ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2021 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν – Κατάλογος των προσώπων και οντοτήτων σε βάρος των οποίων επιβάλλεται η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Παραγραφή – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

Στην υπόθεση T‑455/17,

Naser Bateni, κάτοικος Αμβούργου (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον M. Schlingmann, δικηγόρο,

ενάγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.‑P. Hix και M. Bishop,

εναγομένου,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hödlmayr, J. Roberti di Sarsina και M. Kellerbauer,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της καταχωρίσεως του ονόματός του στους καταλόγους που παρατίθενται, πρώτον, στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39), με την απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 71), και στο παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 11), δεύτερον, στο παράρτημα IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1), και, τρίτον, στο παράρτημα της αποφάσεως 2013/661/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 18), και στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1154/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 267/2012 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 3),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger και O. Porchia (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: B. Lefebvre, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο ενάγων, Naser Bateni, είναι Ιρανός υπήκοος, ο οποίος από τον Μάρτιο του 2008 διαμένει στη Γερμανία, όπου το 2009 ίδρυσε την HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping GmbH (στο εξής: HTTS), εταιρία γερμανικού δικαίου η οποία ασκεί δραστηριότητες ναυτικού πράκτορα και τεχνικού διαχειριστή σκαφών.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν για την άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως τέτοιων όπλων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα μέτρα που ελήφθησαν κατά της Islamic Republic of Iran Shipping Lines (στο εξής: IRISL), με την οποία, κατά το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ενάγων και η HTTS φέρεται να διατηρούν δεσμούς.

3        Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, στις 23 Δεκεμβρίου 2006 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) εξέδωσε το ψήφισμα 1737 (2006), με το οποίο εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ανάπτυξη του προγράμματος διαδόσεως πυρηνικών όπλων από το Ιράν, και επιδίωξε την άσκηση πιέσεως στο εν λόγω κράτος για την «παρεμπόδιση» της υλοποιήσεως του προγράμματος και την «αναστολή» ορισμένων πτυχών του με σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

4        Στις 24 Μαρτίου 2007 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1747 (2007). Στο σημείο 5 του εν λόγω ψηφίσματος επισημαίνεται ότι «το Ιράν δεν πρέπει να παρέχει, να πωλεί ή να μεταφέρει, αμέσως ή εμμέσως, από το έδαφός του ή μέσω υπηκόων του ή με πλοία ή αεροσκάφη που φέρουν τη σημαία του, κανένα όπλο ή άλλο συναφές υλικό και ότι όλα τα κράτη πρέπει να απαγορεύουν την εκ μέρους υπηκόων τους κτήση των υλικών αυτών από το Ιράν, ή μέσω πλοίων ή αεροσκαφών που φέρουν τη σημαία τους, ανεξαρτήτως του αν τα σχετικά υλικά προέρχονται ή όχι από το έδαφος του Ιράν».

5        Στις 3 Μαρτίου 2008, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1803 (2008). Με το σημείο 11 του εν λόγω ψηφίσματος κάλεσε όλα τα κράτη «να επιθεωρούν τα προερχόμενα από και προοριζόμενα προς το Ιράν φορτία αεροσκαφών ή σκαφών […] των οποίων την ιδιοκτησία ή την εκμετάλλευση έχει η Iran Air Cargo και η [IRISL], εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το αεροσκάφος ή το σκάφος μεταφέρει απαγορευμένα εμπορεύματα βάσει του εν λόγω ψηφίσματος ή του ψηφίσματος 1737 (2006) ή του ψηφίσματος 1747 (2007)».

6        Με το ψήφισμα 1929 (2010), της 9ης Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας θέσπισε σειρά πρόσθετων μέτρων σε βάρος της IRISL. Ειδικότερα, τα σημεία 14 έως 22 του εν λόγω ψηφίσματος επεκτείνουν τα μέτρα της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που προβλέπονται στο ψήφισμα 1737 (2006) σε «οντότητες της [IRISL] που κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙΙ καθώς και σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα ενεργεί εξ ονόματος ή βάσει των οδηγιών των ως άνω οντοτήτων, καθώς και σε οντότητες που αποτελούν ιδιοκτησία τους ή τελούν υπό τον έλεγχό τους, ακόμη και με παράνομο τρόπο, ή έχει κριθεί από το Συμβούλιο [Ασφαλείας] ή την [Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] ότι έχουν συνδράμει τις ως άνω οντότητες στο να αποφύγουν τις κυρώσεις ή στην παράβαση των διατάξεων των ψηφισμάτων [του]».

7        Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδόθηκαν η κοινή θέση 2007/140/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 61, σ. 49) και ο κανονισμός (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 103, σ. 1).

8        Στις 17 Ιουνίου 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προκειμένου να συμμορφωθεί με το ψήφισμα 1929 (2010), εξέδωσε τη «δήλωση σχετικά με το Ιράν» [Παράρτημα II των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010 (έγγραφο EUCO 3/10)] ενώ, συγχρόνως, κάλεσε το Συμβούλιο να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή των μέτρων που περιλαμβάνονταν στο εν λόγω ψήφισμα, καθώς και συνοδευτικά μέτρα, με σκοπό να διευκολυνθεί η διευθέτηση, μέσω διαπραγματεύσεων, όλων των εκκρεμών ζητημάτων σε σχέση με το πρόγραμμα διαδόσεως πυρηνικών όπλων του Ιράν. Τα μέτρα αυτά εστίαζαν σε ορισμένους βασικούς τομείς της οικονομίας του Ιράν, και ιδίως του «ιρανικού τομέα των μεταφορών και ειδικότερα της IRISL και των θυγατρικών της».

9        Με την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39), το Συμβούλιο έθεσε σε εφαρμογή τη «δήλωση σχετικά με το Ιράν» που είχε εκδώσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το παράρτημα II της αποφάσεως αυτής απαριθμεί τα πρόσωπα και τις οντότητες, πέραν εκείνων που καθορίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή την Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας που συστάθηκε με το ψήφισμα 1737 (2006), των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία δεσμεύονται.

10      Με την απόφαση 2010/413, το Συμβούλιο καταχώρισε την επωνυμία της HTTS στον κατάλογο των οντοτήτων του παραρτήματος II της αποφάσεως αυτής, με την αιτιολογία ότι «ενεργούσε για λογαριασμό της [Hafize Darya Shipping Lines] στην Ευρώπη». Οι επωνυμίες της IRISL και ορισμένων άλλων ιρανικών ναυτιλιακών εταιριών, ήτοι των IRISL Europe GmbH, Hafize Darya Shipping Lines (στο εξής: HDSL) και Safiran Pyam Darya Shipping Lines (στο εξής: SAPID), ομοίως καταχωρίστηκαν.

11      Κατόπιν τούτου, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 195, σ. 25), οι επωνυμίες της IRISL, της IRISL Europe, της HDSL, της SAPID και της HTTS καταχωρίστηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

12      Στις 8 Οκτωβρίου 2010, η IRISL και 17 άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι IRISL Europe, HDSL και SAPID, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της καταχωρίσεως των επωνυμιών τους στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως T‑489/10.

13      Με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81), η επωνυμία της HTTS διατηρήθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, με την αιτιολογία ότι ήταν εταιρία «[ε]λεγχόμενη [ή] ενεργούσα εξ ονόματος της IRISL».

14      Την 1η Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 71). Βάσει της αποφάσεως 2011/783, το όνομα του προσφεύγοντος καταχωρίσθηκε στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που απαριθμούνται στον πίνακα III του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413.

15      Σύμφωνα με την απόφαση 2011/783, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1245/2011, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 11), τροποποίησε το παράρτημα VIII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), με την προσθήκη, μεταξύ άλλων, του ονόματος του ενάγοντος στον κατάλογο του παραρτήματος αυτού.

