ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2009

Υπόθεση F-19/08

Kelly-Marie Bennett κ.λπ.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου με ρήτρα καταγγελίας – Γενικοί διαγωνισμοί – Παραδεκτό – Βλαπτική πράξη – Άρθρα 8 και 47 του ΚΛΠ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Καθήκον μέριμνας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Απαιτούμενα γλωσσικά προσόντα – Κατάχρηση εξουσίας – Αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η Κ.-M. Bennett και ένδεκα άλλοι έκτακτοι υπάλληλοι του ΓΕΕΑ ζητούν την ακύρωση της προκηρύξεως του διαγωνισμού OHIM/AD/02/07 με σκοπό την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις σε θέση υπαλλήλου διοικήσεως βαθμού AD 6 στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά τρεις προσφεύγοντες-ενάγοντες, και της προκηρύξεως του διαγωνισμού OHIM/AST/02/07 με σκοπό την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις για τέσσερις θέσεις βοηθών βαθμού AST 3 στον ίδιο τομέα, όσον αφορά τους λοιπούς προφεύγοντες-ενάγοντες (ΕΕ C 300 A, σ. 17 και 50, και, ως προς τα διορθωτικά των προκηρύξεων των διαγωνισμών, ΕΕ 2008, C 67 A, σ. 2 και 4), καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν, εκτιμώμενης σε 25 000 ευρώ για κάθε προσφεύγοντα-ενάγοντα.

Απόφαση: Το ΓΕΕΑ καταδικάζεται να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως αποζημίωση. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων-εναγόντων. Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες φέρουν τα τρία τέταρτα των δικαστικών τους εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Προσφυγή κατά αποφάσεως περί αποκλεισμού από τις εξετάσεις διαγωνισμού – Δυνατότητα επικλήσεως του παράτυπου της προκηρύξεως του διαγωνισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή-αγωγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Σύμβαση εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων – Προϋποθέσεις συμμετοχής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27, εδ. 1)

4.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διαδικασίες – Επιλογή – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 27 και 29 § 1)

5.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Συμβάσεις αορίστου χρόνου με ρήτρα καταγγελίας που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε περίπτωση μη εγγραφής σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων καταρτισθέντα κατόπιν γενικού διαγωνισμού – Προκήρυξη διαγωνισμού που προβλέπει αριθμό προς κάλυψη θέσεων σαφώς μικρότερο από τον αριθμό των εν λόγω συμβάσεων

6.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Προϋποθέσεις συμμετοχής – Ίση μεταχείριση

7.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων

8.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Δικονομικό πλαίσιο – Στοιχειοθέτηση της ευθύνης της διοικήσεως για υπηρεσιακό πταίσμα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

1.      Τόσο η προηγούμενη διοικητική ένσταση όσο και η ένδικη προσφυγή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, και το άρθρο 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), να βάλλουν κατά βλαπτικής πράξεως που παράγει υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας καταφανώς τη νομική του κατάσταση.

Όσον αφορά τις προκηρύξεις διαγωνισμού, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως της διαδικασίας προσλήψεων, η οποία είναι σύνθετη διοικητική ενέργεια, συγκείμενη από διαδοχικές αποφάσεις που συνδέονται στενά μεταξύ τους, ο προσφεύγων δικαιούται να προβάλει τις πλημμέλειες που σημειώθηκαν κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων των πλημμελειών η αιτία των οποίων μπορεί να βρίσκεται στην ίδια την προκήρυξη του διαγωνισμού, όταν ασκεί προσφυγή κατά μεταγενέστερης ατομικής αποφάσεως, όπως είναι η απόφαση περί αποκλεισμού από τις εξετάσεις. Μια προκήρυξη διαγωνισμού μπορεί επίσης, κατ’ εξαίρεση, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως όταν, επιβάλλοντας όρους που αποκλείουν την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος, συνιστά απόφαση βλαπτική για αυτόν κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 65 και 66)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 19 Ιουνίου 1975, 79/74, Küster κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 235, σκέψεις 5 έως 8· 8 Μαρτίου 1988, 64/86, 71/86 έως 73/86 και 78/86, Sergio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1399, σκέψη 15· 11 Αυγούστου 1995, C‑448/93 P, Επιτροπή κατά Noonan, Συλλογή 1995, σ. I‑2321, σκέψεις 17 έως 19

ΠΕΚ: 16 Σεπτεμβρίου 1993, T‑60/92, Noonan κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑911, σκέψη 21· 7 Σεπτεμβρίου 2005, T‑358/03, Krahl κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑215 και II‑993, σκέψη 38

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψη 33· 24 Μαΐου 2007, F‑27/06 και F‑75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57

2.      Σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, ακόμη και αφού υπογραφεί, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής ενστάσεως, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητάς της να βλάψει τον έκτακτο υπάλληλο.

