ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ολομέλεια)

της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Συντάξεις — Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα — Κανονισμός περί προσαρμογής του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης — Προσαρμογή των αναλογιστικών αξιών — Ανάγκη προσαρμογής των γενικών εκτελεστικών διατάξεων — Διαχρονική εφαρμογή των νέων γενικών εκτελεστικών διατάξεων — Ανάκληση προτάσεως περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών — Νομιμότητα — Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση F‑130/11,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚAΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Marco Verile, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Cadrezzate (Ιταλία),

Anduela Gjergji, συμβασιούχος υπάλληλος του Εκτελεστικού Οργανισμού του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενοι από τους D. Abreu Caldas, A. Coolen, J.-N. Louis, É. Marchal και S. Orlandi, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους D. Martin και J. Baquero Cruz,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, Πρόεδρο, M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο τμήματος, E. Perillo (εισηγητή), R. Barents και K. Bradley, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκηση [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] στις 2 Δεκεμβρίου 2011, ο M. Verile και η Α. Gjergji άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή με την οποία ζητούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των αποφάσεων, αντιστοίχως της 20ής και 19ης Μαΐου 2011, με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακάλεσε την πρώτη πρόταση περί καθορισμού, κατόπιν δικής τους αιτήσεως, του αριθμού των συντάξιμων ετών που αναγνωρίζονταν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και γνωστοποίησε σε έκαστο εξ αυτών ένα νέο αριθμό αναγνωριζομένων συντάξιμων ετών συνεπεία της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει σε εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα πριν αναλάβουν υπηρεσία στην Επιτροπή.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 83α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως εξής:

«1. Η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδοτήσεως εξασφαλίζεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο παράρτημα XII λεπτομερείς κανόνες [του ΚΥΚ].

[…]

3. Επ’ ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το παράρτημα XII [του ΚΥΚ], και με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του συστήματος, το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] αποφασίζει σχετικά με το ποσοστό της εισφοράς και την ενδεχόμενη τροποποίηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

4. Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος στο Συμβούλιο ενημερωμένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII [του ΚΥΚ]. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμη η αναπροσαρμογή του ποσοστού, σύμφωνα με τους καθοριζόμενους στο παράρτημα XII [του ΚΥΚ] κανόνες.

[…]»

3        Το άρθρο 84 του ΚΥΚ ορίζει:

«Η διάρθρωση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται ανωτέρω καθορίζεται στο παράρτημα VIII [του ΚΥΚ].»

4        Κατά το άρθρο 110, παράγραφος 1, του ΚΥΚ:

«Οι γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης εκδίδονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού του και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. […]»

5         Το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ, Eυρατόμ) 1324/2008 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την αναπροσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2008, του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 345, σ. 17), προέβλεπε τα εξής:

«Ως “Το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητας” νοείται η αξία σε κεφάλαιο των παροχών που αναλογούν στον υπάλληλο και υπολογίζονται σύμφωνα με τον πίνακα θνησιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος XII [του ΚΥΚ], και βάσει του ετησίου επιτοκίου 3,5 % το οποίο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του παραρτήματος XII [του ΚΥΚ] κανόνες.»

6         Το άρθρο 2 του κανονισμού 1324/2008 ορίζει συναφώς:

«Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2009, το επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του [ΚΥΚ] είναι 3,1 %.»

7        Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIIΙ του KYK:

«Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν τα καθήκοντα για:

–        να εισέλθει στην υπηρεσία διοικήσεως ή εθνικού ή διεθνούς οργανισμού που έχει συνάψει συµφωνία µε την Ένωση,

[…]

δικαιούται να μεταφέρει στο ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως [ή] αυτού του οργανισμού [...] το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, των δικαιωμάτων του συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στην Ένωση […].»

8        Αντιστρόφως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης:

–        μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό

[…]

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας […] να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στην Ένωση το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αίτησης μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το ενωσιακό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει η ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αίτησης μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.»

9        Με την απόφαση C(2004) 1588 της 28ης Απριλίου 2004, που δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 60 της 9ης Ιουνίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, που αφορούν τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (στο εξής: ΓΕΔ 2004). Οι ΓΕΔ 2004 παραπέμπουν σε δύο πίνακες αναλογιστικών αξιών που αποτελούν το αντικείμενο δύο παραρτημάτων, ήτοι του παραρτήματος 1, το οποίο αφορά τις αναλογιστικές αξίες (V1) που υπολογίζονται επί τη βάσει των παραμέτρων που προβλέπονται στο παράρτημα XII του ΚΥΚ για τον υπολογισμό του ύψους του αναλογιστικού ισοδυνάμου που μεταφέρεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, και του άρθρου 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, και του παραρτήματος 2, που αφορά τις αναλογιστικές αξίες (V2) που υπολογίζονται επί τη βάσει παραμέτρων που προβλέπονται στο παράρτημα XII του ΚΥΚ για τον υπολογισμό του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

10      Οι αναλογιστικές αξίες V1 και V2, που υπολογίζονται επί τη βάσει της ηλικίας κατά την ημερομηνία της αιτήσεως και των παραμέτρων που προβλέπονται στο παράρτημα XII του ΚΥΚ, είναι πανομοιότυπες.

11      Με την απόφαση C(2011) 1278 της 3ης Μαρτίου 2011, που αφορά τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ σχετικά με τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 17 της 28ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή κατήργησε τις ΓΕΔ 2004 και εξέδωσε νέες γενικές εκτελεστικές διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ 2011).

12      Οι ΓΕΔ 2011 ετέθησαν σε ισχύ την 1η Απριλίου 2011 και διευκρινίζουν στο άρθρο τους 9 τα εξής:

«Οι παρούσες γενικές εκτελεστικές διατάξεις […] τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στις [Διοικητικές πληροφορίες].

Οι εν λόγω διατάξεις καταργούν και αντικαθιστούν τις [ΓΕΔ 2004].

Εντούτοις, [οι ΓΕΔ 2004] εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τις μεταφορές που γίνονται επί τη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, και του άρθρου 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ στην περίπτωση που η παύση των καθηκόντων έλαβε χώρα πριν την [1η Ιανουαρίου] 2009. Εξακολουθούν επίσης να ισχύουν επί των φακέλων των υπαλλήλων των οποίων η αίτηση μεταφοράς βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ καταχωρίστηκε πριν από την [1η Ιανουαρίου] 2009.

Οι συντελεστές της μετατροπής […] που προβλέπονται στο παράρτημα 1 εφαρμόζονται από [1ης Ιανουαρίου] 2009. Αυτοί οι συντελεστές μετατροπής θα τροποποιούνται αυτοδικαίως άμα τη θέσει σε ισχύ της προσαρμογής του επιτοκίου που ορίζει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.»

13      Εν αντιθέσει προς τις ΓΕΔ 2004, το παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011 περιλαμβάνει ένα μόνον πίνακα με αναλογιστικές αξίες, οι οποίες καλούνται εφεξής «συντελεστές μετατροπής», που ισχύουν τόσο για τον υπολογισμό του ύψους του αναλογιστικού ισοδυνάμου που μπορεί να μεταφερθεί όσο και για τον υπολογισμό του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών. Αυτοί οι συντελεστές μετατροπής, οι οποίοι επίσης υπολογίζονται βάσει της ηλικίας κατά την ημερομηνία της αιτήσεως και των παραμέτρων που προβλέπονται στο παράρτημα XII του ΚΥΚ, είναι ανώτεροι από τις αναλογιστικές αξίες V1 και V2 που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 και 2 των ΓΕΔ 2004.

 Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς

 Όσον αφορά τον M. Verile

14      Ο M. Verile, υπάλληλος που προσλήφθηκε στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής στην Ispra (Ιταλία), ζήτησε, στις 17 Νοεμβρίου 2009, τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων τα οποία είχε αποκτήσει στο Λουξεμβούργο προτού προσληφθεί από την Επιτροπή και τα οποία αντιστοιχούσαν σε εθνικές εισφορές που είχαν καταβληθεί μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1999 και της 31ης Μαρτίου 2007.

15      Με σημείωμα της 5ης Μαΐου 2010, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής, εν προκειμένω ο τομέας «Μεταφορές» της μονάδας «Συντάξεις» του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) (στο εξής: PMO 4), απηύθυνε στον M. Verile πρόταση σχετικά με τα αναγνωριζόμενα συντάξιμα έτη η οποία καθόριζε σε επτά έτη και εννέα μήνες τον αριθμό των συντάξιμων βάσει του ΚΥΚ ετών που προέκυπτε από τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του τα οποία είχε αποκτήσει στο Λουξεμβούργο. Δεδομένου ότι το υπερβάλλον του κεφαλαίου, το οποίο αντιπροσωπεύει το ποσό των 58 557,18 ευρώ, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μετατροπής σε συντάξιμα βάσει του ΚΥΚ έτη, έπρεπε να καταβληθεί στον M. Verile σε περίπτωση οριστικής μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του.

16      Στις 7 Μαΐου 2010, ο M. Verile απεδέχθη, υπογράφοντας τήν από 5 Μαΐου 2010 πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Η PMO 4 έλαβε την πρόταση υπογεγραμμένη στις 18 Μαΐου 2010.

17      Στις 20 Μαΐου 2011, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ των ΓΕΔ 2011, η PMO 4 διαβίβασε στον M. Verile μια νέα πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, συνοδευόμενη από ένα σημείωμα το οποίο διευκρίνιζε ότι η νέα πρόταση «ακύρων[ε] και αντικαθιστού[σε]» την προηγούμενη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Βάσει αυτής της νέας προτάσεως περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, οι συντελεστές μετατροπής που είχαν ληφθεί υπόψη στην πρώτη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών ήσαν «παρωχημένοι» και «στερούνταν νομικής βάσεως από 1ης Ιανουαρίου 2009» συνεπεία της θέσεως σε ισχύ, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, του επιτοκίου που καθόριζε ο κανονισμός 1324/2008. Συγκεκριμένα, αυτό το επιτόκιο ήταν ένα από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των συντελεστών μετατροπής που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των αποκτηθέντων κατά το παρελθόν συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε συγκεκριμένο αριθμό ετών τα οποία αναγνωρίζονται ως συντάξιμα βάσει του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, η πρώτη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών έπρεπε «να θεωρηθεί ως άκυρη και μη γενομένη». Κατ’ εφαρμογήν των συντελεστών μετατροπής που καθόριζαν οι ΓΕΔ 2011, ο αριθμός των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων ετών δεν τροποποιήθηκε, πλην όμως το υπερβάλλον του κεφαλαίου που έπρεπε να επιστραφεί μειώθηκε από 58 557,18 ευρώ σε 9 200,77 ευρώ.

18      Στις 17 Ιουνίου 2011, ο M. Verile απεδέχθη, υπογράφοντάς την, τη δεύτερη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Η PMO 4 έλαβε τη δεύτερη πρόταση υπογεγραμμένη στις 24 Ιουνίου 2011.

19      Εντούτοις, στις 26 Ιουλίου 2011, ο M. Verile άσκησε διοικητική ένσταση, στηριζόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ζητώντας από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) να ανακαλέσει τη δεύτερη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών και να προβεί στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του επί τη βάσει όχι των ΓΕΔ 2011, αλλά των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του περί μεταφοράς, ήτοι των ΓΕΔ 2004.

20      Με απόφαση της 19ης Αυγούστου 2011, που παρέλαβε ο M. Verile στις 29 Αυγούστου 2011, η ΑΔΑ απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση.

 Όσον αφορά την Α. Gjergji

21      Η Α. Gjergji είναι συμβασιούχος υπάλληλος του Εκτελεστικού Οργανισμού του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών του οποίου η έδρα είναι στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Την 1η Ιουλίου 2001, ζήτησε τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο Βέλγιο πριν αναλάβει καθήκοντα στον εν λόγω οργανισμό τα οποία αντιστοιχούσαν στις εισφορές της στο εθνικό σύστημα που είχε καταβάλει μεταξύ 1998 και 2004.

22      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2010, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής, εν προκειμένω η PMO 4, απηύθυνε στην Α. Gjergji πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών η οποία καθόριζε σε πέντε έτη, πέντε μήνες και δύο ημέρες τον αριθμό των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων βάσει του ΚΥΚ ετών που προέκυπταν από τη μεταφορά των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της. Δεδομένου ότι το υπερβάλλον του κεφαλαίου, το οποίο αντιπροσώπευε ποσό ύψους 13 143,08 ευρώ, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μετατροπής σε συντάξιμα βάσει του ΚΥΚ έτη, έπρεπε να καταβληθεί στην Α. Gjergji σε περίπτωση οριστικής μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της.

23      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2010, η Α. Gjergji δέχθηκε, υπογράφοντάς την, την από 30 Ιουλίου 2010 πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Η PMO 4 έλαβε την πρόταση υπογεγραμμένη στις 16 Σεπτεμβρίου 2010.

24      Στις 19 Μαΐου 2011, κατόπιν θέσεως σε ισχύ των ΓΕΔ 2011, η PMO 4 απέστειλε στην Α. Gjergji νέα πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, συνοδευόμενη από ένα σημείωμα το οποίο είχε το ίδιο περιεχόμενο με το σημείωμα που είχε αποσταλεί στον M. Verile, μειώνοντας τον αριθμό των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων βάσει του ΚΥΚ ετών από πέντε έτη, πέντε μήνες και δύο ημέρες, σε τέσσερα έτη, δέκα μήνες και δεκαεπτά ημέρες και μη προβλέποντας πλέον υπερβάλλον κεφαλαίου το οποίο θα έπρεπε να επιστραφεί.

25      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, η Α. Gjergji απεδέχθη, υπογράφοντάς την, αυτή τη δεύτερη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών.

26      Εντούτοις, εν τω μεταξύ, η Α. Gjergji είχε ασκήσει, κατά της δεύτερης προτάσεως περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, την από 27 Ιουλίου 2011 διοικητική ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η διοικητική ένσταση της Α. Gjergji περιελάμβανε επίσης αίτημα, στηριζόμενο επί του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με το οποίο ζητούσε να γίνει μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο Βέλγιο επί τη βάσει της πρώτης προτάσεως περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών η οποία εφάρμοζε τις παραμέτρους που προέβλεπαν οι ΓΕΔ 2004.

27      Με απόφαση της 22ας Αυγούστου 2011, η αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας (στο εξής: ΑΣΣΕ) απέρριψε τη διοικητική ένσταση της Α. Gjergji, καθώς και τη στηριζόμενη επί του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αίτησή της.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

28      Οι προσφεύγοντες ζητούν, έκαστος κατά το μέτρο που τον αφορά, από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει τη δεύτερη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

30      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2013, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από τους διαδίκους, στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να διευκρινίσουν ορισμένα σημεία των υπομνημάτων τους και να προσκομίσουν διάφορα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν στα μέτρα αυτά ακολουθώντας τις οδηγίες του Δικαστηρίου ΔΔ.

31      Η υπόθεση, η οποία αρχικώς είχε ανατεθεί στο τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ, παραπέμφθηκε στην ολομέλεια του Δικαστηρίου ΔΔ, πράγμα για το οποίο ενημερώθηκαν οι διάδικοι με επιστολή του Γραμματέα της 8ης Φεβρουαρίου 2013 που περιείχε κλήση για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και διαβίβαζε την προπαρασκευαστική έκθεση ακροατηρίου.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

32      Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα ακυρωτικά αιτήματα που στρέφονται τύποις κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται διοικητική ένσταση έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8).

33      Εν προκειμένω, οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές ενστάσεις απλώς επιβεβαιώνουν τις δεύτερες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών της 20ής Μαΐου 2011, όσον αφορά τον M. Verile, και της 19ης Μαΐου 2011, όσον αφορά την Α. Gjergji (στο εξής: δεύτερες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών). Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατ’ αυτών των προτάσεων περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών και μόνον.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής


 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι βάλλει κατά των δεύτερων προτάσεων περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών οι οποίες δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις.