16      Από την απόφαση 2011/783 και τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011, που αφορούν την καταχώριση του ονόματος του ενάγοντος στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010 (στο εξής: πρώτη καταχώριση), προκύπτει ότι η αιτιολογία η οποία έγινε δεκτή ως προς τον τελευταίο ήταν η ακόλουθη: «[π]ρώην Νομικός Διευθυντής της IRISL, Διευθυντής της κατονομασθείσας από την [Ένωση] HTTS […]» και «Διευθυντής της εταιρίας-προπέτασμα NHL Basic Ltd».

17      Στις 23 Μαρτίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1), σε συνέχεια της εκδόσεως της αποφάσεως 2012/35/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2012, L 19, σ. 22). Βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012, το όνομα του ενάγοντος και η επωνυμία της HTTS καταχωρίστηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος IX του τελευταίου αυτού κανονισμού, με την ίδια, κατ’ ουσίαν, αιτιολογία με εκείνη της πρώτης καταχωρίσεως, με εξαίρεση την αναφορά στα καθήκοντά του ως διευθυντή της εταιρίας-προπέτασμα NHL Basic Ltd (στο εξής, όσον αφορά τον ενάγοντα, δεύτερη καταχώριση).

18      Με την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2013, HTTS κατά Συμβουλίου (T‑128/12 και T‑182/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:312), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2012/35 και τον κανονισμό 267/2012, κατά το μέτρο που αφορούν την HTTS.

19      Με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο ενάγων κατά της δεύτερης καταχωρίσεως και την ακύρωσε κατά το μέτρο που ο εκτελεστικός κανονισμός 1245/2011 αφορούσε τον ενάγοντα, με ισχύ από τις 16 Νοεμβρίου 2013.

20      Με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑489/10, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή που είχαν ασκήσει η IRISL και άλλες ναυτιλιακές εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι IRISL Europe, HDSL και SAPID, κατά της αποφάσεως 2010/644, του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, του κανονισμού 961/2010 και του κανονισμού 267/2012, κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές τις αφορούσαν.

21      Στις 10 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/497/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 272, σ. 46), καθώς και τον κανονισμό (ΕΕ) 971/2013, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 267/2012 (ΕΕ 2013, L 272, σ. 1). Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2013/497 καθώς και του κανονισμού 971/2013, οι πράξεις αυτές αποσκοπούν στην προσαρμογή των κριτηρίων καταχωρίσεως στους καταλόγους όσον αφορά τα πρόσωπα και τις οντότητες που έχουν βοηθήσει τα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν ή να παραβιάσουν τις διατάξεις των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της απόφασης 2010/413 και του κανονισμού 267/2012, προκειμένου να συμπεριλάβουν στο πεδίο εφαρμογής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων τα πρόσωπα και τις οντότητες που έχουν αυτά τα ίδια αποφύγει ή παραβιάσει τις εν λόγω διατάξεις.

22      Η απόφαση 2013/497 προέβλεψε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 νέα προϋπόθεση καταχωρίσεως η οποία αφορά τα «πρόσωπα ή οντότητες [που] παρέχουν ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην IRISL] ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο [αυτής] ή ενεργούν για λογαριασμό [της] […]». Ως εκ τούτου, το ίδιο κριτήριο προστέθηκε με τον κανονισμό 971/2013 στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012.

23      Μετά την έκδοση των αποφάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 18 έως 20 ανωτέρω, το όνομα του ενάγοντος και η επωνυμία της HTTS αποτέλεσαν αντικείμενο περαιτέρω καταχωρίσεων εκ μέρους του Συμβουλίου. Συγκεκριμένα, στις 15 Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/661/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 306, σ. 18). Την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1154/2013, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 267/2012 (ΕΕ 2012, L 306, σ. 3). Με την απόφαση 2013/661 και τον ως άνω εκτελεστικό κανονισμό, τα εν λόγω ονόματα καταχωρίσθηκαν εκ νέου στους καταλόγους, αντιστοίχως, του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής, από κοινού, κατά το μέτρο που αφορούν τον ενάγοντα, τρίτη καταχώριση).

24      Η τρίτη καταχώριση αιτιολογήθηκε από το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ενεργήσει για λογαριασμό της IRISL. Διετέλεσε Διευθυντής της IRISL έως το 2008 και μετέπειτα Διευθύνων Σύμβουλος της IRISL Europe. Είναι Διευθύνων Σύμβουλος της HTTS, η οποία, ως γενικός πράκτορας, παρέχει βασικές υπηρεσίες στη SAPID και στην HDSL, αμφότερες κατονομασθείσες οντότητες που ενεργούν εκ μέρους της IRISL.

25      Με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο ενάγων κατά της τρίτης καταχωρίσεως καθώς και η HTTS κατά του κανονισμού 1154/2013 κατά το μέρος που την αφορά.

26      Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2017, ο ενάγων υπέβαλε στο Συμβούλιο αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν σε βάρος του.

27      Το Συμβούλιο, με έγγραφο της 15ης Μαΐου 2017, απέρριψε το αίτημα.

28      Παράλληλα, η αγωγή της HTTS με αίτημα να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 2 516 221,50 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν σε βάρος της απορρίφθηκε με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, HTTS κατά Συμβουλίου (T‑692/15, EU:T:2017:890). Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε, εν συνεχεία, από το Δικαστήριο, με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694). Το Δικαστήριο ανέπεμψε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑692/15 RENV, HTTS κατά Συμβουλίου, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2017, ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Η υπόθεση ανατέθηκε στο τρίτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Στις 10 Νοεμβρίου 2017, το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

32      Στις 26 Οκτωβρίου 2017, το Συμβούλιο κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής. Στις 9 Νοεμβρίου 2017, ο ενάγων κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής.

33      Με απόφαση του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 2017, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει στην υπό κρίση διαφορά.

34      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως στις 8 Ιανουαρίου 2018 και οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν, αντιστοίχως, από τον μεν ενάγοντα στις 9 Φεβρουαρίου 2018, από το δε Συμβούλιο στις 23 Μαρτίου 2018.

36      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2018, ο ενάγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

37      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) έλαβε ένα πρώτο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων επί ενδεχόμενης αναστολής της διαδικασίας εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως C‑123/18 P. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

38      Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

39      Μετά την έκδοση της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) έλαβε, κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, ένα δεύτερο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων επί των συνεπειών της εν λόγω αποφάσεως για την υπό κρίση υπόθεση. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

40      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, ο οποίος τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα υπό τη νέα του σύνθεση, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

41      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του ενάγοντος για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και προχώρησε στην προφορική διαδικασία.

42      Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2020, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση T‑692/15 RENV, HTTS κατά Συμβουλίου, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

43      Μετά από διάφορες αναβολές της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως οφειλόμενες στην υγειονομική κρίση λόγω της νόσου COVID‑19, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Νοεμβρίου 2020, η οποία διεξήχθη μέσω τηλεδιάσκεψης με τη συγκατάθεση του ενάγοντος.

44      Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 250 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της καταχωρίσεως του ονόματός του:

–        στον πίνακα III του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, με την απόφαση 2011/783, και της καταχωρίσεως του ονόματός του στον πίνακα III του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, με τον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011·

–        στον πίνακα III του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012·

–        στον πίνακα III του παραρτήματος της αποφάσεως 2013/661 και στον πίνακα III του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 1154/2013 (στο εξής, από κοινού: επίμαχοι κατάλογοι)·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο, να καταβάλει τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με βάση το επιτόκιο που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, από τις 24 Μαρτίου 2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση του ποσού των 250 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

45      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή,

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

46      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή,

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

47      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αγωγής αποζημιώσεως σχετικά με τις αποφάσεις 2011/783 και 2013/661 που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των προσώπων ή οντοτήτων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα απαιτεί, προκειμένου η προστασία αυτή να είναι πλήρης, να μπορεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται επί αγωγής αποζημιώσεως η οποία ασκείται από τα εν λόγω πρόσωπα ή οντότητες και η οποία έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου, C‑134/19 P, EU:C:2020:793, σκέψη 43).