(βλ. σκέψη 96)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 2002, T‑137/99 και T‑18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑119 και II‑639, σκέψη 56· 15 Οκτωβρίου 2008, T‑160/04, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 21, και κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, υπόθεση C‑561/08 P

3.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού κάθε διαγωνισμού που διοργανώνεται στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, στο να εξασφαλίζεται στο όργανο, όπως και σε κάθε οργανισμό, η συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας, ουδόλως παρίσταται υπερβολικό να προβλέπεται, σε προκήρυξη διαγωνισμού, η απαίτηση κατοχής διπλώματος ολοκληρώσεως πανεπιστημιακών σπουδών διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και επαγγελματικής πείρας τουλάχιστον τριών ετών σε ανάλογη με τη φύση των καθηκόντων θέση.

(βλ. σκέψη 104)

4.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την ανεύρεση, προκειμένου περί πληρώσεως κενής θέσεως, εκείνων των υποψηφίων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα ικανότητας, ακεραιότητας και αποδόσεως. Προς τούτο, η χρήση του όρου «δυνατότητες» στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ σημαίνει σαφώς ότι η εν λόγω αρχή δεν υποχρεούται οπωσδήποτε να διοργανώσει εσωτερικό διαγωνισμό στο πλαίσιο του οργάνου, αλλά απλώς να εξετάσει σε κάθε περίπτωση εάν το μέτρο αυτό μπορεί να οδηγήσει στον διορισμό προσώπων που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 27 του ΚΥΚ. Επομένως, η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει, με την καθορισμένη σειρά, τα διάφορα στάδια διαδικασίας που απαριθμούνται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και μπορεί να αποφασίσει να περάσει από το ένα στάδιο σε άλλο, ακόμη και εάν, από το προηγούμενο στάδιο, έχει στη διάθεσή της κατάλληλες υποψηφιότητες.

(βλ. σκέψη 110)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑5539, σκέψη 14

ΠΕΚ: 16 Ιανουαρίου 2001, T‑97/99 και T‑99/99, Chamier και O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 33· 11 Νοεμβρίου 2003, T‑248/02, Faita κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑281 και II‑1365, σκέψη 45

5.      Το κοινοτικό όργανο, προτείνοντας σε πολλούς έκτακτους υπαλλήλους που είχαν συμμετάσχει επιτυχώς σε εσωτερικές διαδικασίες επιλογής σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου με ρήτρα καταγγελίας που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι δεν περιληφθούν σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων καταρτισθέντα κατόπιν γενικού διαγωνισμού, και δεσμευόμενο με τον τρόπο αυτόν σαφώς να διατηρήσει μόνιμα τους ενδιαφερόμενους στην υπηρεσία του υπό την προϋπόθεση ότι θα περιληφθούν σε τέτοιου είδους εφεδρικό πίνακα, περιορίζοντας στη συνέχεια τον αριθμό των προς κάλυψη θέσεων σε μερικές μόνο θέσεις και περιορίζοντας τον αριθμό των εγγραφομένων στους πίνακες επιτυχόντων που καταρτίστηκαν κατόπιν δύο διαγωνισμών, και μάλιστα γενικών, στον ακριβή αριθμό των προς πλήρωση θέσεων, περιορίζει ριζικώς και αντικειμενικώς τις πιθανότητες επιτυχίας των εν λόγω εκτάκτων υπαλλήλων και, κατά συνέπεια, καθιστά εν μέρει άνευ αντικειμένου τις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι του εκτάκτου προσωπικού του.

Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση των εν λόγω προκηρύξεων διαγωνισμού. Το άρθρο 5, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, προβλέποντας ότι ο πίνακας των επιτυχόντων πρέπει να περιλαμβάνει, στο μέτρο που είναι δυνατό, αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν με τον διαγωνισμό, συνεπάγεται απλώς σύσταση στην εξεταστική επιτροπή, η οποία αποβλέπει στη διευκόλυνση των αποφάσεων της ΑΔΑ. Εξάλλου, η νομιμότητα προκηρύξεως διαγωνισμού, που συνιστά μέτρο γενικής ισχύος, δεν μπορεί να εξαρτάται από το περιεχόμενο συμβατικών ρητρών που ισχύουν μεταξύ των υποψηφίων των διαγωνισμών και της διοικήσεως ούτε από τον τρόπο με τον οποίο ή διοίκηση εξετέλεσε τις ρήτρες αυτές.

(βλ. σκέψεις 116, 117, 119 και 120)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1978, 122/77, Agneessens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 633, σκέψη 22

ΠΕΚ: 17 Δεκεμβρίου 1997, T‑159/95, Dricot κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑385 και II‑1035, σκέψη 67· 17 Δεκεμβρίου 1997, T‑225/95, Χίου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑423 και II‑1135, σκέψη 82· 23 Ιανουαρίου 2003, T‑53/00, Angioli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73, σκέψη 103

6.      Το συμφέρον της υπηρεσίας μπορεί να δικαιολογήσει την απαίτηση να έχει ο υποψήφιος διαγωνισμού ειδικές γνώσεις σε ορισμένες γλώσσες των Κοινοτήτων, δεδομένου ότι το δυνάμενο να απαιτηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας προσλήψεως επίπεδο γλωσσικών γνώσεων είναι αυτό που παρίσταται ανάλογο προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας. Επιπλέον, στο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας των θεσμικών οργάνων, ένα σύστημα ολοσχερούς γλωσσικού πλουραλισμού θα δημιουργούσε μεγάλες διαχειριστικές δυσκολίες και θα συνεπαγόταν μεγάλο οικονομικό βάρος. Η καλή λειτουργία των θεσμικών και των λοιπών οργάνων της Ένωσης, ιδίως όταν το οικείο όργανο διαθέτει περιορισμένους πόρους, μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογήσει αντικειμενικώς περιορισμένη επιλογή γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας.

