ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Νοεμβρίου 2019 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Παραδεκτό ‐ Εκπροσώπηση διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου – Εντολή προς τον δικηγόρο – Ανάκληση της εντολής από τον εκκαθαριστή της προσφεύγουσας εταιρίας – Συνέχιση της δίκης από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας εταιρίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Απόφαση ανάκλησης της άδειας πιστωτικού ιδρύματος – Προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Παραδεκτό – Άμεσος επηρεασμός των μετόχων της εταιρίας της οποίας ανακλήθηκε η άδεια»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ασκήθηκαν στις 24 Νοεμβρίου 2017 (C‑663/17 P), στις 27 Νοεμβρίου 2017 (C‑665/17 P) και στις 28 Νοεμβρίου 2017 (C‑669/17 P),

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τις Ε. Κουπεπίδου και C. Hernández Saseta, επικουρούμενες από τους B. Schneider, Rechtsanwalt, και M. Petite, avocat,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, καθώς και από τους V. di Bucci και K.‑Ph. Wojcik,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Trasta Komercbanka AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία),

Ivan Fursin, κάτοικος Κιέβου (Ουκρανία),

Igors Buimisters, κάτοικος Jurmala (Λεττονία),

C & R Invest SIA, με έδρα τη Ρίγα,

Figon Co. Ltd, με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος),

GCK Holding Netherlands BV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Rikam Holding SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

εκπροσωπούμενοι από τους M. Kirchner, L. Feddern και O. H. Behrends, Rechtsanwälte,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως (C‑663/17 P),

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, καθώς και από τους V. di Bucci και K.‑Ph. Wojcik,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Trasta Komercbanka AS, με έδρα τη Ρίγα,

Ivan Fursin, κάτοικος Κιέβου,

Igors Buimisters, κάτοικος Jurmala,

C & R Invest SIA, με έδρα τη Ρίγα,

Figon Co. Ltd, με έδρα τη Λευκωσία,

GCK Holding Netherlands BV, με έδρα το Άμστερνταμ,

Rikam Holding SA, με έδρα το Λουξεμβούργο,

εκπροσωπούμενοι από τους M. Kirchner, L. Feddern και O. H. Behrends, Rechtsanwälte,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τις Ε. Κουπεπίδου και C. Hernández Saseta, επικουρούμενες από τους B. Schneider, Rechtsanwalt, και M. Petite, avocat,

καθής πρωτοδίκως (C‑665/17 P),

και

Trasta Komercbanka AS, με έδρα τη Ρίγα,

Ivan Fursin, κάτοικος Κιέβου,

Igors Buimisters, κάτοικος Jurmala,

C & R Invest SIA, με έδρα τη Ρίγα,

Figon Co. Ltd, με έδρα τη Λευκωσία,

GCK Holding Netherlands BV, με έδρα το Άμστερνταμ,

Rikam Holding SA, με έδρα το Λουξεμβούργο,

εκπροσωπούμενοι από τους M. Kirchner, L. Feddern και O. H. Behrends, Rechtsanwälte,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τις Ε. Κουπεπίδου και C. Hernández Saseta, επικουρούμενες από τους B. Schneider, Rechtsanwalt, και M. Petite, avocat,

καθής πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, καθώς και από τους V. di Bucci και K.‑Ph. Wojcik,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως (C‑669/17 P),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, Μ. Βηλαρά (εισηγητή), M. Safjan και S. Rodin, προέδρους τμήματος, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, C. Toader, C. Vajda, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 2019,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Trasta Komercbanka AS, Ivan Fursin και Igors Buimisters, C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV και Rikam Holding SA ζητούν την αναίρεση της διάταξης την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 12 Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2017:623) και με την οποία, αφενός, έκρινε ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής που είχε ασκήσει η Trasta Komercbanka με αίτημα την ακύρωση της απόφασης ECB/SSM/2016 – 529900WIP0INFDAWTJ81/1 WOANCA‑2016-0005 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 3ης Μαρτίου 2016, περί ανακλήσεως της άδειας που είχε χορηγηθεί στην Trasta Komercbanka (στο εξής: επίδικη απόφαση) και, αφετέρου, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου της ΕΚΤ, κατά το μέρος που αφορούσε την προσφυγή που είχαν ασκήσει μέτοχοι της Trasta Komercbanka, και ειδικότερα οι Fursin και Buimisters, C & R Invest, Figon Co., GCK Holding Netherlands και Rikam Holding, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2        Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), «συμμετέχον κράτος μέλος» είναι, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, «κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα είναι το ευρώ ή κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, το οποίο όμως έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με την ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 7» του ίδιου κανονισμού. Κατά το άρθρο 2, σημείο 9, του εν λόγω κανονισμού, ως «ενιαίος εποπτικός μηχανισμός» (ΕΕΜ) νοείται «ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εθνικές αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών όπως περιγράφονται στο άρθρο 6» του ίδιου κανονισμού.

3        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1024/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στο πλαίσιο του άρθρου 6, η ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη:

α)      να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή υπό την προϋπόθεση των διατάξεων του άρθρου 14,

[…]»

4        Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελουμένου από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.»

5        Το άρθρο 14, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ιδίως ότι, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με ανάκληση, η ΕΚΤ προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα ώστε οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μέτρων εξυγίανσης, και τις λαμβάνει υπόψη.

Σε περίπτωση που η εθνική αρμόδια αρχή, η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας […], κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την προτεινόμενη ανάκληση λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αιτιολόγηση της ανάκλησης που προέβαλε η εθνική αρμόδια αρχή.»

6        Το άρθρο 24 του κανονισμού 1024/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η ΕΚΤ θα συστήσει Διοικητική Επιτροπή Ελέγχου με καθήκον την εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ύστερα από αίτημα επανεξέτασης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 5. Το πεδίο της εσωτερικής διοικητικής επανεξέτασης αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση της απόφασης προς τον παρόντα κανονισμό.

[…]

5.      Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να ζητήσει επανεξέταση απόφασης της ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία του απευθύνεται ή το αφορά άμεσα και μεμονωμένα. Δεν γίνεται δεκτό αίτημα επανεξέτασης που αφορά απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 7.

[…]

7.      Αφού αποφανθεί όσον αφορά το παραδεκτό της επανεξέτασης, το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης γνωμοδοτεί εντός περιόδου ανάλογης με το επείγον του θέματος και το πολύ εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης και την παραπέμπει στο εποπτικό συμβούλιο για προετοιμασία νέου σχεδίου απόφασης. Το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και υποβάλλει τάχιστα νέο σχέδιο απόφασης στο Διοικητικό Συμβούλιο. Το νέο σχέδιο απόφασης καταργεί την αρχική απόφαση, την αντικαθιστά με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου ή την αντικαθιστά με τροποποιημένη απόφαση. Το νέο σχέδιο απόφασης θεωρείται εγκριθέν εκτός αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκφράσει αντίρρηση εντός ανώτατου χρονικού διαστήματος δέκα εργάσιμων ημερών.

[…]»

 Το λεττονικό δίκαιο

 Ο νόμος περί πιστωτικών ιδρυμάτων

7        Το άρθρο 129 του Kredītiestāžu likums (νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων) (Latvijas Vēstnesis, 1995, αριθ. 163) προβλέπει τα εξής:

«(1)      Σε περίπτωση που η Finanšu un kapitāla tirgus komisija [επιτροπή χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών, Λεττονία] ανακαλέσει χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος […], η Finanšu un kapitāla tirgus komisija [επιτροπή χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών] ορίζει εμπιστευματοδόχο και υποβάλλει στο δικαστήριο αίτηση για την εκκαθάριση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και για τον διορισμό εκκαθαριστή, και προτείνει, συγχρόνως, υποψήφιο εκκαθαριστή.

