ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 15ης Ιουνίου 2010

Υπόθεση F-35/08

Δημήτριος Παχτίτης

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Γενικός διαγωνισμός EPSO/AD/77/06 — Αποκλεισμός από τη γραπτή δοκιμασία λόγω της ληφθείσας στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα βαθμολογίας — Αρμοδιότητες της EPSO»

Αντικείμενο: Προσφυγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Δ. Παχτίτης ζητεί την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO), της 31ης Μαΐου 2007, με την οποία πληροφορήθηκε την αποτυχία του στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/77/06, δεύτερον, της αποφάσεως της EPSO, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του κατά της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2007, τρίτον, κάθε άλλης συναφούς πράξεως.

Απόφαση: Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού της 31ης Μαΐου 2007 και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, με τις οποίες ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τον κατάλογο των 110 υποψηφίων που έλαβαν την καλύτερη βαθμολογία στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/77/06, ακυρώνονται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και αυτά του προσφεύγοντος. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, παρεμβαίνων υπέρ του προσφεύγοντος, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Ρητή απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως — Απόφαση ληφθείσα κατόπιν επανεξετάσεως προηγούμενης αποφάσεως — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) — Αρμοδιότητες — Καθορισμός του περιεχομένου και διόρθωση των προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασιών ενός διαγωνισμού — Δεν περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρο 7· απόφαση 2002/620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, άρθρο 2)

3.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Έννοια — Προκριματικό στάδιο το οποίο περιλαμβάνει δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής — Περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

1.      Μια απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, είτε ρητή είτε σιωπηρή, όταν είναι σαφής και αμιγής, απλώς επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη δεκτική προσβολής. Τούτο ισχύει όσον αφορά μια πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη βλαπτική πράξη την οποία, επομένως, δεν αντικαθιστά. Εντούτοις, η ρητή απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση μπορεί, λόγω του περιεχομένου της, να μην έχει τον χαρακτήρα επιβεβαιώσεως της προσβαλλομένης από τον προσφεύγοντα πράξεως.

Τούτο συμβαίνει εφόσον η απορριπτική της ενστάσεως απόφαση περιλαμβάνει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος σε συνάρτηση με νέα νομικά ή πραγματικά στοιχεία ή εφόσον τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, μάλιστα δε την κρίνει ως βλαπτική πράξη που αντικαθιστά την προσβαλλομένη.

(βλ. σκέψεις 37 έως 39)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 221, σκέψη 9· 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 451, σκέψη 18· 16 Ιουνίου 1988, 371/87, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3081, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 2000, T‑608/97, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑125 και II‑569, σκέψη 23· 12 Δεκεμβρίου 2002, T‑338/00 και T-376/00, Morello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑301 και II‑1457, σκέψεις 34 και 35· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑43 και II‑167, σκέψη 54· 10 Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. , σ. I‑A‑167 και II‑747, σκέψη 31· 14 Οκτωβρίου 2004, T‑389/02, Sandini κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑295 και II‑1339, σκέψη 49· 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψεις 63 έως 66

ΔΔΔΕΕ: 9 Σεπτεμβρίου 2008, F‑18/08, Ritto κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑1‑281 και ΙΙ‑Α‑1‑1495, σκέψη 17

2.      Μεταξύ άλλων, από το παράρτημα III του ΚΥΚ προκύπτει ότι η ρύθμιση της διαδικασίας διαγωνισμού στηρίζεται στην αρχή της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού. Η εν λόγω διαρχία την οποία θεσπίζει ο ΚΥΚ αποτελεί εκδήλωση του αυτοπεριορισμού της εξουσίας της διοικήσεως, προς διασφάλιση της διαφάνειας της διαδικασίας επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, και συγχρόνως εμφαίνει τη βούληση του νομοθέτη που συνέταξε τον ΚΥΚ να μην επιφυλάξει μόνο στη διοίκηση το καίριο καθήκον της επιλογής του εν λόγω προσωπικού, αλλά να διασφαλίσει τη συμμετοχή στην επιλογή αυτή, μέσω της εξεταστικής επιτροπής, ατόμων εκτός της διοικητικής ιεραρχίας και ιδίως εκπροσώπων του προσωπικού.

Αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων δεν εθίγη από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO), δεδομένου ότι η απόφαση 2002/620, περί ιδρύσεως της EPSO, προβλέπει ρητώς, στο άρθρο της 2, ότι η EPSO ασκεί τις αρμοδιότητες επιλογής που διαθέτουν οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές όσον αφορά τους διαγωνισμούς. Επιπλέον, από το άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ προκύπτει ότι, όσον αφορά τη διεξαγωγή των διαγωνισμών για την πρόσληψη υπαλλήλων, τα καθήκοντα της EPSO έχουν κυρίως οργανωτικό χαρακτήρα. Συναφώς, τόσο η επιλογή όσο και η αξιολόγηση των θεμάτων των ερωτήσεων που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού εκφεύγουν της αρμοδιότητας της EPSO.

Κατά συνέπεια, μολονότι τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην EPSO καθιστούν τον οργανισμό αυτό σημαντικό παράγοντα για τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης που αφορά την επιλογή του προσωπικού, όσον αφορά, αντιθέτως, τη διεξαγωγή διαγωνισμών για την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων, ο ρόλος του, σημαντικός βεβαίως κατά το μέτρο που επικουρεί την εξεταστική επιτροπή, παραμένει εν πάση περιπτώσει επικουρικός σε σχέση με τον ρόλο της εξεταστικής επιτροπής, την οποία εξάλλου δεν μπορεί να υποκαταστήσει η EPSO.

Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η EPSO απέκλεισε έναν υποψήφιο από τον διαγωνισμό, με την αιτιολογία ότι έλαβε ανεπαρκή βαθμολογία στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, μολονότι είναι αληθές ότι η διόρθωση των δοκιμασιών αυτών, οι οποίες αποτελούνται από ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, έγινε με υπολογιστή και ότι, επομένως, στηρίζεται σε αυτοματοποιημένη διαδικασία χωρίς περιθώριο υποκειμενικής εκτιμήσεως, γεγονός παραμένει ότι η διεξαγωγή της εν λόγω αυτοματοποιημένης διαδικασίας προϋποθέτει τη λήψη αποφάσεως επί της ουσίας, όσον αφορά το επίπεδο δυσκολίας των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής που τέθηκαν κατά τις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα και την ακύρωση ορισμένων ερωτήσεων. Ελλείψει τροποποιήσεως του ΚΥΚ, με την οποία να εξουσιοδοτείται η EPSO να εκτελεί καθήκοντα που άπτονται του καθορισμού του περιεχομένου των δοκιμασιών και της διορθώσεώς τους, πρόκειται προδήλως περί καθηκόντων που ασκούνται συνήθως από την εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 50, 56 έως 58, 63, 65 και 70)

3.      Στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, ένα προκριματικό στάδιο που καταλήγει στον αποκλεισμό περισσοτέρων από το 90 % των υποψηφίων του εν λόγω διαγωνισμού, όχι για τυπικούς λόγους, αλλά επειδή δεν απάντησαν κατά τρόπο αρκούντως ικανοποιητικό σε δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, άπτεται της ουσίας του διαγωνισμού. Ο χαρακτήρας «διαγωνισμού» των εν λόγω δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα καθίσταται πρόδηλος κατά μείζονα λόγο διότι δεν αρκεί να επιτευχθεί ο μέσος όρος στις εξετάσεις αυτές, αλλά, προκειμένου να είναι δυνατή η συμμετοχή στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού, ο υποψήφιος πρέπει να περιλαμβάνεται μεταξύ των υποψηφίων που έλαβαν την καλύτερη βαθμολογία στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα. Αυτός ο συγκριτικός χαρακτήρας των δοκιμασιών του προκριματικού σταδίου είναι εγγενής στην έννοια του διαγωνισμού καθεαυτή.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψη 28

ΓΔΕΕ: 2 Μαΐου 2001, T‑167/99 και T-174/99, Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑93 και II‑441, σκέψη 81