ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 1ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την προφορική δοκιμασία διαγωνισμού – Μερική άρνηση παροχής πρόσβασης – Μέθοδος στρογγυλοποίησης της βαθμολογίας – Συντελεστές βαρύτητας των διαφόρων τμημάτων και υποτμημάτων της προφορικής δοκιμασίας – Απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής – Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 – Μερική κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑265/20,

JR, εκπροσωπούμενη από τις L. Levi και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις D. Milanowska, C. Ehrbar και M. H. Kranenborg,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2020 και της 9ης Απριλίου 2020 με τις οποίες δεν επιτράπηκε η πρόσβαση της προσφεύγουσας σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με τον εσωτερικό διαγωνισμό COM/03/AD/18 (AD 6) – 1 – Διοικητικοί υπάλληλοι,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τις M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva και T. Perišin (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 16 Δεκεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα, JR, υπέβαλε υποψηφιότητα στον διοργανωθέντα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εσωτερικό διαγωνισμό COM/03/AD/18 (AD 6) – 1 – Διοικητικοί υπάλληλοι, με αριθμό αναφοράς 35-20/11/2018 (στο εξής: διαγωνισμός).

2        Στις 6 Ιουνίου 2019 η προσφεύγουσα υποβλήθηκε στη γραπτή δοκιμασία του διαγωνισμού. Η προσφεύγουσα επέτυχε στη δοκιμασία αυτή.

3        Στις 23 Σεπτεμβρίου 2019 η προσφεύγουσα υποβλήθηκε στην προφορική δοκιμασία του διαγωνισμού.

4        Στον τίτλο III, τμήμα 4, της προκήρυξης του διαγωνισμού αναφερόταν ότι η προφορική δοκιμασία για την ομάδα καθηκόντων AD αποτελούνταν από δύο τμήματα, τα οποία περιγράφονταν ως εξής:

«1.      συνέντευξη […] για την αξιολόγηση:

–        των κύριων καθηκόντων που ασκήθηκαν και των δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια [της] επαγγελματικής σταδιοδρομίας [του υποψηφίου] και

–        [της] ικανότητας και [του] ενδιαφέροντος [του υποψηφίου] να ασκήσει τα καθήκοντα των θέσεων στις οποίες παρέχει πρόσβαση ο διαγωνισμός·

2.      δομημένη παρουσίαση υπό τη μορφή ενημέρωσης […] επί ζητήματος σχετικού με πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]».

5        Στο εν λόγω τμήμα διευκρινιζόταν ότι η συνολική βαθμολογία για τα δύο προαναφερθέντα τμήματα της προφορικής δοκιμασίας ήταν από 0 έως 20 μονάδες, με ελάχιστο απαιτούμενο όριο τις 10 μονάδες.

6        Το τμήμα 5 του ίδιου τίτλου της προκήρυξης του διαγωνισμού διευκρίνιζε ότι η εξεταστική επιτροπή θα ανέγραφε στον πίνακα επιτυχόντων τα ονόματα των υποψηφίων που θα είχαν λάβει τις υψηλότερες βαθμολογίες στην προφορική δοκιμασία καθώς και το ελάχιστο απαιτούμενο όριο για τη δοκιμασία αυτή, έως του ορίου του επιθυμητού αριθμού επιτυχόντων.

7        Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε συμπεριληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού. Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι κατά την προφορική εξέταση η προσφεύγουσα είχε λάβει βαθμό 13 μονάδων με άριστα το 20, ενώ ο ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός για την εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων ήταν 14 μονάδες με άριστα το 20. Η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η εξεταστική επιτροπή είχε κρίνει ότι η συνολική αξιολόγηση της προφορικής εξέτασής της ήταν «καλή», βάσει τριών στοιχείων αξιολόγησης, ήτοι, πρώτον, της αντιστοιχίας μεταξύ της πείρας και των απαιτούμενων από τον εσωτερικό διαγωνισμό προσόντων, στοιχείου για το οποίο η προσφεύγουσα είχε λάβει την αξιολόγηση «πλέον ή καλή», δεύτερον, της ικανότητας και του ενδιαφέροντος, στοιχείου για το οποίο η προσφεύγουσα είχε λάβει την αξιολόγηση «πλέον ή καλή», και, τρίτον, της δομημένης παρουσίασης επί ενός θέματος, στοιχείου για το οποίο η προσφεύγουσα είχε λάβει την αξιολόγηση «καλή».

8        Με ηλεκτρονική επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής αίτηση επανεξέτασης της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 καθώς και αίτηση παροχής πληροφοριών και πρόσβασης σε έγγραφα.

9        Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή την επιθυμία της να αποκτήσει πρόσβαση στα ακόλουθα στοιχεία και έγγραφα:

–        λεπτομερείς εξηγήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι λεκτικές αξιολογήσεις είχαν μετατραπεί σε αριθμητική βαθμολογία, με τους βαθμολογικούς πίνακες βάσει των οποίων κάθε λεκτική αξιολόγηση μπορούσε να αντιστοιχιστεί με αριθμητική βαθμολογία·

–        τις λεπτομερείς αξιολογήσεις που είχαν διατυπωθεί για την ίδια ως προς το καθένα από τα τρία στοιχεία που είχαν αξιολογηθεί και βαθμολογηθεί στο πλαίσιο της προφορικής δοκιμασίας καθώς και τον αντίστοιχο βαθμολογικό πίνακα·

–        κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τις τρεις βαθμολογίες που είχε λάβει·

–        τη μέθοδο στάθμισης που είχε ενδεχομένως χρησιμοποιηθεί·

–        τη μέθοδο στρογγυλοποίησης που είχε ενδεχομένως χρησιμοποιηθεί·

–        τα πρακτικά και τους πίνακες αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας της καθώς και τον πίνακα παρουσίασης που είχε χρησιμοποιήσει κατά τη διεξαγωγή της δοκιμασίας αυτής ως υποστηρικτική βάση για την προφορική παρουσίασή της (στο εξής: πίνακας παρουσίασης)·

–        οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο το οποίο αφορά την επίδοσή της κατά την εν λόγω δοκιμασία.

10      Στις 10 Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή απέστειλε μια πρώτη απάντηση στην προσφεύγουσα, διευκρινίζοντας ότι η αίτησή της επανεξέτασης είχε διαβιβαστεί στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού. Η Επιτροπή υπογράμμισε ακόμη ότι οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής καλύπτονταν από απόρρητο και κατά συνέπεια, με την εξαίρεση των πληροφοριών που είχαν κοινοποιηθεί στον «λογαριασμό EPSO» της προσφεύγουσας, δεν μπορούσε να της κοινοποιήσει ούτε τον πίνακα αξιολόγησης, ούτε την έκθεση της εξεταστικής επιτροπής, ούτε τις ατομικές βαθμολογίες των μελών της εξεταστικής επιτροπής, έστω και κατόπιν ανωνυμοποίησης όλων των ανωτέρω.