(2)      Μετά την ανάκληση της άδειας, η συνέλευση των μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος δεν δικαιούται πλέον να αποφασίσει την εκούσια εκκαθάριση και τον διορισμό εκκαθαριστή.

[…]»

8        Το άρθρο 133, παράγραφος 4, του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις του κεφαλαίου ΧΙ του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τα άρθρα 160 και 166, καθώς και τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και οι εξουσίες του συνδίκου πτωχεύσεως με βάση τα άρθρα 172 και 172.1 του παρόντος νόμου ισχύουν για τον εκκαθαριστή του πιστωτικού ιδρύματος τον οποίο έχει διορίσει το δικαστήριο.»

9        Το άρθρο 161, το οποίο περιέχεται στο κεφάλαιο XI του εν λόγω νόμου, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ο σύνδικος πτωχεύσεως αναλαμβάνει όλα τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις εξουσίες των προβλεπόμενων από τον νόμο ή από το καταστατικό του πιστωτικού ιδρύματος διοικητικών οργάνων και των επικεφαλής των οργάνων αυτών.»

 Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

10      Το άρθρο 377, παράγραφος 2, του Civilprocesa likums (λεττονικού κώδικα πολιτικής δικονομίας) ορίζει τα εξής:

«Κατά την έκδοση αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, το δικαστήριο διορίζει εκκαθαριστή για το πιστωτικό ίδρυμα. Το δικαστήριο διορίζει ως εκκαθαριστή του πιστωτικού ιδρύματος πρόσωπο το οποίο έχει προτείνει η Finanšu un kapitāla tirgus komisija [επιτροπή χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών].»

11      Κατά το άρθρο 387, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού:

«Το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει τον διορισμό συνδίκου πτωχεύσεως ή εκκαθαριστή κατόπιν αιτήσεως της Finanšu un kapitāla tirgus komisija [επιτροπής χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών]. Στη σχετική αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται η απόφαση της Finanšu un kapitāla tirgus komisija [επιτροπής χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών] με την οποία εκφράζεται η δυσπιστία προς τον σύνδικο πτωχεύσεως ή τον εκκαθαριστή η οποία οφείλεται σε μία από τις ακόλουθες περιστάσεις: […]»

 Ο εμπορικός κώδικας

12      Κατά το άρθρο 322 του Komerclikums (λεττονικού εμπορικού κώδικα):

«(1)      Ο εκκαθαριστής ασκεί όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου τα οποία δεν είναι αντίθετα προς τον σκοπό της εκκαθαρίσεως.

(2)      Ο εκκαθαριστής εισπράττει απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που δικαιούται η εταιρία λόγω μη καταβληθέντων μεριδίων κεφαλαίου, εκποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας και καλύπτει τις απαιτήσεις των πιστωτών.

(3)      Ο εκκαθαριστής μπορεί να προβαίνει μόνον στις συναλλαγές που είναι αναγκαίες για την εκκαθάριση της εταιρίας.

[…]»

 Το ιστορικό της διαφοράς

13      Το ιστορικό της διαφοράς περιέχεται στις σκέψεις 1 έως 7 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

14      Η Trasta Komercbanka είναι λεττονικό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δυνάμει άδειας που του χορήγησε η λεττονική επιτροπή χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών (στο εξής: FKΤK) τον Σεπτέμβριο του 1991.

15      Ο P. Buimisters και οι εταιρίες C & R Invest, Figon Co., GCK Holding Netherlands και Rikam Holding είναι άμεσοι μέτοχοι της Trasta Komercbanka. Ο I. Fursin, ο οποίος κατέχει το κεφάλαιο των εταιριών αυτών, είναι έμμεσος μέτοχος της Trasta Komercbanka.

16      Στις 5 Φεβρουαρίου 2016, μετά από πρόταση της FKΤK να ανακαλέσει την άδεια της Trasta Komercbanka και αφού ζήτησε και έλαβε τις παρατηρήσεις της τελευταίας, η ΕΚΤ εξέδωσε, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, την επίδικη απόφαση με την οποία ανακάλεσε την εν λόγω άδεια.

17      Στις 14 Μαρτίου 2016, μετά από αίτηση της FKΤK, το Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (πρωτοδικείο Ρίγας, διαμέρισμα του Vidzeme, Λεττονία) εξέδωσε απόφαση με την οποία διέταξε την κίνηση της διαδικασίας εκκαθάρισης της Trasta Komercbanka και διόρισε εκκαθαριστή. Το ίδιο δικαστήριο απέρριψε, επίσης, το αίτημα του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος να διατηρήσει το διοικητικό συμβούλιό του τις εξουσίες εκπροσώπησης όσον αφορά την υποβολή αιτήματος επανεξέτασης στην ΕΚΤ και την άσκηση προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αυτή είναι ανέκκλητη.

18      Στις 17 Μαρτίου 2016 δημοσιεύθηκε στη Latvijas Vēstnesis η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης της Trasta Komercbanka και η αντικατάσταση της διοίκησης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος από τον εκκαθαριστή. Την ίδια ημέρα ο εν λόγω εκκαθαριστής εξέδωσε απόφαση ανάκλησης όλων των εντολών που είχαν δοθεί εκ μέρους της Trasta Komercbanka. Στις 21 Μαρτίου 2016 δημοσιεύθηκε, με παραγγελία συμβολαιογράφου, στη Latvijas Vēstnesis ανακοίνωση της ανάκλησης όλων των εντολών που είχαν δοθεί πριν τις 17 Μαρτίου 2016.

19      Από τη σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης προκύπτει ότι, στις 3 Απριλίου 2016, η Trasta Komercbanka υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης της επίδικης απόφασης ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 24 του κανονισμού 1024/2013. Το συμβούλιο αυτό απέρριψε το εν λόγω αίτημα στις 30 Μαΐου 2016, καθώς έκρινε ότι δεν ήταν βάσιμοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Trasta Komercbanka με το αίτημα επανεξέτασης, περί διαδικαστικών και ουσιαστικών παραβάσεων αναγόμενων στην επίδικη απόφαση, και ότι η απόφαση αυτή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Το εν λόγω συμβούλιο συνέστησε, ωστόσο, στο διοικητικό όργανο της ΕΚΤ να διευκρινίσει ορισμένα στοιχεία.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2016, η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της που μνημονεύονται στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης (στο εξής: μέτοχοι της Trasta Komercbanka) άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

21      Σε συνέχεια της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης που μνημονεύθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB/SSM/2016-5299WIP0INFDAWTJ81/2 WOANCA‑2016-0005 της 11ης Ιουλίου 2016, με την οποία κατήργησε και αντικατέστησε από την ημερομηνία αυτή την επίδικη απόφαση και επικύρωσε την ανάκληση της άδειας της Trasta Komercbanka. Η εν λόγω εταιρία και οι μέτοχοί της άσκησαν επίσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση της 11ης Ιουλίου 2016. Η υπόθεση αυτή, με αριθμό T‑698/16, εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, η ΕΚΤ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης.

23      Με το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής της Trasta Komercbanka. Με το σημείο 2 του διατακτικού αυτού, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η ΕΚΤ, κατά το μέρος που αφορούσε την προσφυγή των λοιπών προσφευγόντων.

