ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2019 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εταιριών το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ των λιμένων της – Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό με την εσωτερική αγορά – Υφιστάμενες ενισχύσεις – Έννοια της οικονομικής δραστηριότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών – Αρχή της χρηστής διοικήσεως»

Στην υπόθεση T‑747/17,

Union des ports de France – UPF, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον C. Vannini και την E. Μωραΐτου, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον B. Stromsky και τον S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/2116 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38398 (2016/C, πρώην 2015/E) που τέθηκε σε εφαρμογή στη Γαλλία – Φορολόγηση λιμένων στη Γαλλία (ΕΕ 2017, L 332, σ. 24),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Κατά τη διάρκεια του 2013, οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέστειλαν σε όλα τα κράτη μέλη ερωτηματολόγιο σχετικά με τη λειτουργία και τη φορολόγηση των λιμένων τους, με σκοπό να αποκτήσουν συνολική εικόνα του θέματος και να αποσαφηνίσουν το καθεστώς των λιμένων σε σχέση με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Εν συνεχεία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αντάλλαξαν σειρά επιστολών με τις γαλλικές αρχές για το ζήτημα αυτό.

2        Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 2014, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), η Επιτροπή γνωστοποίησε στις γαλλικές αρχές την προκαταρκτική αξιολόγησή της σχετικά με τους κανόνες για τη φορολόγηση των λιμένων, όσον αφορά τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό των κανόνων αυτών ως κρατικών ενισχύσεων και τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά. Συμπερασματικά, η Επιτροπή διατύπωσε, στην επιστολή αυτή, το αρχικό συμπέρασμα ότι η απαλλαγή των γαλλικών λιμένων από τον φόρο εταιριών (στο εξής: ΦΕ) συνιστούσε μη συμβατή κρατική ενίσχυση, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και κάλεσε τις γαλλικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την προκαταρκτική αυτή αξιολόγηση.

3        Οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2014. Στις 12 Δεκεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών. Στις 15 Ιανουαρίου 2015, οι γαλλικές αρχές απέστειλαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2015, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απάντησαν στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις διευκρινίζοντας ότι, σε εκείνο το στάδιο, διατηρούσαν την προκαταρκτική άποψη που εξέφρασαν στην επιστολή της 9ης Ιουλίου 2014.

4        Με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση της και πρότεινε, ως κατάλληλο μέτρο, στις γαλλικές αρχές, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), την κατάργηση της απαλλαγής από τον φόρο εταιριών από την οποία επωφελούνται οι λιμένες όσον αφορά τα έσοδά τους από οικονομικές δραστηριότητες, από την αρχή του οικονομικού έτους 2017. Οι γαλλικές αρχές κλήθηκαν να λάβουν θέση ρητά και ανεπιφύλακτα επί της πρότασης της Επιτροπής, εντός δύο μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

5        Με επιστολή της 11ης Απριλίου 2016, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή. Στις 27 Ιουνίου 2016 οργανώθηκε σύσκεψη μεταξύ των γαλλικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής.

6        Στο μέτρο που οι γαλλικές αρχές αρνήθηκαν ρητά και ανεπιφύλακτα τα κατάλληλα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 302, σ. 23· στο εξής: απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας). Η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου της απόφασης. Κάλεσε επίσης τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το επίμαχο μέτρο.

7        Οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 19ης Σεπτεμβρίου 2016. Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από πλείονα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας Union des ports de France – UPF. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στη Γαλλική Δημοκρατία παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει. Έλαβε τα σχόλια της Γαλλικής Δημοκρατίας με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2016. Στις 16 Νοεμβρίου 2016, οργανώθηκε σύσκεψη μεταξύ των γαλλικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής.

8        Στις 27 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/2116, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38398 (2016/C, πρώην 2015/E), το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία – Φορολόγηση λιμένων στη Γαλλία (ΕΕ 2017, L 332, σ. 24· στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

9        Η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Δεκεμβρίου 2017. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε εξάλλου στην προσφεύγουσα, ως ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο κατέθεσε παρατηρήσεις κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, με έγγραφο της 6ης Σεπτεμβρίου 2017.

10      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Η απαλλαγή από τον φόρο εταιριών υπέρ των αυτόνομων λιμένων (οι οποίοι εν μέρει έγιναν grands ports maritimes), των επιμελητηρίων θαλάσσιου εμπορίου, των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων που εκμεταλλεύονται λιμενικές εγκαταστάσεις, των δήμων που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου εξοπλισμού ο οποίος ανήκει στο κράτος εντός των λιμένων και των επιχειρήσεων τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού, αποτελούν υφιστάμενη κρατική ενίσχυση, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.»

11      Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«1. Η Γαλλία υποχρεούται να καταργήσει την απαλλαγή από τον φόρο εταιριών που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο και να υπαγάγει σε φόρο εταιριών τις οντότητες υπέρ των οποίων εφαρμόζεται αυτή η απαλλαγή.

2. Το μέτρο με το οποίο η Γαλλία εκτελεί τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την παράγραφο 1 πρέπει να εγκριθεί πριν από τη λήξη του τρέχοντος κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης ημερολογιακού έτους. Το μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί στα έσοδα από οικονομικές δραστηριότητες το αργότερο από την έναρξη του φορολογικού έτους που έπεται της έγκρισής του.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής. Κατόπιν της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873), η Επιτροπή αποσαφήνισε τη θέση της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υποστηρίζοντας ότι, μολονότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη, περιέχει μέτρα εκτέλεσης έναντι των μελών της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, αυτά πρέπει να αποδείξουν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά άμεσα και ατομικά.

16      Εν συνεχεία, όσον αφορά τον ατομικό επηρεασμό των μελών της προσφεύγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέλη αυτά ανήκουν σε ανοικτό κύκλο φορέων οι οποίοι μπορούν να τύχουν της απαλλαγής από τον ΦΕ και έχουν την ιδιότητα απλών δυνητικών δικαιούχων του επίμαχου καθεστώτος. Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν μεταβάλλει κεκτημένα δικαιώματα των εν λόγω μελών, στο μέτρο που δεν υφίσταται, καταρχήν, κεκτημένο δικαίωμα στη διατήρηση φορολογικού καθεστώτος για το μέλλον. Επομένως, τα μέλη αυτά δεν μπορούν να προβάλουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση τα αφορά ατομικά.

17      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα καθήκοντα προάσπισης και εκπροσώπησης των συμφερόντων των μελών της ενώπιον των οργάνων της Ένωσης, τα οποία προβλέπονται στο εσωτερικό καταστατικό της, προκειμένου να αποδείξει τον επηρεασμό των δικών της συμφερόντων, δεδομένου ότι η πράξη αυτή δεν συνιστά νομική διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία αναγνωρίζει στην προσφεύγουσα ορισμένες δυνατότητες διαδικαστικού χαρακτήρα. Ομοίως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η συμμετοχή και μόνον της προσφεύγουσας στην επίσημη διαδικασία έρευνας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων δεν είναι ικανή να της παράσχει ενεργητική νομιμοποίηση.

18      Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά και υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τα μέλη της, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται και η ίδια ενεργητικώς.

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά πράξης της οποίας δεν είναι αποδέκτης. Αφενός, η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξης η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, οι προσφυγές που ασκούνται από ενώσεις προσώπων όπως η προσφεύγουσα είναι παραδεκτές σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι όταν η ένωση εκπροσωπεί τα συμφέροντα επιχειρήσεων οι οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή, όταν η ένωση εξατομικεύεται εκ του γεγονότος ότι θίγονται τα ίδια συμφέροντά της ως ενώσεως, ιδίως επειδή εθίγη η θέση της ως διαπραγματεύτριας, ή ακόμη όταν νομική διάταξη αναγνωρίζει ρητά στις ενώσεις προσώπων σειρά δυνατοτήτων διαδικαστικού χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Forum 187 κατά Επιτροπής, T‑189/08, EU:T:2010:99, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 26ης Απριλίου 2016, EGBA και RGA κατά Επιτροπής, T‑238/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:259, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι ουδεμία νομική διάταξη του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζει ρητά στην προσφεύγουσα δυνατότητες διαδικαστικού χαρακτήρα. Δεν αρκεί συναφώς η απλή περίσταση ότι το καταστατικό της αναθέτει στην προσφεύγουσα το καθήκον προάσπισης των γενικών συμφερόντων και εκπροσώπησης των μελών της ενώπιον των οργάνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Επιπλέον, η ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας δεν μπορεί να συναχθεί από τη συμμετοχή της και μόνο στην επίσημη διαδικασία έρευνας ως ενδιαφερόμενου μέρους, έστω και αν το στοιχείο αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης της επιχείρησης (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 56, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Vtesse Networks κατά Επιτροπής, T‑362/10, EU:T:2014:928, σκέψη 53).

23      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι εθίγη η θέση της ως διαπραγματεύτριας από την προσβαλλομένη απόφαση, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38).

24      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς, στο μέτρο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών της τα οποία νομιμοποιούνται ενεργητικώς τα ίδια, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 20 ανωτέρω νομολογία.

25      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, κατά τη νομολογία, στην περίπτωση αυτή, η ενεργητική νομιμοποίηση της ένωσης προσώπων θεμελιώνεται στην εκτίμηση ότι η άσκηση προσφυγής από την ένωση προσώπων εμφανίζει πλεονεκτήματα από δικονομική άποψη, καθόσον αποφεύγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η άσκηση μεγάλου αριθμού διαφορετικών προσφυγών κατά των ίδιων πράξεων, δεδομένου ότι η ένωση προσώπων υποκαθίσταται στη θέση ενός ή περισσοτέρων εκ των μελών της των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί, τα οποία μπορούν να ασκήσουν τα ίδια παραδεκτώς προσφυγή (αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 60, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑112/14 έως T‑116/14 και T‑119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509, σκέψη 35).

26      Ως εκ τούτου, η ένωση προσώπων δεν μπορεί να επικαλεστεί το ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών της τα οποία έχουν ασκήσει δικές τους προσφυγές, δεδομένου ότι αυτά εκπροσωπούν τα δικά τους συμφέροντα (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Molinos Río de la Plata κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑112/14 έως T‑116/14 και T‑119/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:509, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή βάσει της εκπροσώπησης από την προσφεύγουσα του chambre de commerce et d’industrie métropolitaine Bretagne-ouest (port de Brest) [εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου Δυτικής Βρετάνης (λιμένας της Βρέστης)], δεδομένου ότι αυτό άσκησε τη δική του προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην υπόθεση T‑754/17, Chambre de commerce et d’industrie métropolitaine Bretagne-ouest (port de Brest) κατά Επιτροπής, και τούτο χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε το ως άνω επιμελητήριο (πρβλ. διάταξη της 29ης Μαρτίου 2012, Asociación Española de Banca κατά Επιτροπής, T‑236/10, EU:T:2012:176, σκέψη 30).

