ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 19ης Ιανουαρίου 2022 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Σλοβακική αγορά ευρυζωνικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση της Επιτροπής και μειώνεται το ποσό του επιβληθέντος προστίμου – Άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Άρθρο 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Στέρηση της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου – Διαφυγόν κέρδος – Τόκοι υπερημερίας – Επιτόκιο – Ζημία»

Στην υπόθεση T‑610/19,

Deutsche Telekom AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους P. Linsmeier, U. Soltész, C. von Köckritz και P. Lohs, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. Rossi και την L. Wildpanner,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο αφενός προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την άρνηση καταβολής τόκων υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα επί του κύριου ποσού του μέρους του επιστραφέντος προστίμου μετά την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), και αφετέρου αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για το διαφυγόν κέρδος λόγω στέρησης της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το εν λόγω κύριο ποσό ή, επικουρικώς, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της άρνησης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του εν λόγω ποσού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos (εισηγητή), πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητικός υπάλληλος

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Οκτωβρίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 7465 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση AT.39523 – Slovak Telekom), η οποία διορθώθηκε με την απόφαση C(2014) 10119 τελικό, της 16ης Δεκεμβρίου 2014, καθώς και με την απόφαση C(2015) 2484 τελικό, της 17ης Απριλίου 2015 (στο εξής: απόφαση του 2014). Τα άρθρα 1 και 2 της απόφασης του 2014 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

1. Η απαρτιζόμενη από τις Deutsche Telekom AG και Slovak Telekom a.s. επιχείρηση διέπραξε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 της Συνθήκης και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

2. Η παράβαση διήρκεσε από τις 12 Αυγούστου 2005 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 και περιελάμβανε τις ακόλουθες πρακτικές:

α)      απόκρυψη έναντι των εναλλακτικών φορέων εκμεταλλεύσεως των σχετικών με το δίκτυο πληροφοριών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους·

β)      μείωση του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεών της σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους·

γ)      καθορισμό μεροληπτικών όρων και προϋποθέσεων στην προσφορά αναφοράς σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση όσον αφορά τη συνεγκατάσταση, την προεπιλογή, τις προβλέψεις, τις επισκευές και τις τραπεζικές εγγυήσεις·

δ)      εφαρμογή μεροληπτικών τελών τα οποία δεν παρείχαν τη δυνατότητα σε εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή στηριζόμενο στη χονδρική αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους της Slovak Telekom a.s. να αναπαραγάγει τις προσφερόμενες από τη Slovak Telekom a.s. υπηρεσίες λιανικής χωρίς να υποστεί ζημία.

Άρθρο 2

Για τις παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)      πρόστιμο ύψους 38 838 000 ευρώ στην Deutsche Telekom AG και στη Slovak Telekom a.s., αλληλεγγύως και εις ολόκληρον·

β)      πρόστιμο ύψους 31 070 000 ευρώ στην Deutsche Telekom AG.

Τα πρόστιμα καταβάλλονται σε ευρώ εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον ακόλουθο λογαριασμό στο όνομα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:

[…]

Μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας και από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, τα πρόστιμα τοκίζονται αυτομάτως βάσει του επιτοκίου που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

Εάν επιχείρηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1 ασκήσει προσφυγή, η εν λόγω επιχείρηση καλύπτει το πρόστιμο εντός της ταχθείσας προθεσμίας είτε παρέχοντας αποδεκτή τραπεζική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινά το πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής[, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1)].»

2        Στις 24 Δεκεμβρίου 2014 η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ήτοι η Deutsche Telekom AG, άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του 2014. Η εν λόγω προσφυγή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑827/14.

3        Στις 16 Ιανουαρίου 2015 η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατέβαλε το πρόστιμο ύψους 31 070 000 ευρώ, του οποίου ήταν μόνη οφειλέτρια.

4        Με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, με την απόφαση του 2014, η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η τιμολογιακή πρακτική της Slovak Telekom a.s., που μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω αποφάσεως, είχε αποτελέσματα αποκλεισμού πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006. Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας δεν ήταν ικανός να αντικατοπτρίζει την ατομική συμπεριφορά της κατά την τέλεση της επίμαχης παράβασης και ότι, επομένως, ο εν λόγω κύκλος εργασιών δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό πρόσθετου προστίμου επιβληθέντος μόνον σε αυτήν για λόγους αποτροπής.

5        Κατόπιν τούτου, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της απόφασης του 2014, καθόσον με αυτό διαπιστώθηκε ότι, κατά το διάστημα από τις 12 Αυγούστου έως την 31η Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα είχε εφαρμόσει μεροληπτικά τέλη τα οποία δεν παρείχαν τη δυνατότητα σε έναν εξίσου αποτελεσματικό φορέα εκμετάλλευσης, στηριζόμενο στην αδεσμοποίητη πρόσβαση στο ευρύ κοινό στους τοπικούς βρόχους της Slovak Telekom, να αναπαραγάγει τις προσφερόμενες από τη Slovak Telekom υπηρεσίες λιανικής χωρίς να υποστεί ζημία.

6        Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2 της απόφασης του 2014 στο μέτρο που καθόρισε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλαν να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Slovak Telekom και η προσφεύγουσα σε 38 838 000 ευρώ και στο μέτρο που καθόρισε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλε να καταβάλει μόνον η προσφεύγουσα σε 31 070 000 ευρώ.

7        Τρίτον, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλαν να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Slovak Telekom και η προσφεύγουσα κατά 776 037 ευρώ και καθόρισε το ύψος του εν λόγω προστίμου σε 38 061 963 ευρώ. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλε να καταβάλει μόνον η προσφεύγουσα κατά 12 039 019 ευρώ και καθόρισε το ύψος του εν λόγω προστίμου σε 19 030 981 ευρώ.

8        Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή και κατένειμε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

9        Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών που ξεκίνησε στις 13 Δεκεμβρίου 2018, η Επιτροπή επέστρεψε, στις 19 Φεβρουαρίου 2019, ποσό ύψους 12 039 019 ευρώ στην προσφεύγουσα-ενάγουσα.

10      Στις 12 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της καταβάλει τόκους υπερημερίας για το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία κατέβαλε το πρόστιμο του οποίου ήταν μόνη οφειλέτρια (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή της επέστρεψε το μέρος του προστίμου που κρίθηκε αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930) (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Οι τόκοι υπερημερίας των οποίων την καταβολή αξίωσε η προσφεύγουσα-ενάγουσα ανέρχονταν σε 1 750 522,83 ευρώ και αντιστοιχούσαν σε εφαρμογή επιτοκίου 3,55 % επί του ποσού των 12 039 019 ευρώ που της είχε επιστρέψει η Επιτροπή. Το εν λόγω επιτόκιο ήταν αυτό που εφάρμοζε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης τον Ιανουάριο του 2015, ήτοι 0,05 %, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

11      Με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2019 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή αρνήθηκε να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα.

12      Πρώτον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε επιστρέψει, στις 19 Φεβρουαρίου 2019, το ονομαστικό ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, ήτοι τη διαφορά μεταξύ του προστίμου που επιβλήθηκε αρχικώς στην προσφεύγουσα-ενάγουσα με την απόφαση του 2014 και του πραγματικά οφειλόμενου προστίμου μετά τη μείωση του ποσού από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το ονομαστικό ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου δεν συνοδευόταν από τόκους λόγω της αρνητικής απόδοσης του εν λόγω ποσού.

13      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέπεμψε στο άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού της (ΕΕ) 1268/2012, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1).

14      Συναφώς, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, όταν τα πρόστιμα καταβάλλονται προσωρινά εν αναμονή εξάντλησης όλων των ενδίκων μέσων, η ίδια οφείλει να ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά «επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση». Οι εν λόγω επεξηγήσεις αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012.

15      Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης τις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, κατά τις οποίες, «εφόσον το πρόστιμο […] έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, […] τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους επιστρέφονται […] [και, στις] περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνολική απόδοση κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε αρνητική, η ονομαστική αξία των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιστρέφεται».

16      Δεύτερον, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εξέτασε το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι αυτή δικαιούνταν, σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), να λάβει τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Αντικρούοντας το ως άνω επιχείρημα, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν συνιστούσε τη νομική βάση της καταβολής των τόκων υπερημερίας των οποίων την καταβολή αξίωνε η προσφεύγουσα-ενάγουσα. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν είχε άρει τις υποχρεώσεις που υπείχε η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε ασκήσει αναίρεση κατά της εν λόγω δικαστικής απόφασης και ότι, επομένως, αυτή δεν είχε καταστεί αμετάκλητη.

17      Βάσει των ως άνω επεξηγήσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί καταβολής τόκων υπερημερίας επί του μέρους του προστίμου που το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

19      Στις 2 Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, εν αναμονή της δημοσίευσης της απόφασης περάτωσης της δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39). Στις 10 Οκτωβρίου 2019, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αντιτάχθηκε στην αίτηση αυτή. Στις 22 Οκτωβρίου 2019, ο πρόεδρος του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μην αναστείλει τη διαδικασία.