24      Πρώτον, αφού εξέτασε, στις σκέψεις 17 έως 22 της εν λόγω διάταξης, αν η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της είχαν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της επίδικης απόφασης παρά την κατάργησή της, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 23 της ίδιας διάταξης, ότι οι ως άνω «απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι διατηρούσαν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της [επίδικης] απόφασης, παρά την [εν λόγω] κατάργηση».

25      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 24 έως 51 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το νομότυπο της εντολής του δικηγόρου που είχε ασκήσει την προσφυγή εξ ονόματος της Trasta Komercbanka.

26      Υπενθύμισε ότι εναπόκειτο σε αυτό να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του εκκαθαριστή της 17ης Μαρτίου 2016 για την ανάκληση του συνόλου των εντολών που είχε δώσει η Trasta Komercbanka πριν τις 17 Μαρτίου 2016, αν ο εκκαθαριστής είχε την εξουσία, βάσει του εφαρμοστέου λεττονικού δικαίου, να ανακαλέσει την εντολή που είχε δοθεί στον δικηγόρο αυτόν και αν την είχε πράγματι ανακαλέσει.

27      Αφού επισήμανε, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η εντολή αυτή είχε δοθεί προτού κινηθεί η διαδικασία εκκαθάρισης, καθώς και ότι δεν αμφισβητούνταν ότι, «κατά την ημερομηνία αυτή, επρόκειτο πράγματι για εντολή που είχε δοθεί από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, κατά την έννοια του Κανονισμού Διαδικασίας», το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δυνάμει του λεττονικού δικαίου, ο εκκαθαριστής διέθετε την εξουσία να ανακαλέσει την εν λόγω εντολή, ενώ απέρριψε, με τις σκέψεις 35 και 36, αντιστοίχως, της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, τα επιχειρήματα με τα οποία η Trasta Komercbanka προέβαλε σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του εκκαθαριστή και αδυναμία του να ασκήσει προσφυγή για λογαριασμό της, καθώς και παράβαση του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

28      Στη σκέψη 46 της διάταξης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο δικηγόρος που είχε ασκήσει την προσφυγή για λογαριασμό της Trasta Komercbanka προσκόμισε επιστολή ανάκλησης της εντολής του, η οποία ήταν υπογεγραμμένη από τον εκκαθαριστή και έφερε ημερομηνία 31 Μαρτίου 2016 και την οποία ο εν λόγω δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 28 Οκτωβρίου 2016. Λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 και 48 της διάταξης αυτής, ότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι η ανάκληση της εντολής του δεν ίσχυε από την τελευταία αυτή ημερομηνία και ότι, κατά συνέπεια, ο ίδιος δεν διέθετε πλέον νομότυπη εντολή εκ μέρους της Trasta Komercbanka.

29      Στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, η υποχρέωση εκπροσώπησης που βαρύνει τα νομικά πρόσωπα έπρεπε να τηρείται έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης και ότι, σε διαφορετική περίπτωση, παρείλκε η έκδοση απόφασης. Αφού διαπίστωσε ότι η Trasta Komercbanka δεν εκπροσωπείτο πλέον ενώπιόν του από δικηγόρο με έγκυρη εντολή προς τούτο, έκρινε, στη σκέψη 50 της διάταξης αυτής, ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής της εταιρίας αυτής.

30      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 52 έως 72 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αν οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka είχαν έννομο συμφέρον και ενεργητική νομιμοποίηση να στραφούν κατά της επίδικης απόφασης.

31      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες, λόγω της μεταβίβασης των εξουσιών των διοικητικών οργάνων της Trasta Komercbanka στον εκκαθαριστή, είχαν στερηθεί τη συγκεκριμένη δυνατότητα να ασκήσουν τα εταιρικά τους δικαιώματα προς υπεράσπιση των συμφερόντων της εταιρίας αυτής, έκρινε, στη σκέψη 58 της εν λόγω διάταξης, ότι είχαν αποδείξει επαρκώς κατά νόμον το έννομο συμφέρον τους να ασκήσουν προσφυγή.

32      Στη συνέχεια, αφού διαπίστωσε ότι οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka δεν ήταν αποδέκτες της επίδικης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι οι μέτοχοι αυτοί συγκροτούσαν ομάδα προσώπων τα οποία είχαν ταυτοποιηθεί ή ήταν δυνατόν να ταυτοποιηθούν κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίδικης απόφασης και ότι η απόφαση αυτή τους έθιγε υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά τους ως μετόχων της Trasta Komercbanka, της οποίας η άδεια είχε ανακληθεί. Ως εκ τούτου, έκρινε, στη σκέψη 63 της εν λόγω διάταξης, ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε ατομικά τους άμεσους μετόχους της Trasta Komercbanka.

33      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε άμεσα τους εν λόγω προσφεύγοντες, καθόσον η σοβαρότητα των αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής επηρέαζε το περιεχόμενο και την έκταση των δικαιωμάτων τους. Ειδικότερα, στις σκέψεις 66 και 67 της διάταξης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η εν λόγω απόφαση, ως εκ του αποτελέσματός της, εμπόδιζε την Trasta Komercbanka να υλοποιήσει τον εταιρικό της σκοπό και να έχει οικονομική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, στερούσε τους μετόχους της από την πραγματική άσκηση του δικαιώματός τους να εισπράττουν μερίσματα, καθώς και από τα δικαιώματά τους ψήφου και συμμετοχής στη διαχείριση της εταιρίας αυτής.

34      Εξάλλου, στη σκέψη 70 της εν λόγω διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αφού είχε τεκμηριωθεί το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά τους άμεσους μετόχους της Trasta Komercbanka, παρείλκε η εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης του I. Fursin, έμμεσου μετόχου της Trasta Komercbanka.

35      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η ΕΚΤ, κατά το μέρος που αφορούσε τους μετόχους της Trasta Komercbanka.

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

36      Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑663/17 P, η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, κατά το μέρος που αναγνωρίζει ότι οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka που είχαν ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είχαν έννομο συμφέρον και ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσουν τέτοια προσφυγή ενώπιόν του·

–        να αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας της διαφοράς και να απορρίψει την προσφυγή των μετόχων αυτών ως απαράδεκτη, και

–        να καταδικάσει την Trasta Komercbanka και τους μετόχους της στα δικαστικά έξοδα.

37      Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑665/17 P, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη κατά το μέρος που απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε όσον αφορά την προσφυγή των μετόχων της Trasta Komercbanka·

–        να απορρίψει την προσφυγή των μετόχων αυτών ως απαράδεκτη και

–        να καταδικάσει την Trasta Komercbanka και τους μετόχους της στα δικαστικά έξοδα.

38      Με την αίτησή τους αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P, η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη κατά το μέρος που κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής ακυρώσεως της Trasta Komercbanka·

–        να κρίνει ότι η προσφυγή ακυρώσεως της Trasta Komercbanka δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου·

–        να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, ώστε αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων ακυρώσεως, και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της κατ’ αναίρεση δίκης.

39      Με τα υπομνήματά τους αντικρούσεως στις υποθέσεις C‑663/17 P και C‑665/17 P, η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις αυτές·

–        να αναγνωρίσει ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή και δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ και την Επιτροπή, αντιστοίχως, στα δικαστικά έξοδα.

40      Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑665/17 P, η ΕΚΤ επαναλαμβάνει τα αιτήματα που προέβαλε με την αίτησή της αναιρέσεως, όπως αυτά εκτίθενται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης.