11      Στις 31 Ιανουαρίου 2020 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή ηλεκτρονική επιστολή που έφερε τον τίτλο «Επιβεβαιωτική αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001», με την οποία επαναλάμβανε την αίτησή της να της παρασχεθεί πρόσβαση στα έγγραφα και στις πληροφορίες που αναφέρονται στη σκέψη 9 ανωτέρω. Προς στήριξη της αίτησής της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), καθώς και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39). Επιπλέον, υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν είχε εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στα έγγραφα και στις πληροφορίες που είχε αναφέρει στην εν λόγω αίτηση θα έθιγαν το απόρρητο των διασκέψεων της εξεταστικής επιτροπής, ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα έπρεπε να ερμηνεύονται στενά και ότι είχε αποδείξει το θεμιτό συμφέρον της να αποκτήσει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες, ιδίως προκειμένου να κατανοήσει τη συνολική βαθμολογία που είχε λάβει.

12      Με ηλεκτρονική επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή δήλωσε ότι, επειδή η από 20 Δεκεμβρίου 2019 αίτηση της προσφεύγουσας δεν παρέπεμπε στον κανονισμό 1049/2001, η Επιτροπή την είχε αντιμετωπίσει όχι ως αίτηση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού, αλλά με βάση τους κανόνες της χρηστής διοίκησης. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η από 10 Ιανουαρίου 2020 ηλεκτρονική επιστολή της προς την προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απάντηση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

13      Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την προσφεύγουσα για το γεγονός ότι η ίδια καταχωρούσε οποιαδήποτε αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα, σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001, με μνεία του ονόματος και της διεύθυνσης του αιτούντος, σε βάση δεδομένων προσβάσιμη σε σχετικά μεγάλο αριθμό μελών του προσωπικού και ζήτησε από την προσφεύγουσα να επιβεβαιώσει ρητώς ότι επιθυμούσε η από 20 Δεκεμβρίου 2019 ηλεκτρονική επιστολή της να αντιμετωπιστεί ως τέτοια αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα.

14      Στις 28 Φεβρουαρίου 2020 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονική επιστολή με τίτλο «Πρόσβαση στα προσωπικά σας δεδομένα» (στο εξής: απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2020). Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να συμβουλευθεί τον πίνακα παρουσίασης στα γραφεία της Επιτροπής και να συζητήσει με την πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού (στο εξής: πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής) προκειμένου να της παρουσιαστεί προφορικώς μια έκθεση για την επίδοσή της. Επιπλέον, στην προσφεύγουσα κοινοποιήθηκε πίνακας που απεικόνιζε την αντιστοιχία μεταξύ της αριθμητικής βαθμολογίας από το 1 έως το 10 που είχε χορηγήσει η εξεταστική επιτροπή και των λεκτικών αξιολογήσεων «ανεπαρκής», «καλή», «πλέον ή καλή», «πολύ καλή», «εξαιρετική» και «υποδειγματική» (στο εξής: πίνακας μετατροπής). Η Επιτροπή δήλωσε ότι η αξιολόγηση της επίδοσης της προσφεύγουσας σε όλα τα στάδια του διαγωνισμού είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τον πίνακα αυτόν.

15      Στις 4 Μαρτίου 2020 η προσφεύγουσα ζήτησε με ηλεκτρονική επιστολή της να οριστεί συνάντηση προκειμένου να συμβουλευθεί τον πίνακα παρουσίασης και να της παρασχεθεί από την εξεταστική επιτροπή μια αξιολόγηση της επίδοσής της κατά την προφορική δοκιμασία.

16      Στις 13 Μαρτίου 2020 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή ηλεκτρονική επιστολή με την οποία επαναλάμβανε την αίτησή της να της παρασχεθεί πρόσβαση στον πίνακα παρουσίασης και να συζητήσει με την πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής. Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης να της παρασχεθεί πρόσβαση στις μεθόδους στάθμισης και στρογγυλοποίησης που είχε χρησιμοποιήσει η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, εκτιμώντας ότι αυτές συγκαταλέγονταν στα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα της, καθόσον συνδέονταν άρρηκτα με την τελική βαθμολογία της και τον πίνακα μετατροπής που της είχε κοινοποιηθεί. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν απαιτούσε να υποβληθεί η αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα με συγκεκριμένο τρόπο.

17      Με ηλεκτρονική επιστολή της 9ης Απριλίου 2020 (στο εξής: απόφαση της 9ης Απριλίου 2020), η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατά την εκτίμησή της, οι μέθοδοι στάθμισης και στρογγυλοποίησης καλύπτονταν από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

18      Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2020, η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού απέρριψε την αίτηση επανεξέτασης της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 περί μη εγγραφής της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού και κατά συνέπεια η απόφαση αυτή έπρεπε να επικυρωθεί. Η εξεταστική επιτροπή διευκρίνισε ότι, πριν από την προφορική δοκιμασία, είχε καθορίσει το περιεχόμενό της, τα προς υποβολή ερωτήματα, τα κριτήρια αξιολόγησης, τη διαδικασία βαθμολόγησης καθώς και τη βαρύτητα κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας που αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής

19      Στις 16 Ιουλίου 2020 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονικό αντίγραφο του πίνακα παρουσίασης.

20      Στις 22 Ιουλίου 2020 πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης συνάντηση μεταξύ της προσφεύγουσας, της προέδρου της εξεταστικής επιτροπής και ενός εκπροσώπου της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της Επιτροπής. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης αυτής, κατά τη διάρκειά της η προσφεύγουσα έλαβε προφορικές εξηγήσεις της προέδρου της εξεταστικής επιτροπής με λεπτομερείς εκτιμήσεις σχετικά με την επίδοσή της κατά την προφορική παρουσίαση και τη συνέντευξη. Η πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής διευκρίνισε επίσης στην προσφεύγουσα ότι οι συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας είχαν αξιολογηθεί βάσει στάθμισης που είχε αποφασιστεί πριν από την έναρξη του διαγωνισμού και ότι είχε γίνει στρογγυλοποίηση των μονάδων καθορισθείσα στο 0,25 της μονάδας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Στις 24 Ιουλίου 2020 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

23      Στις 5 Οκτωβρίου 2020 η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Στις 17 Νοεμβρίου 2020 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 28ης Απριλίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με την ενδεχόμενη απώλεια του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να της παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία τελικώς η προσφεύγουσα απέκτησε πρόσβαση.

26      Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα συμμορφώθηκαν προς το μέτρο αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Με διάταξη της 5ης Μαΐου 2021, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει το έγγραφο που περιείχε τη μέθοδο στάθμισης την οποία είχε χρησιμοποιήσει η εξεταστική επιτροπή για κάθε συνιστώσα της προφορικής δοκιμασίας. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα.

28      Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2021, κατόπιν του θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, ορίστηκε νέα δικαστής προκειμένου να συμπληρωθεί o δικαστικός σχηματισμός.