20      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 8 Μαΐου 2020.

21      Στις 25 Φεβρουαρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συμπερασμάτων που άντλησαν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, από την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39). Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στην πρόσκληση αυτή.

22      Κατόπιν πρότασης του έβδομου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα.

23      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε πλείονες γραπτές ερωτήσεις. Η Επιτροπή κλήθηκε επίσης να προσκομίσει ένα έγγραφο. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στα αιτήματα αυτά.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2021.

25      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εκπροσωπείται από την Επιτροπή, να την αποζημιώσει οικονομικώς για τη ζημία ύψους 2 580 374,07 ευρώ που υπέστη, επειδή, κατά το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αποκομίσει τα έσοδα που κανονικά θα αποκόμιζε με το ποσό αυτό ή να μην μπορέσει να μειώσει αντιστοίχως τις κεφαλαιακές δαπάνες της·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση απόρριψης του δεύτερου αιτήματος από το Γενικό Δικαστήριο, να την αποζημιώσει οικονομικώς για τη ζημία ύψους 1 750 522,83 ευρώ που υπέστη, επειδή η Επιτροπή αρνήθηκε να της καταβάλει, για το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, τόκους υπερημερίας επί του ποσού των 12 039 019 ευρώ, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες·

–        όλως επικουρικώς, να της επιδικάσει αποζημίωση στο ύψος που θα κριθεί προσήκον από το Γενικό Δικαστήριο, υπολογιζόμενο βάσει του επιτοκίου υπερημερίας που θα κριθεί προσήκον από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να αναγνωρίσει την υποχρέωση καταβολής τόκων επί του ποσού που θα πρέπει να καταβάλει η Επιτροπή βάσει του δεύτερου, του τρίτου ή του τέταρτου αιτήματος για το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης από την Επιτροπή βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες ή, επικουρικώς, βάσει του επιτοκίου υπερημερίας που θα κριθεί προσήκον από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και την Ένωση στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Με το πρώτο αίτημα της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος, λόγω στέρησης της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το κύριο ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, και επικουρικώς, να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη λόγω της άρνησης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού. Με το πέμπτο αίτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της εκδοθησόμενης απόφασης και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, επί του ποσού που θα πρέπει να καταβάλει σύμφωνα με το δεύτερο, το τρίτο ή το τέταρτο αίτημα.

28      Υπό τις παρούσες συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει, κατ’ αρχάς, τα αιτήματα περί αποζημιώσεως καθώς και το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της εκδοθησόμενης απόφασης. Εν συνεχεία, θα πρέπει να εξεταστεί το αίτημα περί ακυρώσεως.

 Επί των αιτημάτων περί αποζημιώσεως

29      Με το δεύτερο αίτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί να της επιδικαστεί αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος λόγω στέρησης της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου κατά το διάστημα από τις 15 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019. Με το τρίτο αίτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, επικουρικώς, αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα λόγω της άρνησης της Επιτροπής, κατά παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να της καταβάλει τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Με το τέταρτο αίτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, όλως επικουρικώς, αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της μη καταβολής τόκων υπερημερίας βάσει του επιτοκίου υπερημερίας που θα κριθεί προσήκον από το Γενικό Δικαστήριο. Με το πέμπτο αίτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

30      Το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, σε θέματα εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

31      Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με καθορισμένη σειρά (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Τα αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων.

 Επί του κύριου αιτήματος περί αποζημιώσεως, το οποίο αφορά αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος λόγω στέρησης της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου

34      Κατά κύριο λόγο, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την αποζημίωση διαφυγόντος κέρδους ύψους 2 580 374,07 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στην ετήσια απόδοση του δεσμευμένου κεφαλαίου της (στο εξής: ΑΔΚ) ή στο μέσο σταθμισμένο κόστος του κεφαλαίου της (στο εξής: ΜΣΚΚ) κατά το διάστημα από το 2015 έως το 2018. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη την εν λόγω ζημία λόγω κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

35      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αξιώνει διαφυγόν κέρδος καθότι, εάν ήταν σε θέση να συνεχίσει να διαχειρίζεται το ποσό που στερήθηκε παρανόμως, θα είχε αποκομίσει όφελος. Εκθέτει ότι, με το ποσό που αντιστοιχεί στο αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, θα μπορούσε να είχε πραγματοποιήσει οικονομικές δραστηριότητες και να χρηματοδοτήσει επενδύσεις. Στην περίπτωση αυτή, θα είχε αναζητήσει λιγότερα εξωτερικά κεφάλαια (και, ως εκ τούτου, θα είχε εξοικονομήσει κεφαλαιακές δαπάνες) ή θα μπορούσε, με το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, να είχε χρηματοδοτήσει συμπληρωματικές επενδύσεις και να πραγματοποιήσει υψηλότερη απόδοση.

36      Συναφώς, αφενός, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, αναλύει την ΑΔΚ της στο διάστημα από το 2015 έως το 2018. Εκθέτει ότι, μέσω της εφαρμογής της εν λόγω απόδοσης στο ποσό των 12 039 019 ευρώ, ήτοι το ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, η ζημία της αποτιμάται σε 2 580 374,07 ευρώ. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα διευκρινίζει ότι, στο διάστημα από το 2015 έως το 2018, συγκεκριμενοποίησε πλείονες δυνατότητες επενδύσεων, όπως την ανάπτυξη δικτύων οπτικής ίνας, την κατασκευή νέων κεραιών δικτύου κινητής τηλεφωνίας ή τη διεύρυνση της προσφοράς υπηρεσιών αποθήκευσης στο πλαίσιο της υπολογιστικής νέφους. Από τα προεκτεθέντα συνάγει ότι, εάν διέθετε το αχρεωστήτως καταβληθέν στην Επιτροπή ποσό, θα μπορούσε να το είχε χρησιμοποιήσει επίσης για τις εν λόγω επενδυτικές δραστηριότητες.

37      Αφετέρου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκθέτει ότι παρόμοια εικόνα προκύπτει εάν στηρίξει τον υπολογισμό της ζημίας της στο ΜΣΚΚ της, μετά τους φόρους, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Διευκρινίζει ότι, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, το ΜΣΣΚ συνιστά αναγνωρισμένη τιμή αναφοράς για την οικονομική εκτίμηση επενδυτικών μέτρων και είναι καθοριστικό για τους στόχους απόδοσης της επιχείρησης. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα παραπέμπει στο σημείο 2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τον υπολογισμό του κόστους κεφαλαίου για παραδοσιακές υποδομές στο πλαίσιο της επανεξέτασης των εθνικών κοινοποιήσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην ΕΕ από την Επιτροπή (ΕΕ 2019, C 375, σ. 1). Κατ’ αυτήν, το γεγονός ότι οι τιμές του ΜΣΣΚ συνιστούν, όσο αφορά την ίδια, ακριβή ατομικά στοιχεία προκύπτει από τις τιμές που καθορίζει ετησίως η Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων, Γερμανία), οι οποίες είναι ανώτερες του μέσου ΜΣΣΚ στο οποίο βασίζει το δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη. Επίσης, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσκομίζει εκτίμηση, διενεργηθείσα από εταιρία συμβούλων, των κανονιστικών ΜΣΣΚ στα κράτη μέλη.

38      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

39      Κατά πάγια νομολογία, η ζημία της οποίας ζητείται αποκατάσταση στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη, οπότε απόκειται στον διάδικο που την επικαλείται να το αποδείξει (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε αυτόν απόκειται να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία τόσο ως προς την ύπαρξη όσο και ως προς την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι θα είχε οπωσδήποτε επενδύσει στις δραστηριότητές της το ποσό το οποίο στερήθηκε. Συγκεκριμένα, το ποσό που κρίθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέν από το Γενικό Δικαστήριο και το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε προηγουμένως καταβάλει ως μη όφειλε, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πλείονες άλλους σκοπούς.

41      Δεύτερον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η στέρηση της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν στην Επιτροπή ποσό του προστίμου την οδήγησε στο να παραιτηθεί από συγκεκριμένα έργα τα οποία ήταν ικανά να της αποφέρουν ποσό ισοδύναμο με την ΑΔΚ ή το ΜΣΣΚ.

42      Όσον αφορά την ΑΔΚ, την οποία μνημόνευσε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, επισημαίνεται ότι αντιστοιχεί σε μέση αποδοτικότητα του συνόλου των επενδύσεών της μέσω του συνόλου του κεφαλαίου (ίδια κεφάλαια και μακροπρόθεσμες οφειλές) που χρησιμοποίησε.

43      Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα μνημονεύει στο υπόμνημα απαντήσεως, όσον αφορά την ΑΔΚ, πλείονες επενδύσεις, ήτοι επενδύσεις ύψους περίπου 1,7 δισεκατομμυρίων ευρώ για την απόκτηση νέων αδειών κινητής τηλεφωνίας, επενδύσεις ύψους περίπου 108,1 εκατομμυρίων ευρώ για έξοδα έρευνας και ανάπτυξης και επενδύσεις ύψους περίπου 101,3 εκατομμυρίων ευρώ σε ασώματες ακινητοποιήσεις που επρόκειτο να ενεργοποιηθούν, τις οποίες πραγματοποίησε η ίδια.