27      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα μπορεί να εκπροσωπήσει βασίμως τα συμφέροντα των μελών της τα οποία δεν άσκησαν τα ίδια τις δικές τους προσφυγές, εφόσον αυτά νομιμοποιούνται τα ίδια ενεργητικώς, κάτι το οποίο πρέπει να εξακριβωθεί.

28      Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι τα μέλη της προσφεύγουσας δεν είναι οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

29      Κατά δεύτερον, εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση εφαρμόζεται σε αντικειμενικά καθορισμένες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγορίας προσώπων προβλεπομένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, T‑220/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:484, σκέψεις 49 και 52).

30      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των φορέων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των λιμένων, όπως τα μέλη της προσφεύγουσας, χωρίς την έκδοση εκτελεστικών μέτρων από τις γαλλικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Royal Scandinavian Casino Århus κατά Επιτροπής, T‑615/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:838, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι «[η] Γαλλία υποχρεούται να καταργήσει την απαλλαγή από τον φόρο εταιριών που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο και να υπαγάγει σε φόρο εταιριών τις οντότητες υπέρ των οποίων εφαρμόζεται αυτή η απαλλαγή». Ελλείψει έκδοσης τέτοιων εκτελεστικών μέτρων, θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το ισχύον φορολογικό καθεστώς, το οποίο προβλέπει την απαλλαγή από τον ΦΕ των αυτόνομων λιμένων και των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων (ΕΒΕ) που έχουν αναλάβει την εκμετάλλευση των λιμενικών υποδομών.

31      Επιπλέον, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κατάργηση της απαλλαγής από τον ΦΕ, σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα έχει, καταρχήν, ως αποτέλεσμα, για τα μέλη της προσφεύγουσας, την έκδοση βεβαιώσεων φόρου που θα αντικατοπτρίζουν τις τροποποιήσεις αυτές. Αυτές οι βεβαιώσεις φόρου συνιστούν έναντι των μελών της προσφεύγουσας μέτρα εκτέλεσης, τα οποία θα μπορούσαν, κατά την Επιτροπή, να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σε περίπτωση αμφιβολιών όσον αφορά το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, T‑220/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:484, σκέψεις 55 και 61).

32      Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει εκτελεστικά μέτρα έναντι των μελών της προσφεύγουσας και, επομένως, αυτά πρέπει να αποδείξουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση τα αφορά άμεσα και ατομικά.

33      Όσον αφορά, αφενός, τον άμεσο επηρεασμό των μελών της προσφεύγουσας, ο οποίος δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και αν απευθύνεται στις γαλλικές αρχές, η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφήνει σε αυτές κανένα περιθώριο εκτίμησης και τις υποχρεώνει να καταργήσουν την απαλλαγή από τον ΦΕ από την οποία επωφελούνται οντότητες όπως τα μέλη της προσφεύγουσας (άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως) όσον αφορά τα έσοδα από τις οικονομικές δραστηριότητές τους, το αργότερο από την έναρξη του φορολογικού έτους που έπεται της έγκρισής της (άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, T‑288/97, EU:T:1999:125, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Όσον αφορά, αφετέρου, τον ατομικό επηρεασμό των μελών της προσφεύγουσας, επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι αυτά δεν μνημονεύονται ονομαστικώς ή ατομικώς στην προσβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά, γενικά, τους αυτόνομους λιμένες (οι οποίοι εν μέρει έγιναν grands ports maritimes [μεγάλοι θαλάσσιοι λιμένες]), τα επιμελητήρια θαλάσσιου εμπορίου, τα ΕΒΕ που εκμεταλλεύονται λιμενικές εγκαταστάσεις, τους δήμους που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου εξοπλισμού ο οποίος ανήκει στο κράτος εντός των θαλάσσιων λιμένων καθώς και τις επιχειρήσεις τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού.

35      Πάντως, κατά τη νομολογία, η απόφαση που έχει ως αποδέκτη της ορισμένο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά έναν τρίτο μόνον εφόσον τον επηρεάζει λόγω της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεώς του ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τον εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς την εξατομίκευση του αποδέκτη της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Συναφώς, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απλή δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το μέτρο αυτό αφορά τα εν λόγω υποκείμενα δικαίου ατομικά, όταν είναι δεδομένο ότι η εν λόγω εφαρμογή λαμβάνει χώρα βάσει μιας αντικειμενικής πραγματικής ή νομικής καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίμαχη πράξη (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εντούτοις, όταν η απόφαση επηρεάζει μια ομάδα προσώπων που ήταν προσδιορισμένα ή που μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και βάσει κριτηρίων συνδεόμενων ειδικά με τα μέλη της εν λόγω ομάδας, η απόφαση αυτή μπορεί να αφορά ατομικά τα εν λόγω πρόσωπα καθόσον αυτά αποτελούν τμήμα ενός περιορισμένου κύκλου επιχειρηματιών, και τα ανωτέρω ισχύουν, μεταξύ άλλων, όταν η απόφαση τροποποιεί δικαιώματα του ιδιώτη που κτήθηκαν προ της εκδόσεώς της (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Συναφώς, σημειώνεται, πρώτον, ότι τα μέλη της προσφεύγουσας είναι όλα γαλλικοί λιμένες ή μεγάλοι θαλάσσιοι λιμένες ή ΕΒΕ διαχειριστές τέτοιων λιμένων που ωφελήθηκαν νομίμως από το καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΕ έως ότου αυτό τέθηκε υπό αμφισβήτηση από την Επιτροπή κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

39      Δεύτερον, όπως υπενθύμισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι δικαιούχοι του επίδικου εν προκειμένω καθεστώτος ενισχύσεων είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου συσταθέντα μέσω διατάγματος, των οποίων η ίδρυση δεν απορρέει από την ιδιωτική πρωτοβουλία.

40      Επομένως, διαπιστώνεται ότι τα μέλη της προσφεύγουσας ανήκουν σε κλειστό κύκλο οικονομικών φορέων, οι οποίοι ήταν προσδιορίσιμοι κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

41      Συναφώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο κύκλος αυτός δεν μπορεί να διευρυνθεί μεταγενέστερα, διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να δημιουργηθεί, διά διατάγματος, άλλος λιμένας ή άλλο ΕΒΕ στο μέλλον, δεν θα πρόκειται για οντότητες οι οποίες θα μπορούν να επικαλεστούν την ιδιότητα του πραγματικού δικαιούχου του καθεστώτος ενισχύσεων που υφίστατο πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για τα μέλη της προσφεύγουσας.

42      Τρίτον, η κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας πρέπει επίσης να διαχωριστεί από εκείνη των μελών των προσφευγουσών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 26ης Απριλίου 2016, EGBA και RGA κατά Επιτροπής (T‑238/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:259), την οποία μνημόνευσε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς την υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, η προσβαλλομένη απόφαση στην υπόθεση εκείνη αφορούσε νέο καθεστώς ενισχύσεων σχετικό με σχέδιο φόρου υπέρ τρίτων επιβαλλόμενου στα διαδικτυακά ιπποδρομιακά στοιχήματα με σκοπό τη χρηματοδότηση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ανατεθείσας στις εταιρίες ιπποδρομιών. Επομένως, τα μέλη των προσφευγουσών, τα οποία ήταν όλα επιχειρήσεις του τομέα των τυχερών παιγνίων, μπορούσαν μόνο να επικαλεστούν την ιδιότητά τους ως ανταγωνιστών των μελλοντικών δικαιούχων του καθεστώτος εκείνου, δεδομένου ότι αυτό δεν είχε ακόμη εφαρμοστεί κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης στην υπόθεση εκείνη αποφάσεως. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη, η απόφαση επηρέαζε τα συμφέροντα όλων των υφιστάμενων παραγόντων στον τομέα των διαδικτυακών ιπποδρομιακών στοιχημάτων στη Γαλλία: εκείνων που ήταν παρόντες στην αγορά αυτή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκείνων που είχαν εισέλθει στην αγορά αυτή μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εκείνων που θα εισέρχονταν στην αγορά αυτή στο μέλλον. Συνεπώς, τα μέλη των προσφευγουσών ανήκαν σε μη προσδιορισμένο σύνολο οικονομικών φορέων των οποίων ο κύκλος θα μπορούσε να διευρυνθεί μετά την έκδοση της προσβαλλομένης στην υπόθεση εκείνη αποφάσεως. Δεν ανήκαν σε κλειστό κύκλο, ήτοι σε ομάδα η οποία δεν ήταν δυνατόν να διευρυνθεί περαιτέρω μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση αφορούσε τα μέλη των προσφευγουσών μόνον υπό την αντικειμενική ιδιότητά τους ως υποκειμένων σε φόρο υπέρ τρίτων, όπως κάθε άλλον ανταγωνιστή τους στον επίμαχο τομέα (πρβλ. διάταξη της 26ης Απριλίου 2016, EGBA και RGA κατά Επιτροπής, T‑238/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:259, σκέψεις 66 και 67).

43      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω παρατηρήσεων, συμπεραίνεται ότι η προσβαλλομένη εν προκειμένω απόφαση αφορά ατομικά τα μέλη της προσφεύγουσας, καθόσον αυτά ανήκουν σε κλειστό κύκλο φορέων προσδιορίσιμων κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44      Ως εκ τούτου, εφόσον τα μέλη της προσφεύγουσας νομιμοποιούνται να προσφύγουν εν προκειμένω κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς, εκ του λόγου τούτου, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών της τα οποία δεν έχουν ασκήσει τα ίδια προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

 Επί της ουσίας

45      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης του φορολογικού μέτρου στο σύνολό του, δεύτερον, από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που ασκούν οι γαλλικοί λιμένες, τρίτον, από πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους γαλλικούς λιμένες, εν γένει, και, ειδικότερα, τους νησιωτικούς λιμένες και τους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών, καθώς και από ανεπαρκή αιτιολόγηση στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, τέταρτον, από πλάνη περί το δίκαιο κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου των υφιστάμενων ενισχύσεων και από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, σχετικά με τη «διαδικασία πρότασης κατάλληλων μέτρων», σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, και, πέμπτον, από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή χαρακτηρίζοντας, εσφαλμένως, ως κρατική ενίσχυση στο σύνολό του το καθεστώς απαλλαγής των γαλλικών λιμένων από τον ΦΕ

46      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οντότητα η οποία ασκεί ταυτόχρονα δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας και οικονομικές δραστηριότητες υποχρεούται να τηρεί τους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες μόνον όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητές της. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να διευκρινίσει ότι ο χαρακτηρισμός ως κρατικής ενίσχυσης περιοριζόταν μόνο στις οικονομικές δραστηριότητες των γαλλικών λιμένων. Ως εκ τούτου, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό ή, τουλάχιστον, να τροποποιήσει το διατακτικό της απόφασης αυτής ώστε να εξαιρέσει ρητά από την υποχρέωση υπαγωγής στον ΦΕ τις μη οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι γαλλικοί λιμένες.

47      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

48      Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι, από το γράμμα του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω) προκύπτει σαφώς ότι το μέτρο ενίσχυσης αφορά την απαλλαγή από τον ΦΕ των δικαιούχων οντοτήτων, μόνο για τα έσοδα που αντλούν από τις οικονομικές δραστηριότητές τους. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως.

49      Εξάλλου, εφόσον το επίμαχο φορολογικό μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως στα έσοδα των δικαιούχων οντοτήτων, ανεξαρτήτως της φύσης των δραστηριοτήτων τους, η Επιτροπή μπορούσε λογικά να απαιτήσει την κατάργηση του καθεστώτος αυτού, προκειμένου να διασφαλιστεί η εξάλειψη της απαλλαγής από τον ΦΕ που απολάμβαναν οι οντότητες αυτές όσον αφορά τα έσοδά τους από οικονομικές δραστηριότητες, η οποία κηρύχθηκε μη συμβατή προς την εσωτερική αγορά.

50      Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το διατακτικό μιας πράξης συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που οδήγησαν στην έκδοσή της (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, C‑355/95 P, EU:C:1997:241, σκέψη 21, και της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑29/10 και T‑33/10, EU:T:2012:98, σκέψη 146).

51      Πάντως, στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέδειξε το μέτρο στο οποίο οι λιμένες ασκούν, τουλάχιστον εν μέρει, οικονομικές δραστηριότητες και συνιστούν, επομένως, επιχειρήσεις, κατά την έννοια των διατάξεων της ΣΛΕΕ σχετικά με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

52      Στην αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν αμφισβητεί ότι μπορεί να ανατεθεί στους λιμένες η άσκηση ορισμένων καθηκόντων δημόσιας εξουσίας ή μη οικονομικής φύσης, όπως ο έλεγχος και η ασφάλεια της κυκλοφορίας κίνησης ή η εποπτεία κατά της μόλυνσης, ούτε ότι, κατά την άσκηση αυτών των καθηκόντων, οι λιμένες δεν συνιστούν επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕ που εξετάστηκε στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση μόνον αν αφορούσε έσοδα που προήλθαν από οικονομικές δραστηριότητες. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ένα νομικό πρόσωπο ασκεί μία ή περισσότερες δραστηριότητες δημόσιας αρχής ή μη οικονομικής φύσης δεν αρκεί για να μην χαρακτηριστεί γενικά ως «επιχείρηση». Ένας λιμένας θα θεωρείται επομένως «επιχείρηση» αν –και στο μέτρο που– ασκεί ουσιαστικά μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες.

53      Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε αρκετά είδη οικονομικών δραστηριοτήτων που ανταποκρίνονται στην παροχή διαφορετικών υπηρεσιών σε περισσότερες αγορές, τις οποίες ενδέχεται να ασκούν οι γαλλικοί λιμένες. Πρώτον, οι λιμένες παρέχουν μια γενική υπηρεσία στα πλοία, παρέχοντάς τους πρόσβαση στη λιμενική υποδομή έναντι αντιτίμου. Δεύτερον, ορισμένοι λιμένες παρέχουν πιο ειδικές υπηρεσίες στα πλοία, κυρίως πλοήγηση, ανύψωση, διακίνηση φορτίων και αγκυροβόληση, επίσης έναντι αντιτίμου. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, το καταβληθέν αντίτιμο ονομάζεται εν γένει «λιμενικές επιβαρύνσεις». Τρίτον, οι λιμένες θέτουν έναντι αντιτίμου ορισμένες υποδομές ή εκτάσεις στη διάθεση των εταιριών που χρησιμοποιούν τους εν λόγω χώρους για ίδιες ανάγκες ή για να παρέχουν στα πλοία ορισμένες από τις προμνησθείσες λιμενικές υπηρεσίες.

54      Στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατάληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι «[ο]ι αυτόνομοι λιμένες […], τα επιμελητήρια θαλάσσιου εμπορίου, τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια που διαχειρίζονται λιμενικές εγκαταστάσεις, οι δήμοι που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου κρατικού εξοπλισμού στους θαλάσσιους λιμένες, όπως και οι επιχειρήσεις τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού, που εκμεταλλεύονται απευθείας τις υποδομές ή παρέχουν υπηρεσίες σε έναν λιμένα, είναι, [όσον αφορά] τις δικές τους οικονομικές δραστηριότητες […] “επιχειρήσεις” κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ».

55      Επομένως, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι δικαιούχοι οντότητες θεωρήθηκαν επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις μόνον όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητές τους.

56      Κατά τρίτον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μεταβάλει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να εξαιρεθούν ρητά από την υποχρέωση υπαγωγής στον ΦΕ οι μη οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι γαλλικοί λιμένες, επισημαίνεται ότι, δυνάμει πάγιας νομολογίας, ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στα όργανα της Ένωσης ούτε να τα υποκαθιστά στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, Hamr – Sport κατά Επιτροπής, T‑693/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:292, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Εν πάση περιπτώσει, τέτοια μεταβολή του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα είχε έρεισμα, δεδομένου ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία απαιτεί την υπαγωγή στον ΦΕ των δικαιούχων της επίμαχης απαλλαγής οντοτήτων μόνο για κέρδη που αντλούν από τις οικονομικές δραστηριότητές τους.

58      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που ασκούν οι γαλλικοί λιμένες

59      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν εξέτασε λεπτομερώς τη δραστηριότητα των λιμένων, προκειμένου να εξακριβώσει το είδος των δραστηριοτήτων που συνιστούν οικονομικές ή μη δραστηριότητες, και, αφετέρου, ότι χαρακτήρισε εσφαλμένως ορισμένες δραστηριότητες ως οικονομικές ενώ αυτές δεν είχαν τέτοιο χαρακτήρα.

60      Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, σε περίπτωση απόφασης που αφορά καθεστώς ενισχύσεων, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος για να εκτιμήσει, στην αιτιολογία της απόφασης, αν, λόγω των λεπτομερειών που προβλέπει, το καθεστώς αυτό συνιστά, καταρχήν, κρατική ενίσχυση για τους δικαιούχους του. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Navarra de Servicios y Tecnologías κατά Επιτροπής, T‑487/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:899, σκέψη 66).

61      Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της επιχείρησης περιλαμβάνει κάθε οργανισμό που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του εν λόγω οργανισμού και τον τρόπο χρηματοδότησής του. Συναφώς, ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα που προβλέπει την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, Pavlov κ.λπ., C‑180/98 έως C‑184/98, EU:C:2000:428, σκέψεις 74 και 75· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 118/85, EU:C:1987:283, σκέψη 7, και της 23ης Απριλίου 1991, Höfner και Elser, C‑41/90, EU:C:1991:161, σκέψη 21).

62      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναγνώρισε, γενικά, ότι οι λιμένες μπορούν να ασκούν ταυτοχρόνως οικονομικές και μη οικονομικές δραστηριότητες. Διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι οι γαλλικοί λιμένες μπορούν να ασκούν περισσότερα είδη οικονομικών δραστηριοτήτων, τις οποίες απαρίθμησε ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 51 έως 54 ανωτέρω).

63      Πάντως, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση αυτή, αλλά περιορίζεται να βεβαιώσει ότι ορισμένες δραστηριότητες των λιμένων είναι μη οικονομικής φύσης ή ότι η εξέταση της Επιτροπής δεν ήταν επαρκώς λεπτομερής συναφώς.

64      Αφετέρου, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι μπορεί να ανατεθεί στους λιμένες η άσκηση ορισμένων καθηκόντων δημόσιας εξουσίας ή μη οικονομικής φύσης, όπως ο έλεγχος και η ασφάλεια της θαλάσσιας κυκλοφορίας ή η εποπτεία κατά της μόλυνσης, ούτε ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών, οι λιμένες δεν συνιστούν επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ένα νομικό πρόσωπο ασκεί μία ή περισσότερες δραστηριότητες δημόσιας αρχής ή μη οικονομικής φύσης δεν αρκεί για να μη χαρακτηριστεί γενικά ως «επιχείρηση». Συγκεκριμένα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι επίμαχες δραστηριότητες είναι δραστηριότητες επιχείρησης κατά την έννοια της ΣΛΕΕ, πρέπει να εξεταστεί η φύση των δραστηριοτήτων αυτών. Ένας λιμένας θα θεωρείται, επομένως, «επιχείρηση» αν –και στο μέτρο που– ασκεί ουσιαστικά μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψεις 74 και 75, και της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 37).

65      Εξάλλου, η νομολογία αναγνώρισε ότι η εμπορική εκμετάλλευση και η κατασκευή αερολιμενικών ή λιμενικών εγκαταστάσεων με σκοπό τέτοια εμπορική εκμετάλλευση συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 78, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψεις 40 έως 43, και της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T‑108/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:145, σκέψη 78).

66      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[ο]ι αυτόνομοι λιμένες […], τα επιμελητήρια θαλάσσιου εμπορίου, τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια που διαχειρίζονται λιμενικές εγκαταστάσεις, οι δήμοι που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου κρατικού εξοπλισμού στους θαλάσσιους λιμένες, όπως και οι επιχειρήσεις τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού, που εκμεταλλεύονται απευθείας τις υποδομές ή παρέχουν υπηρεσίες σε έναν λιμένα, είναι, [όσον αφορά] τις δικές τους οικονομικές δραστηριότητες […], “επιχειρήσεις” κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ».

67      Κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανό να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό.

68      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τις λιμενικές υποδομές γενικά, η Επιτροπή στηρίχθηκε, εσφαλμένως, σε διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων υποδομών πρόσβασης βασισμένη στο αν αυτές βρίσκονται εντός ή εκτός των λιμένων προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Συναφώς, καθοριστικό κριτήριο δεν είναι η γεωγραφική θέση των υποδομών, αλλά το αν αυτές εξυπηρετούν το σύνολο της θαλάσσιας κοινότητας ή, αντιθέτως, μόνον την οικονομική εκμετάλλευση του λιμένα.  Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι απέκλινε, χωρίς αιτιολογία, από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, στην οποία είχε χαρακτηρίσει μη οικονομικές δραστηριότητες τις δημόσιες επενδύσεις σε θαλάσσιες οδούς πρόσβασης, σε εγκαταστάσεις χερσαίων μεταφορών εντός της λιμενικής ζώνης και σε άλλες θαλάσσιες υποδομές οι οποίες εξυπηρετούν το σύνολο της κοινότητας.

69      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο στηρίζεται στην περίσταση ότι οι λιμένες και οι άλλες δικαιούχοι οντότητες ασκούν, τουλάχιστον εν μέρει, οικονομικές δραστηριότητες, όπως αυτές προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως της θέσης των δραστηριοτήτων αυτών.

