ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 2ας Μαρτίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των τηλεπικοινωνιών – Περιορισμοί – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νομοθεσία η οποία προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Πρόσβαση των εθνικών αρχών στα δεδομένα που διατηρούνται για σκοπούς ποινικής έρευνας – Καταπολέμηση του εγκλήματος εν γένει – Άδεια χορηγηθείσα από την εισαγγελική αρχή – Χρήση των δεδομένων ως αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής δίκης – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση C‑746/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία) με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Νοεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

H. K.,

παρισταμένης της:

Prokuratuur,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.–C. Bonichot, A. Arabadjiev, A. Prechal και L. Bay Larsen, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), M. Safjan, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η H. K., εκπροσωπούμενη από τον S. Reinsaar, vandeadvokaat,

–        η Prokuratuur, εκπροσωπούμενη από τον T. Pern και την M. Voogma,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Nymann‑Lindegren και την M. S. Wolff,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne, G. Hodge και J. Quaney καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενοι από τον D. Fennelly, barrister,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους D. Dubois και D. Colas καθώς και από τις E. de Moustier και A.‑L. Desjonquères, στη συνέχεια, από τον D. Dubois καθώς και από τις E. de Moustier και A.‑L. Desjonquères,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις V. Kalniņa και I. Kucina, στη συνέχεια, από τις V. Soņeca και V. Kalniņa,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την A. Pokoraczki,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes καθώς και από τις P. Barros da Costa, L. Medeiros και I. Oliveira,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Brandon και την Z. Lavery, επικουρούμενοι από τους G. Facenna, QC, και C. Knight, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τους H. Kranenborg και M. Wasmeier καθώς και από τις P. Costa de Oliveira και K. Toomus, στη συνέχεια, από τους H. Kranenborg και M. Wasmeier καθώς και από την E. Randvere,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 2002/58), ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά της H. K. για κλοπή, χρήση της τραπεζικής κάρτας τρίτου και χρήση βίας κατά μετεχόντων σε ένδικη διαδικασία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 11 της οδηγίας 2002/58 έχουν ως εξής:

«(2)      Επιδίωξη της παρούσας οδηγίας είναι να σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα, τηρεί δε τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη]. Συγκεκριμένα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να διασφαλισθεί η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη αυτού.

[…]

(11)      Η παρούσα οδηγία, όπως και η οδηγία [95/46/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31)], δεν υπεισέρχεται σε θέματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες δεν διέπονται από το [δίκαιο της Ένωσης]. Επομένως, δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, αυστηρώς ανάλογα των προς επίτευξη σκοπών και αναγκαία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαρκείς διασφαλίσεις σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.»

4        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί»:

«Εκτός αν άλλως ορίζεται, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία [95/46] και την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) [(ΕΕ 2002, L 108, σ. 33)].

Επίσης, ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί, βάσει των οποίων νοούνται ως:

α)      “χρήστης”, κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας·

β)      “δεδομένα κίνησης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της·

γ)      “δεδομένα θέσης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή από υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

δ)      “επικοινωνία”, κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει·

[…]».

5        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόρρητο των επικοινωνιών», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. Ειδικότερα, απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων χρηστών, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει την τεχνική αποθήκευση, η οποία είναι αναγκαία για τη διαβίβαση επικοινωνίας, με την επιφύλαξη της αρχής του απορρήτου.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποθήκευση πληροφοριών ή η απόκτηση πρόσβασης σε ήδη αποθηκευμένες πληροφορίες στον τερματικό εξοπλισμό συνδρομητή ή χρήστη επιτρέπεται μόνον εάν ο συγκεκριμένος συνδρομητής ή χρήστης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του με βάση σαφείς και εκτενείς πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία [95/46], μεταξύ άλλων για τον σκοπό της επεξεργασίας. Τούτο δεν εμποδίζει οιαδήποτε τεχνικής φύσεως αποθήκευση ή πρόσβαση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια της διαβίβασης μιας επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που είναι απολύτως αναγκαία για να μπορεί ο πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία έχει ζητήσει ρητά ο συνδρομητής ή ο χρήστης να παρέχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία.»

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεδομένα κίνησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15, παράγραφος 1.

2.      Τα δεδομένα κίνησης που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητείται νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή.

3.      Για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για αυτή την υπηρεσία ή την εμπορική προώθηση, εφόσον ο συνδρομητής ή ο χρήστης τον οποίο αφορούν δίδει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του. Στους χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να ανακαλούν οποτεδήποτε τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία των δεδομένων κίνησης.

[…]

5.      Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, πρέπει να περιορίζεται σε πρόσωπα τα οποία ενεργούν υπό την εποπτεία του φορέα παροχής του δημοσίου δικτύου και της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ασχολούνται με τη διαχείριση της χρέωσης ή της κίνησης, τις απαντήσεις σε ερωτήσεις πελατών, την ανίχνευση της απάτης, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή την παροχή υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας, και πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών.