44      Εντούτοις, η προσφεύγουσα-ενάγουσα περιορίζεται στο να υποστηρίξει, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι με το ποσό που στερήθηκε θα μπορούσε να είχε χρηματοδοτήσει συμπληρωματικές επενδύσεις. Επομένως, δεν προσδιορίζει ειδικώς κάποιο συγκεκριμένο έργο στο οποίο θα μπορούσε να είχε επενδύσει και το οποίο εγκατέλειψε. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στο διάστημα από το 2015 έως το 2018, συγκεκριμενοποίησε πολλαπλές δυνατότητες επενδύσεων. Εξάλλου, δεν προσδιορίζει την απόδοση ενός εκάστου των έργων που μνημονεύει.

45      Το ΜΣΣΚ ορίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του κόστους του συνόλου των πηγών χρηματοδότησης της επιχείρησης. Ειδικότερα, πρόκειται για τον σταθμισμένο μέσο όρο του κόστους των ιδίων κεφαλαίων (επιτόκιο άνευ κινδύνου το οποίο σχετίζεται με ασφάλιστρο κινδύνου ιδίων κεφαλαίων προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά της επιχείρησης μέσω συντελεστή βήτα) και του κόστους του χρέους. Το κόστος των ιδίων κεφαλαίων και το κόστος του χρέους είναι προβλεπόμενο κόστος και όχι ιστορικό κόστος. Συγκεκριμένα, το ΜΣΣΚ αντιστοιχεί σε ex ante προσδοκία των επενδυτών ως αντάλλαγμα για την ανάληψη κινδύνου.

46      Προς στήριξη των αιτημάτων της, όμως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται ετήσιο ΜΣΣΚ, ήτοι ένα μέσο συντελεστή για το σύνολο των έργων της, και όχι τον εφαρμοστέο συντελεστή σε συγκεκριμένο έργο. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του αιτήματος που βασίζεται στην ΑΔΚ, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσδιόρισε συγκεκριμένο έργο στο οποίο θα είχε διαθέσει το ποσό που στερήθηκε και δεν προσδιόρισε επίσης τον συντελεστή απόδοσης που θα είχε εξασφαλίσει εάν το επίμαχο συγκεκριμένο έργο είχε όντως υλοποιηθεί, όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μέσω της απάντησης που δόθηκε σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο.

47      Τρίτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι δεν διέθετε τα αναγκαία κεφάλαια για να εκμεταλλευτεί επενδυτική ευκαιρία σχετική με συγκεκριμένη επένδυση ή, γενικότερα, ότι δεν διέθετε εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης. Συναφώς, είναι αληθές ότι, στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εξηγεί ότι η δανειακή επιβάρυνσή της είναι υψηλή και ότι δραστηριοποιείται στα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων της. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι το ποσό που στερήθηκε είναι μικρό σε σχέση με τον ισολογισμό της, τα ίδια κεφάλαια και τις οφειλές της, που ανέρχονται σε πλείονες δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως δείχνουν ότι διέθετε ίδια κεφάλαια ύψους 45,6 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019. Εξάλλου, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα προκύπτει ότι διέθετε επίσης σημαντικά ρευστά διαθέσιμα και ισοδύναμα ρευστών διαθεσίμων κατά το διάστημα 2015‑2019, τα οποία ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου ανέρχεται μόνο στο 0,22 % περίπου των εν λόγω μέσων ρευστών διαθεσίμων και ισοδυνάμων ρευστών διαθεσίμων.

48      Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ότι εμποδίστηκε να πραγματοποιήσει επένδυση η οποία θα είχε παραγάγει απόδοση αντίστοιχη της ΑΔΚ ή του ΜΣΣΚ που μνημονεύει.

49      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, το ΜΣΣΚ συνιστά αναγνωρισμένη τιμή αναφοράς για την οικονομική εκτίμηση επενδυτικών μέτρων και είναι καθοριστικό για τους στόχους απόδοσης της επιχείρησης.

50      Συγκεκριμένα, αφενός, στο σημείο 2 της ανακοίνωσής της σχετικά με τον υπολογισμό του κόστους κεφαλαίου για παραδοσιακές υποδομές στο πλαίσιο της επανεξέτασης των εθνικών κοινοποιήσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην ΕΕ από την ίδια, η Επιτροπή εξηγεί ότι το κόστος κεφαλαίου είναι το κόστος ευκαιρίας πραγματοποίησης «συγκεκριμένης επένδυσης» έναντι διαφορετικής επένδυσης με ισοδύναμο κίνδυνο. Διευκρινίζει επιπλέον ότι, ως εκ τούτου, το κόστος κεφαλαίου είναι ο συντελεστής απόδοσης που αναμένει η επιχείρηση για να πραγματοποιήσει «συγκεκριμένη επένδυση». Αφετέρου, η αυτόματη εφαρμογή του ΜΣΣΚ της προσφεύγουσας-ενάγουσας σε κάθε αποστέρηση χρηματικού ποσού την οποία υπέστη θα είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται βέβαιο ότι στερήθηκε την ευκαιρία να επενδύσει σε συγκεκριμένο έργο το οποίο θα είχε παραγάγει απόδοση ισοδύναμη με το εν λόγω ΜΣΣΚ. Πλην όμως, μια τέτοια προσέγγιση δεν συνάδει με το γεγονός ότι το ΜΣΣΚ ενσωματώνει ασφάλιστρο κινδύνου. Κατά μείζονα δε λόγο δεν συνάδει με την υποχρέωση που υπέχει η προσφεύγουσα-ενάγουσα να αποδείξει ότι υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε πραγματικό και βέβαιο διαφυγόν κέρδος το οποίο θα μπορούσε να βασίζεται είτε στην ΑΔΚ είτε στο ΜΣΣΚ.

52      Ως εκ τούτου, το κύριο αίτημα που αφορά αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος, που ισοδυναμεί με την ΑΔΚ ή το ΜΣΣΚ της προσφεύγουσας-ενάγουσας, λόγω στέρησης της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, πρέπει να απορριφθεί, καθότι δεν πληρούται η προϋπόθεση περί αποδείξεως του υποστατού και της βεβαιότητας της ζημίας, παρέλκει δε η εξέταση, αφενός, του κατά πόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάφωρες παραβάσεις κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες και, αφετέρου, αν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εν λόγω κατάφωρων παραβάσεων και του προβαλλόμενου διαφυγόντος κέρδους (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

 Επί του επικουρικώς προβληθέντος αιτήματος περί αποζημιώσεως, το οποίο αφορά αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας

53      Πρώτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η άρνηση της Επιτροπής να της καταβάλει τόκους υπερημερίας συνεπάγεται όχι μόνον την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η εν λόγω κατάφωρη παράβαση είναι η αιτία της ζημίας που υπέστη, η οποία συνίσταται στους τόκους υπερημερίας που στερήθηκε.

–       Επί της υπάρξεως κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

54      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι, όταν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώνει ότι το πρόστιμο καταβλήθηκε αχρεωστήτως, το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ υποχρεώνει την Επιτροπή, όταν επιστρέφει το σχετικό ποσό, να καταβάλλει τόκους υπερημερίας. Επομένως, πλήρης άρνηση καταβολής τόκων υπερημερίας συνιστά κατάφωρη παράβαση της εν λόγω διάταξης.

55      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι το δικαίωμα είσπραξης τόκων υπερημερίας δεν επηρεάζεται από το άρθρο 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι ρυθμίζει το δικαίωμα είσπραξης τόκων υπερημερίας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διάταξης.

56      Τέλος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα θεωρεί ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας γεννάται από τη στιγμή που οι πόροι δεν είναι πλέον στη διάθεση του ενδιαφερομένου, ήτοι, εν προκειμένω, από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου.

57      Βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλε προς αντίκρουση του αιτήματος περί ακυρώσεως, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι δεν παρέβη το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι τέτοια παράβαση, ακόμη και αν γινόταν δεκτή, δεν θα ήταν κατάφωρη.

58      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι υποχρεούται να προβεί μόνο σε επιστροφή βασισμένη στην αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με άλλα λόγια, η εν λόγω διάταξη δεν της επιβάλλει την υποχρέωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας μαζί με την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου. Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα δικαστήρια της Ένωσης διακρίνουν μεταξύ διαφόρων ειδών τόκων, ήτοι μεταξύ των τόκων υπερημερίας, οι οποίοι έχουν εφάπαξ χαρακτήρα και συνιστούν κύρωση για την καθυστέρηση πληρωμής, των αντισταθμιστικών τόκων, οι οποίοι οφείλονται για παρανόμως προκληθείσα ζημία, και των παραγόμενων τόκων, οι οποίοι πρέπει να αποδίδονται σε περίπτωση επιστροφής ποσών.