29      Το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

30      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2020 και της 9ης Απριλίου 2020·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της μερικής απώλειας του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

32      Με την απάντησή της στο από 28 Απριλίου 2021 μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί η συνολική επίδοσή της αντιστοιχούσε στη λεκτική αξιολόγηση «καλή», πώς η αξιολόγηση αυτή μετατράπηκε σε αριθμητική βαθμολογία 13 μονάδων με άριστα το 20 ή πώς εφαρμόστηκε η μέθοδος στρογγυλοποίησης στη συγκεκριμένη περίπτωσή της. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, μολονότι επισήμως έλαβε τον πίνακα μετατροπής, ηλεκτρονικό αντίγραφο του πίνακα παρουσίασης, τις προφορικές εξηγήσεις της προέδρου της εξεταστικής επιτροπής και τη μέθοδο στρογγυλοποίησης της τελικής βαθμολογίας, τα κατ’ αυτόν τον τρόπο κοινοποιηθέντα έγγραφα ή πληροφορίες είναι ελλιπή καθόσον δεν περιλαμβάνουν το εργαλείο με το οποίο συνδέονται άρρηκτα, ήτοι τη μέθοδο στάθμισης που χρησιμοποιήθηκε. Επομένως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε και ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον.

33      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προσβάλει τις πράξεις της Επιτροπής περί μη παροχής πρόσβασης στις πληροφορίες και στα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 32 ανωτέρω, στα οποία απέκτησε τελικώς πρόσβαση. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η δίκη πρέπει να καταργηθεί ως προς τα εν λόγω έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο έννομο συμφέρον, το οποίο συνιστά την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος, προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Leino-Sandberg κατά Κοινοβουλίου, C‑761/18 P, EU:C:2021:52, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οποιοσδήποτε προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου πρέπει να έχει ενεστώς και γεγενημένο έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T‑192/01 και T‑245/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:365, σκέψη 247).

36      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Το ως άνω αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως παρέλκει η έκδοση απόφασης, που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych κατά Επιτροπής, C‑560/18 P, EU:C:2020:330, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Ο προσφεύγων μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διατηρεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προκειμένου να υποχρεωθεί ο εκδότης της εν λόγω πράξης να επιφέρει στο μέλλον τις δέουσες τροποποιήσεις και να αποτραπεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κίνδυνος επανάληψης της πλημμέλειας που προσάπτεται στην επίμαχη πράξη. Η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει ότι η εν λόγω πλημμέλεια ενδέχεται να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 48).

38      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται in concreto, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των συνεπειών της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας και της φύσεως της ζημίας που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη (απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 65).

39      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, πρώτον, με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2020, τον πίνακα μετατροπής (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), δεύτερον, με ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Ιουλίου 2020, ηλεκτρονικό αντίγραφο του πίνακα παρουσίασης (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), τρίτον, κατά τη συνάντηση μέσω τηλεδιάσκεψης της 22ας Ιουλίου 2020, προφορικές εξηγήσεις της προέδρου της εξεταστικής επιτροπής με λεπτομερείς εκτιμήσεις σχετικά με την επίδοσή της κατά την προφορική παρουσίαση και τη συνέντευξη (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω) και, τέταρτον, κατά την ίδια συνάντηση, τη μέθοδο στρογγυλοποίησης της βαθμολογίας που είχε χρησιμοποιήσει η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

40      Ως εκ τούτου, στην προσφεύγουσα κοινοποιήθηκαν όλα τα έγγραφα που είχε ζητήσει με μόνη εξαίρεση το έγγραφο που περιείχε τη μέθοδο στάθμισης των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας (στο εξής: συντελεστές βαρύτητας). Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έχει λάβει ακόμη το έγγραφο αυτό.

41      Επομένως, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προσβάλει τις αποφάσεις της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2020 και της 9ης Απριλίου 2020 καθόσον με αυτές δεν της επιτράπηκε η πρόσβαση στα έγγραφα και στις πληροφορίες που μνημονεύονται στη σκέψη 39 ανωτέρω. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα και οι πληροφορίες που της κοινοποιήθηκαν είναι ελλιπή καθόσον δεν περιλαμβάνουν το εργαλείο με το οποίο συνδέονται άρρηκτα, ήτοι τους συντελεστές βαρύτητας που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού. Το επιχείρημα όμως αυτό καταδεικνύει ακριβώς ότι το αίτημά της για πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες ικανοποιήθηκε και ότι το έννομο συμφέρον της εξακολουθεί να υφίσταται μόνο στον βαθμό που η υπό κρίση προσφυγή σκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Απριλίου 2020 στο μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας.

42      Εξάλλου, από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 32 ανωτέρω, προκύπτει ότι δεν επικαλείται εναπομείναν έννομο συμφέρον όπως προβλέπεται από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω. Ειδικότερα, με τις παρατηρήσεις αυτές, δεν υποστηρίζει ότι η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας ενδέχεται να επαναληφθεί στο μέλλον. Αντιθέτως, επιδιώκει να αμφισβητήσει κατά πόσον είναι επαρκείς οι εξηγήσεις της εξεταστικής επιτροπής σχετικά με τον βαθμό που έλαβε η προσφεύγουσα, ερώτημα που βαίνει πέραν του αντικειμένου της υπό κρίση διαφοράς.

43      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η υπό κρίση προσφυγή έχει καταστεί εν μέρει άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα απώλεσε το έννομο συμφέρον της όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία απέκτησε πρόσβαση (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, LPN κατά Επιτροπής, T‑29/08, EU:T:2011:448, σκέψη 57).

44      Κατά συνέπεια, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του ακυρωτικού αιτήματος της προσφεύγουσας όσον αφορά το ότι, με τις από 28 Φεβρουαρίου 2020 και 9 Απριλίου 2020 αποφάσεις της, η Επιτροπή αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στη μέθοδο στρογγυλοποίησης που είχε χρησιμοποιήσει η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού.

45      Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής περιορίζεται στο αίτημα να ακυρωθεί η από 9 Απριλίου 2020 απόφαση της Επιτροπής κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των εκτιθέμενων στην προκήρυξη του διαγωνισμού συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Επί της ουσίας

 Επί του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου και των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής

46      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα στηρίζει το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας της στο δικαίωμά της να έχει πρόσβαση στα προσωπικά της δεδομένα, εμμέσως προβάλλει προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, όπως αυτό τίθεται σε εφαρμογή με τον κανονισμό 1049/2001.

47      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, για τον καθορισμό του νομικού πλαισίου που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση προσφυγή, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η αίτηση πρόσβασης της προσφεύγουσας στηριζόταν στον κανονισμό 1049/2001, από τη στιγμή που η αίτηση παροχής πληροφοριών και πρόσβασης σε έγγραφα που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 2019 πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού (βλ. σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω).

48      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, η αίτηση πρόσβασης σε ένα έγγραφο διατυπώνεται με οιαδήποτε γραπτή μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, σε μία από τις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε το θεσμικό όργανο να μπορέσει να προσδιορίσει το έγγραφο. Από τη στιγμή που η αίτηση της προσφεύγουσας είχε διατυπωθεί γραπτώς και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε το θεσμικό όργανο να μπορέσει να προσδιορίσει τα σχετικά έγγραφα, έπρεπε να θεωρηθεί ως αίτηση στηριζόμενη στον κανονισμό 1049/2001, όπως μπορούσε εξάλλου να συναχθεί από την επιβεβαιωτική αίτηση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 31 Ιανουαρίου 2020.