70      Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι η Επιτροπή δεν απέκλινε, στην προσβαλλομένη απόφαση, από την «παραδοσιακή» προσέγγισή της, κατά την οποία η κατασκευή, η συντήρηση, η αντικατάσταση ή η αναβάθμιση υποδομών πρόσβασης στους λιμένες θεωρούνται υπό κανονικές συνθήκες γενικά μέτρα μη οικονομικού χαρακτήρα, όταν τίθενται στη διάθεση όλων των χρηστών άνευ διακρίσεων και άνευ ανταλλάγματος. Συγκεκριμένα, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ενδεχόμενο αυτό αφορά την περίπτωση στην οποία η πρόσβαση στις υποδομές παρέχεται δωρεάν, άνευ οικονομικού ανταλλάγματος, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επομένως, η ανάλυση της Επιτροπής στην ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, εκτός εάν ορισμένες ιδιαιτερότητες της υπόθεσης επιβάλλουν αντίθετο συμπέρασμα, οι υποδομές πρόσβασης οι οποίες βρίσκονται εκτός των λιμένων εξυπηρετούν τη θαλάσσια κοινότητα στο σύνολό της, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση υποδομών πρόσβασης που βρίσκονται εντός του λιμένα θεωρείται, καταρχήν, ότι ωφελεί ειδικώς την εκμετάλλευση του ίδιου του λιμένα, δεν αντιφάσκει προς την προσέγγιση αυτή και, επομένως, δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

71      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέκλινε από την αιτιολογία της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας και αποφάσεων προηγούμενων υποθέσεων, στις οποίες εκτίμησε ότι η κατασκευή, η συντήρηση, η αντικατάσταση ή η αναβάθμιση υποδομών που ετίθεντο στη διάθεση των χρηστών δωρεάν και άνευ διακρίσεων δεν συνιστούσαν οικονομικές δραστηριότητες. Επομένως, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή όφειλε να εξαιρέσει από τις οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων ορισμένες ειδικές πράξεις διαμόρφωσης.

72      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψης αποφάσεων επί άλλων υποθέσεων δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑295/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:675, σκέψη 181, και της 9ης Ιουνίου 2016, Magic Mountain Kletterhallen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑162/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:341, σκέψη 59).

73      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 21 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εκτίμησε, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι ορισμένες δραστηριότητες τις οποίες ασκούν οι λιμένες (δημόσιες επενδύσεις σε θαλάσσιες οδούς πρόσβασης –κυματοθραύστες, κλεισιάδες, πλωτές γέφυρες, βυθοκορήσεις– σε εγκαταστάσεις χερσαίας μεταφοράς εντός της λιμενικής ζώνης και σε άλλες θαλάσσιες υποδομές που εξυπηρετούν τη θαλάσσια κοινότητα στο σύνολό της) δεν συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες, παραπέμποντας, συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 35 της απόφασης της 20ής Οκτωβρίου 2004 σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 520/2003 – Βέλγιο – Χρηματοδοτική ενίσχυση για έργα υποδομής σε λιμένες της Φλάνδρας (ΕΕ 2005, C 176, σ. 11).

74      Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε, απαντώντας στις παρατηρήσεις του μεγάλου θαλάσσιου λιμένα της Χάβρης (Γαλλία), ο οποίος παρέπεμψε στην απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 72 ανωτέρω, ότι η πρακτική της εξελίχθηκε από το 2004 παράλληλα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή παρέπεμψε επίσης στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39608 – Επέκταση του λιμένα του Wismar (ΕΕ 2015, C 203, σ. 1) και σε δύο σημεία του πίνακα της ανάλυσής της σχετικά με τις λιμενικές υποδομές ο οποίος διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Ανταγωνισμός».

75      Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας σκοπεί συγκεκριμένα στο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει όλες τις αναγκαίες γνώμες ώστε να είναι σε θέση να λάβει οριστική απόφαση επί του χαρακτηρισμού μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης (βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑269/99, T‑271/99 και T‑272/99, EU:T:2002:258, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή στο πλαίσιο τέτοιας απόφασης έχουν κατ’ ανάγκην προσωρινό μόνο χαρακτήρα προκειμένου να προσδιοριστεί αν το μέτρο ενέχει χαρακτήρα ενίσχυσης και να παρατεθούν οι λόγοι που γεννούν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, Diputación Foral de Bizkaia κατά Επιτροπής, T‑397/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:291, σκέψη 58). Συνεπώς, η τελική απόφαση μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις ως προς την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, χωρίς, ωστόσο, οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν πλημμελή την τελική απόφαση (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 69, και της 19ης Μαΐου 2015, Diputación Foral de Bizkaia κατά Επιτροπής, T‑397/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:291, σκέψη 59).

76      Μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή αντιλαμβανόταν, μετά την έκδοση απόφασης για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών, θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα, ή ακόμη και την υποχρέωση, να προσαρμόζει τη θέση της, εκδίδοντας απόφαση περί διόρθωσης ή νέα απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, EU:T:2011:493, σκέψεις 71 και 72).

77      Συγκεκριμένα, μόνον όταν τροποποιεί τη συλλογιστική της, κατόπιν αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, σχετικά με πραγματικά περιστατικά ή νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών τα οποία αποδεικνύονται καθοριστικά στην εκτίμησή της όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης ή τη συμβατότητα αυτής με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται η Επιτροπή να διορθώσει την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας ή να επεκτείνει την απόφαση αυτή, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους.

78      Εντούτοις, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω όσον αφορά τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές καταδεικνύουν κάποια εξέλιξη της πρακτικής της όσον αφορά τον τρόπο προσέγγισης του οικονομικού ή μη χαρακτήρα της πρόσβασης στις λιμενικές υποδομές γενικά, αυτό δεν είναι καθοριστικό στοιχείο στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης ούτε όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των δικαιούχων εν προκειμένω λιμένων ως «επιχειρήσεων», δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι αυτοί ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες απαριθμούνται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

79      Επιπλέον, οι εκτιμήσεις αυτές δεν αποκλίνουν θεμελιωδώς από την προσέγγιση που εφάρμοσε η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, στο σημείο 21 της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε η Επιτροπή στα υπομνήματά της, το κριτήριο που χρησιμοποίησε για τη διάκριση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις μη οικονομικές δραστηριότητες, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 53 και 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι το αν οι υποδομές μπορούν να χρησιμοποιούνται από όλους τους χρήστες άνευ διακρίσεων και άνευ ανταλλάγματος, ως γενικό μέτρο που λαμβάνει το κράτος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών. Η Επιτροπή διευκρίνισε, μόνο για λόγους απλούστευσης, ότι το κριτήριο της γεωγραφικής θέσης, ήτοι το αν οι υποδομές βρίσκονται εντός ή εκτός του λιμένα, καθιστά καταρχήν εφικτό, εφόσον δεν υπάρχουν ιδιαιτερότητες, τον καθορισμό του οικονομικού ή μη χαρακτήρα των υποδομών αυτών.

80      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στο μέτρο που δεν εξέτασε με αρκούντως λεπτομερή τρόπο τη φύση καθεμίας από τις δραστηριότητες που ασκούν οι γαλλικοί λιμένες, δεν μπόρεσε να καθορίσει τον παρεπόμενο ή κύριο χαρακτήρα των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων όταν οι υποδομές έχουν μεικτή χρήση, όπως εν προκειμένω.

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας διαθέτει, για την άσκηση ενός μέρους των δραστηριοτήτων του, προνόμια που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως κατά την έννοια των διατάξεων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ως προς τις λοιπές οικονομικές δραστηριότητές του (αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 74, και της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 25).

82      Ασφαλώς, κατά τη νομολογία, στο μέτρο που ένας δημόσιος φορέας ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την άσκηση των προνομιών του δημόσιας εξουσίας, ο φορέας αυτός, ως προς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ενεργεί ως επιχείρηση, ενώ αν η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της άσκησης προνομιών δημόσιας εξουσίας, τότε το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκεί ο φορέας αυτός θεωρείται ότι εμπίπτει στην άσκηση των προνομιών αυτών (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 38, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑347/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:418, σκέψη 29· πρβλ., επίσης, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2009, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C‑113/07 P, EU:C:2009:191, σκέψεις 71 έως 80).

83      Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένα όριο κάτω του οποίου οι δραστηριότητες φορέα θα πρέπει να θεωρούνται στο σύνολό τους μη οικονομικές δραστηριότητες, όταν οι οικονομικές δραστηριότητες αποτελούν το μικρότερο μέρος των συνολικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, εάν η οικονομική δραστηριότητα του ενδιαφερόμενου φορέα μπορεί να διαχωριστεί από την άσκηση των προνομίων δημόσιας εξουσίας, ο εν λόγω φορέας πρέπει να χαρακτηριστεί επιχείρηση για το συγκεκριμένο μέρος των δραστηριοτήτων του (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψεις 44 έως 63).

84      Πλην όμως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι οι οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι λιμένες, όπως προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, μεταξύ άλλων, η παροχή πρόσβασης στις λιμενικές υποδομές έναντι αντιτίμου, δεν μπορούν να διαχωριστούν από τα προνόμια δημόσιας εξουσίας των λιμένων, όπως ο έλεγχος και η ασφάλεια της θαλάσσιας κυκλοφορίας ή η εποπτεία κατά της μόλυνσης. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η περίσταση και μόνον ότι ενδέχεται να υφίσταται οικονομικός δεσμός μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών, στο μέτρο που οι οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων καθιστούν εφικτή τη χρηματοδότηση, εν λόγω ή εν μέρει, των μη οικονομικών δραστηριοτήτων τους, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να διαχωριστούν, κατά την έννοια της νομολογίας.

85      Στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται την ανακοίνωση της Επιτροπής για το πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (ΕΕ 2014, C 198, σ. 1), το οποίο προβλέπει όριο 80 % για τις δραστηριότητες των υποδομών έρευνας, πέραν του οποίου οι δραστηριότητες αυτές θεωρούνται μη οικονομικές στο σύνολό τους, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή, ότι, εν προκειμένω, ουδόλως πρόκειται για ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία και, ως εκ τούτου, η ανακοίνωση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής.

86      Εν συνεχεία, το σημείο 207 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1) προβλέπει ότι, «[ε]άν, σε περίπτωση μεικτής χρήσης, η υποδομή χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για μη οικονομική δραστηριότητα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρηματοδότησή της ενδέχεται να μην εμπίπτει καθόλου στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική χρήση παραμένει αμιγώς επικουρική, ήτοι για δραστηριότητα που συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία της υποδομής και είναι απαραίτητη για αυτήν ή είναι συνυφασμένη με την κύρια μη οικονομική χρήση της». Επομένως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το σημείο αυτό αφορά τη χρηματοδότηση υποδομών οι οποίες χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για μη οικονομικούς σκοπούς. Εν προκειμένω, αντιθέτως, το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης συνίσταται σε απαλλαγή από φόρο χωρίς άμεσο δεσμό με τη χρηματοδότηση υποδομών και χωρίς συνεκτίμηση των –οικονομικών ή μη– δραστηριοτήτων για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι υποδομές.

