να εφαρμόζουν ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες ή διαδικασίες διαπραγμάτευσης εφόσον, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, έχει προκηρυχθεί διαγωνισμός.

72      Εν προκειμένω, η από άποψη κόστους αποδοτικότητα της αναθέσεως δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς δεν αίρει την υποχρέωση τηρήσεως των διατάξεων του άρθρου III.2.5 του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010. Η προσφεύγουσα βασίζεται στο άρθρο III.3.7, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010, ισχυριζόμενη ότι οι δαπάνες της δράσεως, για να είναι επιλέξιμες, πρέπει να είναι εύλογες, δικαιολογημένες και να ανταποκρίνονται στις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως. Υποστηρίζει ότι οι αρχές αυτές ουδόλως έχουν παραβιασθεί λόγω της αναθέσεως, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, των συμβάσεων-πλαισίων στη CESI, δεδομένου ότι η CESI προέβη σε σημαντικές εκπτώσεις. Ωστόσο, μολονότι η πτυχή αυτή μπορεί να είναι σημαντική κατά τη σύναψη των συμβάσεων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την εξαίρεση από τους κανόνες συνάψεως των συμβάσεων και δεν εγγυάται ότι η δράση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις πολιτικές της Ένωσης, ιδίως με τους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων.

73      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, με τα έγγραφα της 6ης Ιουλίου 2015 και της 23ης Μαΐου 2016, ότι η απευθείας ανάθεση των συμφωνιών-πλαισίων, στις οποίες υπάγονται οι επίμαχες εργασίες, δεν δικαιολογείται από τα επιχειρήματα που βασίζονται στην τεχνική ιδιομορφία της συμβάσεως, εξαιτίας της οποίας η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα. Επομένως, λόγω της μη τηρήσεως των κανόνων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων κατά την απευθείας ανάθεση, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, των εν λόγω συμφωνιών-πλαισίων, οι σχετικές με τις επίμαχες εργασίες δαπάνες δεν μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες, ακόμη και αν είναι εύλογες και δικαιολογημένες.

74      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17

75      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ανέθεσε στη CESI, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, την παροχή των υπηρεσιών που δεν μπορούσε να παράσχει με δικά της μέσα συνιστούσε στην πραγματικότητα επιβεβλημένη απόφαση, δεδομένου ότι η CESI ήταν ο μοναδικός οικονομικός φορέας που μπορούσε να παράσχει τις υπηρεσίες αυτές. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, έτσι, ότι η επιλογή της CESI ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17.

76      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι παρέσχε τα επακριβή στοιχεία και την επακριβή αιτιολόγηση, όσον αφορά το περιεχόμενο των τεχνικών προδιαγραφών των υπηρεσιών που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI, που παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθούν οι λόγοι για τους οποίους η ανάθεση στη CESI ήταν αναγκαία και, εν πάση περιπτώσει, η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η CESI είναι ο μόνος οικονομικός φορέας που μπορεί να παράσχει την απαιτούμενη στήριξη χάρη στις δεξιότητες που διαθέτει στη διαχείριση ή τη χρήση των λογισμικών Spira, Promed, Sicre και Wcreso και του εργαλείου Grare που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της συμφωνίας-πλαισίου 3000034279, σχετικά με το έργο E 255, και της συμφωνίας-πλαισίου 3000029140, σχετικά με το έργο E 221. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι σύμβαση με άλλον τυχόν οικονομικό φορέα θα είχε συναφθεί με λιγότερο συμφέροντες όρους, το χρονικό διάστημα της εκτελέσεως θα ήταν μεγαλύτερο και θα υπήρχε περίπτωση να γίνουν ορισμένα λάθη ή να χαθούν πληροφορίες.

77      Εξάλλου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, κατά τη νομολογία, η συνέχεια των περίπλοκων έργων συνιστά θεμιτό τεχνικό λόγο για την απευθείας ανάθεση σε συγκεκριμένο φορέα. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι δεν υπήρχαν εύλογες εναλλακτικές της απευθείας αναθέσεως της εκτελέσεως των επίμαχων εργασιών στη CESI και ότι ανέθεσε την εκτέλεση των εργασιών αυτών στη CESI χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού λόγω του συνδέσμου που υφίστατο μεταξύ των επίμαχων εργασιών και των δραστηριοτήτων που πραγματοποιήθηκαν προηγουμένως στο πλαίσιο των ανωτέρω συμφωνιών-πλαισίων.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

79      Όπως προκύπτει από το άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να εφαρμόσουν διαδικασία χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως όταν, για τεχνικούς ή καλλιτεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο τεχνικό φορέα.