49      Κατά συνέπεια, παρά τον τίτλο που φέρουν οι λόγοι ακυρώσεως στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προκύπτει ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, αυτή προβάλλει κατ’ ουσίαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων τους δύο πρώτους ρητώς και τους δύο τελευταίους σιωπηρώς.

50      Ο πρώτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και του δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 2018/1725. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 17 του κανονισμού 2018/1725. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα και από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

51      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να συνεξετάσει τους δύο πρώτους λόγους, λαμβανομένου υπόψη ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο των δύο αυτών λόγων συμπίπτουν. Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστούν χωριστά ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από παράβαση του κανονισμού 2018/1725 και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως

52      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η άρνηση της Επιτροπής να της παράσχει πρόσβαση στους συντελεστές βαρύτητας που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού για κάθε συνιστώσα της προφορικής δοκιμασίας, με το σκεπτικό ότι η στάθμιση της βαρύτητας καλύπτεται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως.

53      Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο πίνακας αντιστοιχίας τον οποίον κοινοποίησε η Επιτροπή με την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2020 καθώς και οι μέθοδοι στρογγυλοποίησης και στάθμισης που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας της περιελάμβαναν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

54      Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, κατά τη διάρκεια της προφορικής δοκιμασίας ενός διαγωνισμού, η εξεταστική επιτροπή προβαίνει σε επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποψηφίου ακούγοντας τις απαντήσεις του στα ερωτήματα στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων του υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της προκήρυξης του διαγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα αντιστοιχίας, τους συντελεστές βαρύτητας και τη μέθοδο στρογγυλοποίησης.

55      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, επειδή τα προσωπικά της δεδομένα υποβλήθηκαν κατά τον τρόπο αυτό σε επεξεργασία εκ μέρους της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1725, η ίδια έχει δικαίωμα πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα, εκτός αν έχει εφαρμογή κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού.

56      Τέλος, η προσφεύγουσα αιτιάται την Επιτροπή ότι προσέβαλε το δικαίωμά της χρηστής διοικήσεως, στο μέτρο που η πρόσβαση στον φάκελο ήταν απαραίτητη προκειμένου η προσφεύγουσα να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά της άμυνας και να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απόφαση περί μη εγγραφής της στον πίνακα επιτυχόντων ήταν εσφαλμένη.

57      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αιτιάται την Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωσή της να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα, κατά παράβαση του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 17 του κανονισμού 2018/1725 και κατά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

58      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

59      Πρώτον, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, υπενθυμίζεται ότι με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Απριλίου 2020 κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

60      Όπως όμως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η στάθμιση κάθε συνιστώσας των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από την εξεταστική επιτροπή πριν από την έναρξη των δοκιμασιών αυτών και ισχύει για όλους τους υποψηφίους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που αφορά την προσφεύγουσα.

61      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725, η έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παραπέμπει σε «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο […]· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου».

62      Εν προκειμένω όμως οι συντελεστές βαρύτητας που έχουν καθοριστεί για κάθε συνιστώσα της προφορικής δοκιμασίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο και κατά συνέπεια δεν μπορούν να εμπίπτουν στην κατά το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725 έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

63      Επομένως, ο κανονισμός 2018/1725 δεν έχει εφαρμογή στην αίτηση της προσφεύγουσας να αποκτήσει πρόσβαση στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του ως άνω κανονισμού αρνούμενη να της παράσχει πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο.

64      Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου.

66      Εν προκειμένω, καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών μεταξύ των διαδίκων, η κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων καθώς και η συνάντηση της 22ας Ιουλίου 2020 αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή επέδειξε αξιοσημείωτη προσήνεια έναντι της προσφεύγουσας και επιμέλεια κατά την εξέταση της αίτησής της, παρά τις έκτακτες περιστάσεις λόγω της πανδημίας COVID-19.

67      Έπειτα, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα περιορίζεται άλλωστε να επικαλεστεί το δικαίωμά της χρηστής διοικήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, χωρίς ωστόσο να προβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής συγκεκριμένες αιτιάσεις ή επιχειρήματα σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο.

68      Τέλος, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά της χρηστής διοικήσεως δεν έχει σχέση με τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά αμφισβητεί κατά πόσον είναι επαρκείς οι εξηγήσεις της εξεταστικής επιτροπής σχετικά με τον βαθμό που έλαβε η προσφεύγουσα και σχετικά με την απόφαση περί μη εγγραφής της στον πίνακα επιτυχόντων. Το εν λόγω επιχείρημα πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί ως αλυσιτελές στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

69      Επομένως, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

70      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αιτιάται, κατ’ ουσίαν, την Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

71      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ιδίως αιτιάται την Επιτροπή ότι επικαλέστηκε την εξαίρεση που συνδέεται με το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής προκειμένου να μην επιτρέψει στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στα δεδομένα που είχε ζητήσει χωρίς να εξηγήσει γιατί η πρόσβαση αυτή θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

72      Συναφώς, η προσφεύγουσα παραπέμπει στις σκέψεις 110 και 111 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2018, VG κατά Επιτροπής (T‑314/16 και T‑435/16, EU:T:2018:841).

73      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

74      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την άρνηση παροχής πρόσβασης ως εξής:

«Όσον αφορά την αίτησή σας για την παροχή πρόσβασης στους [συντελεστές] βαρύτητας και [στη μέθοδο] στρογγυλοποίησης, το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ […] ορίζει ότι οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές. Η αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής σκοπεί στο [να] διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και η αντικειμενικότητα των εργασιών τους, καθόσον αυτές προστατεύονται από κάθε παρέμβαση ή εξωτερική πίεση, είτε αυτή προέρχεται από αυτή καθαυτή τη Διοίκηση […], είτε από τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους, είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αυτού αποκλείει […] τόσο τη γνωστοποίηση της στάσης που τήρησε κάθε μέλος της εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικά με τους υποψηφίους. Θεωρούμε ότι οι [συντελεστές] βαρύτητας και [η μέθοδος] στρογγυλοποίησης καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής ως στοιχεία που αφορούν εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως».

76      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την άρνηση παροχής πρόσβασης στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας με το σκεπτικό ότι οι συντελεστές αυτοί καλύπτονταν από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής ως στοιχεία που αφορούσαν εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 74, η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της Επιτροπής ώστε να παρέχεται στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους δεν της επιτράπηκε η πρόσβαση και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξ αυτού προκύπτει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής.

77      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα και από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ

78      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αιτιάται, κατ’ ουσίαν, την Επιτροπή ότι προσέβαλε το δικαίωμά της πρόσβασης στα έγγραφα ερμηνεύοντας εσφαλμένως την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, υπό την έννοια ότι καλύπτει τους συντελεστές βαρύτητας της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας.