87      Εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των γαλλικών λιμένων είναι αμιγώς παρεπόμενες των μη οικονομικών δραστηριοτήτων τους. Αντιθέτως, από την υποσημείωση 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το αντίστοιχο μέρος των λιμενικών επιβαρύνσεων και των εσόδων από τη χρήση ακινήτων, ήτοι το σημαντικότερο μέρος των εσόδων από τις οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων, αντιπροσώπευε το 55 % των εξόδων εκμετάλλευσης του μεγάλου θαλάσσιου λιμένα του Μπορντώ. Εξάλλου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είναι αντιπροσωπευτικά του τομέα στο σύνολό του.

88      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως και από ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών

89      Η προσφεύγουσα διατείνεται, κυρίως, ότι η προσβαλλομένη απόφαση ενέχει πολλαπλή πλάνη «περί το δίκαιο» όσον αφορά την εκτίμηση των προϋποθέσεων στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών. Επικουρικώς, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση βαρύνεται με ανεπαρκή αιτιολογία.

90      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

91      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, για να χαρακτηριστεί εθνικό μέτρο ως κρατική ενίσχυση δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή ότι υπήρξε όντως στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά πρέπει απλώς να εξεταστεί αν ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στις συναλλαγές αυτές ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Ειδικότερα, εφόσον ενίσχυση που χορηγήθηκε από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων ανταγωνιστριών τους στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση επηρεάζει το εμπόριο αυτό (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται πάντως οι επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν να μετέχουν οι ίδιες στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, όταν κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχειρήσεις, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί εξ αυτού του λόγου να διατηρηθεί ή να αυξηθεί, με συνέπεια να μειώνονται αντιστοίχως οι δυνατότητες των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων να διεισδύσουν στην αγορά του συγκεκριμένου κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενίσχυσης ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχείρησης που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori την πιθανότητα να επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Όσον αφορά ειδικότερα την προϋπόθεση του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η χορήγηση ενισχύσεως από κράτος μέλος, υπό μορφή φορολογικής ελαφρύνσεως, σε ορισμένους υπόχρεους πρέπει να λογίζεται ότι δύναται να θίξει το συγκεκριμένο εμπόριο και, συνακόλουθα, ότι πληροί την εν λόγω προϋπόθεση εφόσον οι συγκεκριμένοι υπόχρεοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα αποτελούσα αντικείμενο του εμπορίου ή εφόσον δεν μπορεί να αποκλείεται ότι τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με επιχειρηματίες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C‑494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Όσον αφορά την προϋπόθεση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η ίδια, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν κατά κανόνα τις συνθήκες του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C‑494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε τις δύο αυτές προϋποθέσεις με τις αιτιολογικές σκέψεις 79 έως 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι αιτιολογικές σκέψεις 82 και 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ειδικότερα ως εξής:

«[Τ]ο φορολογικό πλεονέκτημα από το οποίο επωφελούνται οι εν λόγω λιμένες, τους ελαφρύνει από ένα τρέχον βάρος το οποίο θα έπρεπε να επωμισθούν υπό κανονικές συνθήκες. Εκ φύσεως τούς ευνοεί σε σύγκριση με τους γαλλικούς λιμένες και τους λιμένες άλλων χωρών της ΕΕ που δεν επωφελούνται. Κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός υφίσταται στον τομέα των λιμένων και εντείνεται από τη φύση και τα χαρακτηριστικά των μεταφορών, ιδιαίτερα των θαλάσσιων και εκείνων μέσω εσωτερικών οδών. Ακόμα κι αν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι λιμένες απολαμβάνουν νόμιμο μονοπώλιο προσφοράς λιμενικών υπηρεσιών στο εσωτερικό του λιμένα που εκμεταλλεύονται, οι υπηρεσίες μεταφορών που προσφέρουν, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, ανταγωνίζονται τις εν λόγω υπηρεσίες που προσφέρουν άλλοι λιμένες καθώς και άλλοι πάροχοι μεταφορών στη Γαλλία και στα λοιπά κράτη μέλη.»

98      Όσον αφορά, ειδικότερα, την κατάσταση των νησιωτικών λιμένων και των λιμένων των υπερπόντιων εδαφών, στην αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι, «[σ]το μέτρο που υφίστανται ή μπορούν να υφίστανται άλλες λύσεις για τη μεταφορά των αγαθών στα υπερπόντια εδάφη, το μέτρο μπορεί, εξίσου για τους λιμένες που βρίσκονται μακριά από τη μητρόπολη ή άλλους ευρωπαϊκούς λιμένες, να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού και να έχει επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». Εντούτοις, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν απέκλειε, «σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ορισμένων λιμένων ‑ιδίως εκείνων που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις στο πλαίσιο της πρακτικής λήψης αποφάσεων της Επιτροπής‑ να μπορεί το οικείο μέτρο να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζει τις συναλλαγές». Πάντως, δεδομένου ότι πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο αφορά γενική απαλλαγή από τον ΦΕ για όλους τους δικαιούχους που μνημονεύονται στις υπουργικές αποφάσεις του 1942 και του 1943, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο αυτό ήταν, καθεαυτό, ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της Ένωσης και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

99      Κατά πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει επικουρικώς η προσφεύγουσα, η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής προκειμένου η προσφεύγουσα να κατανοήσει τη συλλογιστική που εφάρμοσε η Επιτροπή και προκειμένου να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

100    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία η προσβαλλομένη απόφαση ενέχει πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

101    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής σχετικά με τις συνέπειες του φορολογικού μέτρου στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό. Πάντως, κατά τη νομολογία, οι συνέπειες μέτρου ή καθεστώτος ενισχύσεων στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δεν μπορεί να είναι απλώς υποθετικές ή τεκμαιρόμενες.

102    Εντούτοις, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται σε πολύ διαφορετικούς λιμένες ως προς το μέγεθός τους, τη γεωγραφική θέση τους, τον τύπο τους (εσωτερικός λιμένας, θαλάσσιος λιμένας) ή τη δραστηριότητά τους, δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το υπό εξέταση μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση, να αποδειχθεί μεμονωμένα ότι το εν λόγω μέτρο προκαλεί για τον κάθε λιμένα στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεάζει το εμπόριο. Στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των λεπτομερειών που το καθεστώς αυτό προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Συγκεκριμένα, σε απόφαση που αφορά τέτοιο καθεστώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Navarra de Servicios y Tecnologías κατά Επιτροπής, T‑487/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:899, σκέψη 66).

103    Επιπλέον, σημειώνεται ότι, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 91 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν όφειλε να αποδείξει ότι το επίδικο μέτρο ενίσχυσης ήταν ικανό να έχει πραγματικές ή προβλέψιμες συνέπειες στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι, σε σχέση με τους περισσότερους λιμένες που αυτή αφορά, και ειδικότερα τους μεγάλους γαλλικούς λιμένες, όπως της Χάβρης, της Ρουέν ή της Μασσαλίας, δεν αμφισβητείται ότι αυτοί ανταγωνίζονται άλλους λιμένες της Ένωσης και, επομένως, το μέτρο έχει πραγματικές συνέπειες στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (βλ. αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τους μικρούς λιμένες επίσης, και ειδικότερα αυτούς που βρίσκονται κοντά σε συνοριακή ζώνη, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως εκτιμώντας ότι αυτοί βρίσκονται επίσης σε πραγματικό διασυνοριακό ανταγωνισμό (βλ. αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η γενική αυτή εξέταση της ύπαρξης στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών για ορισμένες κατηγορίες λιμένων επαρκεί λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή όσον αφορά την εξέταση του καθεστώτος ενισχύσεων (σκέψη 102 ανωτέρω).

104    Δεύτερον, η προσφεύγουσα σφάλλει όταν υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι το επίδικο φορολογικό μέτρο από το οποίο επωφελήθηκαν οι φορείς ανάπτυξης ή οι ιδιοκτήτες των λιμενικών υποδομών είχε παράσχει επίσης οικονομικό πλεονέκτημα στους φορείς εκμετάλλευσης και στους τελικούς χρήστες των υποδομών αυτών.

105    Συγκεκριμένα, στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζεται σαφώς ότι το επίδικο μέτρο ενίσχυσης χορηγήθηκε υπέρ «των αυτόνομων λιμένων (οι οποίοι εν μέρει έγιναν grands ports maritimes [μεγάλοι θαλάσσιοι λιμένες]), των επιμελητηρίων θαλάσσιου εμπορίου, των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων που εκμεταλλεύονται λιμενικές εγκαταστάσεις, των δήμων που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου εξοπλισμού ο οποίος ανήκει στο κράτος εντός των λιμένων και των επιχειρήσεων τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού» (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, ορθώς η Επιτροπή εξέτασε αν οι προϋποθέσεις του υποστατού ενίσχυσης, και ειδικότερα εκείνες που αφορούν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, πληρούνταν για τους συγκεκριμένους δικαιούχους και όχι για άλλες κατηγορίες φορέων, όπως οι φορείς εκμετάλλευσης ή οι τελικοί χρήστες των λιμενικών υποδομών. Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που η προσφεύγουσα εκπροσωπεί γαλλικούς λιμένες και ΕΒΕ επιφορτισμένα με την εκμετάλλευσή τους, δεν είναι αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο τυχόν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά ενδεχόμενη έμμεση ενίσχυση υπέρ άλλων κατηγοριών φορέων θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος της απόφασης αυτής όσον αφορά τα μέλη της.

106    Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, έστω και αν το επίδικο φορολογικό μέτρο επέδρασε στο ύψος των τιμών που εφαρμόζουν οι γαλλικοί λιμένες, δεν είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, στο μέτρο που η τιμή δεν είναι καθοριστικό στοιχείο της ελκυστικότητας των λιμένων, η οποία συνδέεται με πολλούς άλλους παράγοντες, όπως η έκταση και η ποιότητα των συνδέσεών τους με την ενδοχώρα, η γεωγραφική θέση τους ή τα πλεονεκτήματα που μπορούν να συνεπάγονται στο συνολικότερο σύστημα εφοδιαστικής.

107    Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αμφισβητείται ότι το ύψος των εφαρμοζόμενων τιμών συνιστά ένα στοιχείο, μεταξύ πολλών, της ανταγωνιστικότητας των λιμένων. Επομένως, η περίσταση ότι άλλα στοιχεία μπορούν να επηρεάζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την ελκυστικότητα ενός λιμένα δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το σχετικό συμπέρασμα της Επιτροπής. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (σκέψη 94 ανωτέρω). Επομένως, τα στατιστικά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα, όσον αφορά τα μερίδια αγοράς των γαλλικών λιμένων σε σχέση με εκείνα άλλων λιμένων της Ένωσης, δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα σχετικά συμπεράσματα της Επιτροπής.