41      Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P, η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Trasta Komercbanka και τους μετόχους της στα δικαστικά έξοδα.

42      Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

43      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2018, επετράπη στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ στις υποθέσεις C‑663/17 P και C‑669/17 P, προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

44      Διαπιστώνεται ότι τόσο η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P όσο και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα που προσκομίστηκαν για λογαριασμό της Trasta Komercbanka και των μετόχων της στις υποθέσεις C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P υπογράφηκαν από τον O. H. Behrends. Ο τελευταίος εκπροσώπησε την Trasta Komercbanka και τους μετόχους της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και δικαιολόγησε την ιδιότητά του ως εκπροσώπου της Trasta Komercbanka στηριζόμενος στην εντολή εκπροσώπησης που του είχε δώσει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής στις 10 Φεβρουαρίου 2016.

45      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η εντολή αυτή είχε ανακληθεί με έγγραφο του εκκαθαριστή της 31ης Μαρτίου 2016, το οποίο εστάλη στον εν λόγω δικηγόρο με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 28 Οκτωβρίου 2016. Η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της υποστηρίζουν ότι η ανάκληση αυτή δεν παρήγαγε αποτελέσματα και ότι ο O. H. Behrends παρέμενε εξουσιοδοτημένος να εκπροσωπεί την Trasta Komercbanka ενώπιον τόσο του Γενικού Δικαστηρίου όσο και του Δικαστηρίου.

46      Επομένως, το ζήτημα του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P, κατά το μέρος που ασκήθηκε από την Trasta Komercbanka, καθώς και του νομοτύπου της εκπροσώπησής της στις υποθέσεις C‑663/17 P και C‑665/17 P, συνδέεται άρρηκτα με το αντικείμενο της αίτησης αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P, η οποία, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί πρώτη.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C669/17 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της αμφισβητούν τόσο την αιτιολογία που περιέχεται στις σκέψεις 46 έως 48 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, σύμφωνα με την οποία η εντολή που είχε δοθεί στον δικηγόρο τους από τη διοίκηση της Trasta Komercbanka ανακλήθηκε εγκύρως από τον εκκαθαριστή της εταιρίας αυτής, όσο και τη συνέπεια που συνήγαγε από αυτήν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της εν λόγω διάταξης, σύμφωνα με την οποία παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής που άσκησε η Trasta Komercbanka.

48      Όσον αφορά το νομότυπο της ανάκλησης της εντολής, οι ως άνω αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν συμβιβάζεται με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας η άποψη ότι η υπεράσπιση των συμφερόντων της Trasta Komercbanka σε κάθε διαδικασία που αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της επίδικης απόφασης απόκειται στον εκκαθαριστή, δηλαδή στο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η εκκαθάριση της εταιρίας αυτής και το οποίο έχει προταθεί από την αρχή στην οποία οφείλεται ακριβώς η έκδοση της επίδικης απόφασης από την ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε όχι μόνον το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), αλλά και το λεττονικό δίκαιο. Ειδικότερα, στο πρόσωπο του εκκαθαριστή συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων, καθόσον η συνέχιση της εκκαθάρισης της Trasta Komercbanka είναι εκ φύσεως αντίθετη προς τη διατήρηση της άδειάς της, η οποία επιδιώκεται με την προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε, επομένως, υπόψη τη γενική αρχή της ακυρότητας των νομικών πράξεων που συνεπάγονται πρόδηλη σύγκρουση συμφερόντων.

49      Η ΕΚΤ, με τις παρατηρήσεις της οποίας συντάχθηκε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι υπεύθυνος για την υπεράσπιση των συμφερόντων της Trasta Komercbanka ήταν ο εκκαθαριστής. Κατά την ΕΚΤ, τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να ενεργούν για λογαριασμό της Trasta Komercbanka καθορίζονται βάσει του λεττονικού δικαίου.

50      Εξάλλου, η ΕΚΤ, καίτοι αναγνωρίζει ότι η εντολή η οποία δόθηκε στον δικηγόρο που άσκησε την προσφυγή για λογαριασμό της Trasta Komercbanka από τη διεύθυνση της τελευταίας ήταν έγκυρη κατά την ημερομηνία σύνταξής της, επισημαίνει ότι, μετά την υπογραφή της εντολής αυτής, το αρμόδιο λεττονικό δικαστήριο διέταξε την εκκαθάριση της Trasta Komercbanka και διόρισε εκκαθαριστή ο οποίος είχε, σύμφωνα με το λεττονικό δίκαιο, την απαιτούμενη εξουσία ανάκλησης της εν λόγω εντολής.

51      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Trasta Komercbanka και των μετόχων της με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, διότι η Trasta Komercbanka δεν στερήθηκε το δικαίωμα να ασκήσει πραγματική ένδικη προσφυγή κατά της επίδικης απόφασης, καθώς ο εκκαθαριστής είχε το δικαίωμα να ασκήσει τέτοια προσφυγή για λογαριασμό της, αν το έκρινε σκόπιμο. Κατά την ίδια, το επιχείρημα ότι ο εκκαθαριστής αυτός διορίστηκε από την FKTF δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι διορίστηκε από το αρμόδιο λεττονικό δικαστήριο και όχι από την εν λόγω επιτροπή ή από την ΕΚΤ. Κατά την ΕΚΤ, ο εκκαθαριστής έχει εξίσου συμφέρον και υποχρέωση να ασκήσει προσφυγή κατά της επίδικης απόφασης, καθώς ενδεχόμενη νίκη του στο δικαστήριο μπορεί να αυξήσει την αξία των δυναμένων να αναζητηθούν στοιχείων του ενεργητικού της Trasta Komercbanka.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P, στο μέτρο που ασκήθηκε από τον έμμεσο και τους άμεσους μετόχους της Trasta Komercbanka, δηλαδή από τον I. Fursin και τους I. Buimisters, C & R Invest, Figon Co., GCK Holding Netherlands και Rikam Holding, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

53      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή που άσκησαν οι ως άνω διάδικοι και απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ως προς αυτούς η ΕΚΤ. Επομένως, οι εν λόγω διάδικοι δεν ηττήθηκαν εν μέρει ή εν όλω, κατά την έννοια του άρθρου 56, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

54      Όσον αφορά την ίδια αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέτρο στο οποίο ασκήθηκε από την Trasta Komercbanka, υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένωση δικαίου στην οποία τα θεσμικά της όργανα υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους, μεταξύ άλλων, με τη Συνθήκη ΛΕΕ και με τις γενικές αρχές του δικαίου, δεδομένου ότι η εν λόγω Συνθήκη έχει καθιερώσει ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών, με το οποίο ανατίθεται στο Δικαστήριο ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, Κόμμα Οικολόγων «Les Verts» κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23, της 29ης Ιουνίου 2010, E και F, C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 44, και της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 35). Επομένως, οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης, στην οποία αναφέρεται και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Η εν λόγω αρχή καθιερώνεται από τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Σήμερα, δε, κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 35, και της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 49].

56      Η αποτελεσματική δικαστική προστασία ενός νομικού προσώπου, όπως η Trasta Komercbanka, του οποίου η άδεια έχει ανακληθεί με απόφαση θεσμικού οργάνου της Ένωσης, όπως η ΕΚΤ, απόφαση η οποία στηρίχθηκε σε πράξη της Ένωσης, όπως είναι ο κανονισμός 1024/2013, διασφαλίζεται από το δικαίωμα που έχει το πρόσωπο αυτό, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ασκήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω απόφασης.