80      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η εφαρμογή του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17 εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, να υφίσταται τεχνική ιδιομορφία των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και, αφετέρου, η τεχνική αυτή ιδιομορφία να καθιστά απολύτως αναγκαία την ανάθεση της εν λόγω συμβάσεως σε συγκεκριμένη επιχείρηση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑394/02, EU:C:2005:336, σκέψη 34).

81      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, ως παρεκκλίνουσες από τους κανόνες περί των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων, οι διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1993, L 199, σ. 84), που περιελάμβανε κανόνες παρόμοιους με εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, έπρεπε να ερμηνεύονται στενά. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως φέρει ο προτιθέμενος να κάνει χρήση των διατάξεων αυτών (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑394/02, EU:C:2005:336, σκέψη 33).

82      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι παροχές που περιλαμβάνονται στις υπηρεσίες που δεν μπόρεσε να παράσχει η ίδια, με δικά της μέσα, εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, καθόσον η CESI ήταν ο μοναδικός επιχειρηματίας που μπορούσε να προβεί στις παροχές αυτές.

83      Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν επικαλέστηκε καμία τεχνική ιδιομορφία ούτε κανένα λόγο που να θεμελιώνει μια τέτοια ιδιομορφία, αν υποτεθεί ότι υφίσταται, η οποία να καθιστά αναγκαία την ανάθεση της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών στη CESI. Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς ότι οι δραστηριότητες που αποτελούν το αντικείμενο των εν λόγω υπηρεσιών απαιτούσαν τη χρήση ενός λογισμικού ή ενός προγράμματος που είχε ήδη χρησιμοποιήσει η ίδια από κοινού με τη CESI. Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η CESI χρησιμοποιεί λογισμικά δικαιούχος των οποίων είναι η προσφεύγουσα ασφαλώς αποτελεί παράγοντα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της συγκρίσεως με άλλους ανταγωνιστές, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογήσει, με βάση τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, τον a priori αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου οικονομικού φορέα, με την αιτιολογία της φερόμενης ως μοναδικής ικανότητας της CESI. Συγκεκριμένα, τίποτα δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα, σε περίπτωση προσφοράς πλέον συμφέρουσας από την προσφορά της CESI, να χορηγήσει άδεια για τη χρήση του εν λόγω λογισμικού ή προγράμματος στον νέο φορέα. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι η άδεια για προγράμματα ή λογισμικά δεν συνιστά αποκλειστικό δικαίωμα που καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των εν λόγω δραστηριοτήτων μέσω άλλων οικονομικών φορέων. Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί διότι, εάν ήταν δυνατή η επίκληση των προηγούμενων επαγγελματικών σχέσεων με τον αναθέτοντα φορέα για να αποκλειστεί οποιαδήποτε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη νέων συμβάσεων, ο σκοπός της ανοικτής διαδικασίας συνάψεως συμβάσεων τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2004/17 θα διακυβευόταν αναπόφευκτα και τούτο θα είχε ως παράδοξο αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού προς όφελος του εκτελούντος τη σύμβαση.

84      Περαιτέρω, όσον αφορά τις εξηγήσεις της προσφεύγουσας με τις οποίες επιχειρεί να δικαιολογήσει την απευθείας ανάθεση στη CESI της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών με την αιτιολογία ότι η σύμβαση με άλλη εταιρία θα είχε συναφθεί με λιγότερο συμφέροντες όρους, το χρονικό διάστημα εκτελέσεως θα ήταν μεγαλύτερο και θα υπήρχε περίπτωση να γίνουν ορισμένα λάθη ή να χαθούν πληροφορίες, επισημαίνεται ότι τα φερόμενα προβλήματα προσαρμογής κατά τη μετάβαση από έναν προμηθευτή σε άλλον και οι πρόσθετες δαπάνες που θα μπορούσε να συνεπάγεται η εν λόγω προσαρμογή, τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, προϋποθέτουν λογικά ότι η αλλαγή οικονομικού φορέα από τη CESI σε άλλον διαγωνιζόμενο ήταν τεχνικώς εφικτή. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν κάνει ποτέ λόγο για τεχνική ασυμβατότητα που θα εμπόδιζε αντικειμενικά άλλον οικονομικό φορέα να παράσχει τις ίδιες υπηρεσίες, οπότε, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, θα ήταν απολύτως αναγκαίο να επιλέξει έναν μόνο οικονομικό φορέα. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε υπέβαλε αριθμητικά ή άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι σύμβαση συναφθείσα με οποιαδήποτε άλλη εταιρία θα είχε υψηλότερο κόστος και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκτελέσεως.

85      Τέλος, όσον αφορά τη συνέχεια των εργασιών, πρέπει να τονιστεί ότι, βεβαίως, ο σκοπός εξασφαλίσεως της συνέχειας των εργασιών που εντάσσονται στο πλαίσιο περίπλοκων έργων συνιστά παράμετρο τεχνικής φύσεως της οποίας η σημασία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εντούτοις, ο ισχυρισμός και μόνον περί του περίπλοκου και δυσχερούς χαρακτήρα ενός συνόλου εργασιών δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι οι εργασίες αυτές πρέπει να ανατεθούν σε ένα μόνον οικονομικό φορέα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑385/02, EU:C:2004:522, σκέψη 21). Πάντως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στη γενική μνεία ότι η ανάθεση σε οποιονδήποτε άλλο φορέα θα αύξανε το κόστος και το χρονικό διάστημα εκτελέσεως, χωρίς να παράσχει εξηγήσεις που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα της αναθέσεως σε έναν μόνον οικονομικό φορέα. Η έλλειψη άλλων εύλογων λύσεων δεν αποτελεί το κριτήριο αναφοράς για τον καθορισμό της νομιμότητας της απευθείας αναθέσεως σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, η οποία προϋποθέτει, αντιθέτως, η εν λόγω ανάθεση να είναι απολύτως αναγκαία, όπως προκύπτει από τη νομολογία. Επομένως, ο σύνδεσμος μεταξύ των προηγούμενων υπηρεσιών που παρέσχε η CESI για την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των συμφωνιών-πλαισίων, και των επίμαχων εργασιών δεν μπορεί να αποτελεί λόγο που καθιστά την εν λόγω ανάθεση νόμιμη.

86      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι συμφωνίες-πλαίσια στις οποίες εντάσσονται οι επίμαχες εργασίες μπορούν να ανατεθούν μόνο στη CESI για τεχνικούς λόγους, κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/17, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

87      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αντιβαίνουν στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες που προέκυψαν από τις εργασίες που εντάσσονται στη συμφωνία-πλαίσιο 3000034279, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε από το ανωτέρω θεσμικό όργανο παρά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως της διαδικασίας αναθέσεως της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου στις 7 Ιουλίου 2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοινώσεως της διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως με την οποία γνωστοποιείται η ανάθεση μιας συμβάσεως σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, ενώ ούτε η Επιτροπή ούτε κάποιος άλλος οικονομικός φορέας αμφισβήτησαν την εν λόγω ανάθεση ή διατύπωσαν παρατηρήσεις εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 2στ της οδηγίας 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31), αποτελεί περίσταση δυνάμενη να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.

88      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω των διατάξεων της οδηγίας 2004/17 λόγω της αξίας πολλών από τις επίμαχες εργασίες, η οποία είναι μικρότερη από το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

89      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

90      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίο ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες [βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΟΚ, 265/85, EU:C:1987:121, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

91      Το δικαίωμα επικλήσεως της εν λόγω αρχής προϋποθέτει ωστόσο τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Branco κατά Επιτροπής, T‑347/03, EU:T:2005:265, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 77, και της 30ής Ιουνίου 2009, CPEM κατά Επιτροπής, T‑444/07, EU:T:2009:227, σκέψη 126).