108    Τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τη νόθευση του ανταγωνισμού δεν πληρούνται, όσον αφορά τους νησιωτικούς λιμένες και τους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών. Όσον αφορά τους νησιωτικούς λιμένες, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των λιμένων αυτών, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του κύριου σκοπού τους ο οποίος συνίσταται ιδίως στη διατήρηση της συνοχής μεταξύ της μητροπολιτικής Γαλλίας και της νήσου. Όσον αφορά τους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών, η προσφεύγουσα επικαλείται, αφενός, τη μεγάλη απόσταση των υπερπόντιων εδαφών από το έδαφος της Ένωσης και, αφετέρου, τον μη σημαντικό ρόλο των λιμένων αυτών στο σύστημα μεταφορών της Ένωσης, όπως προκύπτει από την προβλεπόμενη δυνατότητα εξαίρεσης των λιμένων αυτών από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2017, για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και κοινών κανόνων για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων (ΕΕ 2017, L 57, σ. 1). Επιπλέον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή έσφαλε όταν θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίδικο φορολογικό μέτρο παρότρυνε ορισμένες επιχειρήσεις να προτιμήσουν τη διά θαλάσσης παρά από αέρος μεταφορά των εμπορευμάτων τους στις υπερπόντιες περιοχές και, επομένως, νόθευσε τον ανταγωνισμό και επηρέασε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών.

109    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν διαλαμβάνει ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες θα αφορούσαν τη συγκεκριμένη κατάσταση των νησιωτικών λιμένων ή των λιμένων των υπερπόντιων εδαφών, αλλά καθεστώς ενισχύσεων, του οποίου οι δικαιούχοι προσδιορίζονται με γενικό τρόπο σε υπουργικές αποφάσεις του 1942 και του 1943, ως οι «αυτόνομ[οι] λιμέν[ες] (οι οποίοι εν μέρει έγιναν grands ports maritimes), τ[α] επιμελητ[ήρια] θαλάσσιου εμπορίου, τ[α] εμπορικ[ά] και βιομηχανικ[ά] επιμελητ[ήρια] που εκμεταλλεύονται λιμενικές εγκαταστάσεις, [οι] δήμ[οι] που είναι παραχωρησιούχοι δημόσιου εξοπλισμού ο οποίος ανήκει στο κράτος εντός των λιμένων και [οι] επιχειρήσε[ις] τις οποίες υποκατέστησαν στην εκμετάλλευση του εν λόγω εξοπλισμού» (βλ. άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

110    Πάντως, λαμβανομένων συναφώς υπόψη των απαιτήσεων που θέτει η νομολογία (βλ. σκέψεις 91 έως 96 και 102 ανωτέρω), η συλλογιστική που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως αρκεί για να διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου.

111    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εξέταση της ατομικής κατάστασης ορισμένων νησιωτικών λιμένων ή λιμένων υπερπόντιων εδαφών μπορούσε να αναδείξει τη μη εκπλήρωση των ως άνω προϋποθέσεων ως προς τους συγκεκριμένους λιμένες, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, την εξέταση αυτή πρέπει να διενεργήσει το κράτος μέλος κατά το στάδιο της ανάκτησης των ενισχύσεων ή σε μεταγενέστερο στάδιο, με σεβασμό της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 63 και 125).

112    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ατομική κατάσταση των νησιωτικών λιμένων και των λιμένων υπερπόντιων εδαφών πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου της ανάλυσης που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 84, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή έχει πλεοναστικό χαρακτήρα.

113    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, συμπεραίνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής κατά νόμον και δεν ενέχει καμία πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

114    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου των υφιστάμενων ενισχύσεων και από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας

115    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 108, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας.

116    Συναφώς, η προσφεύγουσα εκτιμά, καταρχάς, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, θεωρώντας ότι απέκειτο στις γαλλικές αρχές να αποδείξουν τη συμβατότητα του επίδικου φορολογικού μέτρου με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή ενήργησε ωσάν να κλήθηκε να εξετάσει αίτηση έγκρισης νέας κρατικής ενίσχυσης, ενώ επρόκειτο για υφιστάμενη κρατική ενίσχυση, για τη μη συμβατότητα της οποίας με την εσωτερική αγορά έφερε η ίδια το βάρος αποδείξεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ.

117    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας πρότασης κατάλληλων μέτρων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22 του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητήσει την κατάργηση υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων εάν η απλή τροποποίηση ορισμένων από τα χαρακτηριστικά του αρκεί για τη θεραπεία της διαπιστωθείσας μη συμβατότητας. Επομένως, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η κατάργηση καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να εξετάζεται μόνον όταν είναι απολύτως βέβαιο ότι οι τροποποιήσεις του καθεστώτος αυτού δεν μπορούν να το καταστήσουν συμβατό προς τους κανόνες της Συνθήκης. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει αν, μέσω ορισμένων τροποποιήσεων του επίδικου καθεστώτος, η απαλλαγή θα μπορούσε να πληροί τις προϋποθέσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

118    Εξάλλου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή αλλοίωσε την έννοια του άρθρου 93 ΣΛΕΕ θεωρώντας ότι οι επιτρεπόμενες βάσει αυτού ενισχύσεις έπρεπε να συνδέονται με ορισμένα έξοδα και να έχουν ανώτατο όριο καθώς και περιορίζοντας το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής στις επενδυτικές ενισχύσεις, εξαιρώντας τις λειτουργικές ενισχύσεις. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση της Επιτροπής SA.37402, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την ενίσχυση που καταβλήθηκε στον λιμένα της Βουδαπέστης (Ουγγαρία) (ΕΕ 2014, C 141, σ. 1), καθώς και την ανακοίνωση C(2004) 43 της Επιτροπής – Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών (ΕΕ 2004, C 13, σ. 3).

119    Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή έσφαλε απορρίπτοντας την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΛΕΕ και του άρθρου 349 ΣΛΕΕ, για τον λόγο και μόνον ότι το φορολογικό μέτρο δεν στοχεύει ούτε στην υλοποίηση σχεδίου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε στους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών.

120    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παράβαση του άρθρου 108, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, καθίσταται πρόδηλη από το γεγονός ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος δύο κανονισμών σχετικών με τους λιμένες, ήτοι του κανονισμού 2017/352 και του κανονισμού 2017/1084 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014 όσον αφορά τις ενισχύσεις για τις λιμενικές και αερολιμενικές υποδομές, τα όρια κοινοποίησης για τις ενισχύσεις για τον πολιτισμό και τη διατήρηση της κληρονομιάς και για τις ενισχύσεις για αθλητικές υποδομές και πολυλειτουργικές ψυχαγωγικές υποδομές, καθώς και τα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων λειτουργίας για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 702/2014 όσον αφορά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών (ΕΕ 2017, L 156, σ. 1), ενώ ο δεύτερος αυτός κανονισμός προβλέπει επέκταση του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία στις λιμενικές υποδομές καθώς και τη δυνατότητα χορήγησης λειτουργικών ενισχύσεων στις εξόχως απόκεντρες περιοχές.

121    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

122    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά» και ότι «[τ]ους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Εν συνεχεία, το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, «[α]ν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει».

123    Στο κεφάλαιο VI του κανονισμού 2015/1589 παρατίθεται αναλυτικά η διαδικασία σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενίσχυσης. Στο άρθρο 21 του κανονισμού 2015/1589 αποσαφηνίζεται καταρχάς ο μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, το άρθρο 22 του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει το είδος κατάλληλων μέτρων που μπορεί να προτείνει η Επιτροπή στο κράτος μέλος όταν εκτιμά ότι υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά. Μεταξύ άλλων, τα μέτρα αυτά μπορούν να συνίστανται σε ουσιαστική τροποποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ή σε κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Τέλος, στο άρθρο 23 του κανονισμού 2015/1589 εκτίθενται οι νομικές συνέπειες της πρότασης κατάλληλων μέτρων. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, εάν το κράτος μέλος δεν αποδεχθεί τα προτεινόμενα μέτρα και η Επιτροπή, αφού εξετάσει τους ισχυρισμούς του κράτους μέλους, εξακολουθεί να θεωρεί τα εν λόγω μέτρα αυτά αναγκαία, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα άρθρα που αφορούν την επίσημη διαδικασία έρευνας και τα είδη αποφάσεων που μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή στο πέρας της διαδικασίας αυτής.

124    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των διατάξεων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως ούτε παρέβη την εφαρμοστέα διαδικασία στο πλαίσιο της εξέτασης υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων.

125    Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εξέτασε καταρχάς το καθεστώς ενισχύσεων σε συνεργασία με τις γαλλικές αρχές και, εν συνεχεία, αφού πρότεινε κατάλληλα μέτρα, τα οποία οι αρχές αυτές αρνήθηκαν, αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 και του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 2 έως 7 ανωτέρω).

126    Πάντως, μολονότι οι διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 122 ανωτέρω θεσπίζουν όντως μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής στο στάδιο της παροχής πληροφοριών και της πρότασης κατάλληλων μέτρων, προβλέπουν ρητά ότι, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, οι διατάξεις σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής, οι οποίες εφαρμόζονται κανονικά στις νέες ενισχύσεις, εφαρμόζονται επίσης κατ’ αναλογίαν στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων.

127    Επομένως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν υφίσταται κανένας λόγος διάκρισης, στο στάδιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, μεταξύ της διαδικασίας που εφαρμόζεται στις νέες ενισχύσεις και εκείνης που εφαρμόζεται στις υφιστάμενες ενισχύσεις.

128    A fortiori, δεν υφίσταται επίσης κανένας λόγος για να θεωρηθεί ότι αντιστράφηκε το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την εξέταση της συμβατότητας υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αμφισβητήσουν ελεύθερα τη σχετική προσωρινή συλλογιστική της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Το κράτος μέλος και, σε μικρότερο βαθμό, τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι γενικά σε καλύτερη θέση για να διαπιστώσουν την ύπαρξη στόχου γενικού συμφέροντος ο οποίος επιδιώκεται με τη λήψη του επίμαχου μέτρου και ο οποίος θα καθιστά εφικτό να κηρυχθεί το μέτρο αυτό πλήρως ή εν μέρει συμβατό με την εσωτερική αγορά.

129    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ανέλυσε στην προσβαλλομένη απόφαση τους διάφορους λόγους συμβατότητας οι οποίοι προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας και εξήγησε τους λόγους για τους οποίους κανένας εξ αυτών δεν καθιστά εφικτό να κηρυχθεί το επίδικο μέτρο, έστω εν μέρει, συμβατό με την εσωτερική αγορά.

