ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Νοεμβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΕ) 1178/2011 – Παράρτημα I, σημείο FCL.065 – Πεδίο εφαρμογής ratione temporis – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Διακρίσεις λόγω ηλικίας – Άρθρο 2, παράγραφος 5 – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου – Χειριστές αεροσκαφών – Προάσπιση της εθνικής ασφάλειας»

Στην υπόθεση C‑396/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Gennaro Cafaro

κατά

DQ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Safjan, L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Απριλίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο G. Cafaro, εκπροσωπούμενος από τους S. Assennato και G. Sacconi, avvocati,

–        η DQ, εκπροσωπούμενη από τους G. Guancioli και P. Busco, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. De Socio, avvocato dello Stato,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, D. Martin και W. Mölls καθώς και από την C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του σημείου FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) 1178/2011 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2011, για τον καθορισμό τεχνικών απαιτήσεων και διοικητικών διαδικασιών όσον αφορά το ιπτάμενο προσωπικό πολιτικής αεροπορίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 311, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 290/2012 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2012 (ΕΕ 2012, L 100, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1178/2011), και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Gennaro Cafaro και του πρώην εργοδότη του, της DQ, σχετικά με την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας του για τον λόγο ότι είχε συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1178/2011

3        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1178/2011 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ορίζει λεπτομερείς κανόνες για:

1)      διάφορα επίπεδα ικανοτήτων για τα πτυχία χειριστών, τους όρους έκδοσης, διατήρησης, τροποποίησης, περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης πτυχίου, τα προνόμια και τις υποχρεώσεις των κατόχων των πτυχίων, τις προϋποθέσεις μετατροπής των υφιστάμενων εθνικών πτυχίων χειριστών και των εθνικών πτυχίων ιπτάμενων μηχανικών σε πτυχία χειριστών, καθώς και τους όρους αποδοχής των πτυχίων τρίτων χωρών·

[…]».

4        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1)      “Μέρος πτυχίου πληρώματος πτήσης (FCL)”: το πτυχίο πληρώματος πτήσης που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι·

[…]».

5        Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Έναρξη ισχύος και εφαρμογή», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τίθεται σε εφαρμογή από τις 8 Απριλίου 2012.

1β.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορεί να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των παραρτημάτων I έως IV έως τις 8 Απριλίου 2013.

[…]

7.      Όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση των διατάξεων των παραγράφων 1β έως 6, το κοινοποιεί στην [Ευρωπαϊκή Επιτροπή] και τον [Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Αεροπορίας]. Στην κοινοποίηση αυτή περιγράφει τους λόγους για την εν λόγω παρέκκλιση, καθώς και το πρόγραμμα υλοποίησης που περιέχει τις προβλεπόμενες δράσεις και το συναφές χρονοδιάγραμμα.

[…]»

6        Το σημείο FCL.065 του παραρτήματος Ι του κανονισμού 1178/2011, με τίτλο «Περικοπή δικαιωμάτων κατόχων πτυχίων ηλικίας 60 ετών ή άνω σε εμπορικές αερομεταφορές», προβλέπει τα εξής:

«α)      Ηλικία 60-64 ετών. Αεροπλάνα και ελικόπτερα. Ο κάτοχος πτυχίου χειριστή που έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του δεν ενεργεί ως χειριστής αεροσκάφους που ενέχεται σε εμπορικές αερομεταφορές, παρά μόνο:

1)      ως μέλος πληρώματος πολλών χειριστών· και

2)      εάν είναι ο μόνος χειριστής στο πλήρωμα πτήσης που έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του.

β)      Ηλικία 65 ετών. Ο κάτοχος πτυχίου χειριστή που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους δεν ενεργεί ως χειριστής αεροσκάφους που ενέχεται σε εμπορικές αερομεταφορές.»

 Η οδηγία 2000/78

7        Η αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2000/78 έχει ως εξής:

«Σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται με το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, με μια ειδική ανάγκη, την ηλικία ή το γενετήσιο προσανατολισμό, συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι νόμιμος και η επαγγελματική προϋπόθεση [αναλογική]. Οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.»

8        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.

9        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]

5.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

10      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι [αναλογική].»

 Το ιταλικό δίκαιο

11      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η DQ είναι εταιρία αεροπορικών μεταφορών συσταθείσα βάσει του άρθρου 25 του Legge n. 124 – Sistema di informazione per la sicurezza della Republica e nuova disciplina del segreto (νόμου 124 περί του συστήματος πληροφοριών για την ασφάλεια της Δημοκρατίας και περί νέας ρύθμισης σχετικά με τη διαβάθμιση των απόρρητων δεδομένων), της 3ης Αυγούστου 2007 (GURI αριθ. 187, της 13ης Αυγούστου 2007, σ. 4), η οποία ασκεί δραστηριότητες εμπιστευτικού χαρακτήρα για τις ανάγκες των μυστικών υπηρεσιών του ιταλικού κράτους με σκοπό την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.

12      Το άρθρο 744, τέταρτο εδάφιο, του codice della navigazione (κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας) εξομοιώνει με κρατικά αεροσκάφη τα αεροσκάφη που χρησιμοποιούν δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες σχετικές με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.

13      Κατά το άρθρο 748, πρώτο εδάφιο, του κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας, οι διατάξεις του κώδικα αυτού δεν εφαρμόζονται επί των κρατικών αεροσκαφών.

14      Κατά το άρθρο 748, τρίτο εδάφιο, του κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας, οι πτητικές αποστολές που εκτελούνται από αεροσκάφη που εξομοιώνονται με κρατικά αεροσκάφη εγγυώνται ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας, το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με το ειδικό κανονιστικό πλαίσιο που θεσπίζουν οι αρμόδιες διοικητικές αρχές.

15      Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το decreto del Presidente del Consiglio dei Ministri sui limiti di impiego del personale navigante di [DQ] (απόφαση του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου περί κανονισμού σχετικά με τα όρια απασχόλησης του ιπτάμενου προσωπικού της [DQ]), της 9ης Σεπτεμβρίου 2008 (στο εξής: DPCM), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 748, τρίτο εδάφιο, του κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας.

16      Κατά το γράμμα του DPCM:

«Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα, ορίζεται ότι οι χειριστές αεροσκαφών της [DQ] μπορούν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα μέχρι και όχι πέραν της συμπληρώσεως του 60ού έτους της ηλικίας τους.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Ο G. Cafaro απασχολήθηκε στην DQ ως χειριστής αεροσκαφών, από τις 26 Σεπτεμβρίου 1988 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2012.

18      Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2012, η DQ ενημέρωσε τον G. Cafaro ότι η σύμβαση εργασίας του θα έληγε αυτομάτως στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, με την αιτιολογία ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία θα συμπλήρωνε το 60ό έτος της ηλικίας του.

19      Ο G. Cafaro άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης, Ιταλία), με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι η απόλυσή του ήταν παράνομη, αγωγή η οποία απορρίφθηκε από το δικαστήριο αυτό.

20      Ο G. Cafaro άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης) ενώπιον του Corte d’appello di Roma (εφετείου Ρώμης, Ιταλία), το οποίο, με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2016, απέρριψε την εν λόγω έφεση. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο G. Cafaro δεν είχε απολυθεί, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του είχε λήξει αυτομάτως όταν αυτός συμπλήρωσε το 60ό έτος της ηλικίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του DPCM.

21      Ο G. Cafaro άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

22      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα αεροσκάφη που χρησιμοποιεί η DQ πρέπει να εξομοιώνονται με κρατικά αεροσκάφη και ότι, βάσει της ιδιότητας αυτής, η σχέση εργασίας των χειριστών που απασχολούνται από την DQ διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του DPCM, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας τους με τη συμπλήρωση του 60ού έτος της ηλικίας τους.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 επιτρέπει, υπό ορισμένους περιορισμούς, στους κατόχους πτυχίου χειριστή, ηλικίας μεταξύ 60 και 64 ετών, να συνεχίσουν να ενεργούν ως χειριστές αεροσκάφους που ενέχεται σε εμπορικές αερομεταφορές. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει στους κατόχους πτυχίου χειριστή να ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο εμπορικών αερομεταφορών μόνο μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας.

24      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα αν το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 έχει εφαρμογή στην περίπτωση χειριστή αεροσκαφών απασχολούμενου σε εταιρία η οποία ασκεί δραστηριότητες συνδεόμενες με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας, όπως η DQ, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί η DQ με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.

25      Επικουρικώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μια τέτοια εθνική διάταξη είναι συμβατή με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας την οποία καθιερώνει η οδηγία 2000/78.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι η εθνική ρύθμιση που περιέχεται στον [DPCM], η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 748, τρίτο εδάφιο, του ιταλικού κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας, περιλαμβάνει κανονισμό σχετικά με τα όρια απασχόλησης του ιπτάμενου προσωπικού της [DQ], και ειδικότερα προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσης εργασίας με τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας, αντιβαίνει στον κανονισμό 1178/2011 κατά το μέρος που αυτός καθορίζει στο 65ο έτος της ηλικίας το όριο για την απασχόληση των χειριστών αεροσκαφών στις εμπορικές αερομεταφορές, και, μπορεί ο εν λόγω κανονισμός, σε περίπτωση που δεν πρέπει να εφαρμοστεί η ειδική εθνική ρύθμιση, να εφαρμοστεί εν προκειμένω;

2)      Επικουρικώς, αν ο κανονισμός [1178/2011] δεν έχει εφαρμογή ratione materiae στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αντιβαίνει η εθνική αυτή ρύθμιση στην προβλεπόμενη από την οδηγία 2000/78 και από [το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης] αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία η [οδηγία αυτή] εκφράζει συγκεκριμένα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

27      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους.

28      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η DQ, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.

29      Συναφώς, από το άρθρο 12, παράγραφος 1β, του κανονισμού 1178/2011 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν έως τις 8 Απριλίου 2013, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού.

30      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής. Ως εκ τούτου, το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 άρχισε να ισχύει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μόλις στις 8 Απριλίου 2013.

31      Από την απόφαση περί παραπομπής, όμως, προκύπτει ότι η λύση της συμβάσεως εργασίας του G. Cafaro επήλθε στις 19 Σεπτεμβρίου 2012. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προγενέστερα της ημερομηνίας θέσεως σε εφαρμογή του σημείου FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011 στην Ιταλία, οπότε η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην εν λόγω διαφορά.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

33      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους.

34      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ηλικία. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.

35      Καθόσον προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί η DQ με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας αυτών, η DPCM έχει ως αποτέλεσμα ορισμένα πρόσωπα να τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από ό,τι άλλα πρόσωπα που ασκούν την ίδια δραστηριότητα για λογαριασμό του ίδιου εργοδότη για τον λόγο και μόνον ότι έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους.

36      Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση θεσπίζει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

37      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, αν η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε τέτοια διαφορετική μεταχείριση.

38      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση επιδιώκει να διασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας των κρατικών πτήσεων που εκτελούνται από την DQ, προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας. Κατά συνέπεια, σκοπός της εν λόγω ρυθμίσεως είναι να εγγυηθεί, αφενός, την ασφάλεια των πτήσεων και, αφετέρου, την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.

39      Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

 Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78

40      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, αυτή δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

41      Θεσπίζοντας τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλησε να αποτρέψει και να επιλύσει τυχόν σύγκρουση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, μεταξύ, αφενός, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, της ανάγκης διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υγείας, της αποτροπής των παραβάσεων, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, οι αρχές που αυτή θέτει δεν εφαρμόζονται σε μέτρα τα οποία συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση βάσει ενός από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον όρον, όμως, ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation, C‑193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εξάλλου, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 5, θεσπίζει παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Το γράμμα της διατάξεως αυτής συνηγορεί επίσης υπέρ της στενής ερμηνείας (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation, C‑193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνιστά μέτρο προβλεπόμενο από τον εθνικό νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

44      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η κατά την ανωτέρω διάταξη έννοια των «μέτρων που προβλέπει ο εθνικός νόμος» δεν περιορίζεται μόνο στα μέτρα που απορρέουν από πράξη εκδοθείσα στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας, αλλά περιλαμβάνει επίσης τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει αρκούντως σαφούς εξουσιοδοτικής διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψεις 59 και 61).

45      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορετική μεταχείριση θεσπίστηκε από την DPCM, οι διατάξεις του οποίου εισάγουν παρέκκλιση από τον κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας και την κοινή ρύθμιση της σχέσεως εργασίας. Οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 748, τρίτο εδάφιο, του κώδικα ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας, το οποίο εξουσιοδοτεί τις αρμόδιες εθνικές αρχές να θεσπίζουν κανόνες που να διασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει το DPCM πρέπει να θεωρηθεί ότι απορρέει σαφώς από μέτρο που προβλέπει ο εθνικός νόμος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

46      Δεύτερον, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση επιδιώκει σκοπούς που συνδέονται με τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

47      Συναφώς, αφενός, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ασφάλεια των πτήσεων συγκαταλέγεται στους σκοπούς που απαριθμεί το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78. Πράγματι, τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή των αεροπορικών ατυχημάτων μέσω του ελέγχου της επάρκειας και της φυσικής κατάστασης των χειριστών αεροσκαφών, προκειμένου να μην προκαλούνται τέτοιου είδους ατυχήματα από ανθρώπινα σφάλματα, συνιστούν αναμφίβολα μέτρα ικανά να προασπίσουν τη δημόσια ασφάλεια κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 58).

48      Αφετέρου, όσον αφορά τον σκοπό της προασπίσεως της εθνικής ασφάλειας, τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της εκτέλεσης και της ομαλής διεξαγωγής επιχειρήσεων προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας συνιστούν επίσης μέτρα προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

49      Τρίτον και τελευταίον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

50      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι με τη σκέψη 64 της αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573), το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνικό μέτρο που θέτει στο 60ό έτος το όριο ηλικίας πέραν του οποίου οι χειριστές αεροσκαφών δεν μπορούν πλέον να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, καίτοι το εθνικό και το διεθνές κανονιστικό πλαίσιο θέτουν ως όριο ηλικίας το 65ο έτος, δεν είναι μέτρο αναγκαίο για τη δημόσια ασφάλεια και την προστασία της υγείας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

51      Πράγματι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση εθνική και διεθνή νομοθεσία που ρύθμιζε τη δραστηριότητα εμπορικής αερομεταφοράς επιβατών, ταχυδρομείου και/ή φορτίου, αναγκαία ήταν όχι η επιβολή απαγορεύσεως στους χειριστές αεροσκαφών τακτικών γραμμών να ασκούν τις δραστηριότητές τους μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, αλλά μόνον ο περιορισμός της ασκήσεως αυτής. Επομένως, η απαγόρευση, την οποία προέβλεπε το επίδικο στην ως άνω υπόθεση μέτρο, πλοηγήσεως αεροσκάφους μετά τη συγκεκριμένη ηλικία δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

52      Στον τομέα των εμπορικών αερομεταφορών, περί του οποίου επίσης επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, όπως προκύπτει από το σημείο FCL.065 του παραρτήματος I του κανονισμού 1178/2011, να απαγορεύσει την άσκηση του επαγγέλματος του χειριστή αεροσκαφών στους κατόχους αδείας με ηλικία άνω των 65 ετών.

53      Εντούτοις, εν προκειμένω, αφενός, από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι οι πτήσεις που πραγματοποιεί η DQ προορίζονται για την εκτέλεση επιχειρήσεων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας οι οποίες ενέχουν, γενικώς, σημαντικότερους κινδύνους από εκείνους που συνδέονται με τις εμπορικές αερομεταφορές. Πράγματι, σε αντίθεση με τους χειριστές εμπορικών αεροσκαφών, οι χειριστές της DQ καλούνται συνήθως να παρέμβουν υπό δύσκολες ή ακόμη και ακραίες συνθήκες, πράγμα που σημαίνει ότι η εκτέλεση των σχετικών επιχειρήσεων απαιτεί ιδιαίτερα αυξημένες σωματικές ικανότητες.

54      Αφετέρου, το δίκαιο της Ένωσης και το διεθνές δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς τους, δεν προβλέπουν ειδική ρύθμιση για τον καθορισμό ορίου ηλικίας από τη συμπλήρωση του οποίου οι χειριστές αεροσκαφών που ενεργούν στο πλαίσιο επιχειρήσεων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας δεν μπορούν πλέον να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα.

55      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, γενικώς, ότι το όριο ηλικίας για την εκτέλεση πτήσεων όπως αυτές που πραγματοποιεί η DQ θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιστοιχεί στην ηλικία των 65 ετών που έχει επιλεγεί στον τομέα των εμπορικών αερομεταφορών.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των δραστηριοτήτων της DQ και των σωματικών ικανοτήτων που απαιτείται να έχουν οι χειριστές αεροσκαφών τους οποίους απασχολεί η εταιρία αυτή.

57      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

 Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78

58      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 [της εν λόγω οδηγίας] δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι [αναλογική]».

59      Από το γράμμα της ως άνω διατάξεως συνάγεται ότι, προκειμένου να μη συνιστά δυσμενή διάκριση, η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 και το εν λόγω χαρακτηριστικό πρέπει να αποτελεί «ουσιαστική και καθοριστική» επαγγελματική προϋπόθεση. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν πρέπει να συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση, αλλά ένα χαρακτηριστικό συνδεόμενο με τον λόγο αυτό (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 66).

60      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι σημαντικό οι χειριστές αεροσκαφών να έχουν, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες, καθόσον κάθε ενδεχόμενη σχετική έλλειψη στο πλαίσιο του συγκεκριμένου επαγγέλματος ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Επιπροσθέτως οι ικανότητες αυτές μειώνονται με την πρόοδο της ηλικίας. Συνεπώς, η ύπαρξη ιδιαίτερων σωματικών ικανοτήτων μπορεί να θεωρηθεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για την άσκηση του επαγγέλματος του χειριστή αεροσκαφών, η δε ύπαρξη των ικανοτήτων αυτών συνδέεται με την ηλικία (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 67).

61      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 94 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται επίσης όσον αφορά τους χειριστές αεροσκαφών που εκτελούν αποστολές οι οποίες συνδέονται με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας, όπως είναι οι χειριστές αεροσκαφών που απασχολούνται από την DQ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, οι χειριστές της DQ καλούνται συνήθως να παρέμβουν υπό δύσκολες, ακόμη και ακραίες συνθήκες, πράγμα που σημαίνει ότι η εκτέλεση των επιχειρήσεων αυτών απαιτεί ιδιαίτερα αυξημένες σωματικές ικανότητες.

62      Συνεπώς, η ύπαρξη ιδιαίτερων σωματικών ικανοτήτων μπορεί να θεωρηθεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για την άσκηση του επαγγέλματος του χειριστή αεροσκάφους που εκτελεί επιχειρήσεις συνδεόμενες με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.

63      Όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, διαπιστώθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως ότι η ρύθμιση αυτή σκοπεί να εγγυηθεί, αφενός, την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας και, αφετέρου, την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.

64      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο αφορών την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας σκοπός είναι θεμιτός σκοπός, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 69). Ο σχετικός με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας σκοπός πρέπει επίσης να θεωρηθεί θεμιτός σκοπός, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

65      Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, καθόσον προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί η DQ με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας, επιβάλλει μια απαίτηση σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

66      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2000/78, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται μόνο σε «πολύ περιορισμένες περιπτώσεις», όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την ηλικία συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 71).

67      Εξάλλου, στον βαθμό που επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 72).

68      Με τη σκέψη 75 της αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573), το Δικαστήριο έκρινε ότι, ορίζοντας στα 60 έτη το όριο ηλικίας πέραν του οποίου οι χειριστές αεροσκαφών θεωρείται ότι δεν έχουν τέτοια φυσική κατάσταση, προκειμένου να ασκήσουν το επάγγελμά τους, μολονότι το εθνικό και το διεθνές κανονιστικό πλαίσιο επιτρέπουν την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, υπό ορισμένους όρους, μέχρι την ηλικία των 65 ετών, οι κοινωνικοί εταίροι είχαν επιβάλει στους εν λόγω χειριστές δυσανάλογη απαίτηση, αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

69      Εντούτοις, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 53 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, η λύση αυτή, η οποία έχει εφαρμογή στις εμπορικές αερομεταφορές, δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση μπορεί να θεωρηθεί αναλογική, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των δραστηριοτήτων της DQ και των απαιτούμενων όσον αφορά τους χειριστές αεροσκαφών που απασχολεί η εταιρία αυτή σωματικών ικανοτήτων.

71      Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναλογική, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

72      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:

–        το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει·

–        το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους, όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναλογική, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την αυτόματη λύση της σχέσεως εργασίας των χειριστών αεροσκαφών που απασχολεί εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεομένων με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας κράτους μέλους όταν αυτοί συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, υπό τον όρον ότι η ρύθμιση αυτή είναι αναλογική, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.