ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PRIIT PIKAMÄE
της 23ης Μαρτίου 2023 (1)
Υπόθεση C‑87/22
TT
παρισταμένης της:
AK
[αίτηση του Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείου Korneuburg, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 2201/2003 – Άρθρα 10 και 15 – Διεθνής δικαιοδοσία σε διαφορές γονικής μέριμνας – Αίτημα σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που είναι καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του – Προϋποθέσεις – Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα – Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980»
I. Εισαγωγή
1. Στην έκθεση Borrás (2) επισημαίνεται ότι, «[μ]εταξύ των κινδύνων, και ίσως ο μεγαλύτερος, όσον αφορά την προστασία των κοινών τέκνων στην κρίσιμη φάση του γάμου, είναι η διεθνής μετακίνηση του τέκνου εκ μέρους ενός των γονέων, με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό για την ισορροπία και την προστασία του» (3). Με αυτή ακριβώς την περίπτωση ερχόμαστε αντιμέτωποι στην υπό κρίση υπόθεση.
2. Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg, Αυστρία) ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία, ιδίως, του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2201/2003 (4) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο Σλοβάκων υπηκόων, του TT, εκκαλούντος της κύριας δίκης (στο εξής: πατέρας), που κατοικεί στην Αυστρία, κατά της AK, εφεσίβλητης της κύριας δίκης (στο εξής: μητέρα), σχετικά με την επιμέλεια των τέκνων τους, που βρίσκονται επί του παρόντος στη Σλοβακία με τη μητέρα τους.
3. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία, αφενός, να διευκρινίσει το περιεχόμενο του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο αφορά την παραπομπή της υπόθεσης σε δικαστήριο καταλληλότερο να την εκδικάσει, και, αφετέρου, να εξετάσει το καινοφανές ζήτημα της σχέσης μεταξύ της διάταξης αυτής και του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε περίπτωση απαγωγής παιδιού.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το διεθνές δίκαιο
4. Κατά το άρθρο της 1, στοιχείο αʹ, η Σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980), έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό «να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη».
Β. Το δίκαιο της Ένωσης
5. Πέραν του άρθρου 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), τα άρθρα 8, 10, 11, 15 και 20 του κανονισμού 2201/2003 είναι κρίσιμα στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.
III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
6. Κατά τον χρόνο γεννήσεως των παιδιών τους, V και M, το 2012 στη Σλοβακία, ο πατέρας και η μητέρα αποτελούσαν άγαμο ζεύγος. Σύμφωνα με το σλοβακικό δίκαιο, οι γονείς ασκούν από κοινού την επιμέλεια.
7. Οι δύο γονείς εργάζονταν στη Σλοβακία (5). Το 2014, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αυστρία και τα παιδιά φοίτησαν σε βρεφονηπιακό σταθμό και έπειτα σε παιδικό σταθμό στο εν λόγω κράτος μέλος μέχρι το 2017. Στη συνέχεια, το ίδιο έτος, φοίτησαν σε σχολείο στη Σλοβακία διανύοντας καθημερινά τη διαδρομή μεταξύ της κατοικίας τους στην Αυστρία και του σχολείου στη Σλοβακία. Τα παιδιά επικοινωνούν με τους γονείς και τους παππούδες τους στη σλοβακική γλώσσα και δεν γνωρίζουν παρά μόνον κάποιες λέξεις στα γερμανικά.
8. Οι γονείς χώρισαν στις αρχές του έτους 2020. Από τον Ιούλιο του 2020, τα παιδιά ζουν με τη μητέρα τους στη Σλοβακία, χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα.
9. Δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, ο πατέρας υπέβαλε αίτηση επιστροφής των παιδιών η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο και τρίτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, της σύμβασης αυτής, κατατέθηκε ενώπιον του Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα Ι, Σλοβακία).
10. Παράλληλα, ο πατέρας υπέβαλε ενώπιον του Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείου Bruck an der Leitha, Αυστρία) αίτηση προκειμένου, μεταξύ άλλων, να του ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια αμφότερων των παιδιών, υποστηρίζοντας ότι η μητέρα, μέσω της παράνομης μετακίνησής τους από την Αυστρία στη Σλοβακία, έθεσε σε κίνδυνο την ευημερία των παιδιών και τα εμπόδισε να διατηρήσουν σχέσεις με τον ίδιο.
11. Η μητέρα αντιτάχθηκε στην αίτηση αυτή αμφισβητώντας τη διεθνή δικαιοδοσία του Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείου Bruck an der Leitha) για τον λόγο ότι η συνήθης διαμονή των παιδιών ήταν πάντοτε στη Σλοβακία και ότι τα παιδιά δεν είχαν ενταχθεί κοινωνικά στον τόπο της οικογενειακής στέγης στην Αυστρία. Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2021, το επιχείρημα της μητέρας που αφορούσε έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω αυστριακού δικαστηρίου έγινε δεκτό πρωτοδίκως.
12. Ο πατέρας άσκησε έφεση ενώπιον του Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείου Korneuburg), το οποίο, με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2021, μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας που είχε προβάλει η μητέρα.
13. Με διάταξη της 23ης Ιουνίου 2021, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) επικύρωσε την απόφαση του Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείου Korneuburg).
14. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2021, η μητέρα κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείου Bruck an der Leitha) με την οποία του ζήτησε να καλέσει σλοβακικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού. Συναφώς, η μητέρα υποστήριξε, αφενός, ότι, εκτός από τη διαδικασία επιστροφής που είχε κινηθεί δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980 ενώπιον του Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα Ι), πλείονες διαδικασίες που είχαν κινηθεί τόσο από τον πατέρα όσο και από την ίδια εκκρεμούσαν ενώπιον του Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα V, Σλοβακία), και, αφετέρου, ότι τα ανωτέρω δικαστήρια ήταν καταλληλότερα να εκδικάσουν το ζήτημα της γονικής μέριμνας αμφότερων των παιδιών, λαμβανομένου υπόψη ότι είχαν ήδη συλλέξει πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία.