130    Πρώτον, το άρθρο 93 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «[ο]ι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, είναι συμβιβάσιμες με τις Συνθήκες».

131    Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι οι εσωτερικοί λιμένες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των πολυτροπικών μεταφορών, δεν εμπίπτουν όλες οι επενδύσεις των λιμένων στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 93 ΣΛΕΕ, το οποίο περιορίζεται στις ενισχύσεις που καλύπτουν τις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η απαλλαγή από τον ΦΕ δεν συνιστά επενδυτική ενίσχυση αλλά λειτουργική ενίσχυση που δεν έχει επενδυτικό στόχο. Το μέτρο δεν στοχεύει στην αποζημίωση ορισμένων υπηρεσιών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας όπως επισημάνθηκε. Επιπλέον, το πλεονέκτημα που προέρχεται από μια απλή και καθαρή απαλλαγή φόρου δεν περιορίζεται στο απαραίτητο ύψος για τη διασφάλιση του συντονισμού των μεταφορών ούτε στην αποζημίωση ορισμένων υπηρεσιών εγγενών στην έννοια της δημόσιας υπηρεσίας και έτσι δεν εγγυάται την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Επίσης, δεν διαθέτει σαφώς προσδιορισμένο χαρακτήρα κινήτρου, ιδίως επειδή η απαλλαγή ευνοεί περισσότερο τους πιο αποδοτικούς λιμένες που έχουν κατά συνέπεια τα περισσότερα μέσα αλλά και τη μικρότερη ανάγκη για κίνητρα. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, το άρθρο 93 ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται.

132    Εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η συλλογιστική αυτή δεν ενέχει καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί, μεταξύ άλλων, τον λόγο για τον οποίο η απαλλαγή των λιμένων από τον ΦΕ είναι συνυφασμένη με τον συντονισμό των μεταφορών ή απαραίτητη για τον συντονισμό των μεταφορών.

133    Πάντως, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να κηρύξει ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά μόνον εάν μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση αυτή συμβάλλει στην επίτευξη ενός εκ των σκοπών που μνημονεύονται στην προβαλλόμενη για τη συμβατότητά της νομική βάση, τους οποίους η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει με δικά της μέσα, υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Με άλλα λόγια, προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί παρέκκλισης προβλεπόμενης στη Συνθήκη, η ενίσχυση πρέπει όχι μόνο να συνάδει προς έναν εκ των σκοπών που προβλέπονται σε αυτήν, αλλά να είναι επίσης αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑314/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:903, σκέψη 180 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

134    Επιπλέον, μολονότι ασφαλώς ούτε το άρθρο 93 ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ διακρίνουν τις λειτουργικές ενισχύσεις από τις επενδυτικές ενισχύσεις, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι λειτουργικές ενισχύσεις οι οποίες προορίζονται να διατηρήσουν το status quo ή να απαλλάξουν επιχείρηση από έξοδα τα οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

135    Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύσεις οι οποίες περιορίζονται στη μείωση των τρεχουσών και συνήθων δαπανών λειτουργίας με τις οποίες επιβαρύνεται η επιχείρηση στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς της επιδιώκουν σκοπό δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 93 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Εφόσον τέτοιες ενισχύσεις ευνοούν τις επιχειρήσεις αυτές σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑356/15, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:439, σκέψη 581· πρβλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουνίου 1995, Siemens κατά Επιτροπής, T‑459/93, EU:T:1995:100, σκέψη 76).

136    Εξάλλου, ματαίως η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, στην υπόθεση SA.37402 σχετικά με την ενίσχυση που καταβλήθηκε στον λιμένα της Βουδαπέστης επιχειρώντας να καταδείξει τη συμβατότητα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αφενός, η πρακτική λήψης των αποφάσεών της δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη ενίσχυση ήταν επενδυτική ενίσχυση στις λιμενικές υποδομές, η οποία επιδίωκε σαφώς καθορισμένο σκοπό, εν αντιθέσει προς το επίδικο εν προκειμένω μέτρο.

137    Όσον αφορά την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, όπως υποδηλώνει το όνομά της, αφορά μόνον τις ενισχύσεις υπέρ των θαλάσσιων μεταφορών και όχι τις ενισχύσεις υπέρ των λιμένων ή των λιμενικών υποδομών. Επιπλέον, τα φορολογικά μέτρα που μνημονεύονται στην ανακοίνωση αυτή δεν αφορούν γενικευμένη απαλλαγή από τον ΦΕ, όπως εν προκειμένω, αλλά την αντικατάσταση ενός είδους φορολογίας από άλλο είδος βασισμένο στη χωρητικότητα, με σκοπό την αποφυγή μετεγκαταστάσεων. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει από την ανακοίνωση αυτή γενική αρχή κατά την οποία οι ενισχύσεις υπό μορφή μείωσης φόρου είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά. Η ανακοίνωση αυτή καταδεικνύει, το πολύ, ότι ορισμένες λειτουργικές ενισχύσεις, υπό μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων, μπορούν, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά, κάτι το οποίο η Επιτροπή δεν αμφισβητεί (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑356/15, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:439, σκέψη 583 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

138    Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΛΕΕ και το άρθρο 349 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα δεν εξηγεί, όμως, τον λόγο για τον οποίο η συλλογιστική αυτή ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αλλά περιορίζεται να δηλώσει ότι το άρθρο 349 ΣΛΕΕ συνιστά αναμφισβήτητα επαρκή νομική βάση για να θεωρηθεί ότι καθεστώς φορολογικής απαλλαγής των λιμένων των υπερπόντιων εδαφών είναι συμβατό με τη Συνθήκη.

139    Ωστόσο, σημειώνεται, αφενός, ότι το επίδικο μέτρο ενίσχυσης δεν εστιάζεται στους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών, αλλά στο σύνολο των λιμένων και των δικαιούχων οντοτήτων, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφετέρου, το άρθρο 349 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να θεσπίζει ειδικά μέτρα αποσκοπούντα ιδίως στον καθορισμό των προϋποθέσεων εφαρμογής της Συνθήκης στις περιοχές που προβλέπονται σε αυτήν, δεδομένου ότι η διαρθρωτική οικονομική και κοινωνική κατάστασή τους επιδεινώνεται από ορισμένα μόνιμα και σωρευτικά προβλήματα τα οποία αναχαιτίζουν σημαντικά την ανάπτυξή τους (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Banco Comercial dos Açores κατά Επιτροπής, T‑75/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:322, σκέψη 3). Εντούτοις, το άρθρο 349, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Συμβούλιο θεσπίζει τα ως άνω μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς των εξόχως απόκεντρων περιοχών, χωρίς ωστόσο να υπονομεύεται η ακεραιότητα και η συνοχή της έννομης τάξης της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής αγοράς και των κοινών πολιτικών. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία διάταξη του παράγωγου δικαίου κατά την οποία το Συμβούλιο αποφάσισε να επιτρέψει ενισχύσεις υπό μορφή απαλλαγής από τον ΦΕ των λιμένων που βρίσκονται στα υπερπόντια εδάφη.

140    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται τον κανονισμό 2017/352, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει τη δράση της Επιτροπής βάσει των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος αποσκοπεί στη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και κοινών κανόνων για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων, προβλέπει ότι πρέπει να καθιστά εφικτό «τον δίκαιο και αποτελεσματικό έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων» (αιτιολογική σκέψη 6), ότι «δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να χορηγούν αποζημίωση για ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αρκεί η εν λόγω αποζημίωση να συμμορφώνεται προς τους ισχύοντες κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων» (αιτιολογική σκέψη 32) και ότι, «[σ]ε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις» (αιτιολογική σκέψη 43).

141    Ο δε κανονισμός 2017/1084, τον οποίο επίσης επικαλείται η προσφεύγουσα, τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1), προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, σε αυτόν το άρθρο 56β και το άρθρο 56γ, τα οποία προβλέπουν τη δυνατότητα απαλλαγής ορισμένων ενισχύσεων υπέρ θαλάσσιων λιμένων και λιμένων εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Σκοπός, όμως, του κανονισμού 651/2014, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ και του κανονισμού (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 1998, L 142, σ. 1), είναι να απαλλάξει, υπό προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη από την υποχρέωση κοινοποίησης ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει άλλες περιπτώσεις συμβατότητας πέραν εκείνων που προβλέπονται στη Συνθήκη. Επομένως, στο μέτρο που διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίδικο μέτρο δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά, χωρίς να υποπέσει συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ. ανωτέρω), η Επιτροπή δεν μπορούσε, a fortiori, να κηρύξει το μέτρο αυτό συμβατό βάσει του κανονισμού 651/2014. Επιπλέον, το άρθρο 56β και το άρθρο 56γ του κανονισμού 651/2014 προβλέπουν ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τις επιλέξιμες δαπάνες, την ένταση της ενίσχυσης ή ακόμη και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης, πλην όμως η προσφεύγουσα δεν επιδίωξε να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω.

142    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας, η οποία αντλείται από μη συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, αντιστροφή του βάρους αποδείξεως και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως όσον αφορά την ανάλυση της συμβατότητας του επίδικου καθεστώτος με την εσωτερική αγορά.

143    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας εκ μέρους της Επιτροπής, επειδή στην προσβαλλομένη απόφαση απαίτησε, άνευ ετέρου, την κατάργηση του επίδικου καθεστώτος αντί να ζητήσει την τροποποίησή του ή να το κηρύξει συμβατό υπό προϋποθέσεις.

144    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Westfälisch‑Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, T‑457/09, EU:T:2014:683, σκέψη 346 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

145    Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι το υπό εξέταση μέτρο ήταν προδήλως μη συμβατό με την εσωτερική αγορά, δεν προσφερόταν ούτε για τροποποίηση ούτε για επιβολή προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να το καταστήσουν συμβατό με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι κάθε τροποποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προκειμένου να καταστεί συμβατό με την εσωτερική αγορά θα ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη, δεδομένου ότι η ίδια η φύση του πλεονεκτήματος (απαλλαγή από τον ΦΕ συνδεδεμένη με τα κέρδη) δεν συνδυάζεται ευχερώς με τα κριτήρια συμβατότητας, μεταξύ άλλων την αναλογικότητα και τη διαφάνεια του μέτρου σε σχέση με καθορισμένο σκοπό.

146    Συναφώς, σημειώνεται, αφενός, ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να προτείνει, ως κατάλληλο μέτρο, είτε την ουσιαστική τροποποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων είτε την επιβολή ορισμένων διαδικαστικών όρων είτε ακόμη την κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Επομένως, η δυνατότητα κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προβλέπεται ρητά ήδη από το στάδιο της πρότασης κατάλληλων μέτρων, το οποίο προηγείται του επίσημου σταδίου έρευνας.