57      Για να είναι παραδεκτή μια τέτοια προσφυγή, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έλαβε πράγματι την απόφαση να ασκήσει την προσφυγή και ότι οι δικηγόροι που ισχυρίζονται ότι το εκπροσωπούν είναι όντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Προκειμένου, ακριβώς, να εξασφαλιστούν τα ανωτέρω, το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου απαιτεί από τους δικηγόρους, όταν ο διάδικος που εκπροσωπούν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να καταθέτουν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντολή του εν λόγω διαδίκου, η μη προσκόμιση της οποίας μπορεί, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, να έχει ως συνέπεια το τυπικώς απαράδεκτο της προσφυγής.

58      Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, όπως η Trasta Komercbanka, το οποίο έχει συσταθεί με τη μορφή νομικού προσώπου η λειτουργία του οποίου διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, τα όργανα του εν λόγω νομικού προσώπου που είναι εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη αποφάσεις πρέπει, ελλείψει σχετικής ρύθμισης της Ένωσης, να καθορίζονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους.

59      Εντούτοις, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η αυτονομία που διαθέτουν συναφώς τα κράτη μέλη περιορίζεται από την υποχρέωσή τους, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK, C‑243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Το δικαίωμα ενός νομικού προσώπου, όπως η Trasta Komercbanka, στην πραγματική δικαστική προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης θα θιγόταν εάν, κατ’ εφαρμογή του αντίστοιχου δικαίου κράτους μέλους, ο αρμόδιος για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων εκκαθαριστής διοριζόταν μετά από πρόταση εθνικής αρχής που συμμετείχε στην έκδοση της βλαπτικής για το νομικό πρόσωπο πράξης, η οποία και οδήγησε στη θέση του τελευταίου υπό εκκαθάριση. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ της αρχής αυτής και του διορισμένου εκκαθαριστή, σχέσης που αποτελεί προϋπόθεση για μια τέτοια διαδικασία διορισμού, καθώς και της αποστολής του εκκαθαριστή, η οποία συνίσταται στην οριστική εκκαθάριση του νομικού προσώπου που τελεί υπό εκκαθάριση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποφύγει ο εκκαθαριστής αυτός κάθε δικαστική αμφισβήτηση πράξης την οποία εξέδωσε η ίδια η εν λόγω αρχή ή η οποία εκδόθηκε με τη συνδρομή της και οδήγησε στη θέση του νομικού προσώπου υπό εκκαθάριση.

61      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η ίδια αυτή αρχή μπορεί να απαλλάξει ή να εισηγηθεί την απαλλαγή του εκκαθαριστή του νομικού προσώπου από τα καθήκοντά του, σε περίπτωση που, μετά από διαδικασία προσφυγής της οποίας η κίνηση ή η συνέχιση εξαρτάται από απόφασή του, ακυρωθεί πράξη της Ένωσης η οποία εκδόθηκε με τη συνδρομή της εν λόγω αρχής και οδήγησε στη θέση του νομικού προσώπου υπό εκκαθάριση.

62      Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 75 έως 77 των προτάσεών της, καταστάσεις όπως αυτές που περιγράφονται στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας απόφασης, εφόσον συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων, είναι δυνατόν να θίγουν το δικαίωμα του νομικού προσώπου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Νοεμβρίου 2005, Capital Bank AD κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2005:1124JUD004942999, § 117 και 118).

63      Εν προκειμένω, από τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης προκύπτει ότι η εντολή την οποία προσκόμισε ο δικηγόρος που άσκησε την προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για λογαριασμό της Trasta Komercbanka δόθηκε από πρόσωπο το οποίο, κατά την ημερομηνία χορήγησης της εντολής, ήταν εξουσιοδοτημένο προς τούτο.

64      Εντούτοις, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 5 και 34 της διάταξης αυτής, το αρμόδιο λεττονικό δικαστήριο διέταξε την εκκαθάριση της Trasta Komercbanka μετά τη χορήγηση της εν λόγω εντολής, στις 14 Μαρτίου 2016, μετά από αίτηση της FKTK και κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του λεττονικού δικαίου που προβλέπουν την εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος του οποίου έχει ανακληθεί η άδεια. Βάσει των ίδιων διατάξεων, το δικαστήριο αυτό διόρισε τον εκκαθαριστή που είχε προτείνει η FKTK. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Trasta Komercbanka να διατηρήσει το πρώην διοικητικό της συμβούλιο τις εξουσίες εκπροσώπησης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την άσκηση προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

65      Εξάλλου, από τις σκέψεις 6 και 46 της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι, μετά τον διορισμό του, ο εκκαθαριστής της Trasta Komercbanka ανακάλεσε όλες τις εντολές που είχε δώσει η εταιρία αυτή, συμπεριλαμβανομένης εκείνης προς τον δικηγόρο που είχε ασκήσει την προσφυγή για λογαριασμό της Trasta Komercbanka ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση της ανάκλησης αυτής το αργότερο στις 28 Οκτωβρίου 2016, ημερομηνία από την οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι άρχισε να ισχύει η ανάκληση.

66      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 48 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν διέθετε πλέον νομότυπη εντολή από την εταιρία αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και ότι, κατά συνέπεια, παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής της εταιρίας.

67      Προς τον σκοπό αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τη σκέψη 35 της εν λόγω διάταξης, το επιχείρημα της Trasta Komercbanka περί συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο του εκκαθαριστή, κρίνοντας ότι, στο μέτρο που το αρμόδιο λεττονικό δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα της Trasta Komercbanka να διατηρήσει το διοικητικό της συμβούλιο τις εξουσίες εκπροσώπησης, το επιχείρημα αυτό δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία που διέθετε, βάσει του λεττονικού δικαίου, ο εκκαθαριστής της Trasta Komercbanka να ανακαλέσει την εντολή που είχε δοθεί προγενέστερα στον δικηγόρο της εταιρίας αυτής.

68      Στη σκέψη 36 της εν λόγω διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι «εν πάση περιπτώσει […] η εφαρμογή του λεττονικού δικαίου δεν συνεπάγεται […] παράβαση του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας», δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτή δεν είχε ως συνέπεια τη στέρηση της δυνατότητας προσφυγής από τις τράπεζες των οποίων έχει ανακληθεί η άδεια, αλλά την ανάθεση της ευθύνης για την άσκηση της προσφυγής αυτής σε εκκαθαριστή.

69      Η αιτιολογία που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

70      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, το γεγονός το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι ο εκκαθαριστής διέθετε, βάσει του λεττονικού δικαίου, την εξουσία να ανακαλέσει την εντολή που είχε δοθεί στον δικηγόρο της Trasta Komercbanka με σκοπό την άσκηση προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αναγνώριση της ανάκλησης αυτής από τον δικαστή της Ένωσης, αν αυτή θίγει το κατοχυρωμένο από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα της Trasta Komercbanka σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας απόφασης.

71      Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες λεττονικές διατάξεις, η θέση της Trasta Komercbanka υπό εκκαθάριση αποτελεί συνέπεια της ανάκλησης της άδειάς της με την επίδικη απόφαση, η ακύρωση της απόφασης αυτής μετά την προσφυγή της Trasta Komercbanka μπορεί να οδηγήσει στην ανάκληση της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η εκκαθάριση της τελευταίας και, κατά συνέπεια, στην ανάκληση της απόφασης διορισμού του εκκαθαριστή.