92      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, κατά πάγια νομολογία, τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής εάν η διοίκηση δεν του έχει παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, T‑273/01, EU:T:2003:78, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα τη συγκεκριμένη διαβεβαίωση ότι θα δεχόταν τον τρόπο με τον οποίο είχαν συναφθεί οι συμβάσεις για τα έργα Ε 221 και Ε 255. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος της επιλεξιμότητας των δαπανών πραγματοποιείται μόνο μετά την προσκόμιση των οριστικών οικονομικών καταστάσεων, ενώ τα προηγούμενα στάδια αφορούν αποκλειστικά την τεχνική εποπτεία της προόδου των έργων. Επομένως, ο έλεγχος αυτός διενεργείται μόνον κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως πληρωμής του υπολοίπου, η οποία υποβάλλεται συγχρόνως με την έκθεση τεχνικής εκτελέσεως και την οικονομική εκκαθάριση των επιλέξιμων δαπανών που έχουν όντως πραγματοποιηθεί, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο III.3.5 του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010.

94      Συνεπώς, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ανάθεση στη CESI της συμφωνίας-πλαισίου 3000034279, παρά τη νομότυπη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως της διαδικασίας αναθέσεως, δεν συνιστά διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη προσδοκία όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών. Συναφώς, η σιωπή της Επιτροπής όσον αφορά την απευθείας ανάθεση της συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συγκεκριμένη διαβεβαίωση που παρέσχε η διοίκηση, η οποία μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006, Regione Marche κατά Επιτροπής, T‑107/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:20, σκέψη 134).

95      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο η οδηγία 2004/17 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά ειδικά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσιας συμβάσεως, το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2004/17 προβλέπει, αφενός, ότι, για τις συμφωνίες-πλαίσια, η αξία που λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη αξία, χωρίς τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), όλων των προβλεπόμενων συμβάσεων για όλη τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου και, αφετέρου, ότι οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να καταστρατηγούν την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας κατατέμνοντας τα σχέδια έργων ή τις σχεδιαζόμενες αγορές για την προμήθεια ορισμένης ποσότητας προϊόντων ή υπηρεσιών ή χρησιμοποιώντας ειδικές μεθόδους υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων. Όμως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 39 έως 43 ανωτέρω, οι επίμαχες εργασίες που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ευλόγως ως αυτοτελείς προς τις συμφωνίες-πλαίσια, εφόσον πραγματοποιήθηκαν ακριβώς προς εκτέλεση των εν λόγω συμφωνιών.

96      Ως εκ τούτου, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2004/17, κατά την έννοια του άρθρου της 17, παράγραφος 3, πρέπει να προσδιοριστεί σε σχέση με την αξία των συμφωνιών-πλαισίων. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η αξία των συμφωνιών-πλαισίων υπερβαίνει κατά πολύ το σχετικό κατώτατο όριο, δεδομένου ότι η συμφωνία-πλαίσιο 3000029140 συνήφθη για ποσό 16 039 700 ευρώ, η συμφωνία-πλαίσιο 3000034279 για ποσό 19 200 000 ευρώ και η συμφωνία-πλαίσιο 6000001506 για ποσό 24 925 000 ευρώ, το δε σχετικό κατώτατο όριο για συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών ανέρχεται σε 499 000 ευρώ, κατά το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17.

97      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

98      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι παράνομες, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ως μη επιλέξιμες όλες τις δαπάνες που αφορούσαν τις επίμαχες εργασίες. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δαπάνες αυτές δεν ήταν επιλέξιμες στον βαθμό που δεν τηρήθηκε η αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας κατά την ανάθεση συμβάσεων σε εταιρίες του ίδιου ομίλου, δεδομένου ότι η CESI της είχε παράσχει τις υπηρεσίες της σύμφωνα με όρους της αγοράς και είχε επομένως αποκομίσει κέρδος. Η προσφεύγουσα θεωρεί, συναφώς, ότι οι ενέργειες της Επιτροπής αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το άρθρο ΙII.3.8, παράγραφοι 4 και 6, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010 δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποκλείσει, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως κέρδους, το σύνολο των δαπανών, αλλά επιβάλλει, ενδεχομένως, μόνον τη μείωση του ποσού της χρηματοδοτικής συνδρομής κατά το μέρος του κέρδους που κρίθηκε μη επιλέξιμο.

99      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επομένως ότι η ορθή εφαρμογή του άρθρου αυτού έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή, πρώτον, να παραθέσει το μέρος των δαπανών για τις επίμαχες εργασίες που αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους και στη συνέχεια να κηρύξει τις δαπάνες αυτές ως μη επιλέξιμες μόνο για το μέρος του κέρδους που κρίθηκε μη επιλέξιμο. Η προσφεύγουσα θεωρεί, συνεπώς, ότι η Επιτροπή άσκησε εξουσία επιβολής κυρώσεων καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, οι οποίες της παρέχουν μόνον εξουσίες εποπτείας και ελέγχου.

100    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή κήρυξε τις επίμαχες δαπάνες μη επιλέξιμες, μολονότι έλαβε υπόψη ότι η CESI δεν ήταν εταιρία ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα, αλλά μόνο συνδεδεμένη με αυτή. Όμως, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, αν η Επιτροπή εφάρμοζε με συνέπεια τη διάταξη αυτή, θα κατανοούσε την αδυναμία της προσφεύγουσας να λάβει από τη CESI λεπτομερή πίνακα κατανομής των δαπανών για τις υπηρεσίες που παρέσχε η εν λόγω εταιρία.

101    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

102    Επισημαίνεται ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, στον βαθμό που η Επιτροπή, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 15 ανωτέρω, μετά την ολοκλήρωση της συμπληρωματικής έρευνας την οποία διέταξε, μετέβαλε άποψη και κατέληξε στη μη επιλεξιμότητα των δαπανών λόγω της μη συμμορφώσεως με τους κανόνες περί δημόσιων συμβάσεων και όχι λόγω της μη συμμορφώσεως με την αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας στην περίπτωση αναθέσεως συμβάσεων σε εταιρίες του ίδιου ομίλου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, με το από 6 Ιουλίου 2015 έγγραφό της, ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι οι δαπάνες για τις επίμαχες εργασίες που ανατέθηκαν απευθείας στη CESI δεν ήταν επιλέξιμες, διότι οι συμφωνίες-πλαίσια είχαν ανατεθεί χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού και ότι η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/17.

103    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε καμία εξουσία επιβολής κυρώσεων, αλλά διαπίστωσε απλώς την παράβαση του άρθρου III.2.5.3 του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010, που επιβάλλει στην προσφεύγουσα να συμμορφώνεται με τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων κατά την ανάθεση των συμβάσεών της. Η Επιτροπή, μετά τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής, δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα, δεδομένου ότι μόνον οι δαπάνες της δράσης που αφορούσαν τις συμβάσεις που συνήφθησαν σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιλέξιμες προς συγχρηματοδότηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα III.2.5.3 και III.3.7 του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010,. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, ευρισκόμενη ενώπιον μη συμμορφώσεως με τη νομοθεσία της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων για ορισμένες συμβάσεις, ήταν υποχρεωμένη να κηρύξει μη επιλέξιμες τις σχετικές με τις συμβάσεις αυτές δαπάνες, να υπολογίσει συνακόλουθα το ποσό της συνδρομής και να κινήσει τη διαδικασία ανακτήσεως μέχρι του ποσού της διαφοράς μεταξύ των ποσών των επιλέξιμων δαπανών και των ποσών που είχαν ήδη καταβληθεί. Έτσι, τα ποσά που αντιστοιχούν στις μη επιλέξιμες δαπάνες, στον βαθμό που αφορούν τις συμβάσεις που ανατέθηκαν παρανόμως στη CESI, κατέστησαν αχρεωστήτως καταβληθέντα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να επιστραφούν, σύμφωνα με το άρθρο III.3.9, παράγραφος 1, του παραρτήματος III των αποφάσεων της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 21ης Μαΐου 2010.

104    Περαιτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι επέβαλε κύρωση, δεδομένου ότι τα μέτρα που έλαβε για την ανάκτηση μέρους των προκαταβληθέντων ποσών είναι λιγότερο επαχθή για τον δικαιούχο από την εξ ολοκλήρου κατάργηση της συνδρομής. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του κανονισμού 966/2012, εάν, μετά την υπογραφή της συμβάσεως, αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αναθέσεως ή η εκτέλεση της συμβάσεως εμφάνισε ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες ή απάτη, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της συμβάσεως ή, ενδεχομένως, να την καταγγείλει. Εξάλλου, εάν τα σφάλματα ή οι παρατυπίες διεπράχθησαν από τον αντισυμβαλλόμενο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί επιπλέον να αρνηθεί πληρωμές ή να ανακτήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, κατ’ αναλογίαν προς τη σοβαρότητα των σφαλμάτων, των παρατυπιών ή της απάτης.

105    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και η υπό κρίση προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η TernaReteelettricanazionaleSpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Γρατσίας

Labucka

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.