147    Αφετέρου, η δυνατότητα της Επιτροπής να απαιτήσει την κατάργηση, άνευ ετέρου, υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων, όταν διαπιστώνει, στο πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι αυτό δεν είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, δεν συνοδεύεται από καμία πρόσθετη απαίτηση σε σύγκριση με την έρευνα που αφορά νέο καθεστώς ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη του παραλληλισμού των δύο αυτών διαδικασιών ήδη από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω).

148    Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η δυνατότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και τούτο σημαίνει ότι, εάν είναι δυνατές η τροποποίηση ή ορισμένες αλλαγές του επίμαχου καθεστώτος ώστε αυτό να καταστεί συμβατό με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή οφείλει, τουλάχιστον, να διερευνήσει τη δυνατότητα αυτή με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στο στάδιο της πρότασης κατάλληλων μέτρων.

149    Πάντως, επισημαίνεται, όπως έπραξε και η Επιτροπή, ότι τέτοια τροποποίηση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, την οποία εξάλλου δεν φαίνεται να εξέτασε ως ενδεχόμενη η Γαλλική Δημοκρατία, φαινόταν πολύπλοκη, ακόμη και αδύνατη, εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο το οποίο προβλέπει άνευ όρων απαλλαγή από τον ΦΕ ορισμένων γενικών κατηγοριών δικαιούχων, χωρίς κανέναν δεσμό με σαφώς καθορισμένο σκοπό γενικού ενδιαφέροντος, τροποποίηση του καθεστώτος αυτού θα σήμαινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία έπρεπε να κοινοποιήσει άλλο καθεστώς, θεμελιωδώς διαφορετικό από το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων που εξέτασε η Επιτροπή. Επομένως, θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να περιοριστούν το πλεονέκτημα και το ύψος αυτού στο μη καλυπτόμενο κόστος ορισμένων επενδύσεων ή στην αντιστάθμιση του κόστους ενδεχόμενων ΥΓΟΣ των οποίων η φύση και η εμβέλεια θα έπρεπε να καθοριστούν κατά κατηγορίες λιμένων, ακόμη και ανά λιμένα σε ετήσια βάση, και να εξαρτηθούν το πλεονέκτημα και το ύψος αυτού από τα ανωτέρω στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές ιδιαιτερότητες περίπου 500 γαλλικών λιμένων και δυνητικώς διαφορετικούς κανόνες συμβατότητας για καθέναν εξ αυτών, ιδίως για τους λιμένες των υπερπόντιων εδαφών.

150    Επομένως, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας παραλείποντας να εξετάσει αν, μέσω ορισμένων τροποποιήσεων του επίδικου μέτρου ενίσχυσης, αυτό θα μπορούσε να πληροί τις σχετικές με τη χρηματοδότηση ΥΓΟΣ προϋποθέσεις και να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά.

151    Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στις αποφάσεις της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.14175 (πρώην E 2/2005 και N 642/2009) – Κάτω Χώρες – Existing and special projet aid to housing corporations (ΕΕ 2010, C 31, σ. 4), και, της 30ής Αυγούστου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση E/2005 – Κάτω Χώρες – Existing aid to housing corporations: decision amending paragraphs 22-24 of the Commission Decision of 15 December 2009 (ΕΕ 2010, C 250, σ. 1), η Επιτροπή πρότεινε στις ολλανδικές αρχές όχι την κατάργηση του υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά την τροποποίησή του, προκειμένου να συνάδει με τους κανόνες της Ένωσης που ρυθμίζουν τις κρατικές ενισχύσεις.

152    Εντούτοις, στις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 150 ανωτέρω σχετικά με την ολλανδική κοινωνική στέγη, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είχε προτείνει δεσμεύσεις ικανές να ανταποκριθούν στα κατάλληλα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή, προκειμένου να καταστεί το καθεστώς συμβατό με την εσωτερική αγορά. Επομένως, η τελική απόφαση της Επιτροπής είχε εκδοθεί βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο προέβλεπε τις νομικές συνέπειες της αποδοχής από το κράτος μέλος των κατάλληλων μέτρων της Επιτροπής.

153    Εν προκειμένω, αντιθέτως, δεδομένου ότι το κράτος μέλος δεν αποδέχθηκε τα κατάλληλα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή ούτε, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρότεινε δεσμεύσεις ώστε να ανταποκριθεί στις αντιρρήσεις που ανέκυψαν από αυτά, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε στο πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Επομένως, δεν υφίσταται κανένας παραλληλισμός με τις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 150 ανωτέρω.

154    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των σκέψεων αυτών, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

155    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρέωσης αντικειμενικής αμεροληψίας που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή την αδράνειά της έναντι των καθεστώτων ενισχύσεων των οποίων επωφελούνται ορισμένοι λιμένες της Ένωσης δυνάμει της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας σε άλλα κράτη μέλη, προκαλώντας, κατά συνέπεια, νέες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού οι οποίες προσκρούουν ευθέως στον ρόλο της ως θεματοφύλακα της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

156    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

157    Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, εφόσον θεωρηθεί εξακριβωμένη, συνιστά αυτοτελή έλλειψη νομιμότητας, ικανή να οδηγήσει αφ’ εαυτής στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατηρεί, κυρίως, ότι παραβίαση της αρχής αυτής μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνο σε συνδυασμό με την παράβαση άλλου κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, παραπέμπει στη σκέψη 43 της απόφασης της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑196/99, EU:T:2001:281), από την οποία προκύπτει ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν συγκαταλέγεται στους κανόνες δικαίου που έχουν ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαιωμάτων στους ιδιώτες, των οποίων η προσβολή θα μπορούσε να προβληθεί για τη διαπίστωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

158    Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή αφορά το αν το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση συνιστά κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ζήτημα το οποίο είναι λυσιτελές στο πλαίσιο της αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 268 ΣΛΕΕ, και όχι στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, βασισμένης στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, όπως εν προκειμένω.

159    Στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρέωσης αμεροληψίας.

160    Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας είναι συμφυής με την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Έχει γενικώς εφαρμογή επί της δράσης της διοίκησης της Ένωσης στις σχέσεις της με το κοινό και σημαίνει ότι η διοίκηση της Ένωσης οφείλει να ενεργεί με φροντίδα και φρόνηση και να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση υπόθεσης [πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψεις 92 και 93, και της 15ης Ιανουαρίου 2015, Ziegler και Ziegler Relocation κατά Επιτροπής, T‑539/12 και T‑150/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:15, σκέψη 97].

161    Επιπλέον, κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος της οικείας αρχής δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Εντούτοις, η υποχρέωση αμεροληψίας που υπέχει η Επιτροπή δεν της επιβάλλει, όταν εξετάζει υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων σε πλείονα κράτη μέλη, να διεξάγει τις έρευνες αυτές ταυτοχρόνως ή να εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις ταυτοχρόνως για όλα τα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, μολονότι προκύπτει ασφαλώς από το ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις φορολογικές απαλλαγές που χορηγήθηκαν στις ολλανδικές δημόσιες επιχειρήσεις ότι, «σε ορισμένα κράτη μέλη, οι λιμένες δεν υπόκεινται στον φόρο εταιριών, αλλά σε άλλο φορολογικό καθεστώς το οποίο μπορεί να είναι ευνοϊκότερο», ενώ «σε άλλα κράτη μέλη οι λιμένες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο εταιριών, επειδή εμφανίζουν έλλειμμα», η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναγάγει από τις γενικές αυτές παρατηρήσεις ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αμεροληψίας εξετάζοντας πρώτα το βελγικό, το ολλανδικό και το γαλλικό φορολογικό καθεστώς και εκδίδοντας αρνητικές τελικές αποφάσεις για τα καθεστώτα αυτά, προτού εξετάσει το σύνολο των φορολογικών καθεστώτων των άλλων κρατών μελών τα οποία ενδέχεται να περιέχουν επίσης κρατικές ενισχύσεις.

163    Επιπλέον, σημειώνεται ότι παρόμοια επιχειρήματα έχουν εξεταστεί και απορριφθεί στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Groningen Seaports κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑160/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:317), σχετικά με την προσφυγή που άσκησαν ορισμένοι ολλανδικοί λιμένες κατά της απόφασης (ΕΕ) 2016/634 της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης αριθ. SA.25338 (2014/C) (πρώην E 3/2008 και πρώην CP 115/2004) το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες – Απαλλαγή δημόσιων επιχειρήσεων από τον εταιρικό φόρο (ΕΕ 2016, L 113, σ. 148).

164    Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ενδεχόμενη παράβαση από κράτος μέλος υποχρέωσης την οποία υπέχει δυνάμει της Συνθήκης, μεταξύ άλλων της απαγόρευσης του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την περίσταση ότι άλλα κράτη μέλη παραβαίνουν επίσης την υποχρέωση αυτή και ότι οι διάφορες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν αλληλοεξουδετερώνονται, αλλά απεναντίας έχουν σωρευτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι επιζήμιες συνέπειες για την εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Groningen Seaports κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑160/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:317, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165    Επομένως, έστω και αν άλλα κράτη μέλη χορηγούν κρατικές ενισχύσεις στους θαλάσσιους λιμένες τους, κηρύσσοντας, στην προσβαλλομένη απόφαση, το καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό με την εσωτερική αγορά και διατάσσοντας την κατάργησή του, η Επιτροπή σκοπεύει, παρ’ όλα αυτά, να αποκαταστήσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού στον τομέα των λιμένων και, επομένως, να εκπληρώσει τους σκοπούς των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Groningen Seaports κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑160/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:317, σκέψη 98).

166    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συμβιβάζεται με την αρχή της νομιμότητας και τούτο σημαίνει ότι ουδείς μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του παράνομη πράξη τελεσθείσα υπέρ άλλου (βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Groningen Seaports κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑160/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:317, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

167    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως κινώντας διαδικασίες σχετικές με κρατικές ενισχύσεις μόνον έναντι τριών κρατών (της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών), μολονότι από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιό της προέκυπτε ότι το ήμισυ των κρατών μελών αναγνώρισαν ότι επιφύλαξαν στους λιμένες τους φορολογικά καθεστώτα που παρεκκλίνουν από τους κανόνες του κοινού δικαίου, πρέπει να απορριφθεί.

168    Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως καθεαυτήν, αλλά στοχεύει μάλλον να αναδείξει ενδεχόμενη πλημμέλεια της Επιτροπής έναντι παρόμοιων καθεστώτων ενισχύσεων τα οποία εφαρμόζονται επίσης σε άλλα κράτη μέλη. Πάντως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή, η προσφεύγουσα έχει την ευχέρεια να καταθέσει καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται σε άλλα κράτη μέλη και, σε περίπτωση αδικαιολόγητης και παρατεταμένης αδράνειας αυτής, να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως κατά το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

169    Επομένως, βάσει των προεκτεθεισών σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Union des ports de France – UPF στα δικαστικά έξοδα.

Berardis

Παπασάββας

Spineanu-Matei

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.