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, με την προκήρυξη διαγωνισμού, προτιμώνται μία ή περισσότερες γλώσσες των Κοινοτήτων, με αποτέλεσμα να παρέχεται, με τον τρόπο αυτό, πλεονέκτημα στους υποψηφίους που έχουν τουλάχιστον ικανοποιητική γνώση μιας από τις γλώσσες αυτές, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον, αφενός, η διαφορά αυτή απορρέει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν κάθε υποψήφιο και, αφετέρου, δεν έχει γίνει επίκληση κανενός συγκεκριμένου στοιχείου ικανού να δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με τη λυσιτέλεια των απαιτούμενων γλωσσικών γνώσεων για την άσκηση των καθηκόντων που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 137, 138, 142 και 143)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: Küster κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 16 και 20· 29 Οκτωβρίου 1975, 22/75, Küster κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 395, σκέψεις 13 και 17· 15 Μαρτίου 2005, C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust, Συλλογή 2005, σ. I‑2077, σημείο 47 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro

ΠΕΚ: 5 Απριλίου 2005, T‑376/03, Hendrickx κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑83 και II‑379, σκέψη 26

7.      Η σχέση εργασίας μεταξύ του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο) και των εκτάκτων υπαλλήλων του, έστω και αν απορρέει από σύμβαση, διέπεται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ, και υπόκειται, συνεπώς, στο δημόσιο δίκαιο. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι υπόκεινται σε καθεστώς κοινοτικού διοικητικού δικαίου δεν αποκλείει την υποχρέωση του Γραφείου, στο πλαίσιο της εφαρμογής ορισμένων ρητρών της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, που συμπληρώνουν το εν λόγω καθεστώς, να τηρεί την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, αρχή κοινή στα δίκαια της μεγάλης πλειονότητας των κρατών μελών.

Κατά συνέπεια, το Γραφείο, έχοντας, με τη συμπεριφορά του, διατηρήσει σε πολλούς έκτακτους υπαλλήλους την επαρκώς απτή ελπίδα επαγγελματικής καταστάσεως χαρακτηριζόμενης από μονιμότητα, προτείνοντάς τους σύμβαση αορίστου χρόνου με ρήτρα καταγγελίας που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα περιληφθούν σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων γενικού διαγωνισμού και περιορίζοντας στη συνέχεια τον αριθμό των προς κάλυψη θέσεων σε μερικές μόνο θέσεις, υπέπεσε, για τον λόγο αυτό, σε υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει τη συμβατική του ευθύνη.

Οι υπάλληλοι αυτοί, οι οποίοι υποβλήθηκαν με επιτυχία στις εσωτερικές δοκιμασίες επιλογής που τους επιτρέπουν να συνάψουν σύμβαση αορίστου χρόνου εν αναμονή της συμμετοχής τους σε γενικό διαγωνισμό, υφίστανται ηθική βλάβη απορρέουσα από το αίσθημα ότι παραπλανήθηκαν ως προς τις πραγματικές προοπτικές σταδιοδρομίας τους.

(βλ. σκέψεις 163 έως 165)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Ιουλίου 1960, 43/59, 45/59 και 48/89, Von Lachmüller κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 533

8.      Προκειμένου να θέσει θέμα ευθύνης της διοικήσεως για υπηρεσιακό πταίσμα, στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβατικής δεσμεύσεως αναληφθείσας δυνάμει της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου που συνήψε, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος οφείλει να ακολουθήσει κανονικά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που πρέπει να ξεκινήσει με αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

Διαφορετικά, τα αποζημιωτικά του αιτήματα είναι απαράδεκτα.

Εντούτοις, δεδομένου ότι το αντικείμενο και οι ιδιαιτερότητες μιας διαφοράς που επιβάλλουν, συγκεκριμένα, την ανάγκη διευκρινίσεως των σχέσεων μεταξύ των συμβατικών ρητρών, ατομικών μέτρων, και της επίδικης προκήρυξης διαγωνισμού, μέτρου γενικής ισχύος, καθιστούν το ζήτημα του παραδεκτού ιδιαιτέρως δυσχερές, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί σε προσφεύγοντα-ενάγοντα το γεγονός ότι υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω προκηρύξεως διαγωνισμού, συνοδευόμενη από αίτηση ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Η σχετική πλάνη είναι συγγνωστή και δεν θα ήταν σύμφωνο προς τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης να υποχρεωθεί ο προσφεύγων-ενάγων να επιχειρήσει νέο διοικητικό και, ενδεχομένως, δικαστικό περίπλου, προκειμένου να επιτύχει την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης.

(βλ. σκέψεις 167 έως 169)