79      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα κατά το οποίο η συνολική επίδοσή της θεωρήθηκε «καλή» δεν συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι είχε λάβει δύο λεκτικές αξιολογήσεις «πλέον ή καλή» και μία μόνο λεκτική αξιολόγηση «καλή» όσον αφορά τις τρεις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας και κατέληγε να υποτιμά αυθαίρετα τη συνολική επίδοσή της.

80      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν γνωρίζει αν μία από τις δύο λεκτικές αξιολογήσεις «πλέον ή καλή» τις οποίες έλαβε, ή ακόμη και οι δύο, είχε μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι η λεκτική αξιολόγηση «καλή». Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, με βάση την παραδοχή ότι ο πίνακας μετατροπής ήταν ο μοναδικός πίνακας που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή, δεν μπορεί να εκτιμήσει πλήρως τη νομιμότητα της τελικής βαθμολογίας της και, κατά συνέπεια, τη νομιμότητα της απόφασης περί μη εγγραφής της στον πίνακα επιτυχόντων χωρίς να της έχουν παρασχεθεί επίσης οι συντελεστές βαρύτητας της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας, οι οποίοι επηρεάζουν τον τελικό βαθμό που έλαβε.

81      Κατά την προσφεύγουσα, η πρόσβαση στους συντελεστές βαρύτητας της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας είναι απαραίτητη προκειμένου αυτή να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά της άμυνας και να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απόφαση περί μη εγγραφής της στον πίνακα επιτυχόντων είναι εσφαλμένη.

82      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η θέση της Επιτροπής στερείται συνέπειας καθόσον, όσον αφορά τις εξετάσεις υπό μορφή ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, η Επιτροπή εκθέτει συγκεκριμένα, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, τη μέθοδο υπολογισμού που θα χρησιμοποιηθεί διευκρινίζοντας τις ελάχιστες βαθμολογίες που πρέπει να εξασφαλιστούν, τις δοκιμασίες που θα βαθμολογηθούν με άριστα τις 10 ή με άριστα τις 20 μονάδες συμπεριλαμβανομένης στάθμισης και τα αποτελέσματα που θα χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας.

83      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή, στους συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας, της εξαίρεσης που ανάγεται στο απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, ακόμη και αν η εξεταστική επιτροπή είναι ελεύθερη να κατανείμει τις 20 μονάδες της προφορικής δοκιμασίας μεταξύ των εν λόγω συνιστωσών, αποδίδοντας σε καθεμία από τις τρεις τους συγκεκριμένη βαρύτητα, η σημασία της κάθε συνιστώσας δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια ή μετά τη διεξαγωγή των δοκιμασιών.

84      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η γνωστοποίηση των συντελεστών βαρύτητας της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας πριν ή μετά τον διαγωνισμό δεν μπορεί να θίξει την ανεξαρτησία της εξεταστικής επιτροπής και θα βοηθούσε εξάλλου τους υποψηφίους να προετοιμαστούν καλύτερα, γνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του κάθε ερωτήματος.

85      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

86      Καταρχάς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατά τα αρχικά στάδια των διαγωνισμών, η σχετική σπουδαιότητα των κατηγοριών ερωτημάτων που μπορεί να συναχθεί από τις προκηρύξεις των διαγωνισμών στην περίπτωση δοκιμασιών υπό μορφή ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής δεν προκύπτει από συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων και, κατά συνέπεια, η προηγούμενη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικά με το θέμα αυτό δεν μπορεί να θίξει τη διακριτική ευχέρεια και την ανεξαρτησία της εξεταστικής επιτροπής, σε αντίθεση με την εισαγωγή συντελεστών βαρύτητας για τα διάφορα τμήματα του διαγωνισμού ούτως ώστε να προσαρμοστούν τα κριτήρια επιλογής στο πραγματικό προφίλ των υποψηφίων θεωρούμενων στο σύνολό τους.

87      Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Höpcke κατά Επιτροπής (F‑46/12, EU:F:2013:131, σκέψη 38).

88      Στο σημείο 39 του υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι η απόφαση σχετικά με τη στάθμιση κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας ελήφθη κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού βάσει μιας αρχικής αξιολόγησης των υποψηφίων κατόπιν των δοκιμασιών που προηγήθηκαν της προφορικής δοκιμασίας. Στη συνέχεια, οι συντελεστές βαρύτητας εφαρμόστηκαν σε κάθε υποψήφιο προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρης ισότητα μεταχείρισης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η στάθμιση αυτή δεν ανήκει στις συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις είναι αβάσιμο. Ως συγκριτικής φύσεως στοιχείο, η στάθμιση των διαφόρων συνιστωσών ενός διαγωνισμού εμπίπτει κατά την Επιτροπή πλήρως στην ευρύτατη διακριτική ευχέρεια που η νομολογία αναγνωρίζει στην εξεταστική επιτροπή.

89      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή διορθώνει τα ως άνω εκτεθέντα επισημαίνοντας ότι η στάθμιση κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας δεν αποφασίστηκε βάσει αξιολόγησης των υποψηφίων του διαγωνισμού. Υπογραμμίζει ότι δεν υπήρξε πράγματι καμία σχέση μεταξύ των επιδόσεων των υποψηφίων κατά τις δοκιμασίες που προηγήθηκαν της προφορικής δοκιμασίας (τις δοκιμασίες προεπιλογής) και του καθορισμού των συντελεστών βαρύτητας πριν από την προφορική δοκιμασία.

90      Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η εξεταστική επιτροπή καθόρισε τους συντελεστές βαρύτητας που θα χρησιμοποιούσε για την αξιολόγηση της επίδοσης κατά την προφορική δοκιμασία πριν αρχίσει τις εργασίες που αφορούσαν το συγκεκριμένο στάδιο του διαγωνισμού και χωρίς να έχει καμία πληροφορία ως προς την ταυτότητα των υποψηφίων και τις επιδόσεις τους κατά το προηγούμενο στάδιο. Επιπλέον, οι συντελεστές αυτοί εφαρμόστηκαν ομοιόμορφα σε όλους τους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στην προφορική δοκιμασία, τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

91      Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής και το λεπτομερές περιεχόμενο των δοκιμασιών και των κριτηρίων διόρθωσης, επικαλείται δε συναφώς την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2004, Κωνσταντοπούλου κατά Δικαστηρίου (T‑19/03, EU:T:2004:49, σκέψεις 48 και 60). Η νομολογία αυτή ισχύει για τον καθορισμό των συντελεστών βαρύτητας.