35      Κατά την Επιτροπή, η διοικητική διαδικασία που αφορά την εξέταση των αιτήσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιλαμβάνει πέντε στάδια: πρώτον, την αίτηση περί μεταφοράς από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο ή το λοιπό προσωπικό, δεύτερον, την πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών με την οποία προσδιορίζεται ο αριθμός των συντάξιμων ετών που μπορούν να αναγνωριστούν το πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης την οποία απευθύνει η Επιτροπή στον ενδιαφερόμενο, τρίτον, την αποδοχή ή την απόρριψη από τον ενδιαφερόμενο της εν λόγω προτάσεως, τέταρτον, σε περίπτωση αποδοχής της από τον ενδιαφερόμενο, την αίτηση περί μεταφοράς του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος την οποία απευθύνει η Επιτροπή στην αρμόδια εθνική αρχή, πέμπτον, την έκδοση της καθορίζουσας οριστικώς τον αριθμό των ετών που αναγνωρίζονται στον υπάλληλο ή το λοιπό προσωπικό ως συντάξιμα βάσει του ΚΥΚ αποφάσεως η οποία κοινοποιείται σε αυτόν μόνον αφού η Επιτροπή λάβει πράγματι από τα οικεία εθνικά ή διεθνή συνταξιοδοτικά ταμεία το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα αποκτηθέντα κατά το παρελθόν συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

36      Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω περιγραφής της εφαρμοζομένης επί των αιτήσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διοικητικής διαδικασίας, κατά της οποίας δεν βάλλουν οι προσφεύγοντες, ο αριθμός των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων ετών που περιλαμβάνεται στην πρόταση που απευθύνεται προς τον ενδιαφερόμενο δεν καθίσταται οριστικός, κατά την Επιτροπή, παρά μόνον αφού τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στο επικαιροποιημένο κεφάλαιο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν κατά το παρελθόν πράγματι καταβληθούν στον τραπεζικό λογαριασμό της Επιτροπής από τα οικεία εθνικά ή διεθνή συνταξιοδοτικά ταμεία. Ως εκ τούτου, η απόφαση που εκδίδεται κατά το πέμπτο στάδιο της ανωτέρω διοικητικής διαδικασίας είναι η μόνη βλαπτική πράξη για τον μόνιμο ή μη υπάλληλο ή το λοιπό προσωπικό ο οποίος ζήτησε τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει πριν αναλάβει υπηρεσία στην Ένωση. Η Επιτροπή συναγάγει εντεύθεν ότι η πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, η οποία αντιστοιχεί στο δεύτερο στάδιο της εν λόγω διοικητικής διαδικασίας, αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της οποίας σκοπός είναι μόνο να προετοιμάσει την τελική απόφαση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Τούτο συνέβη εν προκειμένω με τις δεύτερες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που αποτελούν το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

37      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όπως το προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, παρέχοντας τη δυνατότητα συντονισμού μεταξύ των εθνικών συστημάτων και του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, σκοπεί να καταστήσει ευχερέστερη τη μετάβαση από εθνικές θέσεις εργασίας, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης και από διεθνείς θέσεις εργασίας στη διοίκηση της Ένωσης και, με τον τρόπο αυτόν, να διασφαλίσει υπέρ της Ένωσης τις βέλτιστες δυνατότητες επιλογής ειδικευμένου προσωπικού το οποίο ήδη διαθέτει την κατάλληλη επαγγελματική πείρα (διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2010, C‑286/09 και C‑287/09, Ricci, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Στη συνάφεια αυτή, το τότε Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικό Δικαστήριο] έκρινε ειδικότερα ότι οι προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που διαβιβάζονται στον υπάλληλο προκειμένου να τις υπογράψει, εφόσον συμφωνεί, αποτελούν «αποφάσεις», έχουσες ένα διττό αποτέλεσμα: αφενός, διατηρούν υπέρ του οικείου υπαλλήλου και εντός της έννομης τάξεως καταγωγής του το ποσό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα και, αφετέρου, διασφαλίζουν εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης, και υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ορισμένων πρόσθετων προϋποθέσεων, τον συνυπολογισμό των εν λόγω δικαιωμάτων στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑90/07 P και T‑99/07 P, Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Και το Δικαστήριο ΔΔ είχε ήδη αποφανθεί ότι οι προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών αποτελούν μονομερείς πράξεις οι οποίες δεν απαιτούν τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου από το αρμόδιο όργανο και οι οποίες είναι βλαπτικές για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. Στην αντίθετη περίπτωση, οι πράξεις αυτές δεν θα μπορούσαν, καθ’ εαυτές, να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων ή, τουλάχιστον, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διοικητικής ενστάσεως ή προσφυγής παρά μόνον κατόπιν της εκδόσεως μεταγενέστερης αποφάσεως, σε απροσδιόριστο χρόνο και από αρχή άλλη από την ΑΔΑ. Η προσέγγιση αυτή δεν θα ήταν συμβατή ούτε προς το δικαίωμα των υπαλλήλων στην παροχή αποτελεσματικής ένδικης προστασίας ούτε προς τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου οι οποίες είναι σύμφυτες προς τους κανόνες περί προθεσμιών που ορίζει ο ΚΥΚ (διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 10ης Οκτωβρίου 2007, F‑17/07, Pouzol κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 52 και 53).

40      Τέλος, αυτή η νομολογιακή γραμμή έχει επίσης επικυρωθεί από την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Δεκεμβρίου 2012, F‑122/10, Cocchi και Falcione κατά Επιτροπής (κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑103/13 P, σκέψεις 37 έως 39), στην οποία το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών ήταν πράξη βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

41      Εν κατακλείδι, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι η πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, την οποία οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής απευθύνουν στον υπάλληλο προς υπογραφή, εφόσον συμφωνεί με αυτήν, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας πλειόνων σταδίων η οποία περιγράφεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, αποτελεί μονομερή πράξη, αποσπαστή από το διαδικαστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνεται, εκδιδόμενη δυνάμει δέσμιας αρμοδιότητας, η οποία ανατίθεται ex lege στο θεσμικό όργανο, διότι απορρέει απευθείας από το ατομικό δικαίωμα που ρητώς αναγνωρίζει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό κατά την ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωση.

42      Πράγματι, η άσκηση αυτής της δέσμιας αρμοδιότητας υποχρεώνει την Επιτροπή να καταρτίσει πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών η οποία να στηρίζεται σε όλα τα κρίσιμα δεδομένα τα οποία υποχρεούται να αντλήσει εκ μέρους των οικείων εθνικών ή διεθνών αρχών ακριβώς στο πλαίσιο του στενού συντονισμού και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ αυτών των τελευταίων και των υπηρεσιών της. Ως εκ τούτου, μια τέτοια πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση μιας «απλής προθέσεως» των υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εν αναμονή της λήψεως στην πράξη της συγκαταθέσεώς του στην πρόταση αυτή, καθώς και, εν συνεχεία, να εισπράξει το κεφάλαιο που του παρέχει τη δυνατότητα να προβεί στην αναγνώριση συντάξιμων ετών. Αντιθέτως, μια τέτοια πρόταση συνιστά την αναγκαία δέσμευση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου να προβεί ορθώς στην αποτελεσματική εφαρμογή του δικαιώματος μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου το οποίο αυτός άσκησε υποβάλλοντας την αίτησή του περί μεταφοράς. Η μεταφορά του επικαιροποιημένου κεφαλαίου στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης συνιστά την εκτέλεση μιας διακριτής υποχρεώσεως την οποία φέρουν οι εθνικές ή οι διεθνείς αρχές και η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να ολοκληρωθεί το σύνολο της διαδικασίας περί μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

43      Για τον λόγο αυτόν, η άσκηση της δέσμιας αρμοδιότητας στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ υποχρεώνει την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στον υπάλληλο που υπέβαλε αίτηση περί εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ να συμφωνήσει προς την πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών έχοντας πλήρη επίγνωση των πραγμάτων, τόσο όσον αφορά τα αναγκαία για τον υπολογισμό στοιχεία σε σχέση με τον προσδιορισμό του αριθμού των ετών που αναγνωρίζονται ως συντάξιμα βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως και τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όσο και όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν, «κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς», τις παραμέτρους αυτού του υπολογισμού, όπως διευκρινίζει το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όταν προβλέπει ότι το θεσμικό όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος «καθορίζει», μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, «τον αριθμό των συντάξιμων ετών» τα οποία συνυπολογίζει.

44      Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι η πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών αποτελεί βλαπτική πράξη για τον υπάλληλο που υπέβαλε αίτηση περί μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του.

45      Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται και από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται κατωτέρω.

46      Πρώτον, επικυρώνοντας προγενέστερη πρακτική η οποία είχε αποτυπωθεί στις ρήτρες που περιλαμβάνονται στις προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, οι ΓΕΔ 2011 προβλέπουν πλέον ρητώς, στο άρθρο τους 8, ότι η συγκατάθεση την οποία καλείται να δώσει ο υπάλληλος στην πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, άπαξ δοθεί, είναι «ανέκκλητη». Ωστόσο, ο ανέκκλητος χαρακτήρας της συγκαταθέσεως του υπαλλήλου, άπαξ αυτή δοθεί, δεν δικαιολογείται παρά μόνον εάν η Επιτροπή υπέβαλε, από την πλευρά της, στον ενδιαφερόμενο πρόταση της οποίας το περιεχόμενο έχει υπολογιστεί και εκτεθεί με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια και η οποία δεσμεύει την Επιτροπή υπό την έννοια ότι την υποχρεώνει να εξακολουθήσει, επί της βάσεως αυτής, τη διαδικασία της μεταφοράς σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος συμφωνεί.

47      Δεύτερον, η πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών γίνεται, κατ’ αρχήν, επί τη βάσει ενός τρόπου υπολογισμού που είναι ο ίδιος με αυτόν που εφαρμόζεται κατά τον χρόνο που το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης λαμβάνει το σύνολο του κεφαλαίου το οποίο έχει οριστικώς μεταφερθεί από τα αρχικά εθνικά ή διεθνή ταμεία.

48      Αυτό το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει, ενδεχομένως, μεταξύ της ημερομηνίας της προτάσεως περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών και της ημερομηνίας της εισπράξεως του οριστικώς μεταφερθέντος κεφαλαίου θα ήταν το ύψος του ποσού περί του οποίου πρόκειται, δεδομένου ότι το ύψος του κεφαλαίου που πρέπει να μεταφερθεί, με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της μεταφοράς, μπορεί να είναι διαφορετικό από το ύψος του κεφαλαίου κατά την ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς του αναλόγως των διακυμάνσεων, π.χ., των ισοτιμιών. Ακόμη και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οποία εξάλλου δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις μεταφορές κεφαλαίων σε άλλο νόμισμα πλην του ευρώ, ο τρόπος υπολογισμού που εφαρμόζεται σε αυτές τις δύο αξίες είναι ο ίδιος.

49      Τρίτον, η άποψη της Επιτροπής, ότι μόνον η απόφαση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που εκδίδεται μετά την είσπραξη του μεταφερόμενου κεφαλαίου βλάπτει τον οικείο υπάλληλο, είναι σαφώς αντίθετη προς τον σκοπό της διοικητικής διαδικασίας περί μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι ακριβώς να παράσχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να αποφασίσει, έχοντας πλήρη επίγνωση των πραγμάτων και πριν από την οριστική μεταφορά του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών του στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, εάν είναι πλέον συμφέρον για αυτόν να σωρεύσει τα προηγούμενα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του με αυτά τα οποία αποκτά ως υπάλληλος της Ένωσης ή, αντιθέτως, να διατηρήσει αυτά τα δικαιώματα στην εθνική έννομη τάξη (βλ. απόφαση Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, προπαρατεθείσα, σκέψη 91). Πράγματι, η άποψη της Επιτροπής θα υποχρέωνε τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίον οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπολόγισαν τον αριθμό των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών στα οποία αυτός έχει δικαίωμα μόνο μετά την οριστική μεταφορά του κεφαλαίου από τα αρχικά εθνικά ή διεθνή συνταξιοδοτικά ταμεία στην Επιτροπή, πράγμα το οποίο θα καθιστούσε στην πράξη κενό περιεχομένου τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος που αναγνωρίζει στον υπάλληλο το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ να επιλέγει μεταξύ της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του ή της διατηρήσεώς τους στα αρχικά εθνικά ή διεθνή συνταξιοδοτικά ταμεία.

50      Τέλος, τέταρτον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως πράττει η Επιτροπή, ότι οι προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών δεν είναι παρά προπαρασκευαστικές πράξεις εκ του λόγου ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ επιβάλλει όπως ο αριθμός των συντάξιμων ετών υπολογίζεται «βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου».

51      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προκύπτει ότι το οικείο θεσμικό όργανο «καθορίζει» τον αριθμό των συντάξιμων ετών κατ’ αρχάς «μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς», και ότι εν συνεχεία λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συντάξιμων ετών, που έχει καθοριστεί με τον τρόπο αυτόν, σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ένωσης «βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου».

52      Το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως επιρρωννύεται από το γράμμα του άρθρου 7 των ΓΕΔ 2004 και του άρθρου 7 των ΓΕΔ 2011. Πράγματι, κατά τη γραμματική διατύπωση της παραγράφου 1 αμφοτέρων των άρθρων αυτών, ο αριθμός των συντάξιμων ετών που πρέπει να ληφθεί υπόψη υπολογίζεται «επί τη βάσει του ποσού που πρέπει να μεταφερθεί και το οποίο αντιπροσωπεύει τα κεκτημένα δικαιώματα […], αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά».

53      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, των ΓΕΔ 2004, όπως και των ΓΕΔ 2011, διευκρινίζει ότι ο αριθμός των συντάξιμων ετών που πρέπει να ληφθεί υπόψη «υπολογίζεται εν συνεχεία […] επί τη βάσει του μεταφερθέντος ποσού», συμφώνως προς ένα μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στο πρώτο σημείο της ίδιας παραγράφου.

54      Επομένως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών υπολογίζονται βάσει του ποσού που πρέπει να μεταφερθεί κατά την ημερομηνία καταχωρίσεως της αιτήσεως, όπως αυτό έχει ανακοινωθεί από τις αρμόδιες εθνικές ή διεθνείς αρχές στις υπηρεσίες της Επιτροπής, αφαιρουμένου, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά, δεδομένου ότι πράγματι αυτή η χρηματική διαφορά δεν πρέπει να αναληφθεί από το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

55      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγεται ότι οι δεύτερες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών αποτελούν βλαπτική πράξη και ότι, ως εκ τούτου, τα ακυρωτικά αιτήματα προβάλλονται παραδεκτώς.

 Επί της ουσίας

56      Προς στήριξη των αιτημάτων τους που στρέφονται κατά των δεύτερων προτάσεων περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών (στο εξής: επίδικες αποφάσεις), οι προσφεύγοντες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως:

–        τον πρώτο, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και σε παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθώς και, κατ’ ουσίαν, σε μη σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων·

–        τον δεύτερο, που στηρίζεται σε παράβαση της εύλογης προθεσμίας, σε προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

–        τον τρίτο, που στηρίζεται σε προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και της αναλογικότητας.

57      Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ επιβάλλει στην Επιτροπή, εφόσον προτίθεται να τροποποιήσει τις αναλογιστικές αξίες που εφαρμόζονται επί των αιτήσεων περί μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία αποκτήθηκαν σε κράτος μέλος προς το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης (στο εξής: μεταφορά «in»), την υποχρέωση να εκδώσει νέες γενικές εκτελεστικές διατάξεις. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εξέδωσε νέες γενικές εκτελεστικές διατάξεις παρά μόνον στις 3 Μαρτίου 2011. Ως εκ τούτου, οι ΓΕΔ 2004, που ήσαν σε ισχύ πριν από την ημερομηνία αυτή, ήσαν οι μόνες που μπορούσαν να εφαρμοστούν επί της αντίστοιχης αιτήσεώς τους περί μεταφοράς.

59      Εν πάση περιπτώσει, η θέση σε ισχύ, την 1η Ιανουαρίου 2009, του κανονισμού 1324/2008 δεν επηρεάζει τους συντελεστές που πρέπει να εφαρμόζονται επί του υπολογισμού του αριθμού των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων ετών. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός τροποποίησε το επιτόκιο που προβλέπει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το οποίο χρησιμοποιείτο αποκλειστικώς σε περίπτωση μεταφοράς προς το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδυνάμου, ήτοι του κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από υπάλληλο εντός της Ένωσης (στο εξής: μεταφορά «out») και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση μεταφοράς «in».

60      Εξάλλου, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο κανονισμός 1324/2008 τροποποίησε «κατ’ αναλογίαν» το επιτόκιο επί του οποίου στηρίζονται οι συντελεστές μετατροπής που εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταφοράς «in», οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ θα υπερίσχυαν, ως lex specialis, έναντι του εν λόγω κανονισμού. Εν κατακλείδι, δυνάμει της αρχής του τεκμηρίου της νομιμότητας των πράξεων της Διοικήσεως, κανονισμός της Ένωσης δεν μπορεί να στερήσει τη νομική βάση γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εξεδόθησαν ειδικώς, επί τη βάσει του ΚΥΚ, παρ’ εκάστου των οικείων θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ΓΕΔ 2011 κατήργησαν τις ΓΕΔ 2004 μόλις στις 3 Μαρτίου 2011, εφαρμόζονταν ως εκ τούτου κατά τον χρόνο της εκδόσεως των πρώτων προτάσεων περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που τους απευθύνθηκαν και της αντίστοιχης αποδοχής τους.

61      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, θεωρώντας, αφενός, ότι κάποια από τις παραμέτρους υπολογισμού που εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταφοράς «in» μπορούσε να τροποποιηθεί κατά τρόπο «σιωπηρό και παρεμπίπτοντα» από τον κανονισμό 1324/2008, παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Αφετέρου, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι ο κανονισμός 1324/2008 την υποχρέωνε να εφαρμόσει τις ΓΕΔ 2011 κατά την ημερομηνία της θέσεως σε ισχύ του νέου επιτοκίου και, κατά συνέπεια, να τις εφαρμόσει αναδρομικώς την 1η Ιανουαρίου 2009, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

62      Για τον λόγο αυτόν, οι προσφεύγοντες τονίζουν ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωση είναι οριστική άπαξ ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δηλώσει ότι συμφωνεί με την πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Μόνον η μη καταβολή οποιουδήποτε κεφαλαίου από την εθνική αρχή θα στερούσε κάθε αξία από τη συμφωνία μεταξύ του υπαλλήλου και του οικείου θεσμικού οργάνου. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, οι πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών κατέστησαν οριστικές συνεπεία της αποδοχής τους, μολονότι το κεφαλαίο δεν είχε εισέτι καταβληθεί.

63      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών δεν έπασχαν έλλειψη νομιμότητας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, ανακαλώντας τις προτάσεις αυτές, προσέβαλε τα κεκτημένα δικαιώματά τους και παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες είχαν λάβει επανειλημμένως τη διαβεβαίωση ότι οι ΓΕΔ 2004 θα εφαρμόζονταν επί των αιτήσεών τους μεταφοράς.

64      Τρίτον, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η Επιτροπή ανακάλεσε την πρώτη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών την οποία είχε απευθύνει στον M. Verile ένα έτος αφότου αυτός την είχε αποδεχθεί και, όσον αφορά αυτήν που είχε απευθύνει προς την Α. Gjergji, έξι και πλέον μήνες αφότου αυτή την είχε αποδεχθεί, κατά παραβίαση των αρχών της εύλογης προθεσμίας και της ασφάλειας δικαίου.

65      Περαιτέρω, στην απάντησή τους σε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, οι προσφεύγοντες τονίζουν ότι η Επιτροπή ανέμενε μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου 2010 προκειμένου να επιστήσει την προσοχή του προσωπικού στο ζήτημα αυτό, μέσω ανακοινώσεως που αναρτήθηκε στον δικτυακό της τόπο, και ότι, εν συνεχεία, ανέμενε εκ νέου μέχρι τις 3 Μαρτίου 2011 προκειμένου να προβεί στην έκδοση νέων γενικών εκτελεστικών διατάξεων, μολονότι, κατά τις επίδικες αποφάσεις, θεωρούσε ότι η θέση σε ισχύ, την 1η Ιανουαρίου 2009, του νέου επιτοκίου που προέβλεπε ο κανονισμός 1324/2008 είχε στερήσει από τις ΓΕΔ 2004 τη «νομική βάση» τους.

66      Στο πλαίσιο αντικρούσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προκείμενη της συλλογιστικής των προσφευγόντων, ήτοι ότι το επιτόκιο που καθόριζε το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αφορούσε μόνον τη μέθοδο υπολογισμού του αναλογιστικού στατιστικού ισοδυνάμου σε περίπτωση μεταφοράς «out» και όχι τη μέθοδο υπολογισμού του επικαιροποιημένου κεφαλαίου ή του αριθμού των συντάξιμων ετών σε περίπτωση μεταφοράς «in», είναι εσφαλμένη. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγοντες στερείται ερείσματος.

67      Στην απάντησή της σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή τόνισε ότι, δεδομένου ότι οι συντελεστές μετατροπής που προβλέπουν οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τελούν «σε απευθείας συνάρτηση» προς το επιτόκιο που προβλέπει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, η τροποποίησή του από την 1η Ιανουαρίου 2009 με τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1324/2008, επέφερε «κατ’ ανάγκην», κατά την ίδια ημερομηνία, την τροποποίηση των εν λόγω συντελεστών μετατροπής. Έτσι, οι συντελεστές μετατροπής που προέβλεπαν οι ΓΕΔ 2004 κατέστησαν «παρωχημένοι» και «στερούμενοι νομικής βάσεως» την 1η Ιανουαρίου 2009, και τούτο ανεξαρτήτως οποιασδήποτε τυπικής καταργήσεως των ΓΕΔ 2004.

68      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν ρητώς τον λόγο ακυρώσεως της παραβιάσεως των κανόνων περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών στερούνταν, από της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1324/2008, νομικής βάσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν για τους προσφεύγοντες κεκτημένα δικαιώματα ή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

69      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή επισημαίνει ότι με την ανακοίνωση της 17ης Σεπτεμβρίου 2010 που αναρτήθηκε στον δικτυακό της τόπο επέστησε την προσοχή του προσωπικού στη θέση σε ισχύ νέων αναλογιστικών αξιών και ότι οι επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν λάβει γνώση του μελλοντικού επιτοκίου ήδη από το 2008 και των μελλοντικών συντελεστών μετατροπής ήδη από τον Νοέμβριο του 2009. Εξάλλου, η εξατομικευμένη ενημέρωση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των οποίων η αίτηση μεταφοράς είχε καταχωριστεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2009 θα ήταν ουσιαστικώς ανέφικτη εντός εύλογης προθεσμίας, λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού (άνω των 10 000) των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού που αφορούσε το ζήτημα αυτό.

70      Τέλος, έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι συντελεστές μετατροπής που προβλέπουν οι ΓΕΔ 2011 έτυχαν αναδρομικής εφαρμογής, μια τέτοια εφαρμογή θα ήταν δικαιολογημένη από «επιτακτικό συμφέρον». Συγκεκριμένα, το κόστος της εφαρμογής των αναλογιστικών αξιών που προβλέπουν οι ΓΕΔ 2004 μέχρι της θέσεως σε ισχύ των ΓΕΔ 2011 θα έθετε σε κίνδυνο, λόγω του αριθμού των υποθέσεων που εκκρεμούσαν, την ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης.

71      Τρίτον, η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση της εύλογης προθεσμίας τεκμηριώνεται ανεπαρκώς και ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, ένας τέτοιος λόγος δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων. Εν πάση περιπτώσει, οι πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών ανακλήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

72      Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο τους ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, καθώς και του άρθρου 9, τέταρτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ 2011. Κατά τους προσφεύγοντες, αυτές οι διατάξεις των ΓΕΔ 2011 προέβλεπαν ότι οι συντελεστές μετατροπής που παρατίθενται στο παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011, που είχαν καταρτιστεί συμφώνως προς τον κανονισμό 1324/2008, εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2009, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, ενώ κατά την εν λόγω ημερομηνία το παράρτημα 2 των ΓΕΔ 2004, που προέβλεπε συντελεστές μετατροπής διαφορετικούς και εφαρμοστέους από 1ης Μαΐου 2004, δεν είχε τροποποιηθεί επισήμως. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι μια τέτοια επίσημη τροποποίηση ήταν επιβεβλημένη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, και ότι η αναδρομική εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 2009 των νέων συντελεστών μετατροπής που προέβλεπε το παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011, και επί των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των οποίων η αίτηση μεταφοράς «in» είχε κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

73      Υπεραμυνόμενη της νομιμότητας του άρθρου 9, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, των ΓΕΔ 2011, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1324/2008 κατέστησε ανίσχυρες και στέρησε αυτομάτως νομικής βάσεως τις ΓΕΔ 2004 όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού του αριθμού των συντάξιμων ετών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

–       Επί των συνεπειών του κανονισμού 1324/2008 επί των ΓΕΔ 2004

74      Από το γράμμα του άρθρου 2 του κανονισμού 1324/2008 συνάγεται ότι αυτός δεν έχει, όσον αφορά τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, παρά μόνο δύο σκοπούς.

75      Ο πρώτος αφορά τον καθορισμό, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, του επιτοκίου που εφαρμόζεται επί του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπαλλήλου ο οποίος επανέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης αφού είχε προηγουμένως εργαστεί για αυτήν για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ευθύς εξαρχής είναι προφανές ότι ο σκοπός αυτός είναι αδιάφορος εν προκειμένω.

76      Ο δεύτερος αφορά τον καθορισμό του επιτοκίου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του «αναλογιστικού στατιστικού ισοδυνάμου» της συντάξεως αρχαιότητας. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ για τις μεταφορές «out» και όχι στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του ιδίου παραρτήματος για τις μεταφορές «in».

77      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, στην παράγραφο 1, της μεταφοράς «out» και, αφετέρου, στην παράγραφο 2, της μεταφοράς «in».

78      Σε περίπτωση μεταφοράς «out», το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει το δικαίωμα να μεταφέρει «το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, των δικαιωμάτων του συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στην Ένωση». Αντιθέτως, σε περίπτωση μεταφοράς «in», η παράγραφος 2 της ιδίας διατάξεως προβλέπει ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να ενεργήσει ούτως ώστε να καταβληθεί στην Ένωση «το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία είχε αποκτήσει [σε εθνικό ή διεθνές σύστημα στο οποίο μέχρι τότε κατέβαλε εισφορές]». Στην περίπτωση της μεταφοράς «out», το μεταφερόμενο χρηματικό ποσό είναι το «ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο» των δικαιωμάτων που απέκτησε κατά τον χρόνο εργασίας του για την Ένωση· στην περίπτωση της μεταφοράς «in», το μεταφερόμενο χρηματικό ποσό είναι το «επικαιροποιημένο κεφάλαιο», ήτοι ένα χρηματικό ποσό που αντιπροσωπεύει ουσιαστικώς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερων δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου στο πλαίσιο του εθνικού ή διεθνούς συνταξιοδοτικού συστήματος περί του οποίου πρόκειται, όπως αυτό έχει επικαιροποιηθεί δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2013, C-166/12, Časta, σκέψη 26).

79      Ωστόσο, το «ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο» του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και το «επικαιροποιημένο κεφάλαιο» της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου αποτελούν δύο διακριτές νομικές έννοιες έκαστη εκ των οποίων εμπίπτει σε καθεστώτα που είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους.

80      Πράγματι, το «ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο» αποτελεί, στο δίκαιο του ΚΥΚ, μια αυτοτελή, προσιδιάζουσα στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης έννοια. Ορίζεται, στο άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ως «η αξία σε κεφάλαιο των παροχών [της συντάξεως αρχαιότητας] που αναλογούν στον υπάλληλο και υπολογίζονται σύμφωνα με τον πίνακα θνησιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος XII [του ΚΥΚ], και βάσει του ετησίου επιτοκίου 3,1 % το οποίο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του παραρτήματος XII [του ΚΥΚ] κανόνες». Η τελευταία αναθεώρηση του επιτοκίου του άρθρου 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ έγινε, βάσει του άρθρου 10 του παραρτήματος XII του ΚΥΚ, ακριβώς με τον κανονισμό 1324/2008, ο οποίος μείωσε το επιτόκιο από 3,5 % σε 3,1 %.

81      Αντιθέτως, το «επικαιροποιημένο κεφάλαιο» δεν ορίζεται από τον ΚΥΚ ο οποίος δεν παραθέτει ούτε τη μέθοδο υπολογισμού του, και τούτο διότι ο υπολογισμός του και οι τρόποι ελέγχου του υπολογισμού αυτού εμπίπτουν, κατά πάγια νομολογία, αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα των οικείων εθνικών ή διεθνών αρχών (απόφαση Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, προπαρατεθείσα, σκέψεις 56 και 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αναλογιστικό στατιστικό ισοδύναμο αποτελεί επίσης «μέθοδο» υπολογισμού η οποία, ως τοιαύτη, θα πρέπει να χρησιμοποιείται όχι μόνο σε περίπτωση μεταφοράς «out», οσάκις εκταμιεύονται ποσά από τα ταμεία του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης προκειμένου να εισρεύσουν στα ταμεία συνταξιοδοτικού συστήματος κράτους μέλους ή διεθνούς οργανισμού, αλλά και στην περίπτωση μεταφοράς «in», οσάκις, αντιστρόφως, χρηματικά ποσά εισρέουν στα ταμεία του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης.

83      Ως εκ τούτου, ως μέθοδος υπολογισμού, το αναλογιστικό στατιστικό ισοδύναμο εφαρμόζεται, κατά την Επιτροπή, σε αμφότερες τις περιπτώσεις της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αρχαιότητας. Συναφώς, η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει, από της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ το 2004, μια νέα προϋπόθεση εις βάρος των οικείων εθνικών αρχών, ήτοι ότι το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών τις οποίες κατέβαλλε ο υπάλληλος που αναλαμβάνει υπηρεσία στην Ένωση πρέπει να υπολογίζεται «με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς». Κατά την Επιτροπή, αυτή η νέα προϋπόθεση, στον βαθμό που περιλαμβάνεται στον ΚΥΚ, δημιουργεί, εις βάρος των οικείων εθνικών αρχών, την υποχρέωση επικαιροποιήσεως του κεφαλαίου βάσει των παραμέτρων που προβλέπει ο ΚΥΚ, μεταξύ δε αυτών και του επιτοκίου, όπως αυτό τροποποιήθηκε εσχάτως με τον κανονισμό 1324/2008.

84      Εντούτοις, η άποψη της Επιτροπής είναι νομικώς ανεπέρειστη.

85      Πράγματι, από τη νομολογία συνάγεται ότι το σύστημα μεταφοράς «in» περιλαμβάνει δύο διακριτά διοικητικά στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στον προσδιορισμό του επικαιροποιημένου κεφαλαίου από τις εθνικές ή διεθνείς αρχές που διαχειρίζονται το συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο ο ενδιαφερόμενος υπαγόταν μέχρις ότου αναλάβει υπηρεσία στην Ένωση. Το στάδιο αυτό στο σύνολό του εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών ή διεθνών αρχών. Αντιθέτως, το δεύτερο στάδιο συνίσταται στη μετατροπή, από το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης, του επικαιροποιημένου κεφαλαίου, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί από τις αρχικές εθνικές ή διεθνείς αρχές, σε συντάξιμα έτη τα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, και τούτο επί τη βάσει των ιδιαίτερων κανόνων που ισχύουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, περιλαμβανομένων των κανόνων που θέτουν οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις τις οποίες κάθε θεσμικό όργανο υποχρεούται να εκδώσει για τις μεταφορές «in» (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, προπαρατεθείσα, σκέψεις 56 και 57).

86      Ως εκ τούτου, οι δύο αποφάσεις που αφορούν η μεν πρώτη τον προσδιορισμό του επικαιροποιημένου κεφαλαίου και η δεύτερη τη μετατροπή αυτού του επικαιροποιημένου κεφαλαίου σε συντάξιμα έτη βάσει του ΚΥΚ εντάσσονται σε δύο διαφορετικές έννομες τάξεις και καθεμία από αυτές υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο που προσιδιάζει σε κάθε μία από αυτές τις δύο έννομες τάξεις.

87      Το γεγονός ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει, από της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ το 2004, ότι οι εθνικές ή διεθνείς αρχές πρέπει να επικαιροποιούν, μέχρι της ημερομηνίας της πραγματικής μεταφοράς, το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος ή το λοιπό προσωπικό που αναλαμβάνει υπηρεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπάγεται, βεβαίως, μια υποχρέωση την οποία φέρουν οι εν λόγω αρχές, πλην όμως δεν συνεπάγεται, ελλείψει ρητής διατάξεως περί τούτου, ότι η επικαιροποίηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά τον τρόπο που έχει καθοριστεί για τις μεταφορές «out». Αντιθέτως, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την προπαρατεθείσα απόφαση Časta, σκέψεις 25 και 26, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν είτε τη λεγόμενη μέθοδο «του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδυνάμου» είτε τη λεγόμενη μέθοδο «του κατ’ αποκοπήν ποσού εξαγοράς» είτε ακόμη και άλλες μεθόδους.

88      Ως εκ τούτου, όσον αφορά, πρώτον, τον υπολογισμό από τις αρμόδιες εθνικές ή διεθνείς αρχές, εν όψει της μεταφοράς «in», του επικαιροποιημένου κεφαλαίου, το κεφάλαιο αυτό καθορίζεται βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου και βάσει των παραμέτρων που ορίζει το δίκαιο αυτό ή, όσον αφορά έναν διεθνή οργανισμό, οι δικοί του κανόνες, και όχι βάσει του άρθρου 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και του επιτοκίου που καθορίζει η διάταξη αυτή. Εξάλλου, αυτήν την έννοια έχει η διευκρίνιση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 57 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, ότι σε περίπτωση μεταφοράς «in» η απόφαση περί του υπολογισμού του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που πρέπει να μεταφερθεί εντάσσεται στην αρμόδια εθνική έννομη τάξη και εμπίπτει στον έλεγχο μόνον του εθνικού δικαστή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Časta, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).

89      Συνεπώς, το άρθρο 2 του κανονισμού 1324/2008 δεν πρέπει να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο της μεθόδου του υπολογισμού του κεφαλαίου το οποίο αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε ο υπάλληλος ή το λοιπό προσωπικό προτού αναλάβει υπηρεσία στην Ένωση και δεν πρέπει να λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη από τις οικείες εθνικές ή διεθνείς αρχές οσάκις προβαίνουν στην επικαιροποίηση του εν λόγω κεφαλαίου το οποίο υποχρεούνται να μεταφέρουν.

90      Δεύτερον, όσον αφορά τον υπολογισμό του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, ο οποίος διαφέρει από αυτόν του επικαιροποιημένου κεφαλαίου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 85 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ σχετικά με τις μεταφορές «in» ούτε κάποια άλλη διάταξη του ΚΥΚ προβλέπουν ρητώς την υποχρέωση εφαρμογής, στο πλαίσιο του υπολογισμού του αριθμού των συντάξιμων ετών που αναγνωρίζονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, του επιτοκίου που ορίζει το άρθρο 8 του ιδίου αυτού παραρτήματος. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι συντελεστές μετατροπής, σε περίπτωση μεταφοράς «in», τελούν «σε ευθεία συνάρτηση» προς το επιτόκιο του άρθρου 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ σε ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ ερείδεται.

91      Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε, μέσω εκτελεστικού κανονισμού εκδιδόμενου βάσει του άρθρου 83α του ΚΥΚ, να συρρικνώσει την έκταση εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, θέτοντας εν αμφιβόλω την αυτονομία την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναγνωρίσει, με την εν λόγω διάταξη, στα θεσμικά όργανα παρέχοντάς τους την εξουσία να καθορίζουν, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, τον αριθμό των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων ετών σε περίπτωση μεταφοράς «in».

92      Βεβαίως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, των ΓΕΔ 2004 παραπέμπει, για τους σκοπούς του υπολογισμού του αριθμού των συντάξιμων ετών που πρέπει να συνεκτιμηθεί επί τη βάσει του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στις εισφορές οι οποίες πράγματι μεταφέρθηκαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, στις αναλογιστικές αξίες V2 που προβλέπει ο πίνακας του παραρτήματος 2 των ΓΕΔ 2004, οι οποίες με τη σειρά τους, δυνάμει του εν λόγω παραρτήματος 2, «υπολογίζονται βάσει των παραμέτρων που προβλέπει το παράρτημα XII του ΚΥΚ». Ωστόσο, μεταξύ των παραμέτρων αυτών, περιλαμβάνεται το επιτόκιο το οποίο ορίζει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

93      Εντούτοις, το παράρτημα 2 των ΓΕΔ 2004 παραθέτει τις αναλογιστικές αξίες όπως αυτές έχουν υπολογιστεί επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, του επιτοκίου 3,5 % που προέβλεπε το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ πριν από την τροποποίησή του από τον κανονισμό 1324/2008. Αυτές ακριβώς οι αξίες ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή προκειμένου να καταρτίσει τις πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών τις οποίες υπέβαλε στους προσφεύγοντες, μολονότι το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1324/2008.

94      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και, ειδικότερα, για τους σκοπούς της επικαιροποιήσεως των συντελεστών μετατροπής σε περίπτωση μεταφοράς «in», υπό το πρίσμα του νέου επιτοκίου 3,1 % που προβλέπει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1324/2008, εναπέκειτο στην Επιτροπή, συμφώνως προς το εν λόγω άρθρο 11, παράγραφος 2, το οποίο παραπέμπει σε γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του, και συμφώνως επίσης προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, να τροποποιήσει τις ΓΕΔ 2004 και να καταρτίσει ένα νέο πίνακα αναλογιστικών αξιών. Εξάλλου, αυτό ακριβώς ήταν που έπραξε η Επιτροπή εκδίδοντας τις ΓΕΔ 2011 που περιελάμβαναν σε παράρτημα τις νέες αναλογιστικές αξίες, οι οποίες ονομάζονται σε αυτές τις τελευταίες γενικές εκτελεστικές διατάξεις «συντελεστές μετατροπής» για τους σκοπούς του υπολογισμού των αναγνωριζόμενων ως συντάξιμων ετών.

95      Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1324/2008, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί επί των μεταφορών «in» παρά μόνο μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να εκδώσουν συμφώνως προς το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Η δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 8 εν προκειμένω απορρέει από τη μνεία στις «παραμέτρους που προβλέπει το παράρτημα XII του ΚΥΚ», οι οποίες περιλαμβάνονται στον τίτλο του παραρτήματος 2 των ΓΕΔ 2004, και τούτο στον βαθμό που το εν λόγω παράρτημα XII παραπέμπει το ίδιο, με το άρθρο του 1, παράγραφος 2, το άρθρο του 10, παράγραφος 2, και το άρθρο του 12, στο επιτόκιο που ορίζει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Ωστόσο, ο τίτλος του παραρτήματος 2 των ΓΕΔ 2004 έχει την αξία επεξηγήσεως της μεθόδου υπολογισμού που εφαρμόζει η Επιτροπή στο πλαίσιο των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, τις οποίες της παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δύναται δε να χρησιμεύσει μόνο στην ερμηνεία των ρυθμίσεων που απορρέουν από τον πίνακα των αναλογιστικών αξιών (βλ., όσον αφορά τη ρυθμιστική ισχύ του τίτλου ενός άρθρου οδηγίας, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2003, C‑144/00, Hoffmann, σκέψεις 37 έως 40). Επιπλέον, τέτοιου είδους αλλεπάλληλες αναφορές, ως επί το πλείστον σιβυλλικές, δεν μπορούν να υπερισχύσουν των σαφών δεδομένων που παρατίθενται στον πίνακα των εν λόγω αναλογιστικών αξιών χωρίς να υπάρξει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

96      Εν κατακλείδι, το επιχείρημα της Επιτροπής με το οποίο ζητεί να θεωρηθεί ότι η μέθοδος υπολογισμού του αναλογιστικού ισοδυνάμου, που προβλέπει το άρθρο 8 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, θα πρέπει κατ’ ανάγκην να χρησιμοποιείται και κατά τον προσδιορισμό του επικαιροποιημένου κεφαλαίου, ακόμη δε και του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών, περί των οποίων προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, έρχεται σε αντίθεση προς το γράμμα αυτής της τελευταίας διατάξεως, καθώς και προς τη βούληση του νομοθέτη ο οποίος θέλησε, πράγματι, να διατηρηθεί, στον ΚΥΚ, μια σαφής διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων «in» και «out» και, ως εκ τούτου, και μεταξύ των εννοιών του επικαιροποιημένου κεφαλαίου και του αναλογιστικού ισοδυνάμου.

97      Βάσει των ανωτέρω, η άποψη της Επιτροπής ότι ο κανονισμός 1324/2008 κατέστησε ανίσχυρες και αυτομάτως άνευ νομικού ερείσματος τις ΓΕΔ 2004 όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών είναι νομικώς εσφαλμένη, δεδομένου ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η άποψη αυτή παρορούν τόσο το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού όσο και το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

98      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα εάν η Επιτροπή εδικαιούτο να εφαρμόσει τους νέους συντελεστές μετατροπής που παρατίθενται στο παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011 επί των αιτήσεων μεταφοράς που υποβλήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ, την 1η Απριλίου 2011, των ΓΕΔ 2011.

–       Επί της αναδρομικής εφαρμογής των συντελεστών μετατροπής του παραρτήματος 1 των ΓΕΔ 2011

99      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει γενικώς αναγνωρισμένης αρχής, ένας νέος κανόνας εφαρμόζεται, πλην εξαιρέσεων, άμεσα σε καταστάσεις που πρόκειται να γεννηθούν, καθώς και στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν ενόσω τελούσε εν ισχύι ο παλαιός κανόνας, χωρίς ωστόσο να έχουν διαμορφωθεί πλήρως (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Ιουνίου 2012, F‑31/10, Guittet κατά Επιτροπής, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Κατά συνέπεια, πρέπει να διευκρινιστεί εάν, κατά τον χρόνο κατά τον οποίον οι νέοι συντελεστές μετατροπής που προέβλεπαν οι ΓΕΔ 2011 άρχισαν να ισχύουν, ήτοι την 1η Απριλίου 2011, οι προσφεύγοντες ευρίσκονταν σε κατάσταση γεγενημένη και πλήρως διαμορφωθείσα υπό το κράτος ισχύος των ΓΕΔ 2004. Μόνο στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε πράγματι να αναγνωριστεί ότι οι συντελεστές μετατροπής που προβλέπουν οι ΓΕΔ 2011 εφαρμόστηκαν κατά τρόπο αναδρομικό επί των προσφευγόντων. Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να εξεταστεί η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και, ειδικότερα, η νομιμότητα της αναδρομικής εφαρμογής των συντελεστών μετατροπής τους οποίους προβλέπουν οι ΓΕΔ 2011 υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Guittet κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 48).

101    Σχετικώς, προκειμένου η κατάσταση ενός υπαλλήλου ή ενός μέλους του λοιπού προσωπικού που έκανε αίτηση μεταφοράς «in» να έχει πλήρως διαμορφωθεί υπό το κράτος ισχύος των αναλογιστικών αξιών V2 που προσαρτώνται στις ΓΕΔ 2004, πρέπει να αποδεικνύεται ότι, το αργότερο κατά το πέρας της προτεραίας της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ των νέων συντελεστών μετατροπής που προβλέπουν οι ΓΕΔ 2011, ήτοι την 31η Μαρτίου 2011, ο ενδιαφερόμενος απεδέχθη την πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών που του έγινε βάσει των ΓΕΔ 2004.

102    Στην υπό κρίση περίπτωση, οι προσφεύγοντες απεδέχθησαν, έκαστος στον βαθμό που τον αφορά, την πρώτη πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών. Η κατάστασή τους υπό το πρίσμα του δικαιώματός τους σε μεταφορά «in», που γεννήθηκε υπό το κράτος ισχύος των ΓΕΔ 2004, είχε επομένως πλήρως διαμορφωθεί κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των ΓΕΔ 2011 και, συνεπώς, επ’ αυτών ήσαν εφαρμοστέες οι ΓΕΔ 2004.

103    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, είναι προφανές ότι το άρθρο 9 των ΓΕΔ 2011, στον βαθμό που προβλέπει, στην πρώτη περίοδο του τέταρτου εδαφίου, ότι οι συντελεστές μετατροπής του παραρτήματος 1 των ΓΕΔ 2011 εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2009, διέπει, όσον αφορά τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό που απεδέχθησαν πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών πριν από την 31η Μαρτίου 2011, καταστάσεις πλήρως διαμορφωθείσες υπό το κράτος ισχύος των ΓΕΔ 2004. Συνεπώς, το άρθρο 9 των ΓΕΔ 2011 προσδίδει αναδρομική ισχύ στους εν λόγω συντελεστές.

104    Ωστόσο, όπως υπεμνήσθη στις σκέψεις 99 και 100 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων δεν επιτρέπει να ορίζεται ως σημείο αφετηρίας της διαχρονικής εφαρμογής πράξεως της Ένωσης ημερομηνία προγενέστερη της ενάρξεως ισχύος της. Kατ’ εξαίρεση, τούτο δεν ισχύει οσάκις το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και οσάκις διασφαλίζεται προσηκόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (απόφαση Guittet κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 63 και 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός απαιτούσε την αναδρομική εφαρμογή των ΓΕΔ 2011. Πράγματι, μολονότι η Επιτροπή προέβαλε ότι η θέση σε ισχύ των συντελεστών μετατροπής την 1η Ιανουαρίου 2009 ήταν επιβεβλημένη κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1324/2008, εντούτοις από τις σκέψεις 91 έως 97 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται, αντιθέτως, ότι ο κανονισμός 1324/2008 δεν κατέστησε ανίσχυρες και αυτομάτως άνευ νομικού ερείσματος τις ΓΕΔ 2004 όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού του αριθμού των αναγνωριζόμενων συντάξιμων ετών.

106    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι κάποιο υπέρτερο και επιτακτικό συμφέρον της επέβαλε την εφαρμογή των ΓΕΔ 2011 από της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1324/2008. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, συμφώνως προς το άρθρο 83α του ΚΥΚ, η ευθύνη για τη διατήρηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου το οποίο, επί τη βάσει της αναλογιστικής αποτιμήσεως που του υποβάλλεται κάθε έτος από την Επιτροπή και κατόπιν προτάσεώς της, εκδίδει με αυξημένη πλειοψηφία τον αντίστοιχο κανονισμό, ο οποίος, όπως άλλωστε τούτο συνέβη και με τον κανονισμό 1324/2008, είναι εφαρμοστέος σε όλα τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν απόκειται στην Επιτροπή να διασφαλίσει, αυτή και μόνη, τη διατήρηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ένωσης και, ακόμη λιγότερο, να το πράξει μέσω των δικών της γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

107    Τέλος, η εφαρμογή των συντελεστών μετατροπής που προβλέπονται στο παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011, πριν από τη θέση σε ισχύ των εν λόγω γενικών εκτελεστικών διατάξεων την 1η Απριλίου 2011, επί των υπαλλήλων ή επί του λοιπού προσωπικού που απεδέχθησαν πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών πριν από την ημερομηνία της 1ης Απριλίου 2011 συνιστούσε αναπόφευκτα προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εν λόγω υπαλλήλων ή των μελών του εν λόγω λοιπού προσωπικού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Guittet κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 66).

108    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 9, τρίτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, και του άρθρου 9, τέταρτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ 2011 πρέπει να κριθούν ως στερούμενες νομιμότητας στον βαθμό που προβλέπουν την εφαρμογή των συντελεστών μετατροπής τους οποίους όριζε το παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011 επί των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που είχαν αποδεχθεί πρόταση περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών προ της θέσεως σε ισχύ των ΓΕΔ 2011.

109    Οι πρώτες προτάσεις περί αναγνωρίσεως συντάξιμων ετών, που προέβαιναν σε εφαρμογή των ΓΕΔ 2004, δεν έπασχαν, ως προς αυτό, έλλειψη νομιμότητας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να ανακληθούν (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2010, T‑491/08 P, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Εν πάση περιπτώσει, οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις που ήσαν εφαρμοστέες κατά τις ημερομηνίες καταχωρίσεως των αιτήσεων μεταφοράς «in» των προσφευγόντων, ήτοι κατά την 17η Νοεμβρίου και κατά την 1η Ιουλίου 2009 αντιστοίχως, ήσαν οι ΓΕΔ 2004 και όχι οι ΓΕΔ 2011. Δεδομένου ότι οι επίδικες αποφάσεις προβαίνουν σε εφαρμογή των συντελεστών μετατροπής που προβλέπει το παράρτημα 1 των ΓΕΔ 2011, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που εξετάστηκαν από κοινού, και να ακυρωθούν οι επίδικες αποφάσεις χωρίς να απαιτείται η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ δύναται να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

112    Από το προπαρατεθέν σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι η Επιτροπή είναι ο ηττηθείς διάδικος. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες, με τα αιτήματά τους, ζήτησαν ρητώς να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (ολομέλεια)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 20ής Μαΐου 2011 και της 19ης Μαΐου 2011 που απευθύνονταν αντιστοίχως στον M. Verile και την Α. Gjergji.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι M. Verile και Α. Gjergji.

Van Raepenbusch

Rofes i Pujol

Perillo

Barents

 

       Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2013.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Van Raepenbusch


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.