59      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε υπέρ της προσφεύγουσας-ενάγουσας λαμβάνει υπόψη τους παραγόμενους τόκους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 83 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός). Κατ’ αυτήν, σκοπός της καταβολής των παραγόμενων τόκων είναι η αποζημίωση της προσφεύγουσας-ενάγουσας για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της Επιτροπής λόγω του καθ’ υπέρβαση καταβληθέντος ποσού του προστίμου. Η Επιτροπή εκθέτει ότι, εν προκειμένω, τοποθέτησε το ποσό του προστίμου που κατέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, πλην όμως η απόδοση της εν λόγω τοποθέτησης υπήρξε αρνητική. Επομένως, ο «πλουτισμός» της λόγω του καθ’ υπέρβαση ποσού του προστίμου που κατέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπήρξε αρνητικός ή μηδενικός. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), έλαβε άμεσα υπόψη τους παραγόμενους τόκους προκειμένου να αποδώσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που προέκυψε από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου.

60      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπείχε υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

61      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εκθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας δεν μπορούν να έχουν ως σκοπό να την παρακινήσουν να επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό πριν από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης περί μείωσης του προστίμου. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι οι εν λόγω τόκοι δεν πρέπει να υπολογιστούν από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου, ήτοι, εν προκειμένω, από τις 16 Ιανουαρίου 2015. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν ήταν δυνατόν να τελεί σε κατάσταση υπερημερίας πριν ακόμη το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη υποχρέωσης καταβολής εκ μέρους της Επιτροπής, ήτοι, εν προκειμένω, πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

62      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι υποχρεούται να καταβάλλει τόκους υπερημερίας μόνον όταν αρνείται να επιστρέψει ένα πρόστιμο και τους παραγόμενους τόκους μετά τη δημοσίευση απόφασης του δικαστή της Ένωσης με την οποία το εν πρόστιμο μειώνεται ή ακυρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό σημείο από το οποίο ξεκινά η υποχρέωση καταβολής των τόκων υπερημερίας είναι η ημέρα δημοσίευσης της επίμαχης δικαστικής απόφασης.

63      Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, την οποία προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

64      Τέταρτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), της επιβάλλει την υποχρέωση να καταβάλλει νέο είδος τόκων, το οποίο το Δικαστήριο χαρακτηρίζει επίσης «τόκους υπερημερίας». Ερμηνεύει την εν λόγω απόφαση υπό την έννοια ότι θα πρέπει να καταβάλλει το συγκεκριμένο είδος τόκων χωρίς καν να τελεί σε κατάσταση υπερημερίας, ήτοι χωρίς να τελεί στην κατάσταση του οφειλέτη ο οποίος δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα απαιτητό και προσδιορισμένο ποσό. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω τόκοι έχουν, αντιθέτως, αντισταθμιστικό χαρακτήρα.

65      Επιπλέον, η Επιτροπή εκθέτει ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επιδιώκει δύο σκοπούς, ήτοι την αποζημίωση του δανειστή και την κύρωση του μη σύννομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του οφειλέτη που συνεπάγεται την καθυστερημένη πληρωμή της οφειλής του. Εκτιμά, όμως, ότι υφίσταται κάποια αντίφαση μεταξύ των δύο αυτών σκοπών. Συγκεκριμένα, το πρόστιμο που επιβάλλει η Επιτροπή δεν θα μπορούσε, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και συγχρόνως, αφενός, να είναι απαιτητό κατ’ εφαρμογήν απόφασης ισχυρής και εκτελεστής βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, να πρέπει να επιστραφεί από την Επιτροπή. Μόνον κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής χαρακτηριζόταν ανυπόστατη, θα ήταν παντελώς αβάσιμη, ex tunc, η υποχρέωση καταβολής του προστίμου που προβλέπεται με την εν λόγω απόφαση. Επομένως, η απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), έχει την έννοια ότι σκοπός της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας δεν είναι η επιβολή κύρωσης για την καθυστερημένη επιστροφή του προστίμου. Η υποχρέωση επιστροφής του προστίμου υφίσταται, κατά την Επιτροπή, από τη δημοσίευση της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), όπως προκύπτει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

66      Πέμπτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αρχές που διατυπώνονται με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

67      Συναφώς, η Επιτροπή εκθέτει ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει προηγουμένως στο σύνολό του λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας το τμήμα της απόφασής της με την οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο στην Printeos SA. Επομένως, μετά την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο της διαπιστωθείσας παρατυπίας και να ασκήσει εκ νέου την εξουσία της επιβολής προστίμων.

68      Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), το Γενικό Δικαστήριο είχε μειώσει και, επομένως, τροποποιήσει, το πρόστιμο, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003.

69      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), η εξουσία επιβολής κυρώσεων είχε μεταβιβαστεί στον δικαστή της Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την Επιτροπή και προσδιόρισε εκ νέου το ύψος του προστίμου. Η άσκηση της εν λόγω εξουσίας από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να παραγάγει μόνον αποτελέσματα ex nunc. Η μείωση του ύψους του προστίμου είναι αποτέλεσμα της εκτίμησης του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου, που αντικατέστησε εκείνη της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε το ίδιο την πραγματική κατάσταση και άσκησε την εξουσία επιβολής κυρώσεων. Η εν λόγω μείωση του ύψους του προστίμου καθορίστηκε για πρώτη φορά κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου. Προηγουμένως δεν υπήρχε οφειλή της Επιτροπής και, κατά μείζονα λόγο, δεν υπήρχε προσδιορισμένο ποσό.

70      Από τα προεκτεθέντα η Επιτροπή συνάγει ότι όταν τα δικαστήρια της Ένωσης ασκούν την πλήρη δικαιοδοσία τους δεν είναι δυνατή η εφαρμογή τόκων υπερημερίας ex tunc.

71      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποτελεί κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωση του οργάνου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να λάβει, προς το συμφέρον του νικήσαντος προσφεύγοντος, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης, στην οποία αντιστοιχεί δικαίωμα του προσφεύγοντος για πλήρη τήρηση της υποχρέωσης αυτής.

72      Όσον αφορά την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, όταν εισπράχθηκαν ποσά κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, από το εν λόγω δίκαιο προκύπτει υποχρέωση επιστροφής τους εντόκως. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν τα ποσά έχουν εισπραχθεί κατ’ εφαρμογήν πράξης της Ένωσης η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη ή ακυρώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψεις 66 και 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Ειδικότερα, σε περίπτωση ακύρωσης από τα δικαστήρια της Ένωσης πράξης βάσει της οποίας καταβλήθηκε ένα ποσό στην Ένωση, η καταβολή των τόκων υπερημερίας συνιστά μέτρο εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης, υπό την έννοια του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αποσκοπεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη στέρηση της ικανοποίησης μιας απαίτησης και στην παρακίνηση του οφειλέτη να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την ακυρωτική απόφαση (αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 30, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 68· πρβλ., επίσης, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 55).

74      Όσον αφορά τον καθορισμό των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων, σε αυτές περιλαμβάνεται, πρώτον, η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει το σύνολο ή τμήμα του καταβληθέντος από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προστίμου, στο μέτρο που η σχετική πληρωμή χαρακτηρίζεται ως αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσα εν συνεχεία της δικαστικής απόφασης. Η ως άνω υποχρέωση καταλαμβάνει όχι μόνον το ποσόν του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους γεγενημένους εκ του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας [πρβλ. αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2001, Corus UK κατά Επιτροπής, T‑171/99, EU:T:2001:249, σκέψεις 52 και 53· της 8ης Ιουλίου 2004, Corus UK κατά Επιτροπής, T‑48/00, EU:T:2004:219, σκέψη 223, και διάταξη της 4ης Μαΐου 2005, Holcim (France) κατά Επιτροπής, T‑86/03, EU:T:2005:157, σκέψη 30].

75      Η καταβολή τόκων υπερημερίας επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού παρίσταται ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της υποχρεώσεως της Επιτροπής προς επαναφορά της προτεραίας καταστάσεως κατόπιν της ακυρωτικής αποφάσεως ή στο πλαίσιο αποφάσεως πλήρους δικαιοδοσίας (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2001, Corus UK κατά Επιτροπής, T‑171/99, EU:T:2001:249, σκέψη 54· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής, T‑201/17, EU:T:2019:81, σκέψη 56).

76      Κατά συνέπεια, καθόσον δεν κατέβαλε τόκους υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου που επεστράφη κατόπιν δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ή μειώθηκε το πρόστιμο το οποίο είχε επιβληθεί σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει μέτρο που συνεπαγόταν η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως και, επομένως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ [διάταξη της 4ης Μαΐου 2005, Holcim (France) κατά Επιτροπής, T‑86/03, EU:T:2005:157, σκέψη 31·επίσης, πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 488].

77      Είναι αληθές, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων εκτός των κρατών είναι τίτλοι εκτελεστοί. Εν συνεχεία, δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, οι προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τέτοιου είδους αποφάσεων δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τέλος, οι αποφάσεις της Επιτροπής απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας μέχρι να ακυρωθούν ή να ανακληθούν (βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Είναι επίσης αληθές ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνον όταν η κύρια απαίτηση είναι βέβαιη ως προς το ποσό ή, τουλάχιστον, προσδιορίσιμη βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 55).