92      Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν οι συμμετέχοντες σε διαγωνισμό είχαν πρόσβαση στους συντελεστές βαρύτητας των διαφόρων συνιστωσών του διαγωνισμού, θα μπορούσαν να εισχωρήσουν στον πυρήνα της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η εξεταστική επιτροπή προκειμένου να αξιολογήσει τους υποψηφίους, διακριτική ευχέρεια η οποία είναι ευρεία και υπόκειται σε πολύ περιορισμένο έλεγχο νομιμότητας, παραπέμπει δε συναφώς στις αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2005, de Stefano κατά Επιτροπής (T‑25/03, EU:T:2005:168, σκέψη 34), και της 8ης Μαΐου 2019, Σταματόπουλος κατά ENISA (T‑99/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:305, σκέψη 49). Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι υποψήφιοι των διαγωνισμών θα μπορούσαν στην περίπτωση αυτή να συναγάγουν συμπεράσματα σχετικά με την επιλογή των συντελεστών βαρύτητας προκειμένου να αμφισβητήσουν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού και θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, παραδείγματος χάριν, ότι οι εν λόγω συντελεστές βαρύτητας εισήχθησαν για να ευνοήσουν συγκεκριμένη κατηγορία συμμετεχόντων.

93      Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, για παρεμφερείς διαγωνισμούς, οι εξεταστικές επιτροπές ενδέχεται να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν συντελεστές βαρύτητας που έχουν ήδη εφαρμοστεί σε προηγούμενους διαγωνισμούς. Κατά συνέπεια, αν αποκαλύπτονταν οι κατ’ επανάληψη χρησιμοποιούμενοι συντελεστές βαρύτητας, οι συμμετέχοντες στους παρεμφερείς μελλοντικούς διαγωνισμούς θα γνώριζαν εκ των προτέρων ποιες δοκιμασίες είναι οι σημαντικότερες και θα ευνοούνταν έτσι σε σχέση με τους συμμετέχοντες στους προηγούμενους διαγωνισμούς, πράγμα το οποίο θα μπορούσε, κατά τρόπο τεχνητό, να ωθήσει τις εξεταστικές επιτροπές να τροποποιήσουν τους συντελεστές βαρύτητας.

94      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 42 του Χάρτη, κάθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Δυνάμει του δεύτερου εδαφίου του εν λόγω άρθρου 15, οι εν λόγω αρχές και προϋποθέσεις καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, που αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

95      Έχοντας εκδοθεί επί της βάσης αυτής, ο κανονισμός 1049/2001 έχει σκοπό να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το οποίο όμως υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 11 του εν λόγω κανονισμού δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη «να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους όταν κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα λειτουργίας τους».

97      Το καθεστώς των εξαιρέσεων καθορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Δυνάμει της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο όταν περιέχει απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

98      Επομένως, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι το καθεστώς της εξαίρεσης το οποίο προβλέπει βασίζεται σε στάθμιση των συμφερόντων που συγκρούονται σε συγκεκριμένη περίπτωση, και συγκεκριμένα, αφενός, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούνταν από τη γνωστοποίηση αυτή. Η απόφαση επί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από το ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 75).

99      Συναφώς, υπενθυμίζεται πράγματι ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν θεσμικό όργανο της Ένωσης το οποίο έχει επιληφθεί αίτησης πρόσβασης σε έγγραφο αποφασίζει να απορρίψει την αίτηση αυτή βάσει μίας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, οφείλει, καταρχήν, να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το συμφέρον που προστατεύεται με την εν λόγω εξαίρεση. Επιπλέον, ο κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Προκύπτει επίσης από τη νομολογία ότι επιτρέπεται στο οικείο θεσμικό όργανο να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν για αιτήσεις γνωστοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Προκειμένου να δεχθεί την ύπαρξη ενός τέτοιου τεκμηρίου, το Δικαστήριο στηρίχθηκε ιδίως στο γεγονός ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, οι οποίες παρατίθενται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, δεν πρέπει, σε περίπτωση κατά την οποία τα έγγραφα που αφορά η αίτηση πρόσβασης εμπίπτουν σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης, να ερμηνεύονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, τα επίδικα ερωτήματα εμπίπτουν στον συγκεκριμένο τομέα του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου της Ένωσης, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της αρχής του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 93).

103    Επί τη βάσει μιας τέτοιας ερμηνείας, σύμφωνα με τους σκοπούς που επιδιώκει η αρχή περί προστασίας του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να θεωρήσει, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του εγγράφου στο οποίο ζητείται πρόσβαση, ότι η γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου θίγει, καταρχήν, σοβαρά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 94).

104    Υπογραμμίζεται πάντως ότι το προαναφερθέν γενικό τεκμήριο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εγγράφου (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Αλεξάνδρου κατά Επιτροπής, T‑515/14 P και T‑516/14 P, EU:T:2015:844, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Επομένως, πρέπει να κριθεί αν οι συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, και, ενδεχομένως, να εκτιμηθεί αντιστοίχως η βασιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

106    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ ορίζει ότι οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές.

107    Κατά τη νομολογία, το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, το οποίο αφορά συγκεκριμένα τις διαδικασίες διαγωνισμών, κατοχυρώνει την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και η αντικειμενικότητα των εργασιών τους, καθόσον αυτές προστατεύονται από κάθε παρέμβαση ή εξωτερική πίεση, είτε αυτή προέρχεται από αυτή καθαυτήν τη Διοίκηση, είτε από τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους, είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αυτού αποκλείει τόσο τη γνωστοποίηση της στάσης που τήρησε κάθε μέλος της εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικά με τους υποψηφίους (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1980, Bonu κατά Συμβουλίου, 89/79, EU:C:1980:60, σκέψη 5).

108    Οι εργασίες μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, δύο τουλάχιστον χωριστά στάδια, ήτοι, πρώτον, την εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής προκειμένου να επιλεγούν οι υποψήφιοι στους οποίους θα επιτραπεί να μετάσχουν στον διαγωνισμό και, δεύτερον, την εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για την προς πλήρωση θέση, προκειμένου να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Το δεύτερο στάδιο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής είναι κυρίως συγκριτικής φύσεως και επομένως καλύπτεται από το απόρρητο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τις εργασίες αυτές (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψεις 27 και 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Τα κριτήρια διόρθωσης που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή πριν από τις δοκιμασίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Πράγματι, σκοπός τους είναι να διασφαλίσουν, προς το συμφέρον των υποψηφίων, μια κάποια ομοιογένεια των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής, ιδίως στην περίπτωση που ο αριθμός των υποψηφίων είναι υψηλός. Επομένως, τα κριτήρια αυτά καλύπτονται από το απόρρητο των διασκέψεων, ακριβώς όπως και οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 29).

111    Οι συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντανακλώνται στους βαθμούς που αυτή δίνει στους υποψηφίους. Οι βαθμοί αυτοί αποτελούν την έκφραση των αξιολογικών κρίσεων που διατυπώνονται για καθέναν από τους υποψηφίους (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 30).