49      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αγωγής αποζημιώσεως καθόσον με αυτή ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα επιβληθέντα εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων και προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου, C‑134/19 P, EU:C:2020:793, σκέψη 44).

50      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως επιβεβαίωσε ο ενάγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως αποσκοπεί στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011, του κανονισμού 267/2012 και του εκτελεστικού κανονισμού 1154/2013. Επιπλέον, ο ενάγων αναφέρεται στις αποφάσεις 2011/783 και 2013/661 μόνο στο μέτρο που αυτές συνιστούσαν τη βάση και την αναγκαία προϋπόθεση των εν λόγω κανονισμών.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής αποζημιώσεως που άσκησε ο ενάγων.

 Επί της παραγραφής της αξιώσεως αποζημιώσεως

52      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η αξίωση αποζημιώσεως έχει εν μέρει παραγραφεί.

53      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, συναφώς, ότι τα δικαιώματα που επικαλείται ο ενάγων στηρίζονται σε πράξεις του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2011, της 23ης Μαρτίου 2012 και της 15ης Νοεμβρίου 2013 και ότι, όσον αφορά τις αγωγές που στηρίζονται στις εν λόγω πράξεις, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από τις αντίστοιχες αυτές ημερομηνίες.

54      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η προθεσμία παραγραφής διακόπηκε μόλις στις 23 Μαρτίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων του απηύθυνε την αίτηση περί αποζημιώσεως λόγω της λήψης των επίμαχων μέτρων.

55      Κατά συνέπεια, οι ενδεχόμενες ζημίες που απορρέουν από γεγονότα τα οποία είχαν λάβει χώρα πέντε και πλέον έτη πριν από τις 23 Μαρτίου 2017 έχουν παραγραφεί, τούτο δε ισχύει ιδίως για την αίτηση αποζημιώσεως κατά το μέτρο που στηρίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό 1245/2011, ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 267/2012.

56      Το Συμβούλιο προσθέτει ότι είτε ο ενάγων υπέστη ζημίες πριν από τις 23 Μαρτίου 2012 και, επομένως, η αγωγή αποζημιώσεώς του για τις εν λόγω ζημίες έχει παραγραφεί είτε ο ενάγων υπέστη ζημίες μετά τις 23 Μαρτίου 2012, ήτοι κατά την ημερομηνία κατά την οποία η πρώτη καταχώριση καταργήθηκε με τον κανονισμό 267/2012.

57      Ο ενάγων υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προθεσμία παραγραφής πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με την επέλευση της ζημίας και όχι με την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος που αποτελεί τη βάση της αξιώσεως αποζημιώσεως. Η ηθική βλάβη, όμως, που απορρέει από την πρώτη καταχώριση εκδηλώθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2012.

58      Εν συνεχεία, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η προσβολή της φήμης συνιστά διαρκή ζημία η οποία επήλθε από τον Απρίλιο του 2012 μέχρι την ημερομηνία ακυρώσεως της τρίτης καταχωρίσεως.

59      Ο ενάγων επικαλείται την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2017, Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑673/15, EU:T:2017:377), και ειδικότερα τις σκέψεις 39 έως 42 της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να υποστηρίξει ότι, σε περίπτωση διαρκούς ζημίας, η κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραγραφή ισχύει, με γνώμονα την ημερομηνία της διακόπτουσας την παραγραφή πράξεως, για την περίοδο που προηγείται πλέον των πέντε ετών από την ημερομηνία αυτή, χωρίς να επηρεάζει τα δικαιώματα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων περιόδων και ανεξάρτητα από την ημερομηνία του ζημιογόνου γεγονότος που αποτελεί τη βάση της αξιώσεως αποζημιώσεως.

60      Τέλος, ο ενάγων επισημαίνει ότι η ζημία της οποίας ζητεί την αποκατάσταση συνιστά, ασφαλώς, απόρροια εκάστου των παράνομων περιοριστικών μέτρων που έλαβε το Συμβούλιο, πλην όμως η ζημία αυτή εκδηλώθηκε με το πέρασμα του χρόνου και μόνον, κυρίως από τον Απρίλιο του 2012 και μετέπειτα.

61      Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, οι αξιώσεις κατά της Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος.

62      Υπενθυμίζεται ότι η προθεσμία παραγραφής, την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ως σκοπό, αφενός, να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος, δεδομένου ότι αυτός πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκές χρονικό διάστημα για να συγκεντρώσει τα κατάλληλα στοιχεία προκειμένου να ασκήσει τυχόν αγωγή, και, αφετέρου, να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο ζημιωθείς να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση του δικαιώματός του για αποζημίωση. Ως εκ τούτου, η προθεσμία αυτή προστατεύει, τελικά, τόσο τον ζημιωθέντα όσο και τον αυτουργό της ζημίας (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψεις 33 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 49).

63      Κατά τη νομολογία, η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει άπαξ και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση επανορθώσεως και, ιδίως, προκειμένου για περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων η ευθύνη είναι απόρροια κανονιστικής πράξεως, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει μόνον εφόσον έχουν παραχθεί τα ζημιογόνα της εν λόγω πράξεως αποτελέσματα. Η λύση αυτή, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και στις διαφορές που προκύπτουν από ατομικές πράξεις, συνεπάγεται ότι η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εφόσον η απόφαση παρήγαγε τα αποτελέσματά της έναντι των προσώπων τα οποία αφορά [πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψεις 29 και 30].

64      Εν προκειμένω, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η ηθική βλάβη της οποίας ζητεί την ικανοποίηση οφείλεται στην πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη καταχώριση και ότι, όσον αφορά την πρώτη καταχώριση, αυτή παρήγαγε αποτελέσματα έναντι αυτού μόνον από την 1η Δεκεμβρίου 2011 έως τις 22 Μαρτίου 2012.

65      Όσον αφορά την πρώτη καταχώριση, όμως, επισημαίνεται ότι η πρώτη πράξη διακοπής της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι η αίτηση αποζημιώσεως που ο ενάγων υπέβαλε στο Συμβούλιο, έλαβε χώρα μόλις στις 23 Μαρτίου 2017, ήτοι πέντε και πλέον έτη μετά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 1245/2011 και, εν πάση περιπτώσει, αφότου ο εκτελεστικός αυτός κανονισμός άρχισε να παράγει, την 1η Δεκεμβρίου 2011, τα αποτελέσματά του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τον ενάγοντα όσον αφορά την ηθική βλάβη του.

66      Ο ενάγων διευκρινίζει επίσης ότι, αν και οι ζημίες των οποίων ζητεί την αποκατάσταση οφείλονταν σε καθένα από τα παράνομα περιοριστικά μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο, πλην όμως επήλθαν με το πέρασμα του χρόνου και μόνον, κυρίως από τον Απρίλιο του 2012 και μετέπειτα.

67      Επισημαίνεται πάντως ότι, όπως τόνισε και το Συμβούλιο, κατά την ημερομηνία αυτή η πρώτη καταχώριση είχε παύσει να παράγει τα αποτελέσματά της λόγω της δεύτερης καταχωρίσεως, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαρτίου 2012, η οποία την καταργούσε.

68      Επιπλέον επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την πρώτη καταχώριση, δεν μπορεί ομοίως να ευδοκιμήσει το επιχείρημα του ενάγοντος σχετικά με την ύπαρξη διαρκούς ζημίας οφειλόμενης στην καταχώριση αυτή και εκδηλωθείσας μόλις τον Απρίλιο του 2012 με συνέπειες για ολόκληρο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν επιβληθεί στον ενάγοντα τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

69      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2017, Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑673/15, EU:T:2017:377), την οποία ο ενάγων επικαλείται προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξη διαρκούς ζημίας, η προβαλλόμενη ηθική βλάβη στην υπό κρίση υπόθεση δεν απορρέει, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του ενάγοντος, από μία και μόνον παράνομη πράξη, αλλά από τρεις διακριτές πράξεις, ήτοι από την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη καταχώριση. Επιπλέον, ο ίδιος ο ενάγων υποστηρίζει ότι η ζημία της οποίας ζητεί την αποκατάσταση εκδηλώθηκε μόλις από τον Απρίλιο του 2012, ήτοι μετά την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ισχύει η πρώτη καταχώριση.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε ο ενάγων, κατά το μέτρο που αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την πρώτη καταχώριση, πρέπει να θεωρηθεί ως απαράδεκτη λόγω παραγραφής της σχετικής αξιώσεως.