15. Ο πατέρας αντιτάχθηκε στην αίτηση αυτή υποστηρίζοντας ότι η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003, δεν μπορεί να μεταβιβαστεί όταν δικαστήρια ενός άλλου κράτους μέλους, τα οποία καλούνται να ασκήσουν τη δικαιοδοσία τους, έχουν επιληφθεί αιτήσεως επιστροφής δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980.
16. Το Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείο Bruck an der Leitha) έκανε δεκτή την αίτηση της μητέρας. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V), το οποίο είχε ήδη εκδώσει πληθώρα αποφάσεων επί του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα με τα παιδιά του, ήταν το πλέον κατάλληλο να εκδικάσει τη διαφορά περί της γονικής μέριμνας και του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα με αμφότερα τα παιδιά, τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους στη Σλοβακία από τον Ιούλιο του 2020 και δεν έχουν ενταχθεί κοινωνικά στην Αυστρία. Επιπλέον, η διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον ενός αυστριακού δικαστηρίου θα περιέπλεκε τη διαδικασία αυτή λόγω της ανάγκης να προβλέπεται η παρουσία ορκωτού διερμηνέα για όλες τις συνδιαλέξεις και τους ελέγχους στο πλαίσιο των ερευνών τις οποίες διεξάγουν οι αυστριακοί φορείς για την παιδική μέριμνα και την υποστήριξη των νέων και για τους διορισθέντες εμπειρογνώμονες παιδοψυχολόγους.
17. Ο πατέρας άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείου Korneuburg).
18. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το ζήτημα που άπτεται της σχέσης μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 και εκείνων του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού δεν έχει ακόμη επιλυθεί από το Δικαστήριο. Συναφώς, διερωτάται αν, στην περίπτωση που το κράτος μέλος το οποίο καλείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, είναι το ίδιο με το κράτος στο οποίο το παιδί έχει εν τω μεταξύ αποκτήσει τη συνήθη διαμονή του μετά από παράνομη μετακίνησή του, η διεθνής δικαιοδοσία ως προς την εκδίκαση της υπόθεσης σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού αυτού μπορεί να μεταβιβαστεί σε δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους. Επιπλέον, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, οι οποίες, εφόσον πληρούνται, επιτρέπουν τη μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα, ή εάν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη άλλες περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της παράνομης μετακίνησης.
19. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg), με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Φεβρουαρίου 2022, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 15 του κανονισμού [2201/2003] την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης δύναται, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης, να το καλέσει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, ακόμη και όταν το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή σε αυτό το άλλο κράτος μέλος μετά από παράνομη μετακίνηση;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:
Έχει το άρθρο 15 του [κανονισμού 2201/2003] την έννοια ότι τα προβλεπόμενα σε αυτό κριτήρια για τη μεταβίβαση διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζονται κατά τρόπο εξαντλητικό, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω κριτήρια σε σχέση με διαδικασία κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 8 [πρώτο εδάφιο και τρίτο εδάφιο, στοιχείο στʹ], της [Σύμβασης της Χάγης του 1980];»
20. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι διάδικοι, πλην της Σλοβακικής Κυβέρνησης, συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 12 Ιανουαρίου 2023.
IV. Ανάλυση
21. Στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση, δύο παιδιά γεννηθέντα στη Σλοβακία το 2012 από Σλοβάκους γονείς που δεν είχαν συνάψει γάμο βρίσκονται επί του παρόντος στο εν λόγω κράτος μέλος με τη μητέρα τους, χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα, ο οποίος εργάζεται στην Αυστρία, δηλαδή στο κράτος μέλος στο οποίο έζησε η οικογένεια κατά το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ του έτους 2014 και της μετακίνησης των παιδιών από τη μητέρα τους.
Α. Επί των ιδιαιτεροτήτων της προκειμένης περίπτωσης
22. Οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης επιβάλλουν, κατά τη γνώμη μου, ορισμένες διευκρινίσεις χάριν της καλύτερης κατανόησης του συγκεκριμένου πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται. Ωστόσο, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (6).
23. Πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ενώπιον των σλοβακικών δικαστηρίων έχουν κινηθεί, τόσο από τον πατέρα όσο και από τη μητέρα, πλείονες διαδικασίες σχετικές, ιδίως, με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και με το δικαίωμα διατροφής. Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με το παρόν στάδιο των διαδικασιών αυτών, τη νομική τους βάση και, κατά περίπτωση, τη φύση των εκδοθεισών από τα δικαστήρια αυτά αποφάσεων, οι διάδικοι της κύριας δίκης επιβεβαίωσαν ότι πλείονες διαδικασίες εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων. Στο μέτρο που οι εκκρεμείς αυτές διαδικασίες μπορεί να έχουν συνέπειες ως προς τη νομική εκτίμηση της υπόθεσης της κύριας δίκης, θα αναλύσω τις διαδικασίες αυτές κατωτέρω, με την επιφύλαξη της εξακρίβωσής τους από το αιτούν δικαστήριο.
24. Όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας των παιδιών, ο πατέρας αναφέρει ότι δύο αιτήσεις κατατέθηκαν από τη μητέρα στις 17 Ιουλίου 2020 ενώπιον του Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα V), ενώ ήδη εκκρεμούσε στην Αυστρία η διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας που είχε κινήσει ο ίδιος στις 15 Ιουλίου 2020 ενώπιον του Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείου Bruck an der Leitha). Η διαδικασία αυτή αφορούσε αίτημα για τη λήψη προσωρινών μέτρων, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, και αίτημα για την εκδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας. Η πρώτη διαδικασία απορρίφθηκε στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων με απόφαση της 14ης Αυγούστου 2020, ενώ η δεύτερη διαδικασία ανεστάλη, βάσει του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης του 1980, έως την έκδοση απόφασης στο πλαίσιο της σχετικής με την επιστροφή των παιδιών διαδικασίας που είχε κινηθεί από τον πατέρα ενώπιον του Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα I) (7).
25. Όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, ο πατέρας διευκρίνισε ότι, με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2021, το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V) έλαβε προσωρινά μέτρα, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, για τον καθορισμό της προσωπικής επικοινωνίας του με τα παιδιά μέχρι το πέρας της σχετικής με το δικαίωμα επιμέλειας διαδικασίας (8) η οποία είχε ανασταλεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (9). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο πατέρας επισήμανε ότι, παρά την έκδοση διαταγής προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του με τα παιδιά δεν έγινε σεβαστό από τη μητέρα, στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο τον Ιανουάριο του 2023.
26. Όσον αφορά την υποχρέωση διατροφής, το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V) έλαβε, με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2021, επείγον προσωρινό μέτρο δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) 4/2009 (10) όσον αφορά την υποχρέωση του πατέρα να καταβάλλει διατροφή προς όφελος των παιδιών, που ισχύει μέχρι το πέρας της σχετικής με το δικαίωμα επιμέλειας διαδικασίας η οποία ανεστάλη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.
27. Δεύτερον, ο πατέρας επισημαίνει ότι κανένα σλοβακικό δικαστήριο δεν έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 (11). Υποστηρίζει ότι όλες οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής από το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V) είναι προσωρινής και επείγουσας φύσης και εκδόθηκαν είτε βάσει του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού είτε βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 4/2009.
28. Θα επανέλθω στις περιστάσεις αυτές στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 και της σχέσης μεταξύ της διάταξης αυτής και του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού (12).
Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
29. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιμέλειας ενός παιδιού βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού ως δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί αυτό είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του, δύναται να καλέσει, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα από τον έναν γονέα και διαμένει εκεί με τον γονέα αυτόν να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.
30. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα εξετάσω καταρχάς αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μετακίνηση των παιδιών αποτελεί παράνομη μετακίνηση, κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003 (τμήμα 1). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού, τα σλοβακικά δικαστήρια έλαβαν προσωρινά μέτρα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα, θα παρουσιάσω στη συνέχεια ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας που στηρίζεται στη διάταξη αυτή (τμήμα 2), προτού διευκρινίσω, στο τέλος, το περιεχόμενο του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού και τη σχέση του με το άρθρο 10 αυτού (τμήμα 3).
1. Επί της παράνομης μετακίνησης κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003
31. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η διαφορά ανέκυψε λόγω παράνομης μετακίνησης των παιδιών, κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού αυτού.
32. Κατά το άρθρο 2, σημείο 11, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, ο παράνομος χαρακτήρας της μετακίνησης (ή κατακράτησης) παιδιού εξαρτάται από την ύπαρξη «δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από το νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του» (13). Όσον αφορά την ύπαρξη δικαιώματος επιμέλειας, ο κανονισμός αυτός δεν καθορίζει ποιο είναι το πρόσωπο που πρέπει να έχει δικαίωμα επιμέλειας, με συνέπεια να καθίσταται η μετακίνηση παιδιού παράνομη υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, αυτού, αλλά παραπέμπει στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνησή του, όσον αφορά τον καθορισμό του δικαιούχου του εν λόγω δικαιώματος επιμέλειας. Κατά το Δικαστήριο, ο παράνομος χαρακτήρας της μετακινήσεως παιδιού εξαρτάται, προκειμένου περί της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, αποκλειστικώς από την ύπαρξη δικαιώματος επιμέλειας το οποίο έχει αναγνωριστεί από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και προσβολή του οποίου συνιστά αυτή η μετακίνηση (14).
33. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το εφαρμοστέο στους γονείς κατά τον χρόνο γέννησης των παιδιών σλοβακικό δίκαιο, οι γονείς που δεν έχουν συνάψει γάμο έχουν από κοινού την επιμέλεια των παιδιών. Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, οι διάδικοι της κύριας δίκης επιβεβαίωσαν ότι, κατά το σλοβακικό δίκαιο, έχουν δικαίωμα να ασκούν την επιμέλεια από κοινού.
34. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα παιδιά «μετακινήθηκαν» από τη μητέρα τους από την Αυστρία στη Σλοβακία χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα και, συνεπώς, κατά προσβολή του δικαιώματος επιμέλειας που ανατίθεται από κοινού στους γονείς δυνάμει του σλοβακικού δικαίου το οποίο, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων, δεν αμφισβητήθηκε ούτε από το αιτούν δικαστήριο ούτε από τα σλοβακικά δικαστήρια (15).
35. Επομένως, στο μέτρο που οι γονείς αναγνωρίζονται σαφώς ως δικαιούχοι του δικαιώματος να ασκούν την επιμέλεια από κοινού στο κράτος μέλος στο οποίο τα παιδιά είχαν τη συνήθη διαμονή τους πριν από τη μετακίνησή τους, ήτοι στην Αυστρία, πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι η μετακίνηση των παιδιών από τη μητέρα τους, από το εν λόγω κράτος μέλος προς τη Σλοβακία, χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα αποτελεί «παράνομη μετακίνηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, γεγονός που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
2. Επί της έκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας που στηρίζεται στο άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003
36. Υπενθυμίζω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο πατέρας επισήμανε ότι οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής από το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V), όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του, ήταν επείγουσας και προσωρινής φύσης και εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003. Επιπλέον, στηρίζοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του στη διάταξη αυτή, το δικαστήριο αυτό απέρριψε τις δύο αιτήσεις για τη λήψη επειγόντων προσωρινών μέτρων που είχαν υποβληθεί από τη μητέρα στο πλαίσιο της σχετικής με το δικαίωμα επιμέλειας των παιδιών διαδικασίας.
37. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν το γεγονός ότι το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V) έλαβε μέτρα βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003 συνεπάγεται ότι το δικαστήριο αυτό αναγνώρισε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού αυτού και αν, στην περίπτωση αυτή, η αναγνώριση αυτή μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού.
38. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «[σ]ε επείγουσες περιπτώσεις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν τα αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος αυτό, τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, έστω και αν το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, [διεθνή] δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης».
39. Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 υπό την έννοια ότι εξουσιοδοτεί τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το τέκνο να λάβουν, με την επιφύλαξη της τήρησης τριών σωρευτικών προϋποθέσεων που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή, τα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού, ακόμη και αν ο κανονισμός αυτός αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία ετέρου κράτους μέλους ως προς την ουσία (16). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή, στο μέτρο που αποτελεί παρέκκλιση από το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτόν σύστημα δικαιοδοσίας, χρήζει στενής ερμηνείας (17). Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot, η εν λόγω διάταξη δεν καθιερώνει βάση γενικής δικαιοδοσίας, αλλά επιτρέπει την ανάληψη δράσης υπό καθεστώς διπλής πίεσης, αφενός, λόγω κινδύνου που διατρέχει το παιδί και, αφετέρου, λόγω της αναγκαιότητας επείγουσας δράσης για την αποσόβηση αυτού του κινδύνου. Επιτρέπει την προσφυγή στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστή χωρίς να υφίσταται εξαρχής δικαιοδοτική βάση (18). Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν είναι κανόνας που απονέμει διεθνή δικαιοδοσία και, ως εκ τούτου, δεν αποσκοπεί στην απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας επί της ουσίας (19). Αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο παύουν να ισχύουν μόλις τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία να κρίνουν επί της ουσίας δυνάμει του ίδιου κανονισμού λάβουν τα μέτρα τα οποία θεωρούν προσήκοντα (20).
40. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι ένα σλοβακικό δικαστήριο έλαβε επείγοντα προσωρινά μέτρα σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, δεν συνεπάγεται ότι το δικαστήριο αυτό αναγνώρισε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης και, επομένως, δεν μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού.
3. Επί του περιεχομένου του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 και της σχέσης του με το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού
α) Γενικές εκτιμήσεις
41. Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2201/2003, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται δυνάμει του κανονισμού αυτού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας.
42. Όσον αφορά την αρχή της υπεροχής του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού (21), η αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2201/2003 αναφέρει ότι ο κανονισμός αυτός επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του Χάρτη. Ειδικότερα, το άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι κάθε παιδί έχει το «δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απ’ ευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, εκτός εάν τούτο είναι αντίθετο προς το συμφέρον του» (22).
43. Όσον αφορά την αρχή της εγγύτητας, τα δικαστήρια του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης είναι, λόγω της εγγύτητας, τα πλέον κατάλληλα να αποφανθούν επί των προσφορότερων για το συμφέρον του παιδιού μέτρων δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 2201/2003 (23). Ωστόσο, παρέκκλιση από τον εν λόγω κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας προβλέπεται από τους κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, ιδίως εκείνων που διατυπώνονται στα άρθρα 10 και 15 του κανονισμού αυτού, τους οποίους θα αναλύσω κατωτέρω (24).
β) Επί του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση απαγωγής παιδιού που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003
44. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής, το δικαστήριο που είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιμέλειας των παιδιών, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, ήταν το Bezirksgericht Bruck an der Leitha (ειρηνοδικείο Bruck an der Leitha), ήτοι το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής των παιδιών πριν από την παράνομη μετακίνησή τους.
45. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει ο κανόνας του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003 εξουδετερώνει το αποτέλεσμα που θα επέφερε η εφαρμογή του κανόνα γενικής δικαιοδοσίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού σε περίπτωση απαγωγής παιδιού, δηλαδή τη μεταβίβαση της δικαιοδοσίας στο κράτος μέλος εντός του οποίου το παιδί απέκτησε νέα συνήθη διαμονή, κατόπιν της απαγωγής του. Δεδομένου ότι αυτή η μεταβίβαση δικαιοδοσίας ενέχει τον κίνδυνο να προσπορίσει δικονομικό πλεονέκτημα στον δράστη της παράνομης πράξης, το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση διατηρούν παρά ταύτα τη διεθνή δικαιοδοσία τους, εκτός αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (25). Πράγματι, η εξουδετέρωση που πραγματοποιείται στη διάταξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης, να έχουν διεθνή δικαιοδοσία αποκλειστικά τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από τη μετακίνηση. Τα δικαστήρια αυτά εξακολουθούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία ακόμη και αν μεταγενέστερα το παιδί βρεθεί σε μια ενδιάμεση ή προσωρινή κατάσταση στην οποία έχει απολέσει την προηγούμενη συνήθη διαμονή ενώ δεν έχει ακόμη αποκτήσει νέα συνήθη διαμονή (26).
46. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η απαγωγή παιδιού δεν πρέπει, καταρχήν, να συνεπάγεται τη μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο οδηγήθηκε, και μάλιστα στην περίπτωση όπου, κατόπιν της απαγωγής, το παιδί απέκτησε συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος αυτό (27). Προβλέπεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία μεταβιβάζεται μόνον αν το παιδί απέκτησε μια τέτοιου είδους συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος και επιπλέον πληρούται και μία από τις εναλλακτικές προϋποθέσεις (28) που διατυπώνονται στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 (29).
47. Εν προκειμένω, μολονότι τα παιδιά φαίνεται να έχουν αποκτήσει νέα συνήθη διαμονή στη Σλοβακία, γεγονός που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, δεν προκύπτει από τη δικογραφία της υπόθεσης ότι πληρούται μία από τις εναλλακτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή (30).
48. Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα αν υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ των άρθρων 10 και 15 του κανονισμού 2201/2003, με αποτέλεσμα το δικαστήριο που έχει κανονικά διεθνή δικαιοδοσία «ως προς την ουσία της υπόθεσης» να μην μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση σε δικαστήριο «που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα» αν το δικαστήριο αυτό είναι δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο τα παιδιά μετακινήθηκαν παράνομα από τον έναν γονέα.
γ) Επί του περιεχομένου του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003
49. Επισημαίνω ότι, με γνώμονα τη Σύμβαση της Χάγης του 1996 (31), ο κανονισμός 2201/2003 κατοχυρώνει μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες του, ήτοι την καθιέρωση «ενός μηχανισμού διαλόγου μεταξύ των δικαστηρίων [των κρατών μελών], βασιζόμενου στην εκτίμηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους λαμβανομένων υπόψη σκέψεων σκοπιμότητας», σχετικά με την αρχή της υπεροχής του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού (32).
50. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, «να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5» (33).
51. Πράγματι, η διάταξη αυτή περιλαμβάνει έναν κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που συμπληρώνει τους κανόνες που διατυπώνονται στα άρθρα 8 έως 14 του κανονισμού 2201/2003 (34). Ο καινοτόμος αυτός κανόνας κατοχυρώνει έναν μηχανισμό συνεργασίας που παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο κράτους μέλους που έχει διεθνή δικαιοδοσία «ως προς την ουσία της υπόθεσης» βάσει ενός εκ των εν λόγω κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παραπέμψει την υπόθεση σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που είναι σε θέση να την κρίνει καλύτερα (35). Η ανωτέρω διάταξη παρέχει ορισμένο βαθμό ευελιξίας στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού αυτού στις περιπτώσεις που φαίνεται ότι «το ύψιστο συμφέρον του παιδιού επιβάλλει η προστασία του να διασφαλίζεται από δικαστήρια διαφορετικά από εκείνα του κράτους της συνήθους διαμονής του» (36).
52. Ωστόσο, ποια δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία «ως προς την ουσία της υπόθεσης» δυνάμει του κανονισμού 2201/2003;
53. Δεδομένου ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 αναφέρεται αδιακρίτως στα δικαστήρια κράτους μέλους που έχουν διεθνή δικαιοδοσία «ως προς την ουσία της υπόθεσης», κατ’ εφαρμογήν των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού αυτού, τα δικαστήρια αυτά μπορεί να είναι είτε τα δικαστήρια της συνήθους διαμονής του παιδιού που επιλαμβάνονται βάσει του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού είτε ένα από τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 9, 10 ή 12 του τελευταίου, ή ακόμη το δικαστήριο που επιλαμβάνεται βάσει του άρθρου 13 του ίδιου κανονισμού (37).
54. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 συμπληρώνει τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 8 έως 14 του εν λόγω κανονισμού με μηχανισμό συνεργασίας βάσει του οποίου το δικαστήριο κράτους μέλους, που έχει διεθνή δικαιοδοσία για να εκδικάσει την υπόθεση δυνάμει ενός από τους κανόνες αυτούς, δύναται να παραπέμψει κατ’ εξαίρεση την υπόθεση σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, καταλληλότερο να την εκδικάσει (38).
55. Συνακόλουθα, όπως ορθά έχει υπογραμμίσει μέρος της θεωρίας, «ανεξαρτήτως της βάσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται δυνάμει του κανονισμού [2201/2003], και παρά τις προσπάθειες βελτίωσης και προσαρμογής των δικαστικών συνδέσεων τις οποίες πραγματοποιεί ο κανονισμός αυτός, μέσω του άρθρου 15 αποδέχεται ότι το δικαστήριο που καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν δεν είναι κατ’ ανάγκην το καταλληλότερο για να αποφανθεί ως προς την ουσία της υπόθεσης» (39).
56. Ωστόσο, στην απόφαση IQ (40), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο μηχανισμός μεταβίβασης που καθιερώνεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 δεν έχει εφαρμογή μεταξύ δύο δικαστηρίων που έχουν αμφότερα διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης βάσει, αντιστοίχως, των άρθρων 8 και 12 του κανονισμού αυτού (41). Εντούτοις, μια τέτοιου είδους ερμηνεία αφορά περίπτωση διαφορετική από αυτή της υπό κρίση υπόθεσης και, συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού στην υπό κρίση υπόθεση (42).
57. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 παρέχει στο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία «ως προς την ουσία της υπόθεσης», δυνάμει των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού αυτού, τη δυνατότητα να μεταβιβάσει την υπόθεση όχι μόνο σε άλλο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης, αλλά και σε οποιοδήποτε δικαστήριο κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου δικαστηρίου που δεν θεωρείται ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει ενός από τους κανόνες αυτούς (43), όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μεταβίβασης στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί παράνομα, κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού.
δ) Επί της σχέσης του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 με το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού
58. Πρώτον, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι αμφότερα τα άρθρα 10 και 15 του κανονισμού 2201/2003 περιλαμβάνονται στο επιγραφόμενο «Γονική μέριμνα» τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιοδοσία», συνηγορεί υπέρ της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού, ακόμη και στην περίπτωση που η διεθνής δικαιοδοσία στηρίζεται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού.
59. Πράγματι, ούτε από το γράμμα ούτε από την οικονομία του τμήματος 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού 2201/2003 συνάγεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 του κανονισμού αυτού δυνατότητα αποκλείεται στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού (44). Αντιθέτως, στο μέτρο που το άρθρο 15, παράγραφοι 4 και 5, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο «εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14» του κανονισμού 2201/2003 (η υπογράμμιση δική μου), εφόσον δεν τηρήθηκε η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να επιληφθεί δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ή εντός της οποίας πρέπει να κηρύξει εαυτό στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας, συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί εγκύρως να ασκηθεί από δικαστήριο ενός κράτους μέλους η δικαιοδοσία του οποίου στηρίχθηκε αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού και, ελλείψει παραπομπής, «εξακολουθεί να ασκείται» σύμφωνα με το άρθρο αυτό (45). Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία μπορεί να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό της παραπομπής, παρόλο που, δυνάμει της παραγράφου 2, in fine, της διάταξης αυτής, η πρωτοβουλία αυτή πρέπει να έχει γίνει δεκτή από τουλάχιστον ένα εκ των μερών (46).
60. Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 παρέχει στα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία ορισμένη διακριτική ευχέρεια, αλλά εντός των ορίων του μηχανισμού που θεσπίζει η διάταξη αυτή και ο οποίος βασίζεται, όπως ήδη εξέθεσα, σε ένα πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων που δεν υπονομεύει την ασφάλεια δικαίου (47).
61. Τρίτον, οφείλω να επισημάνω ότι ο σκοπός του κανονισμού 2201/2003 που συνίσταται στο να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του Χάρτη, συνεπάγεται ότι, δυνάμει της παραγράφου 2 της διάταξης αυτής, πρέπει να δίνεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού σε όλες τις πράξεις που το αφορούν, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων των δημόσιων αρχών. Συνεπώς, είναι σαφές ότι, κατά την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού, θα πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι, στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, η διεθνής δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης στηρίζεται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, δεν τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού. Πράγματι, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, η δυνατότητα εφαρμογής της τελευταίας αυτής διάταξης, ακόμη και στην περίπτωση της παράνομης μετακίνησης του παιδιού, σκοπεί στην παρέκκλιση από τον κανόνα γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του μέχρι τον χρόνο της απαγωγής, ακριβώς για να ληφθεί υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού (48).
62. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι ο σκοπός του σεβασμού της υπεροχής του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, όπως κατοχυρώνεται στον κανονισμό 2201/2003 και στο άρθρο 24 του Χάρτη, μπορεί να δικαιολογήσει, κατά περίπτωση, δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η παραπομπή της υπόθεσης δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού αυτού στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει αποκτήσει τη συνήθη διαμονή του μετά από παράνομη μετακίνηση (ή κατακράτηση) δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του παιδιού ή, σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, κατ’ εξαίρεση, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, η παραπομπή στο δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή μετά από παράνομη μετακίνηση μπορεί να καθίσταται δυνατή.
63. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, ο σεβασμός του συμφέροντος αυτού δεν μπορεί να επιτρέπει στο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία για θέματα γονικής μέριμνας, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, να μην ασκεί, συστηματικά ή κατά τρόπο απόλυτο, τη δυνατότητα που του παρέχει ο μηχανισμός παραπομπής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού αυτού, στην περίπτωση που το δικαστήριο που «είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα», βάσει της αρχής της υπεροχής του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου το παιδί έχει αποκτήσει προσωρινή διαμονή μετά από παράνομη μετακίνηση. Πράγματι, το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού προσφέρει την αναγκαία ευελιξία ώστε να παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να αποκτούν διεθνή δικαιοδοσία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού, όταν η μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού (49).
64. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση να εξυπηρετεί η παραπομπή το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού προϋποθέτει να βεβαιωθεί το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, ότι δεν συντρέχει κίνδυνος να έχει η σχεδιαζόμενη παραπομπή της σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους επιζήμιες συνέπειες για την κατάσταση του παιδιού. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προς τούτο, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία οφείλει να εξετάσει τον αρνητικό αντίκτυπο τον οποίο θα μπορούσε να έχει η παραπομπή στις συναισθηματικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις του παιδιού το οποίο αφορά η υπόθεση ή και στην πραγματική του κατάσταση (50).
65. Τέταρτον και τελευταίο, οφείλω να επισημάνω ότι, σε ένα πλαίσιο όπως το επίμαχο στην προκειμένη περίπτωση, διατηρώ αμφιβολίες, όπως και η γενική εισαγγελέας E. Sharpston (51), ως προς την εφαρμογή άνευ ετέρου της αρχής ότι οι εξαιρέσεις ή οι παρεκκλίσεις από έναν κανόνα πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Πράγματι, στην περίπτωση του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, μολονότι ο κανόνας της διατήρησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της προηγούμενης συνήθους διαμονής αντιστοιχεί σε μία από τις θεμελιώδεις αρχές του κανονισμού αυτού, ήτοι στη στέρηση της παράνομης πράξης του γονέα που απήγαγε το παιδί από κάθε έννομο αποτέλεσμα, η εξαίρεση αντιστοιχεί σε μία άλλη θεμελιώδη αρχή, δεδομένου ότι πρόκειται για κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που έχει προβλεφθεί σε συνάρτηση με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη, και ιδίως το κριτήριο της εγγύτητας (52).
66. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος, της οικονομίας και των σκοπών του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα παραπομπής είναι, κατ’ εξαίρεση, δυνατή, ακόμη και στην περίπτωση που η προβλεπόμενη μεταβίβαση πραγματοποιείται προς δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα, υπό την επιφύλαξη ότι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία βεβαιώνεται δεόντως, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της προκειμένης περίπτωσης, ότι η παραπομπή αυτή πληροί τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, με πρωταρχική προϋπόθεση να εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
67. Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.
Γ. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
68. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, υπό ποια(-ες) προϋπόθεση(-εις) μπορεί να ληφθεί υπόψη αίτηση επιστροφής παιδιού, η οποία έχει υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο και τρίτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης της Χάγης του 1980 και επί της οποίας δεν έχει ακόμη ληφθεί τελεσίδικη απόφαση (53).
69. Προτού αναλύσω τις προϋποθέσεις αυτές, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η διαδικασία επιστροφής δυνάμει της διάταξης αυτής μπορεί να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία κατά την εξέταση της εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 (τμήμα 2), θα διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το σύνολο των κανόνων που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός και η Σύμβαση της Χάγης του 1980, καθώς και σχετικά με το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών στο οποίο εντάσσεται η υπό κρίση αίτηση επιστροφής των παιδιών, όπως συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής και τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (τμήμα 1).
1. Επί της αίτησης επιστροφής παιδιών βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980 και του άρθρου 11 του κανονισμού 2201/2003
70. Πρώτον, υπενθυμίζω ότι η Σύμβαση της Χάγης του 1980 προβλέπει, στα άρθρα 8 έως 11, 13 και 20, μια συγκεκριμένη διαδικασία που αποσκοπεί «στη διασφάλιση της άμεσης επιστροφής του παιδιού στο κράτος της συνήθους διαμονής του» (54). Όταν λαμβάνει χώρα παράνομη μετακίνηση παιδιών, όπως συμβαίνει στη διαφορά της κύριας δίκης, εντός της Ένωσης, ο κανονισμός 2201/2003 «συμπληρώνει και διευκρινίζει, ιδίως με το άρθρο του 11, τους [εν λόγω] συμβατικούς κανόνες» (55). Λόγω της σύμπτωσης και του στενού συνδέσμου μεταξύ των διατάξεων του κανονισμού αυτού και εκείνων της σύμβασης, οι διατάξεις της δεύτερης ενδέχεται να επηρεάζουν την έννοια, το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των κανόνων του εν λόγω κανονισμού (56).
71. Δεύτερον, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τη σχέση μεταξύ του άρθρου 60 και του άρθρου 62, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 (57), κρίνοντας ότι «οι απαγωγές παιδιών μεταξύ κρατών μελών εμπίπτουν [στο εν λόγω σύνολο κανόνων], […] εξυπακουομένου ότι, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του [κανονισμού αυτού], υπερέχουν οι [κανόνες του]» (58).
72. Τούτων λεχθέντων, από την απόφαση περί παραπομπής και από τις απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Δικαστήριο συνάγεται ότι, τουλάχιστον μέχρι την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, ουδεμία οριστική απόφαση είχε ληφθεί από το Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα Ι) κατόπιν της αίτησης επιστροφής των παιδιών που είχε υποβληθεί από τον πατέρα στις 3 Αυγούστου 2020 ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (59). Συναφώς, ο πατέρας εξήγησε ότι η μη έκδοση απόφασης εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού εντός εύλογου χρόνου οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι ο πρώτος δικαστής που είχε επιληφθεί της αίτησης επιστροφής τέθηκε σε αναστολή κατόπιν ποινικών διώξεων για απιστία και η διαδικασία επιστροφής έπρεπε να ανατεθεί σε άλλον δικαστή (60).
73. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις αυτές στο πλαίσιο της ειδικότερης αξιολόγησης καθεμίας από τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003. Θα απαντήσω στο ερώτημα αυτό κατωτέρω.
2. Επί της συνεκτίμησης της αίτησης επιστροφής ως πραγματικού στοιχείου στο πλαίσιο της αξιολόγησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται εξαντλητικά στο άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003
74. Από τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή απαριθμούνται εξαντλητικά.
75. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η παραπομπή σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εάν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, εάν δηλαδή υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του παιδιού και ενός άλλου κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως εʹ, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει επί της ουσίας μια υπόθεση εκτιμά ότι δικαστήριο του εν λόγω άλλου κράτους μέλους είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και η παραπομπή εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει κίνδυνος να έχει η εν λόγω παραπομπή επιζήμιες συνέπειες για την κατάσταση του παιδιού (61). Συνεπώς, το δικαστήριο του κράτους μέλους που έχει κανονικά διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την παραπομπή της σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους μόνον αν ανατρέψει το ισχυρό τεκμήριο υπέρ της διατήρησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του, όπως αυτό απορρέει από τον εν λόγω κανονισμό (62). Για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να λάβει υπόψη άλλες προϋποθέσεις πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, οι οποίες ερμηνεύονται στενά από το Δικαστήριο.
76. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά την άποψή της, η ύπαρξη αίτησης επιστροφής βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, επί της οποίας δεν έχει ληφθεί τελεσίδικη απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα, δεν ασκεί αυτή καθεαυτήν αυτομάτως επιρροή επί του ζητήματος αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003. Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μια τέτοιου είδους περίσταση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά την αξιολόγηση της πρώτης προϋπόθεσης όσον αφορά την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ του παιδιού και άλλου κράτους μέλους. Πράγματι, όσον αφορά την προϋπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αποκλείονται εκ προοιμίου από τον μηχανισμό παραπομπής οι υποθέσεις στις οποίες ελλείπουν τα στοιχεία που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως εʹ (63). Με άλλα λόγια, ένας τέτοιου είδους «στενός σύνδεσμος» υφίσταται μόνο στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια που θέτει η διάταξη αυτή (64). Συνεπώς, η ύπαρξη διαδικασίας επιστροφής βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980 δεν μπορεί να ασκεί επιρροή στην αξιολόγηση των κριτηρίων αυτών.
77. Ωστόσο, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, από πλευράς πραγματικών περιστατικών, η ύπαρξη αίτησης επιστροφής μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά την αξιολόγηση της δεύτερης και της τρίτης προϋπόθεσης, ήτοι στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης δικαστηρίου που «είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα» την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταβίβασης στο δικαστήριο κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό σύνδεσμο.
78. Συμφωνώ με την προσέγγιση αυτή καθόσον πρόκειται για συνεκτίμηση πραγματικής περίστασης, ήτοι της ύπαρξης αίτησης επιστροφής επί της οποίας δεν έχει ακόμη ληφθεί τελεσίδικη απόφαση.
79. Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία και σκοπεύει να απεκδυθεί της διεθνούς δικαιοδοσίας του επί της υπόθεσης πρέπει να βεβαιωθεί ότι η παραπομπή μπορεί να έχει «πραγματική και συγκεκριμένη προστιθέμενη αξία» για την έκδοση απόφασης σχετικής με το παιδί, συγκριτικά με την περίπτωση όπου η υπόθεση θα παρέμενε ενώπιόν του (65).
80. Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίστηκε ότι, στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, μια ενδεχόμενη μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας από το αυστριακό δικαστήριο δεν θα πραγματοποιούνταν προς το Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα Ι) αλλά προς το Okresny súd Bratislava V (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Μπρατισλάβα V), το οποίο έχει ήδη εκδώσει αρκετές αποφάσεις σχετικά με επείγοντα προσωρινά μέτρα που αφορούν το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα και το δικαίωμα διατροφής των παιδιών βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού και του άρθρου 14 του κανονισμού 4/2009. Πρόκειται, συνεπώς, για στοιχείο που είναι κρίσιμο ώστε να θεωρηθεί ότι το δεύτερο αυτό δικαστήριο θα είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση.
81. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη των δύο ετών καθυστέρηση της διαδικασίας επιστροφής ενώπιον του Okresny súd Bratislava I (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Μπρατισλάβα Ι) αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να θεωρηθεί ότι το δικαστήριο αυτό δεν είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003. Πράγματι, στο πλαίσιο της εξέτασης που αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί αν ένα δικαστήριο είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση, το γεγονός ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σκοπεύει να παραπέμψει την υπόθεση δεν έχει ακόμη λάβει απόφαση επί της αίτησης επιστροφής των παιδιών αποτελεί δυσμενές στοιχείο, δεδομένου ότι, προσωρινά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης του 1980 (66), ούτε το δικαστήριο αυτό ούτε άλλα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους μπορούν να λάβουν απόφαση επί της ουσίας (67).
82. Όσον αφορά την προϋπόθεση που αφορά το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, τόσο η παραπομπή της υπόθεσης σε δικαστήριο που δεν έχει διασφαλίσει την άμεση επιστροφή του παιδιού στο κράτος της συνήθους διαμονής του, συντελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε σημαντική καθυστέρηση (68), όσο και η παραπομπή σε δικαστήριο που δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας, με την αιτιολογία ότι το άρθρο 16 της Σύμβασης της Χάγης του 1980 το εμποδίζει προσωρινά να λάβει απόφαση, αντίκεινται στο συμφέρον αυτό (69).
83. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι μια τέτοιου είδους παραπομπή δεν μπορεί να αποκλειστεί απολύτως. Το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη παραπομπή από το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού προϋποθέτει να βεβαιωθεί το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η παραπομπή αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού. Βεβαίως, το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, «[α]νεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού και έχει εκδοθεί από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του παρόντος κανονισμού είναι εκτελεστή […], προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του παιδιού» (70). Τούτο συνεπάγεται ότι η απόφαση μη επιστροφής επιφέρει μια «υπό όρους αποδοχή» του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία το οποίο, στην περίπτωση αυτή, έχει τον τελευταίο λόγο όσον αφορά την επιστροφή του παιδιού (71). Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, ο παράνομος χαρακτήρας της μετακίνησης του παιδιού δεν μπορεί να οδηγεί τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία στο να λαμβάνουν αυτομάτως απόφαση επιστροφής «ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις περιστάσεις που μπορεί να συνηγορούν υπέρ της παραμονής του παιδιού στο κράτος μέλος στο οποίο μετακινήθηκε παράνομα (72).
84. Συνεπώς, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβαίνει σε λεπτομερή αξιολόγηση του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, η οποία είναι ουσιώδης για τη συνεκτίμηση των συμφερόντων και την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του. Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, υπενθυμίζω ότι οι αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης που διέπουν τον κανονισμό 2201/2003 συνεπάγονται ένα επαρκές επίπεδο συνεργασίας και πληροφόρησης μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα και εκείνων του κράτους μέλους στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνησή του. Αφετέρου, υπογραμμίζω ότι το άρθρο 15 του κανονισμού αυτού παρέχει ορισμένο βαθμό ευελιξίας στο πλαίσιο του συστήματος που αυτός θεσπίζει, στις περιπτώσεις που φαίνεται ότι το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού επιβάλλει η προστασία του να διασφαλίζεται από δικαστήρια διαφορετικά από εκείνα του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του.
V. Πρόταση
85. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg, Αυστρία) ως εξής:
1) Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000,
έχει την έννοια ότι:
το δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιμέλειας ενός παιδιού βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού ως δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί αυτό είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του, δύναται να καλέσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παράνομα από τον έναν γονέα και διαμένει εκεί με τον γονέα αυτόν να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, υπό την επιφύλαξη ότι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία βεβαιώνεται δεόντως, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η παραπομπή αυτή πληροί τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, με πρωταρχική προϋπόθεση η παραπομπή αυτή να εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
2) Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003
έχει την έννοια ότι:
αφενός, οι προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα και, αφετέρου, η ύπαρξη αίτησης επιστροφής παιδιού δυνάμει του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο και τρίτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, της Σύμβασης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980, επί της οποίας δεν έχει ακόμη ληφθεί τελεσίδικη απόφαση, δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας τέτοιας αίτησης αποτελεί πραγματική περίσταση που μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων σχετικά με την εκτίμηση της ύπαρξης δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού σε περίπτωση παραπομπής στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση, όπως προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.