112    Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, κατά τη νομολογία, η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εκτέλεση των εργασιών της. Ως εκ τούτου, έχει την ευχέρεια, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν προβλέπει κριτήρια βαθμολόγησης, να καθορίζει τέτοια κριτήρια ή, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει μεν τα εν λόγω κριτήρια, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στη στάθμισή τους, να καθορίζει τον τρόπο στάθμισής τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Mata Blanco κατά Επιτροπής, F‑65/10, EU:F:2012:178, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Ως εκ τούτου, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν διευκρινίζει τη βαρύτητα του κάθε κριτηρίου αξιολόγησης που εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη δοκιμασία, η εξεταστική επιτροπή είναι αρμόδια να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κατανέμεται ο συνολικός αριθμός μονάδων που προβλέπει η προκήρυξη για την ως άνω δοκιμασία μεταξύ των διαφόρων στοιχείων στα οποία συνίσταται η δοκιμασία αυτή, αναλόγως της σημασίας που αποδίδει στα στοιχεία αυτά σε συσχετισμό με τις προς πλήρωση θέσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Mata Blanco κατά Επιτροπής, F‑65/10, EU:F:2012:178, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η εξεταστική επιτροπή έκρινε, σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, ότι η προφορική δοκιμασία θα αξιολογούνταν βάσει δύο τμημάτων (συνέντευξη και δομημένη παρουσίαση) και ότι το τμήμα που αφορούσε τη συνέντευξη θα αξιολογούνταν βάσει δύο υποτμημάτων (επαγγελματικής πείρας και ενδιαφέροντος του υποψηφίου). Επομένως, οι τρεις βαθμολογίες για την αξιολόγηση της ποιότητας τις οποίες η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα συνίσταντο σε τρία στοιχεία αξιολόγησης, εκ των οποίων δύο αφορούσαν το πρώτο τμήμα της προφορικής δοκιμασίας (συνέντευξη) και ένα το δεύτερο τμήμα της προφορικής δοκιμασίας (δομημένη παρουσίαση).

115    Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή δεν απέδωσε την ίδια βαρύτητα σε όλες τις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 ανωτέρω, η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού υιοθέτησε συντελεστή βαρύτητας για την κάθε συνιστώσα της προφορικής δοκιμασίας. Οι επίμαχοι συντελεστές βαρύτητας εφαρμόστηκαν στις αξιολογήσεις στις οποίες προέβη η εξεταστική επιτροπή σχετικά με τις επιδόσεις των υποψηφίων ως προς τις συνιστώσες αυτές, προκειμένου να προκύψει σταθμισμένος μέσος όρος των αξιολογήσεων αυτών.

116    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι επίμαχοι συντελεστές βαρύτητας καλύπτονται από το κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, πρέπει να εξακριβωθεί αν η εξεταστική επιτροπή, όταν καθόρισε τους εν λόγω συντελεστές, προέβη σε εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 108 έως 111 ανωτέρω.

117    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 και 90 ανωτέρω, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι συντελεστές βαρύτητας δεν καθορίστηκαν βάσει αξιολόγησης των υποψηφίων του διαγωνισμού. Η εξεταστική επιτροπή καθόρισε τους συντελεστές αυτούς πριν αρχίσει τις εργασίες που αφορούσαν την προφορική δοκιμασία και χωρίς να διαθέτει πληροφορίες ως προς την ταυτότητα των υποψηφίων και τις επιδόσεις τους κατά το προηγούμενο στάδιο. Επιπλέον, οι εν λόγω συντελεστές εφαρμόστηκαν ομοιόμορφα σε όλους τους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στην προφορική δοκιμασία, τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

118    Συνεπώς, οι συντελεστές βαρύτητας της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας δεν εντάσσονται στη στάση που τήρησε κάθε μέλος της εξεταστικής επιτροπής, διότι χρησιμοποιήθηκαν μετά την αποκάλυψη κάθε στοιχείου που αφορούσε εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικά με τους υποψηφίους κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 107 ανωτέρω, οι οποίες προστατεύονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

119    Οι συντελεστές βαρύτητας δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως κριτήρια διόρθωσης κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 110 ανωτέρω.

120    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα κριτήρια διόρθωσης, όπως μνημονεύονται στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C‑254/95 P, EU:C:1996:276), καθοδηγούν την εξεταστική επιτροπή στο πλαίσιο της αξιολόγησης των επιδόσεων των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού και των ενδεχόμενων συνιστωσών κάθε δοκιμασίας. Τα κριτήρια αυτά συνιστούν εργαλείο το οποίο χρησιμοποιεί η εξεταστική επιτροπή όταν διατυπώνει αξιολογική κρίση ως προς τις επιδόσεις αυτές προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιογένεια των αξιολογήσεών της. Συναφώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση, τα κριτήρια αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων και πρέπει, ως εκ τούτου, να παραμένουν απόρρητα (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω). Ειδικότερα, προκειμένου να αξιολογήσει τους υποψηφίους με πλήρη αντικειμενικότητα και ελευθερία, η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού πρέπει να είναι σε θέση να οργανώσει την εργασία της, θέτοντας, εάν απαιτείται, κριτήρια και υποκριτήρια τα οποία, ενδεχομένως, υπόκεινται σε στάθμιση μεταξύ τους.

121    Αντιθέτως, οι συντελεστές που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή για να σταθμίσει τις συνιστώσες μιας δοκιμασίας που προβλέπονται από προκήρυξη διαγωνισμού δεν επιτελούν την ίδια λειτουργία με εκείνη των κριτηρίων διόρθωσης, όπως μνημονεύονται στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C‑254/95 P, EU:C:1996:276). Ειδικότερα, οι συντελεστές αυτοί δεν προορίζονται να συμβάλουν στη συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων στην επίμαχη δοκιμασία. Καθορίζονται από την εξεταστική επιτροπή ως έκφραση της σχετικής σημασίας που αυτή αποδίδει στις διάφορες συνιστώσες της δοκιμασίας στο πλαίσιο της συνολικής βαθμολογίας που συγκεντρώνει ο υποψήφιος για το σύνολο της δοκιμασίας αυτής.

122    Ασφαλώς, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 112 ανωτέρω, ο καθορισμός της βαρύτητας κάθε τμήματος μιας δοκιμασίας εμπίπτει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η εξεταστική επιτροπή. Επομένως, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εξεταστικής επιτροπής να καθορίσει αν ορισμένο τμήμα της προφορικής δοκιμασίας βαρύνει περισσότερο από ένα άλλο κατά τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων για τη δοκιμασία αυτή.

123    Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η ως άνω στάθμιση πρέπει να είναι απόρρητη. Ειδικότερα, από την απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C‑254/95 P, EU:C:1996:276), δεν προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο των εργασιών της αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κάθε στοιχείο που αφορά τη μέθοδο που εφαρμόστηκε για τη διαμόρφωση της συνολικής βαθμολογίας που καθορίζει την επιτυχία σε ένα διαγωνισμό καλύπτεται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

124    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 107 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το απόρρητο αυτό απέκλειε τη γνωστοποίηση της στάσης που τήρησε κάθε μέλος της εξεταστικής επιτροπής καθώς και την αποκάλυψη των στοιχείων που αφορούν εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικά με τους υποψηφίους.

125    Πλην όμως η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να σταθμίσει τις συνιστώσες μιας δοκιμασίας πρέπει να διακρίνεται από τις εκτιμήσεις της σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, GY κατά Επιτροπής, F‑123/15, EU:F:2016:160, σκέψη 51).

126    Ειδικότερα, μια τέτοια στάθμιση δεν συνιστά προσωπική ή συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, διότι ο καθορισμός της δεν συνεπάγεται αξιολογική κρίση εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής σχετικά με τις γνώσεις και τις ικανότητές τους. Αντιθέτως, η βαρύτητα της κάθε συνιστώσας της προφορικής δοκιμασίας καθορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό πριν από την εν λόγω δοκιμασία, σε συνάρτηση με τη σημασία που η εξεταστική επιτροπή αποδίδει στη συγκεκριμένη συνιστώσα σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις των προς πλήρωση θέσεων.

127    Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι οι συντελεστές βαρύτητας δεν μπορούν να καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, στο μέτρο που δεν περιλαμβάνουν εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως. Συνιστούν απλώς μαθηματικές τιμές που αντανακλούν τη βαρύτητα που αποδίδεται στις διάφορες συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας κάθε υποψηφίου.

128    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, ακόμη και αν η εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεούται, στο πλαίσιο αιτιολόγησης της αποτυχίας υποψηφίου σε μια δοκιμασία, να αναφέρει ειδικώς τις απαντήσεις του υποψηφίου που κρίθηκαν ανεπαρκείς ή να εξηγήσει γιατί οι απαντήσεις αυτές κρίθηκαν ανεπαρκείς, το απόρρητο των εργασιών της και η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει δεν συνεπάγονται ότι οι υποψήφιοι διαγωνισμού που υποβάλλουν σχετική αίτηση δεν μπορούν, ενδεχομένως, να λάβουν γνώση των βαθμών που έλαβαν σε καθεμία από τις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας που μνημονεύονται σε προκήρυξη διαγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Wybranowski κατά Επιτροπής, F‑17/08, EU:F:2010:83, σκέψεις 98 και 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, παρατηρείται επίσης ότι έχει κριθεί ότι δεν υφίστατο παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εφόσον η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση, μεταξύ άλλων, της στάθμισης των κριτηρίων αξιολόγησης που παρατίθενται σε προκήρυξη διαγωνισμού σχετικά με την προβλεπόμενη από την προκήρυξη αυτή προφορική δοκιμασία (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Wybranowski κατά Επιτροπής, F‑17/08, EU:F:2010:83, σκέψεις 104 και 106).

129    Εν προκειμένω, από την εξέταση του εγγράφου που κοινοποιήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων που μνημονεύεται στη σκέψη 27 ανωτέρω προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των δύο τμημάτων της προφορικής δοκιμασίας τα οποία προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού (συνέντευξη και δομημένη παρουσίαση) καθώς και τους συντελεστές βαρύτητας των δύο υποτμημάτων της συνέντευξης τα οποία επίσης προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού (επαγγελματική πείρα και ενδιαφέρον του υποψηφίου). Το εν λόγω έγγραφο περιέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια διόρθωσης που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή για να προβεί σε αξιολογική κρίση ως προς τις επιδόσεις των υποψηφίων σε κάθε τμήμα της προφορικής δοκιμασίας καθώς και τη στάθμιση καθενός από τα κριτήρια αυτά.

130    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι συντελεστές βαρύτητας των δύο τμημάτων της προφορικής δοκιμασίας (συνέντευξη και δομημένη παρουσίαση) καθώς και οι συντελεστές βαρύτητας των δύο υποτμημάτων της συνέντευξης (επαγγελματική πείρα και ενδιαφέρον του υποψηφίου) δεν περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως τις οποίες διατυπώνει η εξεταστική επιτροπή προκειμένου να προβεί σε αξιολογική κρίση ως προς τις επιδόσεις των υποψηφίων, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 108 έως 111 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

131    Αντιθέτως, οι πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια διόρθωσης που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή για να προβεί σε αξιολογική κρίση ως προς τις επιδόσεις των υποψηφίων σε κάθε τμήμα της προφορικής δοκιμασίας καθώς και η στάθμιση καθενός από τα κριτήρια αυτά καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, στο μέτρο που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων ως προς τα προσόντα των υποψηφίων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή.

132    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

133    Κατά τη νομολογία, η εξέταση της μερικής πρόσβασης σε έγγραφο των θεσμικών οργάνων πρέπει να πραγματοποιείται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι παρεκκλίσεις τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συμβούλιο κατά Hautala, C‑353/99 P, EU:C:2001:661, σκέψεις 27 και 28).

134    Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάζουν αν πρέπει να επιτρέψουν μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η σχετική αίτηση, περιορίζοντας την ενδεχόμενη άρνηση πρόσβασης στα στοιχεία που καλύπτονται από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Το όργανο οφείλει να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση πρόσβασης στο έγγραφο μπορεί να εκπληρωθεί στην περίπτωση κατά την οποία το όργανο αυτό περιορίζεται στην παράλειψη των χωρίων του εγγράφου που δύνανται να θίξουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον (βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, EU:T:2007:114, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

135    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας, πράγμα το οποίο αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι το εν λόγω έγγραφο ενέπιπτε, στο σύνολό του, στο απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

136    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί κατά το μέτρο που δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των δύο τμημάτων της προφορικής δοκιμασίας τα οποία προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού (συνέντευξη και δομημένη παρουσίαση) καθώς και των δύο υποτμημάτων της συνέντευξης τα οποία επίσης προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού (επαγγελματική πείρα και ενδιαφέρον του υποψηφίου), κατόπιν αφαιρέσεως των πληροφοριών σχετικά με τα κριτήρια διόρθωσης που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή για την προφορική δοκιμασία καθώς και της στάθμισης καθενός από τα κριτήρια αυτά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

137    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της 9ης Απριλίου 2020, πρέπει να καταδικασθεί στα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του. Εν προκειμένω, δεδομένων των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε σε μερική κατάργηση της δίκης, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων, η Επιτροπή πρέπει να φέρει επίσης τα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας για ακύρωση των από 28 Φεβρουαρίου 2020 και 9 Απριλίου 2020 αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά το μέτρο που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση της προσφεύγουσας στη μέθοδο στρογγυλοποίησης της βαθμολογίας που είχε χρησιμοποιήσει η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού COM/03/AD/18 (AD 6) – 1 – Διοικητικοί υπάλληλοι.

2)      Ακυρώνει την από 9 Απριλίου 2020 απόφαση της Επιτροπής κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στο έγγραφο που περιέχει τους συντελεστές βαρύτητας των δύο τμημάτων της προφορικής δοκιμασίας (συνέντευξη και δομημένη παρουσίαση) τα οποία προβλέπει η προκήρυξη του εσωτερικού διαγωνισμού COM/03/AD/18 (AD 6) – 1 – Διοικητικοί υπάλληλοι καθώς και των δύο υποτμημάτων της συνέντευξης (επαγγελματική πείρα και ενδιαφέρον του υποψηφίου), τα οποία επίσης προβλέπει η εν λόγω προκήρυξη διαγωνισμού.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Kancheva

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.