71      Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη καταχώριση (στο εξής, από κοινού: επίμαχες καταχωρίσεις), υπενθυμίζεται ότι ο ενάγων απηύθυνε στο Συμβούλιο την αίτηση αποζημιώσεως με τηλεομοιοτυπία στις 23 Μαρτίου 2017, ήτοι πέντε έτη μετά την ημερομηνία της δεύτερης καταχωρίσεως, και ότι, εν συνεχεία, άσκησε την αγωγή αποζημιώσεως στις 14 Ιουλίου 2017, ήτοι εντός δύο μηνών από την παραλαβή του από 15 Μαΐου 2017 εγγράφου του Συμβουλίου περί απορρίψεως της αιτήσεώς του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω αγωγή αποζημιώσεως, καθόσον αποσκοπεί στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται να προκλήθηκε από τις ως άνω καταχωρίσεις, πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Επί της προβαλλόμενης κατάφωρης παραβάσεως κανόνων δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες

72      Προς θεμελίωση της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως κανόνων δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ο ενάγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, παραβαίνοντας την υποχρέωσή του να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά και να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους λόγους λήψεως περιοριστικών μέτρων, διέπραξε κατάφωρη παράβαση των ουσιαστικών προϋποθέσεων καταχωρίσεως (πρώτη αιτίαση), υπέπεσε σε κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (δεύτερη αιτίαση), καθώς επίσης διέπραξε κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής και της ιδιωτικής ζωής, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της επιχειρηματικής ελευθερίας, και του δικαιώματος ιδιοκτησίας (τρίτη αιτίαση).

73      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, ο ενάγων προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα.

74      Πρώτον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), έκρινε ότι η αδικαιολόγητη καταχώριση προσώπου, ελλείψει αρκούντως βάσιμων πραγματικών στοιχείων, συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου οι οποίοι αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, στο μέτρο που το Συμβούλιο δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση, και ότι ο κανόνας ο οποίος επιβάλλει την ανωτέρω υποχρέωση δεν αφορά κατάσταση ιδιαιτέρως σύνθετη. Ο ενάγων προσθέτει ότι ο εν λόγω κανόνας καθιερώθηκε πριν από την πραγματοποίηση των επίμαχων καταχωρίσεων, με τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (T‑228/02, EU:T:2006:384), και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (T‑390/08, EU:T:2009:401), και ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του περί εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών και παροχής αποδεικτικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε βάρος του.

75      Δεύτερον, ο ενάγων, στηριζόμενος στις αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), σχετικά, αντιστοίχως, με τις επίμαχες καταχωρίσεις, υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην ακύρωση της πρώτης καταχωρίσεως, το Συμβούλιο δήλωσε, αφενός, ότι δεν είχε στη διάθεσή του ούτε τις παρασχεθείσες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πληροφορίες ούτε το άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουνίου 2010 στην εφημερίδα New York Times κατά τη δεύτερη καταχώριση (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου, T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409, σκέψη 52), και, αφετέρου, ότι προέβαινε στην καταχώριση προσώπων και οντοτήτων στους καταλόγους κυρώσεων κατόπιν αιτήσεων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης χωρίς να διενεργεί κανέναν έλεγχο.

76      Επιπλέον, ο ενάγων υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» και ότι, με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσέγγιση του Συμβουλίου χαρακτηριζόταν από «έλλειψη επιμέλειας».

77      Εξάλλου, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 47 και 48 της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), το Γενικό Δικαστήριο ρητώς έκρινε ότι ούτε οι προσβαλλόμενες πράξεις ούτε το έγγραφο το οποίο απέστειλε το Συμβούλιο στον ενάγοντα στις 23 Μαρτίου 2012, προκειμένου να του εξηγήσει τους λόγους διατηρήσεως της ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων που κατηγορούνταν για προώθηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων στο Ιράν, περιείχαν την παραμικρή ένδειξη ως προς τη φύση του φερόμενου ελέγχου της HTTS από την IRISL, ή τις δραστηριότητες που ασκούσε η IRISL για λογαριασμό της IRISL, βάσει των οποίων να δικαιολογείται η δεύτερη καταχώριση.

78      Τέλος, όσον αφορά την τρίτη καταχώριση, ο ενάγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο προσκόμισε διάφορα έγγραφα, αλλά ότι τα έγγραφα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «αποδεικτικά στοιχεία», δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ότι μεταξύ αυτού και της IRISL καθώς και της IRISL Europe υφίστατο σχέση ικανή να δικαιολογήσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του. Συναφώς, ο ενάγων επισημαίνει, εξάλλου, ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), κρίθηκε ότι η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η παρανομία και ότι η αρχή αυτή πρέπει να τύχει εφαρμογής στο πλαίσιο της παραβάσεως που διαπράχθηκε με την πραγματοποίηση της τρίτης καταχωρίσεως, παρά την ακύρωση της δεύτερης καταχωρίσεως με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409).

79      Τρίτον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι δεν υφίστατο καμία ιδιαίτερη δυσχέρεια για το Συμβούλιο προκειμένου να δεχθεί ότι μια παλαιότερη δραστηριότητα δεν δικαιολογούσε αφ’ εαυτής την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά προσώπου και ότι, επομένως, το Συμβούλιο δεν διέθετε, συναφώς, κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ή, το πολύ, διέθετε εξαιρετικά περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως.

80      Τέταρτον, κατά τον ενάγοντα, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη, κατά την τρίτη καταχώριση, το γεγονός ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑489/10, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει την καταχώριση της επωνυμίας της IRISL καθώς και άλλων εταιριών στις οποίες γινόταν αναφορά, μεταξύ άλλων, της SAPID και της HDSL, και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα προσκομισθέντα «αποδεικτικά στοιχεία» ήταν εξαρχής αλυσιτελή.

81      Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως παροχής αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη σχέσης μεταξύ αυτού και της IRISL συνεπάγεται, επομένως, κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

82      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν το σύνολο των επιχειρημάτων του ενάγοντος.

 Υπόμνηση της νομολογίας περί εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

83      Υπενθυμίζεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο δεν αποβλέπει στην κατάργηση συγκεκριμένου μέτρου, αλλά στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία προκάλεσε ένα θεσμικό όργανο (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, 5/71, EU:C:1971:116, σκέψη 3) και ότι η προσφυγή ακυρώσεως δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

84      Επιπροσθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32).

85      Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι σωρευτικές (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Fahas κατά Συμβουλίου, T‑49/07, EU:T:2010:499, σκέψη 93, και διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2012, Dagher κατά Συμβουλίου, T‑218/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:82, σκέψη 34). Επομένως, εφόσον δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14, και της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΚΤ, T‑436/09, EU:T:2011:634, σκέψη 193).

86      Κατά πάγια νομολογία, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα ενωσιακής νομικής πράξεως, για παράδειγμα στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να κριθεί ότι στοιχειοθετείται άνευ ετέρου η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, η οποία προϋποθέτει τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα. Συγκεκριμένα, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η νομολογία απαιτεί ο ενάγων να αποδείξει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διέπραξε απλή παρανομία, αλλά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑433/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:374, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Εξάλλου, η απόδειξη κατάφωρης παραβάσεως έχει ως σκοπό να αποφεύγεται, ιδίως στον τομέα των περιοριστικών μέτρων, η παρακώλυση της αποστολής την οποία το θεσμικό όργανο καλείται να επιτελέσει προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης και των κρατών μελών της, λόγω του κινδύνου να κληθεί τελικώς το οικείο θεσμικό όργανο να φέρει τη ζημία που οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να υποστούν από τις πράξεις του, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτεται στους ιδιώτες το βάρος των συνεπειών, συνισταμένων σε υλική ζημία ή ηθική βλάβη, για καταφανείς και ασύγγνωστες παραβάσεις που το οικείο θεσμικό όργανο έχει διαπράξει (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑433/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:374, σκέψη 49).

88      Πράγματι, ο ευρύτερος σκοπός της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, σύμφωνα με τους στόχους της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης που εκτίθενται στο άρθρο 21 ΣΕΕ, είναι ικανός να δικαιολογήσει τις αρνητικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, που απορρέουν, για ορισμένους επιχειρηματίες, από αποφάσεις περί εφαρμογής πράξεων που θεσπίζονται από την Ένωση προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο θεμελιώδης σκοπός (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑433/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:374, σκέψη 50).

 Υπόμνηση των αρχών που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C123/18 P)

89      Με τη σκέψη 33 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694) το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες υφίσταται όταν η παράβαση αυτή συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, τα δε στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, η πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στο θεσμικό όργανο της Ένωσης.

90      Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε, με τη σκέψη 34 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), ότι η απαίτηση περί κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου της Ένωσης απορρέει από την ανάγκη στάθμισης μεταξύ, αφενός, της προστασίας των ιδιωτών έναντι των παράνομων ενεργειών των θεσμικών οργάνων και, αφετέρου, της διακριτικής ευχέρειας που πρέπει να καταλείπεται στα εν λόγω θεσμικά όργανα προκειμένου να μην παραλύει η δράση τους. Η στάθμιση αυτή είναι ακόμη πιο σημαντική στον τομέα των περιοριστικών μέτρων, όπου τα εμπόδια που αντιμετωπίζει το Συμβούλιο ως προς τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών καθιστούν συχνά ιδιαιτέρως δύσκολη την αξιολόγηση στην οποία αυτό οφείλει να προβαίνει.

91      Δεύτερον, με τη σκέψη 43 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), επισήμανε ότι μόνον η διαπίστωση πλημμέλειας στην οποία δεν θα υπέπιπτε, υπό παρόμοιες συνθήκες, μια διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

92      Τρίτον, με τις σκέψεις 44 και 46 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της ύπαρξης κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου της Ένωσης αφορούν, στο σύνολό τους, την ημερομηνία κατά την οποία το οικείο θεσμικό όργανο έλαβε την απόφαση ή εξεδήλωσε τη συμπεριφορά και ότι εξ αυτού συνάγεται ότι η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου της Ένωσης πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις υπό τις οποίες το θεσμικό όργανο ενήργησε κατά τη συγκεκριμένη αυτή ημερομηνία.

93      Τέταρτον, με τη σκέψη 41 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν κανονισμός με τον οποίο έχει ληφθεί περιοριστικό μέτρο ακυρώθηκε με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου, ως προς τον κανονισμό αυτόν επληρούτο ήδη το πρώτο σκέλος της πρώτης προϋποθέσεως στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι η παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

94      Πέμπτον, με τις σκέψεις 77 έως 79 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, για τους σκοπούς της λήψης μέτρων, η δραστηριοποίηση υπό τον έλεγχο προσώπου ή οντότητας και η δραστηριοποίηση εξ ονόματος ενός τέτοιου προσώπου ή οντότητας πρέπει να εξομοιώνονται. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την ανάλυση του σκοπού της εν λόγω διατάξεως, ο οποίος είναι να παρασχεθεί στο Συμβούλιο η δυνατότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων κατά των προσώπων που εμπλέκονται στη διάδοση πυρηνικών όπλων και να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των μέτρων αυτών. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το εν λόγω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 961/2010.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

95      Υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 83 έως 94 ανωτέρω πρέπει να εξακριβωθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

96      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, δεδομένων των όσων υπομνήσθηκαν με τη σκέψη 93 ανωτέρω, κατά το μέτρο που οι επίμαχες καταχωρίσεις ακυρώθηκαν, αντιστοίχως, με τις αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), οι οποίες έχουν ισχύ δεδικασμένου, το πρώτο σκέλος της πρώτης προϋποθέσεως στοιχειοθετήσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι η παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται όσον αφορά τις καταχωρίσεις αυτές. Επομένως, εν συνεχεία, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο ενάγων καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω καταχωρίσεις συνιστούν κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται κατάφωρη παράβαση των ουσιαστικών προϋποθέσεων καταχωρίσεως κατά παράβαση της υποχρεώσεως εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών και παροχής αποδεικτικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν τους λόγους επιβολής περιοριστικών μέτρων

97      Το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει αν το Συμβούλιο, με τις επίμαχες καταχωρίσεις, υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, υπό το πρίσμα αποκλειστικώς των αποδεικτικών στοιχείων που το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο προέβη στις καταχωρίσεις αυτές.

98      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθούν τα στοιχεία που το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του κατά την ημερομηνία της πρώτης καταχωρίσεως, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί τμήμα του πλαισίου των επίμαχων καταχωρίσεων. Ειδικότερα, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η πρώτη καταχώριση είχε στηριχθεί στο γεγονός ότι ο ενάγων είχε διατελέσει Διευθυντής της IRISL έως το 2008, πριν εγκατασταθεί στην Ευρώπη και ιδρύσει την HTTS. Το Συμβούλιο επισήμανε, επίσης, ότι η τελευταία αυτή εταιρία είχε την έδρα της στο Αμβούργο (Γερμανία), επί της οδού Schottweg αριθ. 7, και ότι η IRISL Europe, ευρωπαϊκή θυγατρική της IRISL, είχε την έδρα της στο Αμβούργο, επί της οδού Schottweg αριθ. 5. Επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει και το Συμβούλιο, κατά την ημερομηνία της πρώτης καταχωρίσεως αυτό είχε πράγματι στη διάθεσή του στοιχεία σχετικά με τη διεύθυνση της HTTS, όπως προκύπτει από τα στοιχεία ταυτοποιήσεως όσον αφορά τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το μέρος III, σημείο 1, στοιχεία δʹ και θʹ, του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010.

99      Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι είχε, επίσης, στη διάθεσή του τα ψηφίσματα 1803 (2008) και 1929 (2010) σχετικά με την IRISL, καθώς και την έκθεση της Επιτροπής Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την οποία διαπιστώνονταν τρεις πρόδηλες παραβάσεις, εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας, του εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί με το ψήφισμα 1747 (2007). Αφενός, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά μνημονεύονται στην αιτιολογία σχετικά με την εγγραφή της IRISL στο μέρος III του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, καθώς και στο μέρος III του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, συνιστά απόδειξη περί του ότι τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονταν πράγματι στην κατοχή του.

100    Αφετέρου, το υποστατό των τριών παραβάσεων του εμπάργκο όπλων που διαπιστώθηκαν με την ως άνω έκθεση δεν αμφισβητήθηκε, όπως εξάλλου ούτε το περιεχόμενο της εν λόγω εκθέσεως, κατά το μέτρο που από αυτή προκύπτει ότι η IRISL είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση της καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων μέτρων, διά της μεταφοράς των δραστηριοτήτων της σε άλλες επιχειρήσεις, και ότι η έδρα της στην Ευρώπη βρισκόταν πλησίον εκείνης της HTTS, εταιρίας την οποία είχε ιδρύσει και διαχειριζόταν ο ενάγων. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Συμβούλιο, τα ανωτέρω στοιχεία είχαν αποτελέσει ενδείξεις για την πρώτη καταχώριση, στο μέτρο που η καταχώριση αυτή αποτελούσε άμεση συνέπεια της καταχωρίσεως της IRISL, και εντέλει της HDSL, δεδομένου ότι η επωνυμία της τελευταίας, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε η HTTS είχε περιληφθεί στο μέρος III του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 καθώς και στο μέρος III του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 ως ενεργούσα για λογαριασμό της IRISL.

101    Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων δεν αμφισβήτησε τη γεωγραφική εγγύτητα της έδρας της IRISL Europe και εκείνης της HTTS στην Ευρώπη. Ο ενάγων παραδέχθηκε μάλιστα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά την εγγύτητα αυτή, ότι, κατά το χρονικό σημείο των επίμαχων καταχωρίσεων, η HTTS ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες των εργαζομένων της IRISL Europe, η οποία της είχε διαθέσει μέρος του προσωπικού της.

102    Τέλος, το Συμβούλιο υποστήριξε, χωρίς το υποστατό των πραγματικών περιστατικών να αμφισβητηθεί από τον ενάγοντα, ότι, κατά το χρονικό σημείο της πρώτης καταχωρίσεως, η HTTS, της οποίας ο ενάγων ήταν Διευθυντής, δραστηριοποιούνταν ως ναυτικός πράκτορας για λογαριασμό της HDSL, η οποία θεωρούνταν στενά συνδεδεμένη με την IRISL και της οποίας η επωνυμία είχε επίσης περιληφθεί, στις 26 Ιουλίου 2010, στους καταλόγους των οντοτήτων για τις οποίες υφίσταντο υπόνοιες ότι προωθούσαν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων στο Ιράν, με την αιτιολογία ότι «ενεργ[ούσε] εξ ονόματος της IRISL, [καθόσον προέβαινε] σε πράξεις [μεταφοράς] με εμπορευματοκιβώτια χρησιμοποιώντας σκάφη που ανήκουν στην IRISL», και ότι ο N. Bateni είχε διατελέσει Διευθυντής της IRISL μέχρι το 2008, πριν εγκατασταθεί στην Ευρώπη και ιδρύσει την HTTS.

103    Λαμβάνοντας υπόψη αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εξετασθούν τα στοιχεία που χρησίμευσαν ως βάση για τη δεύτερη καταχώριση. Το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι η καταχώριση αυτή είχε στηριχθεί ουσιαστικώς σε συγκεκριμένη και μη αμφισβητηθείσα περίσταση, ήτοι στο γεγονός ότι ο ενάγων είχε διατελέσει Διευθυντής της IRISL έως το 2008 και ήταν Διευθυντής της HTTS κατά το χρονικό σημείο της πρώτης καταχωρίσεως. Το Συμβούλιο επισήμανε, εξάλλου, ότι τούτο προέκυπτε προδήλως από το έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2012, με το οποίο ο ενάγων είχε αμφισβητήσει την αιτιολογία της πρώτης καταχωρίσεως.

104    Όσον αφορά την τρίτη καταχώριση, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, πριν από την επιβολή του εν λόγω μέτρου, τα έγγραφα που μνημονεύονται στα παραρτήματα A.3 και A.5 του δικογράφου της αγωγής ήταν επίσης διαθέσιμα και είχαν γνωστοποιηθεί στον ενάγοντα. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για μια δημόσια πηγή πληροφοριών συνιστάμενη στο άρθρο της εφημερίδας New York Times της 7ης Ιουνίου 2010, με τίτλο «Companies Linked to IRISL», το οποίο περιείχε κατάλογο 66 επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων η HTTS και η HDSL, οι οποίες είχαν σχέση με την IRISL και προς τις οποίες η τελευταία είχε μεταβιβάσει σκάφη, και έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ο ενάγων ήταν Διευθύνων Σύμβουλος της IRISL Europe από το 2009 και της HTTS από το 2010.

105    Εξάλλου, από τα παραρτήματα A.3 και A.5 του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι το Συμβούλιο, πριν προβεί στην τρίτη καταχώριση, γνωστοποίησε στον ενάγοντα ένα σύνολο στοιχείων ικανών να τεκμηριώσουν ότι αυτός είχε διατελέσει Διευθυντής της IRISL έως το 2008 και, εν συνεχεία, Διευθυντής της IRISL Europe και ότι η HTTS ενεργούσε ως πράκτορας της SAPID και της HDSL στην Ευρώπη για την παροχή βασικών υπηρεσιών ναυλομεσίτη.

106    Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι, κατά την τρίτη καταχώριση, έλαβε υπόψη την από 12ης Ιουνίου 2012 τελική έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε με το ψήφισμα 1929 (2010), καθώς και την από 5ης Ιουνίου 2013 τελική έκθεση της εν λόγω ομάδας εμπειρογνωμόνων, από τις οποίες προκύπτει ότι η IRISL είχε μεταβιβάσει σκάφη σε δύο συνδεδεμένες εταιρίες, ήτοι στην HDSL και τη SAPID. Επιπλέον, από το 2008, η IRISL και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρίες είχαν προβεί σε πολυάριθμες τροποποιήσεις όσον αφορά τον πραγματικό ιδιοκτήτη και τον καταχωρισμένο ιδιοκτήτη των σκαφών και σκάφη τα οποία είχαν ως πραγματικό ιδιοκτήτη την IRISL και τις συνδεόμενες με την IRISL εταιρίες δεν είχαν παύσει να αλλάζουν επωνυμία, σημαία και καταχωρισμένο ιδιοκτήτη. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των τελικών αυτών εκθέσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών, δεν αμφισβητείται ότι συνιστούν παραδεδεγμένα γεγονότα σε διεθνές επίπεδο.

107    Εξάλλου, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, κατά την τρίτη καταχώριση, είχε στη διάθεσή του μια δημόσια πηγή πληροφοριών, και συγκεκριμένα την έκθεση του Iran Watch της 2ας Αυγούστου 2012, καθώς και τις δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409). Από τις εν λόγω δηλώσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προκύπτει, πρώτον, ότι η HTTS διατηρούσε σχέσεις με την HDSL, η οποία είχε συσταθεί την άνοιξη του 2009 στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της IRISL, δεύτερον, ότι στα τέλη Νοεμβρίου 2009 η HDSL ανέλαβε τον στόλο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων της IRISL και ότι, παράλληλα, συστάθηκε η HTTS με μοναδικό σκοπό την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων κατά της IRISL, τρίτον, ότι η HTTS ενεργούσε ως πράκτορας της HDSL στην Ευρώπη, ενώ η IRISL Europe εξακολουθούσε να ενεργεί ως πράκτορας της IRISL για το υπόλοιπο του στόλου της εν λόγω εταιρίας και, τέταρτον, ότι η HTTS ασκούσε το σύνολο της δραστηριότητάς της για την IRISL.

108    Διευκρινίζεται, συναφώς, ότι οι εν λόγω δηλώσεις βρίσκονταν στη διάθεση του Συμβουλίου κατά την τρίτη καταχώριση, στο μέτρο που αναφορά στις δηλώσεις αυτές περιέχεται στην απόφαση της 12ης Ιουνίου 2013, HTTS κατά Συμβουλίου (T‑128/12 και T‑182/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:312), όπως προκύπτει από τη σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως, και ότι η έκδοση της αποφάσεως αυτής προηγείται της επίμαχης καταχωρίσεως.

109    Τέλος, το Συμβούλιο, απαντώντας σε ερώτηση που του απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε, όσον αφορά την τρίτη καταχώριση, ότι τα στοιχεία που μνημονεύονται στα παραρτήματα A.3 και A.5 του δικογράφου της αγωγής και τα οποία παρατίθενται στις σκέψεις 104 και 105 ανωτέρω, βρίσκονταν στην κατοχή του οσάκις προέβη στην καταχώριση αυτή και ότι είχαν ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650).

110    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, απέδειξε ότι, κατά τη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, είχε στη διάθεσή του ένα σύνολο ενδείξεων και ότι δεν προέβη στις επίμαχες καταχωρίσεις χωρίς να διαθέτει στοιχεία.