[…]»

7        Το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στις περιπτώσεις όπου δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης, που αφορούν τους χρήστες ή συνδρομητές δικτύων ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι δυνατό να υποστούν επεξεργασία, η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον όταν αυτά καθίστανται ανώνυμα ή με τη ρητή συγκατάθεση των χρηστών ή συνδρομητών στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για την παροχή μιας υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τους χρήστες ή συνδρομητές, προτού δώσουν τη συγκατάθεσή τους, σχετικά με τον τύπο των δεδομένων θέσης εκτός των δεδομένων κυκλοφορίας που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς και τη διάρκεια της εν λόγω επεξεργασίας, καθώς και το ενδεχόμενο μετάδοσής τους σε τρίτους για το σκοπό παροχής της υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. […]»

8        Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας [95/46]», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [95/46]. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του [δικαίου της Ένωσης], συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

 Το εσθονικό δίκαιο

 Ο νόμος περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών

9        Το άρθρο 1111 του elektroonilise side seadus (νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, RT I 2004, 87, 593· RT I, 22.05.2018, 3), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών), το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων», προβλέπει τα εξής:

«[…]

(2)      Οι πάροχοι υπηρεσιών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας καθώς και υπηρεσιών δικτύου σταθερής και κινητής τηλεφωνίας υποχρεούνται να διατηρούν τα ακόλουθα δεδομένα:

1)      τον τηλεφωνικό αριθμό του καλούντος καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

2)      τον τηλεφωνικό αριθμό του καλουμένου καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

3)      σε περίπτωση χρησιμοποίησης συμπληρωματικής υπηρεσίας, όπως προώθησης ή εκτροπής κλήσης, τον καλούμενο τηλεφωνικό αριθμό καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

4)      την ημερομηνία και την ώρα έναρξης και λήξης της κλήσης·

5)      τη χρησιμοποιηθείσα υπηρεσία σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας·

6)      τη διεθνή ταυτότητα συνδρομητή κινητής τηλεφωνίας (International Mobile Subscriber IdentityIMSI) του τηλεφωνικού αριθμού του καλούντος και του καλουμένου·

7)      τη διεθνή ταυτότητα εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας (International Mobile Equipment Identity – IMEI) του τηλεφωνικού αριθμού του καλούντος και του καλουμένου·

8)      τον κωδικό ταυτότητας κυψέλης κατά την έναρξη της κλήσης·

9)      τα δεδομένα για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής θέσης της κυψέλης βάσει του κωδικού ταυτότητας κυψέλης κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρούνται τα δεδομένα·

10)      στην περίπτωση προπληρωμένης ανώνυμης υπηρεσίας, την ημερομηνία και την ώρα της αρχικής ενεργοποίησης της υπηρεσίας και τον κωδικό θέσης από την οποία πραγματοποιήθηκε η ενεργοποίηση·

[…]

(4)      Τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεδομένα διατηρούνται για χρονικό διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία της επικοινωνίας, αν τα δεδομένα αυτά παρήχθησαν ή υποβλήθηκαν σε επεξεργασία κατά την παροχή υπηρεσίας επικοινωνίας. […]

[…]

(11)      Τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεδομένα διαβιβάζονται:

1)      σύμφωνα με τον kriminaalmenetluse seadustik [κώδικα ποινικής δικονομίας], σε αρχή αρμόδια για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας, σε αρχή έχουσα την εξουσία να λάβει μέτρα παρακολούθησης, στην εισαγγελική αρχή και στο δικαστήριο·

[…]».

 Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

10      Το άρθρο 17 του κώδικα ποινικής δικονομίας (kriminaalmenetluse seadustik, RT I 2003, 27, 166· RT I, 31.05.2018, 22) ορίζει τα εξής:

«(1)      Στη δίκη μετέχει η εισαγγελική αρχή, […].

[…]»

11      Το άρθρο 30 του ως άνω κώδικα έχει ως εξής:

«(1)      Η εισαγγελική αρχή διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, της οποίας τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα διασφαλίζει, αποτελεί δε την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

(2)      Οι εξουσίες της εισαγγελικής αρχής στην ποινική διαδικασία ασκούνται επ’ ονόματι της εισαγγελίας από εισαγγελέα ο οποίος ενεργεί ανεξάρτητα και υπόκειται μόνο στον νόμο.»

12      Το άρθρο 901 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

«[…]

(2)      Η αρμόδια για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχή μπορεί να ζητήσει, με άδεια της εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας ή με άδεια του δικαστηρίου στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα δεδομένα που απαριθμούνται στο άρθρο 1111, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα οποία δεν παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην άδεια αυτή αναγράφεται με ακριβή προσδιορισμό των σχετικών ημερομηνιών το χρονικό διάστημα για το οποίο επιτρέπεται να ζητηθούν τα δεδομένα.

(3)      Βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να ζητηθούν δεδομένα μόνον αν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού της ποινικής δίκης.»

13      Το άρθρο 211 του ίδιου κώδικα ορίζει τα εξής:

«(1)      Σκοπός της ανακριτικής διαδικασίας είναι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και η τήρηση των λοιπών προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου.

(2)      Κατά την ανακριτική διαδικασία η αρμόδια για διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχή και η εισαγγελική αρχή διερευνούν τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις για τον ύποπτο ή τον διωκόμενο.»

 Ο νόμος περί της εισαγγελικής αρχής

14      Το άρθρο 1 του prokuratuuriseadus (νόμου περί της εισαγγελικής αρχής, RT I 1998, 41, 625· RT I, 06.07.2018, 20), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«(1)      Η εισαγγελική αρχή είναι αρχή που υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μετέχει στον σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων παρακολούθησης με σκοπό την καταπολέμηση και τη διερεύνηση των ποινικών αδικημάτων, διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, της οποίας τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα διασφαλίζει, αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης και ασκεί τα λοιπά καθήκοντα που της ανατίθενται από τον νόμο.

(2)      Η εισαγγελική αρχή είναι ανεξάρτητη κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων της και ενεργεί σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τους άλλους νόμους και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των νόμων αυτών.

[…]»

15      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του και ενεργεί αποκλειστικά σύμφωνα με τον νόμο και τη συνείδησή του.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο Viru, Εσθονία) καταδίκασε την H. K. σε στερητική της ελευθερίας ποινή, διάρκειας δύο ετών, για την τέλεση, από τις 17 Ιανουαρίου 2015 έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, πλειόνων πράξεων κλοπής υλικών αγαθών (αξίας από 3 έως 40 ευρώ) καθώς και μετρητών (από 5,20 έως 2 100 ευρώ), για τη χρήση της τραπεζικής κάρτας τρίτου, στον οποίο προκάλεσε ζημία ύψους 3 941,82 ευρώ, και για τη χρήση βίας κατά μετεχόντων σε ένδικη διαδικασία η οποία την αφορούσε.

17      Το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο Viru) στήριξε την καταδίκη της H. K. για τα αδικήματα αυτά, μεταξύ άλλων, σε διάφορες εκθέσεις συνταχθείσες βάσει δεδομένων σχετιζόμενων με ηλεκτρονικές επικοινωνίες, κατά την έννοια του άρθρου 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα οποία η αρμόδια για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχή είχε συλλέξει από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, αφότου είχε λάβει, δυνάμει του άρθρου 90 του κώδικα ποινικής δικονομίας, πλείονες σχετικές άδειες από τη Viru Ringkonnaprokuratuur (εισαγγελία πρωτοδικών Viru, Εσθονία). Οι άδειες αυτές, οι οποίες χορηγήθηκαν στις 28 Ιανουαρίου και στις 2 Φεβρουαρίου 2015, στις 2 Νοεμβρίου 2015, καθώς και στις 25 Φεβρουαρίου 2016, αφορούσαν τα δεδομένα σχετικά με διάφορους αριθμούς τηλεφώνου της H. K. και διαφορετικές διεθνείς ταυτότητες εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας της ίδιας, για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου 2015, της 21ης Σεπτεμβρίου 2015, καθώς και για το διάστημα από 1ης Μαρτίου 2015 έως 19 Φεβρουαρίου 2016.

18      Η H. K. προσέβαλε την απόφαση του Viru Maakohus (πλημμελειοδικείου Viru) ενώπιον του Tartu Ringkonnakohus (εφετείου Tartu, Εσθονία), το οποίο απέρριψε την έφεση με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2017.

19      Η H. K. άσκησε αναίρεση κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ενώπιον του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Εσθονία), αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, το παραδεκτό των εκθέσεων που συντάχθηκαν με βάση τα δεδομένα που ελήφθησαν από τον πάροχο των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κατά την άποψή της, από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, στο εξής: απόφαση Tele2, EU:C:2016:970), προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κατά τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών οφείλουν να διατηρούν δεδομένα σχετιζόμενα με τις επικοινωνίες, καθώς και η χρήση των δεδομένων αυτών με σκοπό την καταδίκη της, αντιβαίνουν στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν οι εκθέσεις οι οποίες συντάχθηκαν με βάση τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορούν να θεωρηθούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το παραδεκτό των επίμαχων στην κύρια δίκη εκθέσεων ως αποδεικτικών στοιχείων εξαρτάται από το κατά πόσον η συλλογή των δεδομένων επί των οποίων βασίζονται οι εκθέσεις αυτές συνάδει με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

21      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η πρόσβαση των εθνικών αρχών σε δεδομένα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστούν η πηγή της τηλεφωνικής επικοινωνίας και ο προορισμός της μέσω του σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του υπόπτου, η ημερομηνία, η ώρα, η διάρκεια και το είδος της επικοινωνίας αυτής, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε καθώς και η θέση του εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιήθηκε, αποτελεί τόσο σοβαρή επέμβαση στα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιοριστεί στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος για το οποίο οι εθνικές αυτές αρχές ζήτησαν την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα.

22      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, ωστόσο, ότι η διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση της σοβαρότητας της επέμβασης που συνίσταται στην πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης. Συγκεκριμένα, όταν το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι πολύ σύντομο ή όταν ο όγκος των συλλεγόμενων δεδομένων είναι πολύ περιορισμένος, τίθεται το ζήτημα αν ο σκοπός της καταπολέμησης του εγκλήματος εν γένει, και όχι μόνον της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια επέμβαση.

23      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον είναι δυνατό να θεωρηθεί η εσθονική εισαγγελική αρχή ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, κατά την έννοια της σκέψης 120 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), η οποία μπορεί να επιτρέψει την πρόσβαση της αρμόδιας για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχής σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως είναι τα δεδομένα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

24      Η εισαγγελική αρχή διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, διασφαλίζοντας παράλληλα τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητά της. Δεδομένου ότι σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι, μεταξύ άλλων, η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η αρμόδια για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας αρχή και η εισαγγελική αρχή διερευνούν τις συλλεγείσες επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις που αφορούν κάθε ύποπτο ή διωκόμενο. Αν η εισαγγελική αρχή είναι πεπεισμένη ότι έχουν συλλεγεί όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, ενεργεί ως κατηγορούσα αρχή κατά του κατηγορουμένου. Οι εξουσίες της εισαγγελικής αρχής ασκούνται επ’ ονόματί της από εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του κατά τρόπο ανεξάρτητο, όπως προκύπτει από το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας καθώς και από τα άρθρα 1 και 2 του νόμου περί της εισαγγελικής αρχής.

25      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αμφιβολίες του ως προς την ανεξαρτησία την οποία επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι η εισαγγελική αρχή δεν διευθύνει απλώς την ανακριτική διαδικασία, αλλά επιπλέον εκπροσωπεί και την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης, δεδομένου ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η αρχή αυτή μετέχει στην ποινική διαδικασία.

26      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8 και 11 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], την έννοια ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η πρόσβαση εθνικών αρχών σε δεδομένα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστούν η πηγή της τηλεφωνικής επικοινωνίας και ο προορισμός της μέσω του σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του υπόπτου, η ημερομηνία, η ώρα, η διάρκεια και το είδος της επικοινωνίας αυτής, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε καθώς και η θέση του εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιήθηκε αποτελεί τόσο σοβαρή επέμβαση στα διασφαλιζόμενα από τα ως άνω άρθρα του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιορίζεται, όσον αφορά την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούν τα διατηρούμενα δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές;

2)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58], βάσει της αρχής της αναλογικότητας όπως εκφράζεται στην απόφαση [της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal (C‑207/16, EU:C:2018:788)], σκέψεις 55 έως 57, την έννοια ότι, αν ο όγκος των κατά το πρώτο ερώτημα δεδομένων στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές (τόσο όσον αφορά το είδος των δεδομένων όσο και τη χρονική τους έκταση) δεν είναι μεγάλος, η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία η πρόσβαση αυτή συνεπάγεται μπορεί να δικαιολογείται από τον σκοπό πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων εν γένει και ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των δεδομένων στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές τόσο πιο σοβαρά πρέπει να είναι τα ποινικά αδικήματα στην καταπολέμηση των οποίων στοχεύει η επέμβαση;

3)      Σημαίνει η διαλαμβανόμενη στην απόφαση [της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970)], σημείο 2 του διατακτικού, απαίτηση, κατά την οποία η πρόσβαση των αρμοδίων εθνικών αρχών στα δεδομένα υπόκειται στον προηγούμενο έλεγχο δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εισαγγελική αρχή, η οποία διευθύνει την ανακριτική διαδικασία και στο πλαίσιο αυτό υποχρεούται κατά νόμο να ενεργεί ανεξάρτητα και υπόκειται μόνο στον νόμο, διερευνά δε κατά την ανακριτική διαδικασία τόσο τις επιβαρυντικές όσο και τις ελαφρυντικές για τον κατηγορούμενο περιστάσεις αλλά εν συνεχεία κατά την ένδικη διαδικασία αποτελεί την κατηγορούσα αρχή, μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την πρόσβαση δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης, από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί, καθώς και να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του, με σκοπό την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς η πρόσβαση αυτή να περιορίζεται σε διαδικασίες για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει ζητηθεί η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα όπως επίσης και του όγκου και του είδους των διαθέσιμων δεδομένων για το διάστημα αυτό.

28      Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει ότι, όπως επιβεβαίωσε η Εσθονική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα δεδομένα στα οποία απέκτησε πρόσβαση η αρμόδια για τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας εθνική αρχή στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 1111, παράγραφοι 2 και 4, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, όσον αφορά τη σταθερή και την κινητή τηλεφωνία, για ένα έτος. Τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να ανιχνευθούν και να προσδιοριστούν η πηγή της τηλεφωνικής επικοινωνίας και ο προορισμός της μέσω του σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του υπόπτου, η ημερομηνία, η ώρα, η διάρκεια και το είδος της επικοινωνίας αυτής, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε καθώς και η θέση του εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιήθηκε, χωρίς να διαβιβάζεται κατ’ ανάγκη η επικοινωνία. Επιπλέον, με βάση τα εν λόγω δεδομένα μπορεί να διαπιστωθεί η συχνότητα των επικοινωνιών του χρήστη με ορισμένα πρόσωπα κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Εξάλλου, όπως επιβεβαίωσε η Εσθονική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος, μπορεί να ζητηθεί η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα για κάθε είδος ποινικού αδικήματος.

29      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται στις δημόσιες αρχές η πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης τα οποία διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, κατ’ εφαρμογήν μέτρου ληφθέντος βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοια πρόσβαση μπορεί να παρασχεθεί μόνον εφόσον τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί από τους παρόχους κατά τρόπο σύμφωνο με το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1 (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 167).

30      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, για τους σκοπούς αυτούς, προληπτικώς, τη γενικευμένη και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 168).

31      Όσον αφορά τους σκοπούς που μπορούν να δικαιολογήσουν την πρόσβαση των δημοσίων αρχών στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατ’ εφαρμογή μέτρου σύμφωνου προς τις διατάξεις αυτές, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, αφενός, ότι η πρόσβαση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από τον σκοπό γενικού συμφέροντος για τον οποίο επιβλήθηκε η διατήρηση σε αυτούς τους παρόχους υπηρεσιών (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 166).

32      Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι προκειμένου τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να δικαιολογήσουν περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 5, 6 και 9 της οδηγίας 2002/58 πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επέμβασης που συνεπάγεται ο περιορισμός αυτός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Όσον αφορά τον σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων, τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, μόνον η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, όπως αυτές τις οποίες συνεπάγεται η διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, είτε αυτή είναι γενική και χωρίς διάκριση είτε στοχευμένη. Επομένως, μόνον οι μη σοβαρές επεμβάσεις στα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να δικαιολογηθούν από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία, ήτοι την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων εν γένει (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 140 και 146).

34      Συναφώς, έχει κριθεί, μεταξύ άλλων, ότι τα νομοθετικά μέτρα που αφορούν την επεξεργασία αυτών καθεαυτά των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως τη διατήρησή τους και την πρόσβαση σε αυτά, με αποκλειστικό σκοπό την ταυτοποίηση του οικείου χρήστη, και χωρίς τα εν λόγω δεδομένα να μπορούν να συνδεθούν με πληροφορίες σχετικές με τις πραγματοποιηθείσες επικοινωνίες, δύνανται να δικαιολογηθούν από τον σκοπό που ανάγεται στην πρόληψη, στη διερεύνηση, στη διαπίστωση και στη δίωξη ποινικών αδικημάτων εν γένει, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58. Πράγματι, τα δεδομένα αυτά δεν είναι αφ’ εαυτών σε θέση να αποκαλύψουν την ημερομηνία, την ώρα, τη διάρκεια και τους αποδέκτες των πραγματοποιηθεισών επικοινωνιών, ούτε τις τοποθεσίες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι επικοινωνίες αυτές ή τη συχνότητά τους με ορισμένα πρόσωπα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, με αποτέλεσμα να μην παρέχουν, πέραν των στοιχείων επικοινωνίας των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως είναι οι διευθύνσεις τους, καμία πληροφορία σχετική με τις ανταλλαγείσες πληροφορίες και, κατά συνέπεια, με την ιδιωτική τους ζωή. Επομένως, η επέμβαση την οποία συνεπάγεται μέτρο το οποίο αφορά τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί, καταρχήν, να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 157 και 158 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον οι σκοποί της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος ή της πρόληψης σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την πρόσβαση των δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης, από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί καθώς και ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του (πρβλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal, C‑207/16, EU:C:2018:788, σκέψη 54), χωρίς η πρόσβαση αυτή να μπορεί, βάσει άλλων παραμέτρων που αφορούν τον αναλογικό χαρακτήρα της αίτησης πρόσβασης, όπως είναι η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση στα δεδομένα, να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης και της δίωξης των ποινικών αδικημάτων εν γένει.

36      Σημειώνεται ότι η πρόσβαση σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης, όπως είναι τα διατηρούμενα δεδομένα δυνάμει του άρθρο 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μπορεί πράγματι να παρέχει τη δυνατότητα να συνάγονται ακριβή συμπεράσματα, ή και ιδιαίτερα ακριβή συμπεράσματα, σε σχέση με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή οι προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία τα πρόσωπα αυτά συχνάζουν (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 117).

37      Βεβαίως, όπως υπαινίσσεται το αιτούν δικαστήριο, όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η πρόσβαση τόσο μεγαλύτερος είναι, καταρχήν, ο όγκος των δεδομένων που μπορούν να διατηρούν οι πάροχοι των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τους τόπους διαμονής και τις μετακινήσεις του χρήστη μέσου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με αποτέλεσμα να μπορούν να συναχθούν, από τα δεδομένα στα οποία υπήρξε πρόσβαση, περισσότερα συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του χρήστη αυτού. Ανάλογη διαπίστωση μπορεί να συναχθεί όσον αφορά τις κατηγορίες των δεδομένων στα οποία ζητείται πρόσβαση.

38      Επομένως, για την πλήρωση της απαίτησης περί αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να διασφαλίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι τόσο η κατηγορία ή οι κατηγορίες των οικείων δεδομένων όσο και το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά περιορίζονται, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, στο απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας.

39      Ωστόσο, η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, την οποία συνεπάγεται η πρόσβαση δημόσιας αρχής σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού τον οποίο χρησιμοποιεί, χαρακτηρίζεται εν πάση περιπτώσει σοβαρή, ανεξαρτήτως της διάρκειας του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει ζητηθεί η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και του όγκου ή του είδους των διαθέσιμων δεδομένων για το διάστημα αυτό, όταν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, από το εν λόγω σύνολο δεδομένων μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του οικείου προσώπου ή των οικείων προσώπων.

40      Συναφώς, ακόμη και η πρόσβαση σε περιορισμένο όγκο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης ή η πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή ενός χρήστη μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Επιπλέον, ο όγκος των διαθέσιμων δεδομένων και οι απορρέουσες ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή του οικείου προσώπου αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν να εκτιμηθούν μόνο μετά την απόκτηση πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα. Ωστόσο, η άδεια πρόσβασης από το δικαστήριο ή την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή χορηγείται κατ’ ανάγκη πριν καταστεί δυνατή η εξέταση των δεδομένων και των πληροφοριών που απορρέουν από αυτά. Επομένως, η σοβαρότητα της επέμβασης την οποία συνιστά η πρόσβαση εκτιμάται κατ’ ανάγκην σε συνάρτηση με τον κίνδυνο που εν γένει συνδέεται με την κατηγορία των δεδομένων στα οποία ζητείται πρόσβαση για την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, χωρίς να έχει σημασία, εξάλλου, αν οι πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή που απορρέουν από τα δεδομένα αυτά είναι ή όχι ευαίσθητες.

41      Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί αιτήματος με το οποίο ζητείται να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι εκθέσεις οι οποίες συντάχθηκαν βάσει δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης επειδή υποστηρίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι αντίθετες προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, τόσο όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων όσο και την πρόσβαση σε αυτά, υπενθυμίζεται ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται, καταρχήν, μόνο στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την εκτίμηση, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά υπόπτων για εγκληματικές πράξεις, πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων αποκτηθέντων μέσω της γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης τέτοιων δεδομένων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 222), ή ακόμη και μέσω της πρόσβασης των εθνικών αρχών στα εν λόγω δεδομένα κατά παράβαση του δικαίου αυτού.

42      Πράγματι, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 223 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Όσον αφορά ειδικότερα την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι οι εθνικοί κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την αξιοποίηση των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων έχουν ως σκοπό, βάσει των επιλογών του εθνικού δικαίου, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν παρανόμως να βλάψουν αδικαιολόγητα ένα πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα. Ο σκοπός όμως αυτός μπορεί, κατά το εθνικό δίκαιο, να επιτευχθεί όχι μόνο με την απαγόρευση της αξιοποίησης τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και με εθνικούς κανόνες και πρακτικές που διέπουν την εκτίμηση και τη στάθμιση των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων, ή ακόμη και με συνεκτίμηση του παράνομου χαρακτήρα τους στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 225).

44      Η ανάγκη της μη συνεκτίμησης των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του κινδύνου που συνεπάγεται το παραδεκτό τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων για τον σεβασμό της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Πάντως, εφόσον ένα δικαστήριο κρίνει ότι ένας διάδικος δεν έχει δυνατότητα αποτελεσματικής υποβολής παρατηρήσεων επί αποδεικτικού μέσου που εμπίπτει σε τομέα ο οποίος εκφεύγει της γνώσης των δικαστών και δύναται να ασκήσει καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να διαπιστώσει προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και να μη δεχτεί το εν λόγω αποδεικτικό μέσο ώστε να αποφευχθεί η προσβολή αυτή. Ως εκ τούτου, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει στο εθνικό ποινικό δικαστήριο να μη λαμβάνει υπόψη πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία αποκτηθέντα μέσω γενικής και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης μη συνάδουσας με το δίκαιο της Ένωσης ή ακόμη μέσω πρόσβασης της αρμόδιας αρχής στα δεδομένα κατά παράβαση του δικαίου αυτού, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά υπόπτων για εγκληματικές πράξεις, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν δυνατότητα αποτελεσματικής υποβολής παρατηρήσεων επί των εν λόγω πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία προέρχονται από τομέα που εκφεύγει της γνώσης των δικαστών και δύνανται να ασκήσουν καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 226 και 227).

45      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την πρόσβαση δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης, από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί καθώς και να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του, με σκοπό την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς η πρόσβαση αυτή να περιορίζεται σε διαδικασίες για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή την πρόληψη σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει ζητηθεί η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα όπως επίσης και του όγκου και του είδους των διαθέσιμων δεδομένων για το διάστημα αυτό.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

46      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απονέμει στην εισαγγελική αρχή, της οποίας η αποστολή είναι να διευθύνει τη διαδικασία ανάκρισης ποινικών αδικημάτων και να ενεργεί, ενδεχομένως, ως κατηγορούσα αρχή στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, αρμοδιότητα να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης για τους σκοπούς της ανακριτικής διαδικασίας.

47      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι, μολονότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η εσθονική εισαγγελική αρχή υποχρεούται να ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, υπόκειται μόνο στον νόμο και οφείλει να διερευνά τις επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, εντούτοις σκοπός της διαδικασίας αυτής παραμένει η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων καθώς και η πλήρωση των λοιπών αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή δίκης. Η ίδια η εισαγγελική αρχή αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης και, επομένως, μετέχει σε αυτήν ως διάδικος. Επιπλέον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, όπως επιβεβαίωσαν η Εσθονική Κυβέρνηση και η Prokuratuur κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οργάνωση της εσθονικής εισαγγελικής αρχής είναι ιεραρχική, οι δε αιτήσεις πρόσβασης στα δεδομένα κίνησης και στα δεδομένα θέσης δεν υπόκεινται σε υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένου τύπου και μπορούν να υποβληθούν από τον ίδιο τον εισαγγελέα. Τέλος, τα πρόσωπα στα δεδομένα των οποίων μπορεί να παρασχεθεί η πρόσβαση δεν είναι μόνο τα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε ποινικό αδίκημα.

48      Είναι αληθές ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να χορηγούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα δεδομένα που αυτοί έχουν στη διάθεσή τους. Ωστόσο, προκειμένου να πληροί την απαίτηση αναλογικότητας, η ρύθμιση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου και επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούν αντικείμενο του μέτρου αυτού να έχουν επαρκείς εγγυήσεις δυνάμενες να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα αυτά από κινδύνους κατάχρησης. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να είναι νομικώς δεσμευτική στο εσωτερικό δίκαιο και να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις και υπό ποιες συνθήκες μπορεί να ληφθεί μέτρο το οποίο προβλέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτόν ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2, C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψεις 117 και 118· της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International, C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψη 68, καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 132 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Ειδικότερα, εθνική ρύθμιση που διέπει την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών σε διατηρούμενα δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης, η οποία θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, δεν μπορεί να περιορίζεται στην απαίτηση η πρόσβαση των αρχών στα δεδομένα να ανταποκρίνεται στον σκοπό που επιδιώκει η ρύθμιση αυτή, αλλά πρέπει επίσης να προβλέπει τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που διέπουν τη χρήση αυτή (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International, C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψη 77, καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Επομένως, και στο μέτρο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γενική πρόσβαση σε όλα τα διατηρούμενα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν αυτά συνδέονται, τουλάχιστον έμμεσα, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, η οικεία εθνική ρύθμιση πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα. Συναφώς, τέτοια πρόσβαση μπορεί, καταρχήν, να παρασχεθεί, προς τον σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος, μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδιάζουν, προτίθενται να διαπράξουν ή έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση ή ακόμη ότι εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια παράβαση. Εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπως εκείνες στις οποίες ζωτικά συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας απειλούνται από πράξεις τρομοκρατίας, θα μπορούσε επίσης να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα άλλων προσώπων, εφόσον υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι τα εν λόγω δεδομένα θα μπορούσαν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση τέτοιων πράξεων (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2, C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 119, καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 188).

51      Προκειμένου να διασφαλιστεί, στην πράξη, η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, είναι ουσιώδες η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του δικαστηρίου ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των προαναφερθεισών αρχών το οποίο υποβάλλεται στο πλαίσιο διαδικασιών πρόληψης, διαπίστωσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται το ταχύτερο δυνατό (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 189 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Ο προηγούμενος έλεγχος απαιτεί, μεταξύ άλλων, όπως σημείωσε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 105 των προτάσεών του, το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του εν λόγω προηγούμενου ελέγχου να διαθέτει όλες τις αρμοδιότητες και να παρέχει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ο συγκερασμός των επίμαχων εμπλεκομένων συμφερόντων και δικαιωμάτων. Όσον αφορά ειδικότερα την ποινική έρευνα, ο έλεγχος αυτός απαιτεί να είναι σε θέση το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση.

53      Όταν ο έλεγχος αυτός διενεργείται όχι από δικαστήριο, αλλά από ανεξάρτητη διοικητική οντότητα, η οντότητα αυτή πρέπει να απολαύει καθεστώτος που να της επιτρέπει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και πρέπει, προς τούτο, να μην υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑518/07, EU:C:2010:125, σκέψη 25, καθώς και γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψεις 229 και 230].

54      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας την οποία πρέπει να πληροί η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του προηγούμενου ελέγχου, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, επιβάλλει να έχει η αρχή αυτή την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον αιτούντα την πρόσβαση στα δεδομένα, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο αυτό κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο χωρίς καμία εξωτερική επιρροή. Ειδικότερα, στον ποινικό τομέα, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας συνεπάγεται, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 126 των προτάσεών του, ότι η αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με αυτόν τον προηγούμενο έλεγχο, αφενός, δεν εμπλέκεται στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας και, αφετέρου, έχει ουδέτερη θέση έναντι των μετεχόντων στην ποινική δίκη.

55      Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση εισαγγελικής αρχής η οποία διευθύνει την ποινική έρευνα και ενεργεί, ενδεχομένως, ως κατηγορούσα αρχή. Πράγματι, η εισαγγελική αρχή έχει ως αποστολή όχι να επιλύσει μια διαφορά με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης, αλλά να την εισαγάγει, ενδεχομένως, στο αρμόδιο δικαστήριο, μετέχουσα στην ποινική δίκη ως κατηγορούσα αρχή.

56      Το γεγονός ότι ο εισαγγελέας υποχρεούται, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις αρμοδιότητες και την ιδιότητά του, να διερευνά τις επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις, να εγγυάται τη νομιμότητα της ανακριτικής διαδικασίας και να ενεργεί αποκλειστικά σύμφωνα με τον νόμο και τη συνείδησή του δεν αρκεί για να του προσδώσει την ιδιότητα του τρίτου σε σχέση με τα επίμαχα συμφέροντα κατά την έννοια που περιγράφεται στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης.

57      Επομένως, η εισαγγελική αρχή δεν είναι σε θέση να διενεργήσει τον προηγούμενο έλεγχο για τον οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης.

58      Εξάλλου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο έθεσε το ζήτημα αν μπορεί να θεραπευθεί η έλλειψη ελέγχου εκ μέρους ανεξάρτητης αρχής μέσω μεταγενέστερου ελέγχου ασκούμενου από δικαστήριο και αφορώντα τη νομιμότητα της πρόσβασης εθνικής αρχής σε δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης, επισημαίνεται ότι ο ανεξάρτητος έλεγχος πρέπει να διενεργείται, όπως απαιτεί η νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, πριν από κάθε πρόσβαση, εκτός αν συντρέχει δεόντως αιτιολογημένη επείγουσα περίπτωση, οπότε ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται το ταχύτερο δυνατό. Όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 128 των προτάσεών του, ένας τέτοιος μεταγενέστερος έλεγχος δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του σκοπού ενός προηγούμενου ελέγχου, ο οποίος συνίσταται στο να εμποδίζεται παροχή πρόσβασης στα επίμαχα δεδομένα πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απονέμει στην εισαγγελική αρχή, της οποίας η αποστολή είναι να διευθύνει τη διαδικασία ανάκρισης ποινικών αδικημάτων και να ενεργεί, ενδεχομένως, ως κατηγορούσα αρχή στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, αρμοδιότητα να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης για τους σκοπούς της ανακριτικής διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την πρόσβαση δημοσίων αρχών σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή δεδομένων θέσης, από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί καθώς και να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του, με σκοπό την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς η πρόσβαση αυτή να περιορίζεται σε διαδικασίες για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή την πρόληψη σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει ζητηθεί η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα όπως επίσης και του όγκου και του είδους των διαθέσιμων δεδομένων για το διάστημα αυτό.

2)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απονέμει στην εισαγγελική αρχή, της οποίας η αποστολή είναι να διευθύνει τη διαδικασία ανάκρισης ποινικών αδικημάτων και να ενεργεί, ενδεχομένως, ως κατηγορούσα αρχή στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, αρμοδιότητα να επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας αρχής σε δεδομένα κίνησης και σε δεδομένα θέσης για τους σκοπούς της ανακριτικής διαδικασίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική.