Υπόθεση C-129/19

Presidenza del Consiglio dei Ministri

κατά

BV

(αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/80/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Εθνικά συστήματα για την αποζημίωση θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας, τα οποία διασφαλίζουν εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση – Πεδίο εφαρμογής – Θύμα που κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας – Υποχρέωση υπαγωγής του θύματος αυτού στο εθνικό σύστημα αποζημιώσεως – Έννοια της “εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως” – Ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης»

1.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Προσβολή από κράτος μέλος – Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 – Υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους ιδιώτες – Εκ προθέσεως έγκλημα βίας που τελέστηκε στο έδαφος κράτους μέλους – Θύματα που κατοικούν στο κράτος μέλος αυτό σε υποθέσεις που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα – Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 2004/80 του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 2)

(βλ. σκέψεις 52, 55, 56, διατακτ. 1)

2.        Αστυνομική συνεργασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2004/80 –Αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας – Υποχρέωση των κρατών μελών για τη θέσπιση συστημάτων αποζημιώσεως των θυμάτων – Εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων – Έννοια – Εθνικό σύστημα αποζημιώσεως των θυμάτων το οποίο προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση – Αναγκαία συνεκτίμηση της σοβαρότητας των συνεπειών που έχει για τα θύματα η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη

(Οδηγία 2004/80 του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 2)

(βλ. σκέψεις 58, 60-66, 69, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν αποζημίωση σε κάθε θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων που κατοικούν στο έδαφός τους

Η αποζημίωση δεν απαιτείται να καλύπτει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας, ωστόσο το ποσό της δεν μπορεί να είναι αμιγώς συμβολικό

Με την απόφασή του Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19), που εκδόθηκε στις 16 Ιουλίου 2020, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου έκρινε πρώτον, ότι το σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους για ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης έχει εφαρμογή, για τον λόγο ότι το κράτος μέλος αυτό δεν μετέφερε εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη του την οδηγία 2004/80 (1), όσον αφορά τα θύματα που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας. Δεύτερον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που χορηγείται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και, επομένως, δεν συνιστά προσήκουσα συμβολή στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτά υπέστησαν.

Εν προκειμένω, τον Οκτώβριο του 2005, η BV, Ιταλίδα υπήκοος και κάτοικος Ιταλίας, υπήρξε θύμα εγκλήματος σεξουαλικής βίας που τελέστηκε στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Οι δράστες καταδικάστηκαν σε αποζημίωση ύψους 50 000 ευρώ, ουδέποτε όμως κατέβαλαν το ποσό αυτό διότι διέφυγαν. Τον Φεβρουάριο του 2009, η BV άσκησε αγωγή κατά της Presidenza del Consiglio dei Ministri (Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία), για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι υπέστη λόγω του ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μετέφερε εμπρόθεσμα την οδηγία 2004/80 (2) στην εσωτερική έννομη τάξη. Στο πλαίσιο αυτής της δίκης, η Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου καταδικάστηκε, σε πρώτο βαθμό, να καταβάλει στην BV το ποσό των 90 000 ευρώ, ποσό το οποίο μειώθηκε κατ’ έφεση σε 50 000 ευρώ.

Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε, αφενός, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους, λόγω εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας 2004/80, όσον αφορά θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας σε υποθέσεις που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το κατ’ αποκοπήν ποσό των 4 800 ευρώ που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία (3) για την αποζημίωση των θυμάτων εγκλήματος σεξουαλικής βίας είναι «εύλογο και προσήκον», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80.

Όσον αφορά το πρώτο από τα ερωτήματα αυτά, το Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης των κρατών μελών για τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, ήτοι την ύπαρξη παραβιασθέντος κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, την κατάφωρη παράβαση του κανόνα αυτού και την ύπαρξη άμεσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, του πλαισίου του και των σκοπών του, το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε όχι τη θέσπιση, από κάθε κράτος μέλος, ειδικού συστήματος αποζημιώσεως το οποίο να αφορά αποκλειστικώς τα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, αλλά την εφαρμογή, υπέρ των θυμάτων αυτών, των εθνικών συστημάτων για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφος των κρατών μελών. Κατόπιν της αναλύσεως στην οποία προέβη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2004/80 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να θεσπίσει σύστημα για την αποζημίωση οιουδήποτε θύματος εκ προθέσεως εγκλήματος βίας το οποίο έχει τελεστεί στο έδαφός του και όχι μόνον των θυμάτων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι η οδηγία 2004/80 παρέχει το δικαίωμα εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως όχι μόνο στα θύματα εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, αλλά και στα θύματα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Επομένως, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι λοιπές δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ένας ιδιώτης έχει δικαίωμα αποζημιώσεως για τις ζημίες που του προκάλεσε η παράβαση, εκ μέρους κράτους μέλους, της υποχρεώσεως που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η υπόθεση είχε ή όχι διασυνοριακό χαρακτήρα κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ιδιώτης υπήρξε θύμα της επίμαχης αξιόποινης πράξεως.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 ως προς το ύψος της αποζημιώσεως που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε «εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση, η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη. Εντούτοις, ενώ η αποζημίωση αυτή δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διασφαλίζει την πλήρη αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα θύματα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας, δεν μπορεί πάντως να έχει χαρακτήρα αμιγώς συμβολικό ή προδήλως ανεπαρκή σε σχέση με τη σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα αυτά η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη. Κατά το Δικαστήριο, η αποζημίωση που χορηγείται, βάσει της εν λόγω διατάξεως νόμου, στα θύματα πρέπει ειδικότερα να αντισταθμίζει, σε κατάλληλο βαθμό, τα δεινά τα οποία υπέστησαν. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση των θυμάτων αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί «εύλογη και προσήκουσα», εφόσον η κλίμακα των αποζημιώσεων είναι αρκούντως λεπτομερής, ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπεται για ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος βίας να αποδειχθεί, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προδήλως ανεπαρκής.


1      Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (ΕΕ 2004, L 261, σ. 15).


2      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων».


3      Επισημαίνεται ότι, η Ιταλική Δημοκρατία, σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ασκήσεως της αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης κατά του εν λόγω κράτους μέλους η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, θέσπισε σύστημα για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν στην ιταλική επικράτεια, είτε αυτά κατοικούν στην Ιταλία είτε όχι. Το σύστημα αυτό καλύπτει επίσης, αναδρομικώς, τις πράξεις που εμπίπτουν στην ως άνω κατηγορία εγκληματικών πράξεων και οι οποίες τελέστηκαν από 1ης Ιουλίου 2005 και εντεύθεν.