111    Εξάλλου, το επιχείρημα του ενάγοντος ότι η απόδειξη σοβαρής και πρόδηλης παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση απορρέει ευθέως, αφενός, από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο στο πλαίσιο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409) και, αφετέρου, από την ως άνω απόφαση και την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), δεν είναι ικανό να αποδείξει την ύπαρξη κατάφωρης προσβολής, εκ μέρους του Συμβουλίου, κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

112    Συγκεκριμένα, όσον αφορά, αφενός, τις δηλώσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο στο πλαίσιο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων, το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της δίκης αυτής, δεν παραδέχθηκε ότι προέβη στην καταχώριση του ονόματος του ενάγοντος στους επίμαχους καταλόγους βάσει των πληροφοριών και μόνον που προέρχονταν από τα κράτη μέλη, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Το Συμβούλιο υποστήριξε απλώς ότι είχε ενημερωθεί από ένα κράτος μέλος σχετικά με το ότι ο ενάγων ήταν ο διευθυντής της IRISL Europe, ήτοι για ένα γεγονός το οποίο δεν είχε μνημονευθεί στην αιτιολογία της δεύτερης καταχωρίσεως και το οποίο, ως εκ τούτου, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αναλύσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της εν λόγω καταχωρίσεως. Επιπλέον, μολονότι το Συμβούλιο δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ότι κατά το χρονικό σημείο της δεύτερης καταχωρίσεως δεν είχε στη διάθεσή του ούτε τις παρασχεθείσες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πληροφορίες ούτε το άρθρο της εφημερίδας New York Times της 7ης Ιουνίου 2010, εντούτοις προκύπτει ότι η εν λόγω καταχώριση δεν στηρίχθηκε μόνο στα δύο αυτά στοιχεία, αλλά σε έναν μεγαλύτερο αριθμό ενδείξεων. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 98 έως 103 ανωτέρω.

113    Όσον αφορά, αφετέρου, την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως», καθώς και την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), διευκρινίζεται κατ’ αρχάς ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως λόγος ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να διακρίνεται από την πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική ευχέρεια η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως για τη διαπίστωση κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

114    Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), και όπως αυτό διευκρινίστηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες πρέπει, στο σύνολό τους, να αφορούν την ημερομηνία κατά την οποία το οικείο θεσμικό όργανο έλαβε την απόφαση ή εξεδήλωσε τη συμπεριφορά.

115    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα του ενάγοντος σχετικά με τις αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, HTTS και Bateni κατά Συμβουλίου (T‑45/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:650), δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως στοιχεία διαθέσιμα κατά την ημερομηνία των επίμαχων καταχωρίσεων προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη, στο πλαίσιο των εν λόγω καταχωρίσεων, σοβαρής και πρόδηλης παραβάσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

116    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι η τρίτη καταχώριση πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bateni κατά Συμβουλίου (T‑42/12 και T‑181/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:409), και ότι, βάσει της αποφάσεως της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), μια τέτοια καταχώριση συνιστούσε σοβαρή και πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, επισημαίνεται ότι, μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και εκείνης της τρίτης καταχωρίσεως, ένα νέο κριτήριο καταχωρίσεως ευρύτερο από εκείνο το οποίο αφορά τα νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο της IRISL είχε προβλεφθεί, με την απόφαση 2013/497 και τον κανονισμό 971/2013, αντιστοίχως στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012. Δεδομένου ότι το νέο αυτό κριτήριο αναφερόταν επίσης στα «πρόσωπα ή οντότητες [που] παρέχουν ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην IRISL] ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο [αυτής] ή ενεργούν για λογαριασμό [της]», δεν περιοριζόταν μόνο στα πρόσωπα που τελούσαν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο ή ενεργούσαν για λογαριασμό της IRISL, αλλά αφορούσε και τα πρόσωπα που παρείχαν υπηρεσίες σε οντότητες που τελούσαν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο ή ενεργούσαν για λογαριασμό της εταιρίας αυτής.

117    Επομένως, κατά το χρονικό σημείο της τρίτης καταχωρίσεως στους επίμαχους καταλόγους, το Συμβούλιο δεν περιορίστηκε στο να επαναλάβει την αιτιολογία την οποία είχε παράσχει κατά τη δεύτερη καταχώριση. Συγκεκριμένα, η τρίτη καταχώριση στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογία ότι ο ενάγων ήταν ο Γενικός Διευθυντής της HTTS, η οποία, ως γενικός πράκτορας, παρείχε βασικές υπηρεσίες στη SAPID και την HDSL. Επομένως, η νέα αυτή καταχώριση του ενάγοντος στηριζόταν σε ένα νέο κριτήριο καταχωρίσεως, ήτοι στην παροχή βασικών υπηρεσιών σε οντότητες που ενεργούσαν για λογαριασμό της IRISL.

118    Όσον αφορά το επιχείρημα του ενάγοντος με το οποίο προβάλλεται ότι η συμπεριφορά του Συμβουλίου στην υπό κρίση υπόθεση ήταν ίδια με εκείνη στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), πρέπει να διευκρινιστεί ότι, μολονότι, με την εν λόγω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια, είχε διαπράξει παρανομία, τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά το χρονικό σημείο λήψεως των επίμαχων μέτρων, το Συμβούλιο δεν είχε στη διάθεσή του πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν τους λόγους επιβολής των οικείων περιοριστικών μέτρων σε βάρος της προσφεύγουσας και, επομένως, είχε παραβεί υποχρέωση η οποία, κατά το χρονικό σημείο επιβολής των μέτρων αυτών, απέρρεε ήδη από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και ως προς την οποία το Συμβούλιο δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑433/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:374, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η εκ μέρους του Συμβουλίου τήρηση της υποχρεώσεως παροχής αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη των επίμαχων καταχωρίσεων δεν αμφισβητείται. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, πρέπει να προσδιοριστεί αν το Συμβούλιο, προβαίνοντας στις εν λόγω καταχωρίσεις βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή του κατά την ημερομηνία αυτών των καταχωρίσεων, και ιδίως βάσει των στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 98 έως 109 ανωτέρω, διέπραξε κατάφωρη παράβαση ικανή να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το περιθώριο που διέθετε το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση των ενδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη για τη θεμελίωση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων.

120    Στο σημείο αυτό, σε απάντηση στο επιχείρημα του ενάγοντος ότι, κατά το χρονικό σημείο των επίμαχων καταχωρίσεων, δεν υφίσταντο ιδιαίτερες δυσκολίες για το Συμβούλιο προκειμένου να δεχθεί ότι μια παλαιότερη δραστηριότητα δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε βάρος ενός προσώπου και ότι, επομένως, το Συμβούλιο δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια ως προς το σημείο αυτό ή διέθετε, το πολύ, εξαιρετικά περιορισμένη διακριτική ευχέρεια, υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη καταχώριση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο ενάγων είχε διατελέσει Διευθυντής της HTTS, εταιρίας στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις λόγω του ότι ενεργούσε για λογαριασμό της IRISL, καθώς και Νομικός Διευθυντής της IRISL, και ότι η τρίτη καταχώριση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο ενάγων ενεργούσε για λογαριασμό της IRISL, είχε διατελέσει Διευθυντής της IRISL έως το 2008, εν συνεχεία Γενικός Διευθυντής της IRISL Europe και, τέλος, Γενικός Διευθυντής της HTTS, η οποία, ως γενικός πράκτορας, παρείχε βασικές υπηρεσίες στη SAPID και την HDSL, που αμφότερες είχαν καταχωρισθεί ως οντότητες που ενεργούσαν για λογαριασμό της IRISL.

121    Επομένως, οι επίμαχες καταχωρίσεις στηρίζονταν τόσο στον προσωπικό δεσμό μεταξύ του ενάγοντος και της IRISL όσο και στο γεγονός ότι ο ενάγων είχε διαχειριστικό ρόλο στο εσωτερικό μιας εταιρίας η οποία φερόταν να βρίσκεται υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο της IRISL, και συγκεκριμένα της HTTS, η οποία παρείχε βασικές υπηρεσίες σε άλλες εταιρίες που φέρονταν να βρίσκονται υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο της IRISL, και συγκεκριμένα στην HDSL και τη SAPID.

122    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το ζήτημα εάν η παλαιότερη δραστηριότητα ενός ατόμου μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς τη θέσπιση περιοριστικών μέτρων σε βάρος του ή εάν θα πρέπει να έχουν προκύψει άλλες ενδείξεις, επισημαίνεται ότι, ανάλογα με τις περιστάσεις, η αναφορά σε μια δραστηριότητα ασκηθείσα στο παρελθόν είναι δυνατό να συνιστά επαρκή αιτιολογία για την επιβολή περιοριστικού μέτρου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 86).

123    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά την ημερομηνία των επίμαχων καταχωρίσεων, η έννοια της εταιρίας «που τελεί υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο άλλης οντότητας», όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα, άφηνε επίσης ένα περιθώριο εκτιμήσεως στο Συμβούλιο. Εξάλλου, μολονότι, με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694), το Δικαστήριο διευκρίνισε το περιεχόμενο των όρων «τελεί υπό την κυριότητα» ή «υπό τον έλεγχο», επισημαίνεται ωστόσο ότι, με τη σκέψη 70 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο επικύρωσε αυτό το οποίο είχε υπενθυμίσει το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, HTTS κατά Συμβουλίου (T‑692/15, EU:T:2017:890), ήτοι ότι η έννοια της «εταιρίας που τελεί υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο άλλης οντότητας» δεν έχει, στον τομέα των περιοριστικών μέτρων, το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο το οποίο έχει γενικώς στο εταιρικό δίκαιο, προκειμένου να προσδιοριστεί η επιχειρηματική ευθύνη εταιρίας της οποίας οι αποφάσεις τελούν νομικώς υπό τον έλεγχο άλλης εμπορικής οντότητας. Το Δικαστήριο προέκρινε έναν αρκετά ευρύ ορισμό της έννοιας του «ελέγχου» στον τομέα των περιοριστικών μέτρων και δεν προέβη σε στενό ορισμό των όρων «υπό την κυριότητα» ή «υπό τον έλεγχο», όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τις σκέψεις 74 και 75 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694).

124    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, κατά την ημερομηνία των επίμαχων καταχωρίσεων ήταν δυνατό να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας της «εταιρίας που τελεί υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο άλλης οντότητας» και ότι, κατά συνέπεια, το Συμβούλιο διέθετε ορισμένο περιθώριο κατά την εκτίμηση των στοιχείων βάσει των οποίων μπορούσε να αποδειχθεί ότι η HTTS, της οποίας ο ενάγων ήταν Διευθυντής, τελούσε υπό την κυριότητα ή υπό τον έλεγχο εταιρίας συμμετέχουσας, συνδεόμενης άμεσα ή παρέχουσας στήριξη στις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν.

125    Τέλος, ο ενάγων προέβαλε το επιχείρημα ότι, κατά την τρίτη καταχώριση, το Συμβούλιο αγνόησε το γεγονός ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑489/10, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει την καταχώριση της IRISL καθώς και άλλων εταιριών στις οποίες είχε αναφερθεί, μεταξύ των οποίων η SAPID και η HDSL, και ότι, ως εκ τούτου, τα προσκομισθέντα «αποδεικτικά στοιχεία» ήταν εξαρχής αλυσιτελή. Συναφώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 48 της αποφάσεως της 31ης Ιανουαρίου 2019, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑225/17 P, EU:C:2019:82), το υποστατό των τριών παραβάσεων του εμπάργκο που επιβλήθηκε με το ψήφισμα 1747 (2007) δεν αμφισβητήθηκε με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑489/10, EU:T:2013:453). Με τη σκέψη 66 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «[μπορούσε] να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι η IRISL [είχε εμπλακεί] σε τρία περιστατικά αφορώντα τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού κατά παράβαση της απαγορεύσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) [αύξανε] τον κίνδυνο να [έχει εμπλακεί] επίσης η εταιρία αυτή σε περιστατικά που αφορούν τη μεταφορά υλικού σχετιζόμενου με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων».

126    Κατά συνέπεια, από την ακύρωση της καταχωρίσεως των επωνυμιών των IRISL, SAPID και HDSL, σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της δεύτερης και της τρίτης καταχωρίσεως, δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε παράβαση των ουσιαστικών προϋποθέσεων καταχωρίσεως ικανή να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

127    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, το Συμβούλιο, κατά το χρονικό σημείο της δεύτερης και της τρίτης καταχωρίσεως, διέθετε στοιχεία ικανά να θεωρηθούν ως ενδείξεις περί του ότι ο ενάγων είχε δεσμούς με την IRISL και μπορούσε να ενεργεί εξ ονόματος της IRISL στην Ευρώπη, καθώς επίσης να ενεργεί στο πλαίσιο της HTTS προς το συμφέρον της IRISL.

128    Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν κατά τη δεύτερη και την τρίτη καταχώριση το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά το μέτρο που στηρίχθηκε στις περιστάσεις που εκτίθενται, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πλάνη αυτή ήταν κατάφωρη και ασύγγνωστη και ότι μια διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια δεν θα είχε υποπέσει σε αυτή υπό ανάλογες περιστάσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑433/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:374, σκέψη 73).

129    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τον χρόνο των επίμαχων καταχωρίσεων, το Συμβούλιο δεν απέκλινε από τη συμπεριφορά την οποία θα είχε υιοθετήσει μια διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια.

130    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε, επί τη βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ότι ο ενάγων τελούσε υπό τον έλεγχο της IRISL, πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται κατάφωρη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

131    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τους λόγους λήψεως περιοριστικών μέτρων σε βάρος του και ότι ήταν σε θέση να προβάλει τον παράνομο χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων που τον αφορούσαν και να επιτύχει την ακύρωσή τους.

132    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, καθόσον ο ενάγων είχε ασκήσει προσφυγή κατά των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει τα μέτρα αυτά, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη, εν προκειμένω, κατάφωρης προσβολής του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου, T‑552/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:897, σκέψη 51).

133    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας

134    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε και το Συμβούλιο, τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία και, ως εκ τούτου, δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

135    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής ή αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ή ισχυρισμών. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, τούτο πρέπει να γίνεται με τη δέουσα σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή αγωγής, χωρίς να απαιτούνται άλλα στοιχεία. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο, τούτο δε προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Πάντοτε κατά πάγια νομολογία, κάθε ισχυρισμός ή λόγος που δεν διατυπώνεται με επαρκή πληρότητα στο εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να θεωρείται απαράδεκτος. Ανάλογες απαιτήσεις προβλέπονται όταν προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη κάποιου λόγου. Ο λόγος αυτός απαραδέκτου δημοσίας τάξεως πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑384/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:298, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Kampete κατά Συμβουλίου, T‑164/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:54, σκέψη 112).

136    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι με το δικόγραφο της αγωγής ο ενάγων απλώς υπενθυμίζει το περιεχόμενο των αρχών των οποίων γίνεται επίκληση, χωρίς να προσκομίζει κανένα στοιχείο το οποίο να στοιχειοθετεί την ύπαρξη κατάφωρης προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι τα ζητήματα που είχε θίξει στο τμήμα που αφορά την ύπαρξη ηθικής βλάβης απορρέουσας από τη λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος του δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης προσβολής των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.

137    Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ενάγων δεν θεμελίωσε επαρκώς κατά νόμο το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται κατάφωρη προσβολή των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

138    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

139    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

140    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

141    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

142    Δεδομένου ότι ο ενάγων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

2)      Ο N. Bateni φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Kanninen

Jaeger

Porchia

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 7 Ιουλίου 2021.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική