Αναίρεση που άσκησε στις 25 Φεβρουαρίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 16 Δεκεμβρίου 2020, στην υπόθεση T-315/19, BT κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-117/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Schima, B. Mongin, G. Gattinara)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: BT, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale)

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020, BT κατά Επιτροπής (T-315/19)·

να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή·

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας·

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τα κριτήρια εκτιμήσεως της νομιμότητας των επιλογών του νομοθέτη και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψεις 42, 49 και 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι:

το Γενικό Δικαστήριο παρέκκλινε της αρχής ότι η εκτίμηση περί της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης έναντι των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να στηρίζεται σε ισχυρισμούς οι οποίοι συνάγονται από τις συνέπειες της πράξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση·

η έλλειψη νομιμότητας διατάξεως του ΚΥΚ δεν μπορεί να στηρίζεται στον «μη εύλογο» χαρακτήρα της επιλογής του νομοθέτη·

το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις δύο προς σύγκριση καταστάσεις, παραβιάζοντας τις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση HK κατά Επιτροπής (C-460/18 P).

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παρεμφερείς τις καταστάσεις που διαλαμβάνονται στα άρθρα 18 και 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (σκέψεις 51 έως 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι:

ο χρόνος τελέσεως του γάμου δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο που διακρίνει το άρθρο 18 από το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων. Η διάκριση άπτεται σειράς στοιχείων τα οποία το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη·

το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τον σκοπό της ελάχιστης διάρκειας του γάμου στις δύο κρίσιμες διατάξεις, στοιχείο το οποίο θα κατεδείκνυε τις μεταξύ τους διαφορές·

δεν αποδείχθηκε διάκριση λόγω ηλικίας.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και παράβαση, σε πλείονες περιπτώσεις, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψεις 66-93 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως):

με το πρώτο σκέλος του λόγου προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οποία έγκειται στη μη διάκριση μεταξύ των συνεπειών του θανάτου του υπαλλήλου αναλόγως αν ο γάμος συνήφθη προ ή κατόπιν της περιόδου υπηρεσίας (σκέψεις 87 έως 88 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)·

με το δεύτερο σκέλος του λόγου προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του σκοπού περί προλήψεως περιπτώσεων απάτης και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψεις 66 έως 84 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)·

με το τρίτο σκέλος του λόγου προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του σκοπού της διασφαλίσεως οικονομικής ισορροπίας του καθεστώτος συντάξεων της Ένωσης (σκέψεις 85 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

____________