72      Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 322 του λεττονικού εμπορικού κώδικα, η αποστολή που ανατίθεται στον εκκαθαριστή νομικού προσώπου όπως η Trasta Komercbanka δεν είναι η ίδια με εκείνη που ανατίθεται συνήθως στον διευθύνοντα ένα τέτοιο πρόσωπο, καθώς ο εκκαθαριστής έχει ως μοναδικό σκοπό την είσπραξη των απαιτήσεων, την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού και την ικανοποίηση των πιστωτών, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης παύση της δραστηριότητας του προσώπου αυτού.

73      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός που προέβαλε ενώπιόν του η Trasta Komercbanka, ότι, δηλαδή, ο εκκαθαριστής είχε διοριστεί μετά από πρόταση της FKTK, σύμφωνα με το άρθρο 377, παράγραφος 2, του Civilprocesa likums (λεττονικού κώδικα πολιτικής δικονομίας), και ότι, βάσει του άρθρου 387, παράγραφος 2, του ίδιου κώδικα, η FKTK μπορούσε να ζητήσει την ανάκληση του εκκαθαριστή αυτού αν δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του.

74      Η FKTK, καίτοι δεν είναι ούτε ο συντάκτης της επίδικης απόφασης ούτε καθής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι δύο αυτές ιδιότητες ανήκουν στην ΕΚΤ, συμμετείχε, ωστόσο, στην έκδοση της επίδικης απόφασης, η οποία στηρίχθηκε σε πρότασή της. Λαμβανομένης υπόψη της αποστολής που ανατέθηκε στον εκκαθαριστή κατ’ εφαρμογή του λεττονικού δικαίου, συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπό του, καθώς η αμφισβήτηση ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης της ανάκλησης της άδειας του νομικού προσώπου το οποίο εκπροσωπεί θα στερούσε, ενδεχομένως, από κάθε νομική βάση τη διαδικασία εκκαθάρισης του προσώπου αυτού, ενεργώντας αντίθετα προς την αποστολή που του ανατέθηκε.

75      Σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν στις σκέψεις 60 έως 62 της παρούσας απόφασης, λόγω των δεσμών αυτών μεταξύ της FKTK και του εκκαθαριστή και του ρόλου τον οποίον η FKTK διαδραμάτισε στην έκδοση της επίδικης απόφασης, η ανάθεση στον εν λόγω εκκαθαριστή της ευθύνης για ενδεχόμενη ανάκληση της εντολής που δόθηκε στον δικηγόρο της Trasta Komercbanka με σκοπό την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της Trasta Komercbanka, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

76      Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται, εξάλλου, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Capital Bank AD κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2004:0909DEC004942999), η οποία αφορούσε τραπεζικό ίδρυμα εκπροσωπούμενο από εκκαθαριστές, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί στην πρώην διεύθυνση του εν λόγω ιδρύματος το δικαίωμα να ασκήσει ενώπιόν του προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη, στις 4 Νοεμβρίου 1950, όταν στο πρόσωπο των εκκαθαριστών του ιδρύματος αυτού που είναι επιφορτισμένοι με την εκπροσώπησή του συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων, η οποία καθιστά θεωρητική και κενή περιεχομένου την άσκηση του δικαιώματος αυτού από το ίδρυμα του οποίου έχουν την ευθύνη εκπροσώπησης.

77      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την εκτίμηση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης. Βεβαίως, καίτοι η, βάσει του λεττονικού δικαίου, μετάθεση στον εκκαθαριστή της ευθύνης για την άσκηση ή τη διατήρηση προσφυγής κατά απόφασης που ανακαλεί άδεια, όπως είναι η επίδικη απόφαση, δεν συνεπάγεται, καταρχήν, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν ισχύει το ίδιο όταν στο πρόσωπο στο οποίο μετατίθεται η ευθύνη αυτή συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων, όσον αφορά την απόφαση για την άσκηση ή τη διατήρηση της προσφυγής αυτής.

78      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όταν έκρινε, στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα που προέβαλε η Trasta Komercbanka για να δικαιολογήσει τη διατήρηση της εξουσίας εκπροσώπησης των πρώην διευθυντικών οργάνων της, η εφαρμογή του λεττονικού δικαίου δεν είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή του δικαιώματος της εταιρίας αυτής σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθώς και όταν συνήγαγε, στις σκέψεις 47 και 48 της διάταξης αυτής, το συμπέρασμα ότι ο δικηγόρος που είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιόν του για λογαριασμό της Trasta Komercbanka δεν διέθετε πλέον νομότυπη εντολή η οποία είχε δοθεί, για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο, επειδή η εντολή που του είχε δοθεί αρχικώς είχε ανακληθεί από τον εκκαθαριστή της εταιρίας αυτής. Πράγματι, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 70 έως 76 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την ανάκληση αυτή, στο μέτρο που προσέβαλλε το δικαίωμα της Trasta Komercbanka σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη.

79      Ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί παραδεκτή και βάσιμη η αίτηση αναιρέσεως της Trasta Komercbanka στην υπόθεση C‑669/17 P και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με αυτήν ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής που άσκησε η Trasta Komercbanka.

 Επί της προσφυγής της Trasta Komercbanka ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

80      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

81      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί οριστικά επί του παραδεκτού της προσφυγής της Trasta Komercbanka.

82      Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 54 έως 61 και 70 έως 76 της παρούσας απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ, κατά το μέρος που αφορά την προσφυγή της Trasta Komercbanka.

83      Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί το ίδιο επί της ουσίας της προσφυγής που άσκησε η Trasta Komercbanka. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί προς τον σκοπό αυτόν στο Γενικό Δικαστήριο.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C663/17 P και C665/17 P

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C663/17 P

84      Η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της υποστηρίζουν ότι τα αιτήματα της αναίρεσης που άσκησε η ΕΚΤ στην υπόθεση C‑663/17 P δεν έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώνεται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, αλλά την αναίρεση ορισμένων σημείων της αιτιολογίας της διάταξης αυτής. Κατά την Trasta Komercbanka και τους μετόχους της, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ούτε τα αιτήματα αυτά ούτε εκείνα με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας της υπόθεσης, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί μέχρι σήμερα μόνον επί του παραδεκτού της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του.

85      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

86      Αφενός, το πρώτο αίτημα της αιτήσεως αναιρέσεως της ΕΚΤ αφορά ρητώς την αναίρεση του σημείου 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης. Αφετέρου, με το δεύτερο αίτημα της αιτήσεως αναιρέσεως, η ΕΚΤ ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη δυνατότητα που της παρέχει το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε η ίδια πρωτοδίκως και με τα οποία ζητούσε την απόρριψη της προσφυγής των μετόχων της Trasta Komercbanka ως απαράδεκτης.

87      Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως της ΕΚΤ στην υπόθεση C‑663/17 P κρίνεται παραδεκτή.

 Επί της ουσίας των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C663/17 P και C665/17 P

88      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑663/17 P, η ΕΚΤ προβάλλει κατ’ ουσίαν τρεις λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αναγνωρίζοντας ότι οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka είχαν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή κατά της επίδικης απόφασης. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε ατομικά τους μετόχους αυτούς, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά την ίδια, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε άμεσα τους εν λόγω μετόχους, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

89      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑665/17 P, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει παράβαση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως αναγνώρισε ότι οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka είχαν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει δύο σκέλη σχετικά με την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε ότι η απόφαση αυτή αφορούσε τους μετόχους ατομικά, αφενός, και άμεσα, αφετέρου.

