ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2019 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2017 – Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στον βαθμό AD 7 από 1ης Ιανουαρίου 2017 – Άρθρο 45 του ΚΥΚ – Άρθρο 9, παράγραφος 3, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Κατάχρηση εξουσίας – Πειθαρχική κύρωση»

Στην υπόθεση T-545/18,

YL, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενος από τους P. Yon και B. de Lapasse, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις L. Radu Bouyon και R. Striani, στη συνέχεια από την L. Radu Bouyon και τον B. Mongin,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, κοινοποιηθείσας στο προσωπικό του θεσμικού αυτού οργάνου στις 13 Νοεμβρίου 2017, να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα στον βαθμό AD 7 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017, δεύτερον, την προαγωγή του προσφεύγοντος στον βαθμό AD 7 από 1ης Ιανουαρίου 2017 και, τρίτον, την αποκατάσταση της ζημίας που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια) και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], YL, είναι υπάλληλος που υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) [εμπιστευτικό] (1) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τις 16 Μαΐου 2010. Έχει τον βαθμό AD 6 από την 1η Ιανουαρίου 2012.

2        Από τις 6 Ιανουαρίου 2014 έως τις 15 Ιανουαρίου 2016 ο προσφεύγων έλαβε άδεια για προσωπικούς λόγους.

3        Με απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016 (στο εξής: απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016), η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) της Επιτροπής επέβαλε στον προσφεύγοντα την κύρωση της τοποθέτησης σε κατώτερο κλιμάκιο, με το αιτιολογικό ότι, πρώτον, είχε λάβει παρατύπως μία ημέρα αναρρωτικής αδείας στις 18 Ιουνίου 2013, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε μετάσχει σε πολιτική δραστηριότητα, δεύτερον, είχε δημοσιεύσει στον προσωπικό ιστότοπό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2014, επικριτικό άρθρο σχετικό με την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να έχει ενημερώσει προηγουμένως την ΑΔΑ, τρίτον, μεταξύ της 11ης Απριλίου και της 1ης Μαΐου 2014 είχε προβεί σε δηλώσεις σε δημοσιογράφους ικανές να θίξουν τη φήμη της Επιτροπής, τέταρτον, μολονότι τελούσε σε άδεια για προσωπικούς λόγους, παρέλειψε να ενημερώσει την ΑΔΑ για την εκλογή του στις 30 Μαρτίου 2014 σε δημόσιο λειτούργημα και, πέμπτον, άσκησε εξωτερική δραστηριότητα μεταξύ της 25ης Φεβρουαρίου και της 15ης Απριλίου 2014 χωρίς να έχει προηγουμένως ζητήσει άδεια από την ΑΔΑ.

4        Ο προσφεύγων δεν προσέβαλε την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016.

5        Με έγγραφο του Νοεμβρίου του 2017 ο γενικός διευθυντής της ΓΔ [εμπιστευτικό] πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, σύμφωνα με τις συστάσεις της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις προαγωγές, ο προσφεύγων θα προαγόταν στον βαθμό AD 7 αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2017.

6        Στις 13 Νοεμβρίου 2017 η ΑΔΑ δημοσίευσε τον πίνακα των προαχθέντων υπαλλήλων στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017. Ο κατάλογος αυτός δεν περιλάμβανε το όνομα του προσφεύγοντος.

7        Στις 12 Φεβρουαρίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ περί μη προαγωγής του. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η ΑΔΑ δεν μπορούσε να λάβει προς τούτο υπόψη την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016.

8        Η ΑΔΑ απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος στις 8 Ιουνίου 2018, με το αιτιολογικό ότι το άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) δεν περιέχει εξαντλητικό κατάλογο των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων την οποία προβλέπει το άρθρο αυτό, οπότε η απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016 μπορούσε να συνεκτιμηθεί στην ως άνω εξέταση. Εξάλλου, επισήμανε ότι η έννοια της «συμπεριφοράς στην υπηρεσία» μπορούσε επίσης να αποτελεί ένα από τα κριτήρια αυτά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή). Η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα αντικρούσεως στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

10      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί μη προαγωγής του στον βαθμό AD 7 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεώς του·

–        να τον προαγάγει στον βαθμό AD 7 από 1ης Ιανουαρίου 2017·

–        να τον αποζημιώσει για την προκληθείσα ζημία, εκτιμώμενη σε 100 000 ευρώ, η οποία προέκυψε από την έκδοση της αποφάσεως περί μη προαγωγής του στον βαθμό AD 7 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, υπολογιζόμενα σε 10 000 ευρώ.

11      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διοικητική ένσταση υπαλλήλου και η απόρριψή της από την αρμόδια αρχή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας, με αποτέλεσμα η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του υπαλλήλου, να έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου η βλαπτική πράξη κατά της οποίας είχε υποβληθεί η διοικητική ένσταση (αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά SATCEN, T-286/15, EU:T:2018:718, σκέψη 115).

13      Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της ΑΔΑ περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος αποσκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως περί μη προαγωγής του στον βαθμό AD 7 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

14      Μολονότι ο προσφεύγων προβάλλει τυπικώς δύο αυτοτελείς λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από πρόδηλη παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου και, ο δεύτερος, από κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι λόγοι αυτοί αποτελούν, κατ’ ουσίαν, έναν και μοναδικό λόγο αντλούμενο από το ότι η συνεκτίμηση της αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2016 στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων την οποία προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεως για δεύτερη φορά για τις ίδιες πράξεις. Ο προσφεύγων υποστηρίζει, με τον τρόπο αυτόν, ότι η ΑΔΑ παρέβη συγχρόνως το άρθρο 45 του ΚΥΚ και το άρθρο 9, παράγραφος 3, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, παραβίασε την αρχή non bis in idem, και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας.

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

16      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, το οποίο επαναλαμβάνει τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης non bis in idem, για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

17      Εξάλλου, από τα άρθρα 44 και 45 του ΚΥΚ προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την προαγωγή κατά κλιμάκιο, με την οποία οι υπάλληλοι μεταβαίνουν, καταρχήν, αυτομάτως στο ανώτερο κλιμάκιο μετά από ορισμένο χρόνο, η προαγωγή κατά βαθμό δίδεται μόνο μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων.

18      Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο, όπως και, κατά μείζονα λόγο, η τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο, συνιστά κύρωση. Εντούτοις, η μη προαγωγή, η οποία, εξάλλου, δεν μνημονεύεται στη διάταξη αυτή, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως κύρωση, καθόσον στηρίζεται στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων.

19      Συναφώς, για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ, «η [ΑΔΑ] λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση […] και το επίπεδο των ευθυνών που αναλαμβάνουν».

20      Με τη χρήση της εκφράσεως «ιδίως», το άρθρο 45 του ΚΥΚ διευκρινίζει τα τρία κύρια κριτήρια που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων. Δεν αποκλείει, ωστόσο, τη συνεκτίμηση άλλων κριτηρίων τα οποία μπορούν επίσης να αποτελέσουν ένδειξη περί των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων (αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, AC κατά Συμβουλίου, F-9/10, EU:F:2011:160, σκέψη 25, και της 14ης Νοεμβρίου 2012, Bouillez κατά Συμβουλίου, F-75/11, EU:F:2012:152, σκέψη 57).

21      Ως εκ τούτου, μια ανάρμοστη διαγωγή, καθόσον συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες έχει ο υπάλληλος βάσει του ΚΥΚ, μπορεί να ληφθεί υπόψη από την ΑΔΑ προκειμένου να μην προαχθεί, ενδεχομένως, ο ενδιαφερόμενος (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2001, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T-7/98, T-208/98 και T-109/99, EU:T:2001:69, σκέψη 220). Πράγματι, είναι προς το συμφέρον του θεσμικού οργάνου να διορίζονται σε θέσεις ευθύνης μόνον άτομα με άψογη επαγγελματική συμπεριφορά (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Αποστολίδου κατά Δικαστηρίου, T-86/97, EU:T:1998:71, σκέψη 58).

22      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ενώ, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 7, της αποφάσεως C(2013) 8968 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, περί γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τις προαγωγές υποβάλλει στην ΑΔΑ τον πίνακα των υπαλλήλων που προτείνει για προαγωγή, μόνον η ΑΔΑ έχει την ευθύνη για τις αποφάσεις περί προαγωγής και για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων την οποία προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, HL κατά Επιτροπής, T-668/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:802, σκέψη 30).

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, επισημαίνεται ότι η ΑΔΑ, αφενός, δεν δεσμευόταν από τις συστάσεις της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις προαγωγές και, αφετέρου, ορθώς έλαβε υπόψη, για να αρνηθεί την προαγωγή του προσφεύγοντος, την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016 στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 45 του ΚΥΚ συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων.

24      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος με το οποίο προσάπτει στην ΑΔΑ ότι έκρινε, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως, ότι η έννοια της «συμπεριφοράς στην υπηρεσία» μπορούσε να περιλαμβάνει την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016 ή τις πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση αυτή.

25      Πράγματι, αφενός, καθόσον το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να στηριχθεί στην έννοια της «συμπεριφοράς στην υπηρεσία» του άρθρου 43 του ΚΥΚ, επισημαίνεται ότι η έννοια αυτή αφορά το περιεχόμενο των εκθέσεων βαθμολογίας των υπαλλήλων, οι οποίες, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, αποτελούν απλώς ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων που προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

26      Αφετέρου, παρά το γεγονός που προβάλλει ο προσφεύγων ότι οι πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016 δεν είχαν, κατά την εν λόγω απόφαση, «σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες [του] στη ΓΔ [εμπιστευτικό]» ή, κατά μείζονα λόγο, είχαν τελεσθεί κατά τη διάρκεια της άδειάς του για προσωπικούς λόγους, αρκεί η διαπίστωση ότι οι πράξεις αυτές αφορούσαν, εντούτοις, παραβάσεις των υποχρεώσεων που υπείχε λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, συνιστούσαν ένδειξη περί των προσόντων του υπό την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 20 νομολογίας. Επομένως, ακόμη και το γεγονός ότι μέρος των εν λόγω πράξεων είχαν τελεσθεί κατά τη διάρκεια της άδειας του προσφεύγοντος για προσωπικούς λόγους δεν εμπόδιζε, καθαυτό, τη συνεκτίμησή τους για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων που προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

27      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε βάσει της προβλεπόμενης από το άρθρο 45 του ΚΥΚ συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων, αλλά με σκοπό να τον τιμωρήσει για δεύτερη φορά για τις πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016.

28      Πράγματι, συναφώς, ο προσφεύγων περιορίζεται στο να προβάλλει, αφενός, ότι η ΑΔΑ αρνήθηκε να τον προαγάγει χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει σχετικά τη ΓΔ  [εμπιστευτικό] και, αφετέρου, ότι η ΓΔ «Ανθρώπινοι πόροι» ακολουθεί μια πολιτική μη προαγωγής των υπαλλήλων στους οποίους έχει επιβληθεί κύρωση, τούτο δε παρά τις συστάσεις που διατύπωσε η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τις προαγωγές.

29      Εντούτοις, αφενός, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η ΓΔ [εμπιστευτικό] ανέμενε να προαχθεί ο προσφεύγων, οπότε ο γενικός διευθυντής της κακώς του είχε ανακοινώσει ότι επρόκειτο να προαχθεί στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2017, δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό την επιβολή κυρώσεως και όχι κατόπιν συγκριτικής εξέτασης των προσόντων, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

30      Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, για να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης από τον προσφεύγοντα πολιτικής περί μη προαγωγής, ο προσφεύγων περιορίζεται στο να προσκομίσει ένα σχέδιο πρακτικών συσκέψεως μεταξύ, ιδίως, των εκπροσώπων συνδικαλιστικών οργανώσεων και του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινοι πόροι» και ένα σημείωμα που απέστειλαν ορισμένες από τις συνδικαλιστικές αυτές οργανώσεις στον εν λόγω γενικό διευθυντή. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρούν ότι η απόφαση περί μη προαγωγής των υπαλλήλων στους οποίους επιβλήθηκε κύρωση «μπορεί να καταλήξει» στην επιβολή διττής κύρωσης στους ως άνω υπαλλήλους, οπότε η Επιτροπή έπρεπε να διαπραγματευθεί ένα «σαφές νομικό πλαίσιο» με τις οργανώσεις αυτές. Εντούτοις, το γεγονός ότι η ΑΔΑ αρνήθηκε να προαγάγει άλλους υπαλλήλους στους οποίους είχε προηγουμένως επιβληθεί κύρωση και ότι οι εν λόγω συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρούν, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι οι σχετικές με την εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων αυτών διατάξεις δεν είναι αρκούντως σαφείς δεν είναι ικανό να αποδείξει αφεαυτού ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό την επιβολή κυρώσεως και όχι κατόπιν της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων που προβλέπει το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

31      Τρίτον, έστω και αν ο προσφεύγων διατείνεται ότι προσκόμισε «επαρκή, κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία» προκειμένου να αποδείξει ότι η ΑΔΑ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 45 του ΚΥΚ εξετάσεως των προσόντων, αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό δεν συνοδεύεται από καμία διευκρίνιση προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της βασιμότητάς του.

32      Ως εκ τούτου, δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω ούτε η παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ ούτε η παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και της αρχής non bis in idem αλλά ούτε και η κατάχρηση εξουσίας, της οποίας μορφή αποτελεί η καταστρατήγηση διαδικασίας (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Αποστολίδου κατά Δικαστηρίου, T-86/97, EU:T:1998:71, σκέψη 84).

33      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Πράγματι, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η ΑΔΑ τον τιμώρησε, αρνούμενη να τον προαγάγει, αφενός, επιτρέπει στην εν λόγω αρχή να μη «θέσει όριο στο πάγωμα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας [του]» κατά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και, αφετέρου, του στέρησε το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, καθόσον ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να προσβάλει «όλα τα αποτελέσματα τα οποία η [ΑΔΑ] είχε την πρόθεση να προκαλέσει» με την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2016.

34      Αρκεί όμως η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που εκτίθενται στη σκέψη 33 ανωτέρω στηρίζονται σε εσφαλμένη παραδοχή, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κύρωση, πράγμα το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 27 ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.

35      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται απεριόριστο και αυθαίρετο πάγωμα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος κατά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, αφενός, η ΑΔΑ έλαβε υπόψη μια απόφαση περί επιβολής κυρώσεως η οποία εκδόθηκε στις 23 Μαρτίου 2016, ήτοι κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της περιόδου προαγωγών 2017. Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα να προαχθεί, ενδεχομένως, κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης περιόδου προαγωγών, πράγμα το οποίο άλλωστε συνέβη στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2018.

36      Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του προσφεύγοντος περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί το αίτημα με το οποίο ζητείται, αφενός, η προαγωγή του στον βαθμό AD 7 από 1ης Ιανουαρίου 2017 και, αφετέρου, η αποκατάσταση της ζημίας που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον YL στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1 Απαλειφθέντα εμπιστευτικά στοιχεία.