79      Εντούτοις, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 83 του δημοσιονομικού κανονισμού, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Τα ποσά που εισπράττονται ως πρόστιμα, ποινές και κυρώσεις, και κάθε παραγόμενος τόκος ή άλλα έσοδα που δημιουργούνται από αυτά δεν εγγράφονται ως έσοδα του προϋπολογισμού ενόσω οι αντίστοιχες αποφάσεις είναι δυνατόν να ανατραπούν από το [Δικαστήριο].

2. Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εγγράφονται ως έσοδα του προϋπολογισμού όσο το δυνατόν συντομότερα και το αργότερο κατά το έτος που ακολουθεί την εξάντληση όλων των ένδικων μέσων. Τα ποσά που επιστρέφονται στην οντότητα που τα έχει καταβάλει σύμφωνα με απόφαση του [Δικαστηρίου] δεν εγγράφονται ως έσοδα του προϋπολογισμού.

[…]

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις […] σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τα ποσά που εισπράττονται υπό μορφή προστίμων, κυρώσεων και παραγόμενων τόκων.»

80      Το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Όταν το [Δικαστήριο] επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις δυνάμει της ΣΛΕΕ ή της Συνθήκης Ευρατόμ, και έως ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, ο οφειλέτης είτε εξοφλεί προσωρινά τα σχετικά ποσά καταβάλλοντάς τα στον τραπεζικό λογαριασμό που ορίζει ο υπόλογος, είτε παρέχει αποδεκτή για τον υπόλογο χρηματική εγγύηση. Η εν λόγω εγγύηση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση καταβολής του προστίμου ή άλλης κύρωσης και μπορεί να εκτελεσθεί σε πρώτη ζήτηση. Η εγγύηση αυτή καλύπτει την απαίτηση ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους τόκους, που υπολογίζονται κατά το άρθρο 83 παράγραφος 4.

2. Η Επιτροπή ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση.

[…]

4. Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, λαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο τρίτο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνολική απόδοση κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε αρνητική, η ονομαστική αξία των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιστρέφεται·

β)      εφόσον έχει συσταθεί χρηματοοικονομική εγγύηση, αυτή αποδεσμεύεται αναλόγως.»

81      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, της απόφασης C(2013) 2488 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, σχετικά με τις διατάξεις εσωτερικής διαδικασίας για την είσπραξη των απαιτήσεων που γεννώνται από την άμεση διαχείριση και την είσπραξη των προστίμων, κατ’ αποκοπήν ποσών και χρηματικών ποινών βάσει των Συνθηκών, που αντικαθιστά την απόφαση C(2011) 4212 τελικό, της 17ης Ιουνίου 2011, και που τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2014) 2786 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2014, προβλέπει επίσης ότι, όταν ο οφειλέτης ασκεί προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου της Ένωσης κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο, ο υπόλογος εισπράττει «προσωρινά» τα εν λόγω ποσά από τον οφειλέτη. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει επίσης ότι, ανάλογα με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά, ως προς το κεφάλαιο και ως προς τους τόκους, είτε θα καταχωριστούν οριστικώς στη λογιστική ως έσοδα είτε θα «επιστραφούν» στους οικονομικούς φορείς όπως ορίζεται στην εν λόγω απόφαση.

82      Επομένως, από την εφαρμοστέα ρύθμιση που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 79 έως 81 ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν εταιρία ασκεί προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης με σκοπό να προσβάλει απόφαση με την οποία η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο, η καταβολή του προστίμου από την εν λόγω εταιρία έχει προσωρινό χαρακτήρα, έως ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα. Η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει επίσης, ex ante, ότι η εταιρία που κατέβαλε πρόστιμο το οποίο ακυρώθηκε ή μειώθηκε μεταγενέστερα διαθέτει δικαίωμα επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, επομένως, αξίωση επιστροφής.

83      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι, με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το ύψος του προστίμου στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του.

84      Εντούτοις, κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, πριν από την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του και τη μείωση του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει, με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), τη διάταξη με την οποία διαπιστώθηκε η πρακτική που μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της απόφασης του 2014 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2 της ίδιας απόφασης στο μέτρο που καθόρισε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλε να καταβάλει μόνον η προσφεύγουσα-ενάγουσα σε 31 070 000 ευρώ (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

85      Όσον αφορά τα αποτελέσματα της ακύρωσης πράξης από τον δικαστή της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω ακύρωση λειτουργεί ex tunc και έχει, επομένως, ως συνέπεια την εξάλειψη αναδρομικώς της ακυρωθείσας πράξης από την έννομη τάξη (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 30, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑481/93 και T‑484/93, EU:T:1995:209, σκέψη 46, και της 10ής Οκτωβρίου 2001, Corus UK κατά Επιτροπής, T‑171/99, EU:T:2001:249, σκέψη 50).

86      Εν συνεχεία, υπογραμμίζεται ότι ούτε οι διατάξεις ούτε τα κείμενα που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 79 έως 81 ανωτέρω ούτε η νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 74 έως 76 ανωτέρω προβαίνουν σε διαφοροποίηση ανάλογα με το αν ο δικαστής της Ένωσης ακύρωσε μόνον, εν όλω ή εν μέρει, το επιβληθέν στον προσφεύγοντα πρόστιμο ή μείωσε το εν λόγω πρόστιμο αφού το ακύρωσε.

87      Τέλος, όταν υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και μειώνει το ύψος του προστίμου στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης αντικαθιστά, στην απόφαση της Επιτροπής, το αρχικώς καθορισμένο στην εν λόγω απόφαση ποσό με εκείνο που προκύπτει από την εκτίμησή του. Η εν λόγω μείωση τροποποιεί αναδρομικά την απόφαση της Επιτροπής. Το μειωμένο, μετά τη νέα εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης, πρόστιμο λογίζεται πάντοτε ως αυτό που επέβαλε η Επιτροπή. Επομένως, όσον αφορά την εν λόγω μείωση, λόγω του αποτελέσματος αντικατάστασης της απόφασης του δικαστή της Ένωσης, η απόφαση της Επιτροπής λογίζεται πάντοτε ως αυτή που προκύπτει από την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 60 έως 65 και 85 έως 87).

88      Κατά τρίτον, αφενός, η παρακίνηση του οφειλέτη «να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την ακυρωτική απόφαση» συνιστά τον έναν μόνο από τους δύο σκοπούς της καταβολής τόκων υπερημερίας τους οποίους εξέτασε το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της απόφασης της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International (C‑336/13 P, EU:C:2015:83). Η καταβολή τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του επίμαχου προστίμου επιδιώκει τον έτερο σκοπό που εξέτασε το Δικαστήριο, δηλαδή την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της επιχείρησης που κατέβαλε το πρόστιμο για τη στέρηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης των κεφαλαίων της κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του εν λόγω προστίμου μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του. Αφετέρου, σε περίπτωση ακύρωσης απόφασης βάσει της οποίας είχε καταβληθεί προσωρινώς ένα ποσό, όπως το πρόστιμο που επιβλήθηκε για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η υποχρέωση να επιστραφεί το καταβληθέν ποσό πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων από την ημερομηνία καταβολής του ποσού αυτού συνιστά παρακίνηση του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή κατά την έκδοση τέτοιων αποφάσεων, οι οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται την υποχρέωση του ιδιώτη να καταβάλει αμέσως σημαντικά ποσά (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψεις 85 και 86).

89      Επομένως, με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου δεν επιδίωκε τον σκοπό παρακίνησης της Επιτροπής «να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την ακυρωτική απόφαση».

90      Συνεπώς, είναι αληθές ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας δεν μπορεί να έχει ως σκοπό να παρακινήσει την Επιτροπή να επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό πριν από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης περί ακύρωσης και μείωσης του ποσού του προστίμου που επέβαλε. Εντούτοις, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση ακύρωσης και μείωσης, από τον δικαστή της Ένωσης, του ύψους προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή δεν επιδιώκει τον σκοπό της κύρωσης της υπαίτιας καθυστέρησης του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Σκοπός της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας σε τέτοια κατάσταση είναι, ιδίως, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση αντικειμενικής καθυστέρησης η οποία απορρέει, πρώτον, από τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δεύτερον, από το γεγονός ότι η σχετική δημοσιονομική νομοθεσία προβλέπει ότι εταιρία η οποία κατέβαλε προσωρινά πρόστιμο το οποίο ακυρώθηκε ή μειώθηκε μεταγενέστερα διαθέτει απαίτηση περί επιστροφής (βλ. σκέψεις 79 έως 82 ανωτέρω) και, τρίτον, από τον αναδρομικό χαρακτήρα της μείωσης του ύψους του προστίμου από τον δικαστή της Ένωσης (βλ. σκέψεις 84 έως 87 ανωτέρω).

91      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το να θεωρηθεί οφειλέτρια τόκων υπερημερίας από ημερομηνία προγενέστερη της απόφασης του δικαστή της Ένωσης περί ακύρωσης ή μείωσης του ύψους προστίμου θα αντέβαινε στην αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων στις υποθέσεις ανταγωνισμού. Συναφώς, η Επιτροπή εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι υφίσταται άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ της απαγόρευσης αντίθετων προς των ανταγωνισμό πρακτικών βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και της επιβολής προστίμων, εν συνεχεία, ότι τα εν λόγω άρθρα θα καθίσταντο κενό γράμμα εάν δεν συνοδεύονταν από κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, και, τέλος, ότι τα πρόστιμα δεν θα πρέπει να μειώνονται λόγω εξωτερικών περιστάσεων.

92      Εντούτοις, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η έννοια της «αποτροπής» είναι ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του προστίμου (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Alliance One International κατά Επιτροπής, C‑679/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:606, σκέψη 73, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 84). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε οπωσδήποτε υπόψη την αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), όταν άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία του για να μειώσει, με αναδρομική ισχύ, το ύψος του προστίμου που όφειλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω).

93      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων πρέπει να συμβιβάζεται με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τήρηση της εν λόγω αρχής διασφαλίζεται, όμως, μέσω του ελέγχου της νομιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ο οποίος συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά το ύψος του προστίμου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα, να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ύψος των προστίμων (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 62 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, προς εκπλήρωση των επιταγών ενός ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, υπό την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, όσον αφορά το πρόστιμο, ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 200, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 195). Η πλήρης δικαιοδοσία συνιστά πρόσθετη εγγύηση της οποίας απολαύουν οι επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 445, της 6ης Οκτωβρίου 1994, Tetra Pak κατά Επιτροπής, T‑83/91, EU:T:1994:246, σκέψη 235, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Orange Polska κατά Επιτροπής, T‑486/11, EU:T:2015:1002, σκέψη 91).

94      Τρίτον, η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων πρέπει να συμβιβάζεται επίσης με τους σκοπούς που επιδιώκονται με την καταβολή τόκων υπερημερίας μετά την άσκηση, από τον δικαστή της Ένωσης, των αρμοδιοτήτων του και, ιδίως, της πλήρους δικαιοδοσίας του, ήτοι, αφενός, την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της επιχείρησης που κατέβαλε προσωρινά το σχετικό πρόστιμο για τη στέρηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης των κεφαλαίων της κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του εν λόγω προστίμου μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του και, αφετέρου, την παρακίνηση του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή κατά την έκδοση αποφάσεων, όπως οι αποφάσεις επιβολής προστίμων, οι οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται την υποχρέωση του ιδιώτη να καταβάλει αμέσως σημαντικά ποσά (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω).

95      Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των λόγων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 79 έως 94 ανωτέρω, θεωρείται ότι, αφενός, η κύρια απαίτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην υπό κρίση υπόθεση ήταν πραγματική και βέβαιη ως προς το ανώτατο ποσό της ή, τουλάχιστον, ήταν προσδιορίσιμη βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων κατά τον χρόνο προσωρινής καταβολής του προστίμου από αυτήν, ήτοι στις 16 Ιανουαρίου 2015. Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του μέρους του προστίμου που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία προσωρινής καταβολής του προστίμου έως την ημερομηνία επιστροφής του ποσού του προστίμου που κρίθηκε αχρεωστήτως καταβληθέν.

96      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής, τα οποία αντλούνται, πρώτον, από τις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 και, δεύτερον, από το γεγονός ότι οι τόκοι που οφείλονται από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου πρέπει να χαρακτηριστούν αντισταθμιστικοί τόκοι.

97      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από τις διατάξεις του άρθρου 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω), από το εν λόγω άρθρο δεν προκύπτει ότι, όταν υποχρεούται να επιστρέψει το προσωρινά εισπραχθέν πρόστιμο, η Επιτροπή απαλλάσσεται, εν πάση περιπτώσει, από την υποχρέωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας για το εν λόγω ποσό (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 73).

98      Επιπλέον, όταν το ποσό των «τόκων» που προβλέπονται στο άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 είναι μικρότερο από το ποσό των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας ή όταν δεν υφίστανται τόκοι, λόγω αρνητικής απόδοσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου, για να εκπληρώσει η Επιτροπή την απορρέουσα από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρέωσή της, υποχρεούται να καταβάλει στον ενδιαφερόμενο τη διαφορά μεταξύ του ποσού των ενδεχόμενων «τόκων», κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, και του ποσού των τόκων υπερημερίας που οφείλονται για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής του επίμαχου ποσού μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψεις 75 και 76).

99      Επομένως, εν προκειμένω, καθόσον δεν αμφισβητείται ότι η επένδυση από την Επιτροπή του ποσού του προστίμου που κατέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα σε εκτέλεση της απόφασης του 2014 δεν απέφερε τόκους, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, μετά την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), να επιστρέψει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το μέρος του προστίμου που κρίθηκε αχρεωστήτως καταβληθέν, πλέον τόκων υπερημερίας, το δε άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 δεν αποτελεί, συναφώς, κώλυμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 77).

100    Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσέβαλε, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), το άρθρο 2 της απόφασης του 2014, του οποίου το τέταρτο εδάφιο βασιζόταν στο άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Η Επιτροπή δεν μπορεί επίσης να επικαλεστεί το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση την παραπομπή στο άρθρο 90 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

101    Είναι αληθές ότι, με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2 της απόφασης του 2014 μόνον στο μέτρο που καθόριζε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλε να καταβάλει αποκλειστικά η προσφεύγουσα-ενάγουσα σε 31 070 000 ευρώ. Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε το ύψος του προστίμου το οποίο όφειλε να καταβάλει αποκλειστικά η προσφεύγουσα-ενάγουσα σε 19 030 981 ευρώ.

102    Εντούτοις, το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 2 της απόφασης του 2014 δεν αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, σε περίπτωση ακύρωσης της εν λόγω απόφασης και μείωσης του ύψους του προστίμου που προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή θα επιστρέψει το ποσό του προστίμου που η εν λόγω επιχείρηση κατέβαλε προσωρινώς (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 92).

103    Εξάλλου, σε περίπτωση ακύρωσης απόφασης περί επιβολής προστίμου λόγω παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού και σε περίπτωση μείωσης του ποσού του προστίμου που προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση, η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει το σύνολο ή μέρος του προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινά, πλέον τόκων υπερημερίας, για το διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του εν λόγω προστίμου έως την ημερομηνία επιστροφής του, απορρέει ευθέως από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 94).

104    Επομένως, η Επιτροπή δεν έχει την αρμοδιότητα να θεσπίσει, με ατομική απόφαση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα καταβάλει τόκους υπερημερίας σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο και σε περίπτωση μείωσης του ύψους του προβλεπόμενου από την εν λόγω απόφαση προστίμου το οποίο καταβλήθηκε προσωρινώς (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 95).

105    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από τις διατάξεις του άρθρου 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

106    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από το γεγονός ότι οι οφειλόμενοι από την καταβολή του προστίμου τόκοι πρέπει να χαρακτηριστούν ως αντισταθμιστικοί, υπογραμμίζεται ότι η εν λόγω κατηγορία τόκων αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της παρέλευσης του χρόνου μέχρι τη δικαστική εκτίμηση του ύψους της ζημίας, ανεξαρτήτως κάθε καθυστέρησης καταλογιζόμενης στον οφειλέτη (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Εντούτοις, η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας εν προκειμένω από την προσωρινή καταβολή του προστίμου από την προσφεύγουσα-ενάγουσα απορρέει άμεσα από την υποχρέωση εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

108    Η κύρια απαίτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας ήταν απαίτηση περί επιστροφής συνδεόμενη με προσωρινή καταβολή προστίμου. Η εν λόγω απαίτηση ήταν πραγματική και βέβαιη ως προς το ανώτατο ποσό ή, τουλάχιστον, μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει σαφώς προσδιορισμένων κατά τον χρόνο της καταβολής αντικειμενικών στοιχείων (βλ. σκέψεις 79 έως 95 ανωτέρω) και δεν χρειαζόταν να εκτιμηθεί δικαστικά.

109    Οι οφειλόμενοι σε τέτοια περίπτωση τόκοι είναι τόκοι υπερημερίας και δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα καταβολής αντισταθμιστικών τόκων (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψεις 78 και 79).

110    Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι οι τόκοι τους οποίους ενδέχεται να οφείλει για το διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου από την προσφεύγουσα-ενάγουσα έως τη λήξη της προθεσμίας εκτέλεσης της απόφασης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), πρέπει να χαρακτηριστούν ως αντισταθμιστικοί τόκοι.

111    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον αρνήθηκε να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος μέρους του προστίμου, για το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015, ημερομηνία καταβολής του προστίμου, έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία επιστροφής του μέρους του προστίμου το οποίο κρίθηκε οριστικώς αχρεωστήτως καταβληθέν από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

112    Τέλος, από τις σκέψεις 71 έως 95 ανωτέρω προκύπτει ότι, μετά την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, κατά πάγια νομολογία, να επιστρέψει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το μέρος του προσωρινώς αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, πλέον τόκων υπερημερίας, και δεν διέθετε καμία διακριτική ευχέρεια ως προς το αν θα κατέβαλλε ή όχι τους τόκους αυτούς (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 104).

113    Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της απόλυτης και άνευ όρων υποχρέωσης που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να καταβάλλει τόκους υπερημερίας χωρίς αυτή να διαθέτει διακριτική ευχέρεια συναφώς, διαπιστώνεται, εν προκειμένω, η ύπαρξη κατάφωρης παράβασης του εν λόγω κανόνα δικαίου, ικανής να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 266, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

–       Επί της αιτιώδους συνάφειας και επί της προς αποκατάσταση ζημίας

114    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εκ μέρους της Επιτροπής είναι η άμεση αιτία της ζημίας που υπέστη, η οποία συνίσταται στους τόκους υπερημερίας τους οποίους στερήθηκε. Εκθέτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 111, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το προσήκον επιτόκιο υπερημερίας είναι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, το επιτόκιο υπερημερίας που πρέπει να εφαρμοστεί είναι, εν προκειμένω, 3,55 % και αντιστοιχεί στο επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, ήτοι 0,05 % τον Ιανουάριο του 2015, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Εκτιμά δε ότι, μέσω της εφαρμογής του εν λόγω επιτοκίου στο ποσό των 12 039 019 ευρώ που κατέβαλε αχρεωστήτως, η ζημία της αποτιμάται σε 1 750 522,83 ευρώ.

115    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι αρνήθηκε να καταβάλει τόκους υπερημερίας μόνον από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι από τις 28 Ιουνίου 2019, και ότι, επομένως, η αποζημίωση μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να απαιτηθεί μόνον από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν τήρησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 111 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 και δεν μπορεί, επομένως, να αξιώνει τόκους υπερημερίας κατά την έννοια του άρθρου 111, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 83 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, το επιτόκιο υπερημερίας που πρέπει να εφαρμοστεί είναι εκείνο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 83, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

116    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, για να υφίσταται εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, η ζημία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράνομη συμπεριφορά των οργάνων (απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 61).

117    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρέωσής της να καταβάλει τόκους υπερημερίας, βάσει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει αρκούντως άμεση σχέση αιτίου προς αιτιατό με τη ζημία που συνίσταται στην απώλεια, κατά το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, των τόκων υπερημερίας επί του ποσού το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα στερήθηκε αδικαιολογήτως (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 105).

118    Κατά δεύτερον, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω, είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία η οποία ισοδυναμεί με την απώλεια, κατά το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, των τόκων υπερημερίας που συνιστούν την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τη στέρηση της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος.

119    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εάν υποτεθεί ότι οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας, το σχετικό επιτόκιο θα πρέπει να καθοριστεί σε κατ’ αποκοπήν επιτόκιο το οποίο αντιστοιχεί στη στέρηση της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα και τούτο θα εξαρτάται επίσης, τουλάχιστον εν μέρει, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Κατ’ αρχάς, κατ’ αυτήν, το επιτόκιο υπερημερίας που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί βάσει της απόφασης της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39). Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση δεν προσδιορίζει το επιτόκιο που έχει εφαρμογή στους τόκους υπερημερίας. Εν συνεχεία, εάν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο θέλησε να επιβάλει, κατ’ αναλογίαν, στην Επιτροπή την υποχρέωση να καταβάλει τόκους βάσει του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, η Επιτροπή εκτιμά ότι το εν λόγω επιτόκιο δεν έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, το ύψος της οφειλής της Επιτροπής καθορίστηκε μόνον στο πλαίσιο της άσκησης, από το Γενικό Δικαστήριο, της πλήρους δικαιοδοσίας του με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930). Τέλος, η σκέψη 81 της απόφασης της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ήτοι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα, θα μπορούσε να έχει εφαρμογή mutatis mutandis εν προκειμένω.

120    Υπενθυμίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του ποσού των τόκων υπερημερίας που πρέπει να καταβληθούν σε επιχείρηση η οποία έχει καταβάλει πρόστιμο επιβληθέν από την Επιτροπή, μετά την ακύρωση του προστίμου αυτού, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να εφαρμόσει το επιτόκιο που ορίζει συναφώς ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 1268/2012 (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 56).

121    Κατά το Δικαστήριο, εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο καθορίζει το επιτόκιο για τις απαιτήσεις που δεν έχουν εξοφληθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 81).

122    Το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 περιλαμβανόταν στον τίτλο IV, κεφάλαιο 5, τμήμα 3, αυτού. Το εν λόγω κεφάλαιο αφορούσε τα «[έ]σοδα» και το εν λόγω τμήμα είχε ως αντικείμενο τη «[β]εβαίωση απαιτήσεων». Το άρθρο 83, το οποίο έθετε σε εφαρμογή το άρθρο 78 του δημοσιονομικού κανονισμού, έφερε τον τίτλο «Τόκοι υπερημερίας» και προέβλεπε τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή τομεακών κανονισμών, κάθε απαίτηση που δεν έχει καταβληθεί κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) γεννά τόκους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2. Επί των απαιτήσεων που δεν καταβάλλονται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) ισχύει το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία, προσαυξημένο κατά:

α)      οκτώ εκατοστιαίες μονάδες όταν το γενεσιουργό αίτιο της απαίτησης είναι δημόσια σύμβαση προμηθειών και υπηρεσιών που αναφέρονται στον τίτλο V·

β)      τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

[…]

4. Στην περίπτωση των προστίμων, όταν ο οφειλέτης καταθέτει χρηματική εγγύηση αποδεκτή από τον υπόλογο αντί πληρωμής, το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ημέρα της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι το επιτόκιο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και είναι το επιτόκιο που ίσχυε την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση επιβολή προστίμου, προσαυξημένο μόνο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα.»

123    Το άρθρο 111 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 περιλαμβανόταν στον τίτλο IV, κεφάλαιο 6, τμήμα 5, αυτού. Το εν λόγω κεφάλαιο αφορούσε τις «[δ]απάνες» και το εν λόγω τμήμα είχε ως αντικείμενο τις προθεσμίες των πράξεων δαπανών. Το άρθρο 83, το οποίο έθετε σε εφαρμογή το άρθρο 92 του δημοσιονομικού κανονισμού, έφερε τον τίτλο «Προθεσμίες πληρωμής και τόκοι υπερημερίας» και προέβλεπε τα εξής:

«1. Τα χρονικά πλαίσια για την καταβολή των πληρωμών νοείται ότι περιλαμβάνουν την επικύρωση, την έγκριση και την πληρωμή των δαπανών.

Αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης πληρωμής.

Μια αίτηση πληρωμής καταχωρίζεται το ταχύτερο δυνατόν από την εξουσιοδοτημένη υπηρεσία του αρμόδιου διατάκτη, και ως ημερομηνία παραλαβής της θεωρείται η ημερομηνία καταχώρισής της.

Ως ημερομηνία πληρωμής νοείται η ημερομηνία κατά την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός του οργάνου.

[…]

4. Κατά την εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο πιστωτής δικαιούται τόκους υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      τα επιτόκια είναι εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

β)      οι τόκοι οφείλονται για το διάστημα από την ημερολογιακή ημέρα που έπεται της εκπνοής της προθεσμίας πληρωμής που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού μέχρι και την ημέρα πληρωμής.»

124    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, καθόσον επικαλείται το στοιχείο ότι το ύψος της οφειλής της καθορίστηκε από το Γενικό Δικαστήριο αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930), η Επιτροπή εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι δεν υποχρεούνταν να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου έως την ημερομηνία της πραγματοποιηθείσας επιστροφής. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 71 έως 95 ανωτέρω. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα απορρέει ευθέως από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πληρωμής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 111 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012.

125    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση ακύρωσης απόφασης που συνεπαγόταν την προσωρινή καταβολή προστίμου, σκοπός της καταβολής τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία της εν λόγω καταβολής είναι, αφενός, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της επιχείρησης που κατέβαλε το εν λόγω πρόστιμο για τη στέρηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης των κεφαλαίων της και, αφετέρου, η παρακίνηση της Επιτροπής να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή κατά την έκδοση τέτοιας απόφασης (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω).

126    Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση ακύρωσης και μείωσης του ύψους του προστίμου από τον δικαστή της Ένωσης.

127    Κατά δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκονται με τους τόκους υπερημερίας που οφείλει η Επιτροπή μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης περί ακύρωσης και μείωσης του ύψους προστίμου, η Επιτροπή βρίσκεται σε πραγματική και νομική κατάσταση διαφορετική από εκείνη μιας εταιρίας εις βάρος της οποίας εκδίδεται απόφαση περί επιβολής προστίμου, και η οποία συστήνει τραπεζική εγγύηση. Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της Επιτροπής έναντι εταιρίας η οποία κατέβαλε το πρόστιμο διαφέρουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εταιρίας που συστήνει τραπεζική εγγύηση έναντι της Επιτροπής.

128    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όταν η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση προβαίνει αμέσως στην καταβολή του επιβληθέντος προστίμου, συμμορφώνεται απλώς προς το διατακτικό εκτελεστής απόφασης σύμφωνα με το σύνηθες καθεστώς που προβλέπει η Συνθήκη [διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 44· πρβλ., επίσης, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 126]. Αντιθέτως, η αντικατάσταση της εν λόγω καταβολής του προστίμου με την αναστολή της καταβολής η οποία συνοδεύεται από τραπεζική εγγύηση συνιστά παρέκκλιση από το σύνηθες καθεστώς που προβλέπει η Συνθήκη (πρβλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 44).

129    Εάν η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση επιλέξει να καταβάλει αμέσως το πρόστιμο, ασκώντας συγχρόνως προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του προστίμου, είναι εύλογο να αναμένει ότι, σε περίπτωση ακύρωσης ή μείωσης του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, η Επιτροπή θα της επιστρέψει όχι μόνον το ποσό που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους τόκους υπερημερίας που παρήγαγε το εν λόγω ποσό (πρβλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 43, καθώς και νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 74 έως 76 ανωτέρω).

130    Είναι αληθές ότι η αντικατάσταση της άμεσης καταβολής του προστίμου από αναστολή της καταβολής συνοδευόμενη από σύσταση τραπεζικής εγγύησης προβλέπεται πλέον από τη σχετική δημοσιονομική νομοθεσία και προσφέρεται, υπό προϋποθέσεις, από την Επιτροπή (βλ. σκέψεις 80 και 122 ανωτέρω). Ωστόσο, σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης περί επιβολής προστίμου ή μείωσης του ύψους του προστίμου, οι συνέπειες είναι διαφορετικές ανάλογα με το αν η επιχείρηση επέλεξε την άμεση καταβολή του προστίμου ή την αναστολή της καταβολής συνοδευόμενη από τη σύσταση τραπεζικής εγγύησης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψεις 82 έως 86, και διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 44).

131    Συγκεκριμένα, όταν χορηγηθεί αναστολή καταβολής, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επιστρέψει αχρεωστήτως καταβληθέν πρόστιμο, δεδομένου ότι, θεωρητικά, το εν λόγω πρόστιμο δεν έχει καταβληθεί. Για τον ίδιο λόγο, η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση δεν στερήθηκε, επομένως, τη δυνατότητα αποκόμισης οφέλους από το ποσό που αντιστοιχεί στο αχρεωστήτως καταβληθέν πρόστιμο. Η μόνη ενδεχόμενη οικονομική ζημία που θα μπορούσε να υποστεί η οικεία επιχείρηση απορρέει από τη δική της απόφαση να συστήσει τραπεζική εγγύηση [πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 129, και διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 45].

132    Κατά τρίτον, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι η εφαρμογή, στις απαιτήσεις περί επιστροφής, τόκων υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, θα ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τους εν λόγω τόκους υπερημερίας. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εκθέτει τον λόγο για τον οποίο ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας στη συγκεκριμένη βάση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υποχρέωση της εταιρίας αποδέκτη απόφασης περί επιβολής προστίμου να καταβάλει αμέσως το εν λόγω πρόστιμο.

133    Κατά τέταρτον, είναι αληθές ότι, στη σκέψη 81 της απόφασης της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε επακριβώς τις διατάξεις του άρθρου 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 στις οποίες παρέπεμπε.

134    Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι, με την ίδια απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικώς επί της διαφοράς, αφού αναίρεσε το σημείο 2 του διατακτικού της απόφασης της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπή (T‑201/17, EU:T:2019:81), καθότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα απορρίπτοντας το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας που είχε διατυπώσει η Printeos για το διάστημα που ξεκινούσε από την 31η Μαρτίου 2017. Επομένως, στη σκέψη 129 της απόφασης της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να επιδικαστούν στην Printeos τόκοι υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012.

135    Κατά πέμπτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκθέτει με πειστικά επιχειρήματα ότι, εάν δεν είχε καταβάλει το παρατύπως καθορισμένο ποσό του προστίμου, θα υποχρεούνταν και εκείνη να καταβάλει τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Εξ αυτού η προσφεύγουσα-ενάγουσα συνάγει ορθώς ότι, μετά την ακύρωση και τη μείωση του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να υποχρεούται να καταβάλει τόκους υπερημερίας βάσει του ίδιου επιτοκίου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εισέπραξε αδικαιολογήτως το καθ’ υπέρβαση καταβληθέν ποσό.

136    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της προσφεύγουσας-ενάγουσας για τη στέρηση της δυνατότητας αποκόμισης οφέλους από τα κεφάλαιά της μπορεί να καθοριστεί μέσω της εφαρμογής, κατ’ αναλογίαν, του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, δηλαδή του επιτοκίου που εφάρμοζε η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης τον Ιανουάριο του 2015, ήτοι 0,05 %, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

137    Επομένως, το τρίτο, επικουρικώς υποβληθέν αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό και να επιδικαστεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα αποζημίωση ύψους 1 750 522,83 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της κατάφωρης παράβασης του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία συνίσταται στην απώλεια τόκων υπερημερίας υπολογισμένων βάσει επιτοκίου 3,55 %, κατά το χρονικό διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου.

138    Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση του τέταρτου αιτήματος που υπέβαλε όλως επικουρικώς η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

 Επί των τόκων επί της αποζημίωσης που το Γενικό Δικαστήριο επιδικάζει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα

139    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να προσαυξήσει την αποζημίωση που ενδέχεται να της επιδικάσει με τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Η εν λόγω προσαύξηση θα πρέπει να βασίζεται στο επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες ή, επικουρικώς, σε άλλο επιτόκιο υπερημερίας που θα κριθεί προσήκον από το Γενικό Δικαστήριο.

140    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωση.

141    Δεδομένου ότι πρόκειται για αίτημα που θεμελιώνεται στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι, ελλείψει ειδικών περιστάσεων, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας γεννάται από την έκδοση της απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C‑152/88, EU:C:1990:259, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Για τον καθορισμό του επιτοκίου υπερημερίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 99, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1). Κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες (βλ., κατ’ αναλογίαν, διατάξεις της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Marcuccio, C‑617/11 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:17, σκέψη 12, και της 7ης Οκτωβρίου 2020, Argus Security Projects κατά Επιτροπής και EUBAM Libya, T‑206/17 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:476, σκέψη 61).

143    Εν προκειμένω, η αποζημίωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 137 ανωτέρω πρέπει να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Το επιτόκιο υπερημερίας θα είναι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης κατά την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως

144    Στο πλαίσιο του αιτήματός της περί ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε να της καταβάλει τόκους υπερημερίας. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω ελλιπούς ή ανεπαρκούς αιτιολογίας.

145    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπογραμμίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψεις 12 έως 17 ανωτέρω), του πλαισίου έκδοσής της (βλ. σκέψεις 1 έως 10 ανωτέρω), καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει ότι η Επιτροπή είχε αρνηθεί να της καταβάλει τόκους υπερημερίας διότι, αφενός, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επέβαλλε στην Επιτροπή μόνο να καταβάλει τους «τόκους» που μνημονεύονται στο άρθρο 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 και, αφετέρου, η απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), δεν επέβαλλε, εν προκειμένω, στο εν λόγω θεσμικό όργανο την υποχρέωση να καταβάλει τόκους υπερημερίας. Η συγκεκριμένη κατανόηση της προσβαλλόμενης απόφασης από την προσφεύγουσα-ενάγουσα επιρρωννύεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο της προσφυγής της. Επιπλέον, από τις σκέψεις 72 έως 111 ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να εκτιμήσει, επί της ουσίας, τη νομιμότητα της άρνησης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα.

146    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

147    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ λόγω της άρνησης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας, από τις σκέψεις 72 έως 111 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέβη την εν λόγω διάταξη αρνούμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην προσφεύγουσα-ενάγουσα επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος μέρους του προστίμου, για το διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015, ημερομηνία καταβολής του προστίμου, έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία επιστροφής του μέρους του ποσού του προστίμου το οποίο κρίθηκε οριστικώς αχρεωστήτως καταβληθέν από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

148    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

149    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

150    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε ως προς το δεύτερο αίτημά της. Εντούτοις, το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο αίτημά της έγιναν δεκτά. Εξάλλου, η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει μεγάλο μέρος της αποζημίωσης που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Τέλος, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), η Επιτροπή αποφάσισε να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στην Deutsche Telekom AG αποζημίωση ύψους 1 750 522,83 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

2)      Το ποσό της αποζημίωσης που καθορίζεται στο σημείο 1 προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και έως πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

3)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την άρνηση καταβολής τόκων υπερημερίας στην Deutsche Telekom, για το χρονικό διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2019, επί του κύριου ποσού του προστίμου που επιστράφηκε μετά την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T827/14, EU:T:2018:930).

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

5)      Η Επιτροπή, πέραν των δικαστικών εξόδων της, φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Deutsche Telekom.

6)      Η Deutsche Telekom φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 19 Ιανουαρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.