90      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστούν από κοινού ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑663/17 P και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑665/17 P.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους μετόχους της Trasta Komercbanka και δεν θίγει τα δικαιώματά τους επί της ουσίας. Η απόφαση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα μόνον την Trasta Komercbanka, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ως πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, η εν λόγω απόφαση παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα μόνον έναντι της Trasta Komercbanka. Οι μέτοχοί της δεν είναι οι ίδιοι κάτοχοι τραπεζικής άδειας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η ανάκληση της άδειας αυτής τους έθιξε προσωπικώς. Κρίνοντας με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε άμεσα τους μετόχους της Trasta Komercbanka, επειδή επηρέασε σοβαρά την κατάστασή τους, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως την ίδια του τη νομολογία.

92      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του οικονομικού συμφέροντος της εταιρίας και του συμφέροντος των μετόχων της, καθώς οι τελευταίοι δεν έχουν δικαιώματα επί του ενεργητικού της επιχείρησης. Η ανάκληση της άδειας της Trasta Komercbanka έχει βεβαίως οικονομικό αντίκτυπο στους μετόχους της, αλλά δεν επηρεάζει τη νομική τους κατάσταση. Προκειμένου να κριθεί αν η απόφαση ανάκλησης αφορά άμεσα τους μετόχους αυτούς, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ο εν λόγω οικονομικός αντίκτυπος, ανεξαρτήτως της σοβαρότητάς του. Το κριτήριο της ποιοτικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων μιας πράξης είναι αντίθετο προς το γράμμα και προς τους σκοπούς του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

93      Επιπλέον, κατά τις ίδιες, η επίδικη απόφαση δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα επί του δικαιώματος των μετόχων της Trasta Komercbanka να εισπράττουν μερίσματα.

94      Εξάλλου, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι η ανάκληση της τραπεζικής άδειας της Trasta Komercbanka την εμποδίζει να υλοποιήσει τον εταιρικό της σκοπό και να έχει οικονομική δραστηριότητα. Η ανάκληση αυτή δεν εμποδίζει την Trasta Komercbanka να ασκήσει διαφορετική οικονομική δραστηριότητα, αφού τροποποιήσει, ενδεχομένως, το καταστατικό της.

95      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση δεν επηρέασε ούτε τη διάρθρωση της Trasta Komercbanka ή την εσωτερική της διοίκηση. Αυτές επηρεάστηκαν, ίσως, από την απόφαση με την οποία διατάχθηκε η εκκαθάριση της Trasta Komercbanka, αλλά η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει του λεττονικού δικαίου και όχι βάσει του δικαίου της Ένωσης, το οποίο δεν επιβάλλει την εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος του οποίου έχει ανακληθεί η άδεια. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, συναφώς, να διακρίνει μεταξύ της επίδικης απόφασης και της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η εκκαθάριση της Trasta Komercbanka.

96      Η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της ισχυρίζονται ότι η κατάσταση των εν λόγω μετόχων δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των μειοψηφούντων μετόχων εμπορικής εταιρίας. Οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka είναι κάτοχοι της μεγάλης πλειοψηφίας των μετοχών της εταιρίας αυτής. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι ένας πλειοψηφικός μέτοχος μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει απόφαση με αποδέκτη την εταιρία της οποίας κατέχει τις μετοχές, αποκλειστικά και μόνον βάσει του οικονομικού αντίκτυπου που έχει η απόφαση αυτή στον εν λόγω μέτοχο.

97      Κατά τους ίδιους, η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα έννομα και όχι τα οικονομικά αποτελέσματα μιας πράξης, προκειμένου να κριθεί αν η πράξη αυτή αφορά ένα πρόσωπο άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Αντιθέτως, τόσο στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων όσο και στον τομέα των συγκεντρώσεων, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει την ενεργητική νομιμοποίηση προσώπων τα οποία ανταγωνίζονται τον αποδέκτη μιας πράξης αποκλειστικά και μόνον βάσει των οικονομικών συνεπειών που έχει η εν λόγω πράξη για τα πρόσωπα αυτά.

98      Επιπλέον, κατά τους ανωτέρω, η επίδικη απόφαση επηρεάζει τους μετόχους της Trasta Komercbanka άμεσα και ατομικά, καθόσον τους στερεί τη δυνατότητα να αποφασίσουν την εγκατάσταση υποκαταστήματος της Trasta Komercbanka σε άλλο κράτος μέλος βάσει της λεττονικής τραπεζικής άδειάς του. Τους στερεί επίσης, σύμφωνα με το λεττονικό δίκαιο, τη δυνατότητα να αποφασίσουν την εκούσια εκκαθάριση της εταιρίας τους και να ορίσουν οι ίδιοι τον εκκαθαριστή. Επιπλέον, οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka προσδιορίστηκαν ονομαστικώς με την επίδικη απόφαση και έγιναν δεκτοί ως συνομιλητές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοσή της, όπως ακριβώς τα πρόσωπα που ήταν εξουσιοδοτημένα να εκπροσωπούν νομίμως την Trasta Komercbanka.

99      Η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της προσθέτουν ότι οι συνέπειες της εφαρμογής του εθνικού δικαίου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ενεργητική νομιμοποίηση του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Υπογραμμίζουν, δε, συναφώς ότι, σύμφωνα με το λεττονικό δίκαιο, η εκκαθάριση της Trasta Komercbanka αποτελεί αυτόματη συνέπεια της ανάκλησης της άδειάς της και ότι ούτε η FKTK ούτε το λεττονικό δικαστήριο που διέταξε την εκκαθάριση αυτή διέθεταν εξουσία εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

100    Εν πάση περιπτώσει, η απαίτηση να επικαλούνται οι μέτοχοι μιας εταιρίας διακριτό συμφέρον από την ακύρωση πράξης με αποδέκτη την εταιρία της οποίας κατέχουν μετοχές δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως η κρινόμενη, στην οποία οι μέτοχοι της εταιρίας, μολονότι κατείχαν την πλειοψηφία των μετοχών, αδυνατούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους έτσι ώστε να υποχρεώσουν την εταιρία να ασκήσει προσφυγή.

101    Τέλος, η Trasta Komercbanka και οι μέτοχοί της ισχυρίζονται ότι η ενεργητική νομιμοποίηση των μετόχων της Trasta Komercbanka είναι ανεξάρτητη από την έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑669/17 P.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

102    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά.

103    Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία επίσης υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, προκύπτει ότι η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, δηλαδή το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, η οποία έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς να παρεμβάλλεται η εφαρμογή άλλων κανόνων (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, C‑15/06 P, EU:C:2007:183, σκέψη 31· της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 66, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42).

104    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι με την επίδικη απόφαση ανακλήθηκε η άδεια πιστωτικού ιδρύματος της Trasta Komercbanka και, κατά συνέπεια, επηρεάστηκε άμεσα η νομική κατάσταση της εταιρίας αυτής, η οποία, μετά την έκδοση της απόφασης, δεν είχε πλέον άδεια να συνεχίσει τη δραστηριότητά της ως πιστωτικό ίδρυμα. Η άδεια αυτή είχε δοθεί στην ίδια την Trasta Komercbanka και όχι στους μετόχους της προσωπικώς.

105    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 66 έως 68 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, έκρινε ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε άμεσα και τους μετόχους της Trasta Komercbanka.

106    Κατ’ ουσίαν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 της διάταξης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την εκτίμηση αυτή στη «σοβαρότητα» των αποτελεσμάτων της επίδικης απόφασης, η οποία επηρεάζει «κατ’ ανάγκη το περιεχόμενο και την έκταση» των δικαιωμάτων των μετόχων της Trasta Komercbanka. Αφενός, το δικαίωμα των μετόχων να εισπράττουν μερίσματα από εταιρία «η οποία δεν διαθέτει πλέον άδεια άσκησης της δραστηριότητάς της» καθίσταται «κατ’ ανάγκη κενό περιεχομένου». Αφετέρου, στο μέτρο που η επίδικη απόφαση είχε ως αποτέλεσμα «να απαγορευθεί στην Trasta Komercbanka να υλοποιήσει τον εταιρικό της σκοπό», η άσκηση από τους μετόχους των δικαιωμάτων που διαθέτουν όσον αφορά την ψήφο ή τη συμμετοχή στη διαχείριση της εταιρίας αυτής καθίσταται «ουσιαστικά τυπική».

107    Η αιτιολογία αυτή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

108    Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, υιοθετώντας το εσφαλμένο κριτήριο της «σοβαρότητας» των αποτελεσμάτων της επίδικης απόφασης, δεν εξέτασε, ως όφειλε, κατά πόσον η απόφαση αυτή επηρέασε, ενδεχομένως, άμεσα τη νομική κατάσταση των μετόχων της Trasta Komercbanka.

109    Αφετέρου, όπως ορθώς επισημαίνουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έλαβε υπόψη όχι τα έννομα, αλλά τα οικονομικά αποτελέσματα της επίδικης απόφασης για την κατάσταση των μετόχων της Trasta Komercbanka (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Η επίδικη απόφαση δεν έθιξε το δικαίωμα των μετόχων να εισπράττουν μερίσματα και να μετέχουν στη διαχείριση της Trasta Komercbanka, ως εταιρίας συσταθείσας κατά το λεττονικό δίκαιο.

111    Βεβαίως, μετά την ανάκληση της άδειάς της, η Trasta Komercbanka δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της ως πιστωτικό ίδρυμα και, ως εκ τούτου, καθίσταται αμφίβολη η ικανότητά της να διανέμει μερίσματα στους μετόχους της. Ωστόσο, ο αρνητικός αντίκτυπος της ανάκλησης αυτής έχει οικονομικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το δικαίωμα των μετόχων να εισπράττουν μερίσματα, όπως και το δικαίωμά τους να μετέχουν στη διαχείριση της εταιρίας αυτής, τροποποιώντας, ενδεχομένως, τον εταιρικό της σκοπό, ουδόλως επηρεάστηκε από την επίδικη απόφαση.

112    Οι ανωτέρω σκέψεις δεν αναιρούνται από την επιχειρηματολογία της Trasta Komercbanka και των μετόχων της, η οποία συνοψίστηκε στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης και αντλείται από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης στους τομείς των κρατικών ενισχύσεων και των συγκεντρώσεων. Ειδικότερα, η αναγνώριση του ότι μια πράξη της Ένωσης στους τομείς αυτούς μπορεί να αφορά άμεσα ορισμένους ανταγωνιστές των αποδεκτών της δεν δικαιολογείται από τα αμιγώς οικονομικά αποτελέσματα που έχει για την κατάστασή τους η επίμαχη πράξη, αλλά από το γεγονός ότι αυτή επηρεάζει τη νομική κατάσταση των εν λόγω ανταγωνιστών, και ιδίως το βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ δικαίωμά τους να μην αντιμετωπίζουν νοθευμένο ανταγωνισμό (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43).

113    Όσον αφορά την εκκαθάριση της Trasta Komercbanka μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, είναι αληθές ότι το γεγονός αυτό επηρέασε άμεσα το δικαίωμα των μετόχων της Trasta Komercbanka να συμμετέχουν στη διαχείριση της εταιρίας αυτής, η οποία ανατέθηκε σε εκκαθαριστή με την απόφαση που διέταξε την εκκαθάριση.

114    Εντούτοις, η εκκαθάριση της Trasta Komercbanka δεν συνιστά εφαρμογή της επίδικης απόφασης που έχει «καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων», κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 103 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, η νομοθεσία της Ένωσης δεν προβλέπει την εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος του οποίου ανακλήθηκε η άδεια. Η απόφαση εκκαθάρισης ελήφθη από λεττονικό δικαστήριο βάσει του λεττονικού δικαίου, δηλαδή βάσει «άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων», κατά την έννοια της ίδιας νομολογίας.

115    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε άμεσα τους μετόχους της Trasta Komercbanka, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

116    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑663/17 P και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑665/17 P και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, κατά το μέρος που απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η ΕΚΤ σχετικά με την προσφυγή που άσκησαν οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

 Επί της προσφυγής των μετόχων της Trasta Komercbanka ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

117    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

118    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί οριστικώς επί του παραδεκτού της προσφυγής που άσκησαν οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka.

119    Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 108 έως 114 της παρούσας απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους μετόχους της Trasta Komercbanka. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου της ΕΚΤ, κατά το μέρος που αφορά την προσφυγή των μετόχων αυτών και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η προσφυγή αυτή ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

120    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, το τελευταίο αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

121    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

122    Δεδομένου ότι η ΕΚΤ και η Επιτροπή ζήτησαν την καταδίκη της Trasta Komercbanka και των μετόχων της και αυτοί ηττήθηκαν στις υποθέσεις C‑663/17 P και C‑665/17 P, πρέπει να καταδικαστούν, πέραν των δικών τους εξόδων, και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ΕΚΤ και η Επιτροπή στο πλαίσιο των σχετικών αναιρετικών διαδικασιών. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka ηττήθηκαν στην προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει, σύμφωνα με τα αιτήματα της ΕΚΤ, να καταδικαστούν, πέραν των δικών τους εξόδων, και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της εκδίκασης στον πρώτο βαθμό της εν λόγω προσφυγής, η οποία ασκήθηκε από τους ως άνω μετόχους.

123    Επιπλέον, κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

124    Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα στην υπόθεση C‑663/17 P, φέρει τα δικαστικά έξοδά της στην υπόθεση αυτή.

125    Τέλος, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C‑669/17 P, δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C669/17 P, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους Ivan Fursin και Igors Buimisters, καθώς και από τις C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV και Rikam Holding SA.

2)      Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623).

3)      Απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά το μέρος που αφορά την προσφυγή που άσκησε η Trasta Komercbanka AS με αίτημα την ακύρωση της απόφασης ECB/SSM/2016 – 529900WIP0INFDAWTJ81/1 WOANCA2016-0005 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Μαρτίου 2016, περί ανακλήσεως της άδειας που είχε χορηγηθεί στην Trasta Komercbanka.

4)      Απορρίπτει την προσφυγή που άσκησαν οι Ivan Fursin και Igors Buimisters, καθώς και οι C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV και Rikam Holding SA, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Μαρτίου 2016.

5)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής που άσκησε η Trasta Komercbanka AS, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Μαρτίου 2016.

6)      Η Trasta Komercbanka AS, οι Ivan Fursin και Igors Buimisters και οι C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV και Rikam Holding SA φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των αναιρετικών διαδικασιών στις υποθέσεις C663/17 P και C665/17 P.

7)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της στην υπόθεση C663/17 P.

8)      Οι Ivan Fursin και Igors Buimisters και οι C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV και Rikam Holding SA φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της εκδίκασης στον πρώτο βαθμό της προσφυγής των εν λόγω μετόχων.

9)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C669/17 P.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.