ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κρατικές ενισχύσεις – Δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων – Ζημίες που προκλήθηκαν από πυρκαγιές – Καθεστώτα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Δημοσίου – Απόφαση κηρύσσουσα τα καθεστώτα ενισχύσεων παράνομα και μη συμβατά με την εσωτερική αγορά – Ενίσχυση περιοριζόμενη σε πληγείσες περιοχές – Οικονομικό πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Εντολή ανακτήσεως των ενισχύσεων – Εξαιρετικές περιστάσεις – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑797/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2022,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Λευθεριώτου και Α.‑Ε. Βασιλοπούλου,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και Ι. Γεωργιόπουλο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, και P. G. Xuereb, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Οκτωβρίου 2022, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑850/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:638), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/394 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τα μέτρα SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) που εφήρμοσε η Ελληνική Δημοκρατία με τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων που συνδέονται με τις πυρκαγιές του 2007 (η παρούσα απόφαση αφορά μόνο τον γεωργικό τομέα) (ΕΕ 2020, L 76, σ. 4, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 14 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«2      Τον Ιούλιο του 2007 εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα πυρκαγιές στους Νομούς Μαγνησίας, και συγκεκριμένα στο Πήλιο και στη νήσο Σκιάθο, Κεφαλληνίας και Αχαΐας καθώς και στην Πελοπόννησο. Τον Αύγουστο του 2007 νέες πυρκαγιές εκδηλώθηκαν στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας, Αρκαδίας, Λακωνίας και Εύβοιας καθώς και στην περιοχή Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας. Λόγω της κατάστασης που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του 2007, ο Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 25 Αυγούστου 2007.

3      Ακολούθως, η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε μέτρα για να στηρίξει τις επιχειρήσεις οι οποίες ήταν εγκατεστημένες και λειτουργούσαν στους νομούς που είχαν πληγεί από τις πυρκαγιές του 2007 (στο εξής: πληγέντες νομοί) και τις οποίες αφορούσαν ρητώς τα εν λόγω μέτρα.

4      Στις 22 Ιουλίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με ενίσχυση που φέρεται να χορηγήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία στην εταιρία Σόγια Ελλάς ΑΕ και στις θυγατρικές της […], εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποιήσεως γεωργικών προϊόντων, συνιστάμενη σε επιδοτήσεις επιτοκίου και εγγυήσεις του Δημοσίου για υφιστάμενα δάνεια που επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο επαναδιαπραγματεύσεως και να τύχουν περιόδου χάριτος, καθώς και για νέα δάνεια.

5      Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με τις εικαζόμενες ενισχύσεις, κάτι το οποίο έπραξαν οι ελληνικές αρχές παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία ως προς τις νομικές βάσεις των εν λόγω ενισχύσεων.

6      Στις 11 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή διαβίβασε δεύτερο έγγραφο στις ελληνικές αρχές, με το οποίο τους έθετε πρόσθετες ερωτήσεις και τους γνωστοποιούσε ότι η έρευνα σχετικά με τα ως άνω μέτρα δεν επρόκειτο να περιοριστεί στη Σόγια Ελλάς [και στις θυγατρικές της], δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να έχουν και άλλους δικαιούχους.

7      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία έρευνας για μη κοινοποιηθείσες κρατικές ενισχύσεις [υπόθεση SA.39119 (2015/NN)] και να επεκτείνει το πεδίο της έρευνάς της στο σύνολο του ελληνικού γεωργικού τομέα.

8      Στις 11 Φεβρουαρίου 2016 η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις νομικές βάσεις των επίμαχων ενισχύσεων, τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους και τους δικαιούχους τους.

9      Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) – ενίσχυση στη Σόγια Ελλάς AE κ.λπ. (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

10      Με τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Σεπτεμβρίου 2016 (ΕΕ 2016, C 341, σ. 23), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

11      Με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της προσκομίσουν εκτίμηση σχετικά με τον αριθμό των δικαιούχων κάθε καθεστώτος που προσδιορίσθηκε στην εν λόγω απόφαση καθώς και τα ποσά των οικείων ενισχύσεων.

12      Κανένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. Οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. Με την απάντησή τους, ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν όλες τις πληροφορίες που είχαν ζητηθεί, κάτι το οποίο τελικώς έπραξαν με έγγραφα της 9ης Μαρτίου 2017 και της 21ης Φεβρουαρίου 2018.

13      Στις 7 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη] απόφαση.

14      Κατά την [επίμαχη] απόφαση, η οποία μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον όσον αφορά δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, ήτοι προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΛΕΕ, εξαιρουμένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, η Επιτροπή αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 36579/B.1666/27.8.2007 (με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της) υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (στο εξής: επίμαχα μέτρα) συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ οι οποίες είναι παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, με συνέπεια η Ελληνική Δημοκρατία να υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της συγκεκριμένης αποφάσεως, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 3 και 4 της ίδιας αποφάσεως.»

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3        Η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Δεκεμβρίου 2019, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

4        Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε ανυπαρξία ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δεύτερος τον συμβατό χαρακτήρα της ενισχύσεως δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και ο τρίτος παραβίαση της αρχής περί εύλογου χρόνου της διαδικασίας και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, υπέρβαση της κατά χρόνο (ratione temporis) αρμοδιότητας της Επιτροπής, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

5        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Αιτήματα των διαδίκων

6        Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

7        Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

8        Δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, με αιτιολογημένη διάταξη.

9        Το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

10      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας των «εξαιρετικών περιστάσεων» που καθιστούν ενίσχυση μη ανακτητέα, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως, καθώς και ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την έννοια της «κρατικής ενισχύσεως»

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την έννοια του «οικονομικού πλεονεκτήματος»

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

11      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας τόσο της έννοιας των κανονικών συνθηκών της αγοράς όσο και του αντικειμενικού χαρακτήρα της έννοιας του πλεονεκτήματος, την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο ιδίως στις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζει δε ότι, μέσω της διατήρησης της φοροδοτικής ικανότητας των επιχειρήσεων που ήταν εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς, επιδίωξε να διατηρήσει ή να επαυξήσει τα φορολογικά έσοδά της.

12      Συναφώς, στάθμισε τις συνέπειες των επίμαχων μέτρων και έλαβε πρόνοια για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά, απαιτώντας από τους δικαιούχους την παροχή εξασφαλίσεων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο και αποδεκτών σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες της αγοράς, όπως οι εμπράγματες ασφάλειες ή η εκχώρηση πόρων και δικαιωμάτων. Οι εξασφαλίσεις αυτές κάλυπταν, τουλάχιστον κατά ποσοστό 90 %, το ποσό των εγγυήσεων που παρέσχε το Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου, η ρύθμιση οφειλών αφορούσε μόνο δάνεια ληφθέντα από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είχαν λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ελέγχοντας εκ των προτέρων τη βιωσιμότητα των εν λόγω επιχειρήσεων και λαμβάνοντας εξασφαλίσεις από αυτές. Επίσης, οι δανειολήπτες που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσχέρειες αποκλείστηκαν από τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων, οι εγγυήσεις χορηγήθηκαν μόνο μέχρι του 80 % κάθε δανείου και η χρονική διάρκεια των δανείων περιορίστηκε, αναλόγως του οικείου καθεστώτος, σε δέκα ή πέντε έτη.

13      Επιπροσθέτως, η απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank (C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψεις 63 και 75), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν εκδόθηκε, κατά την αναιρεσείουσα, για μέτρα τα οποία, όπως εν προκειμένω, είχαν ως σκοπό την αναβίωση της αγοράς με ορθολογικά μέσα καθώς και τη διατήρηση και την επαύξηση των φορολογικών εσόδων. Επομένως, είναι εσφαλμένη η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της έννοιας των κανονικών συνθηκών της αγοράς και του αντικειμενικού χαρακτήρα της έννοιας του πλεονεκτήματος, καθόσον αυτή ερείδεται στην προαναφερθείσα απόφαση.

14      Τέλος, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η ερμηνεία αυτή, η οποία δεν διαλαμβάνει καμία κρίση για τις εκτιμήσεις που συνοψίζονται στη σκέψη 12 της παρούσας διατάξεως, είναι αναιτιολόγητη.

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

16      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 79).

17      Η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει απλώς στο Γενικό Δικαστήριο να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική που ακολούθησε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 113).

18      Με την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στη σκέψη 14 της παρούσας διατάξεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν καταδεικνύει ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, από την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέσχε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να λάβει γνώση του σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο. Η εν λόγω αιτιολογία παρέχει επίσης στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

19      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ιδίως η προϋπόθεση ότι το επίμαχο στη συγκεκριμένη περίπτωση κρατικό μέτρο πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην επιχείρηση ή στις επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από αυτό (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Η έννοια του «πλεονεκτήματος», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού της δικαιούχου επιχειρήσεως ή των δικαιούχων επιχειρήσεων και οι οποίες, ως εκ τούτου, έχουν την ίδια φύση με τις επιδοτήσεις και πανομοιότυπα αποτελέσματα (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Επομένως, για να αποδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγούμενου είτε απευθείας από το κράτος είτε από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα που το κράτος έχει ιδρύσει ή ορίσει για τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, υπόψη τα αποτελέσματα του επίμαχου στη συγκεκριμένη περίπτωση κρατικού μέτρου για τη δικαιούχο επιχείρηση ή τις δικαιούχους επιχειρήσεις (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Αντιθέτως, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών μέτρων, η φύση των σκοπών που επιδιώκει το κράτος μέλος το οποίο θεσπίζει τα εν λόγω μέτρα ή στο οποίο αυτά αποδίδονται ουδεμία επιρροή ασκεί επί του ζητήματος αν τα μέτρα αυτά παρέχουν κάποιο πλεονέκτημα σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις και, γενικότερα, επί του χαρακτηρισμού τους ως κρατικής ενισχύσεως (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληροί την προϋπόθεση που διαλαμβάνεται στη σκέψη 20 της παρούσας διατάξεως κάθε κρατικό μέτρο το οποίο, ανεξαρτήτως της μορφής και των σκοπών του, δύναται να ευνοήσει άμεσα ή έμμεσα μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή τους παρέχει πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσαν να αποκομίσουν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Η δε έκφραση «κανονικές συνθήκες της αγοράς», κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφερόμενη στις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία κράτους μέλους όταν αυτό δεν παρεμβαίνει υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/15 P, EU:C:2016:989, σκέψη 72).

26      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εν συνόψει, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η δυνατότητα μιας επιχείρησης να τύχει κάποιου πλεονεκτήματος υπό «κανονικές συνθήκες της αγοράς», θα πρέπει να εκτιμάται αν η δικαιούχος της ενισχύσεως επιχείρηση θα μπορούσε να αποκομίσει το ίδιο πλεονέκτημα με εκείνο που αντλεί από την ενίσχυση αυτή στην αγορά, χωρίς κρατική παρέμβαση, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η αγορά αντιμετωπίζει ή όχι κατάσταση κρίσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ορθώς, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν μπορεί να καθορίζεται αναλόγως της αιτίας ή του σκοπού της ενισχύσεως.

27      Τρίτον, η ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος διαπιστώνεται, κατ’ αρχήν, διά της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, εκτός εάν δεν υφίσταται καμία δυνατότητα συγκρίσεως της επίμαχης στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς κράτους με τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία, διότι η συμπεριφορά αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη υποδομής την οποία ουδέποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ή διότι το κράτος ενήργησε ως φορέας δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι η ενάσκηση και μόνον δημόσιας εξουσίας, όπως η προσφυγή σε μέσα νομοθετικής ή φορολογικής φύσεως, δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, τη μη δυνατότητα εφαρμογής της ως άνω αρχής. Πράγματι, το στοιχείο που καθιστά εφαρμοστέα την εν λόγω αρχή είναι ο οικονομικός χαρακτήρας της επίμαχης κρατικής παρέμβασης και όχι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε δεδομένη περίπτωση συνεπάγεται ότι η Επιτροπή καταδεικνύει, κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως λαμβάνουσας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ότι η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν θα είχαν προδήλως αποκομίσει συγκρίσιμο πλεονέκτημα από έναν μέσο συνετό και επιμελή ιδιώτη επιχειρηματία που βρίσκεται σε όσο το δυνατόν παραπλήσια κατάσταση και ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτιμήσεως, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των επιλογών που θα μπορούσε ευλόγως να εξετάσει ο ως άνω επιχειρηματίας, κάθε διαθέσιμο πληροφοριακό στοιχείο ικανό να επηρεάσει σημαντικά την απόφασή του και τις εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως για την παροχή πλεονεκτήματος (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει αν, κατά την ημερομηνία αυτή, η πράξη με την οποία χορηγήθηκε το πλεονέκτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ορθολογική από οικονομική, εμπορική και χρηματοοικονομική άποψη, λαμβανομένων υπόψη των προοπτικών βραχυπρόθεσμης ή πιο μακροπρόθεσμης αποδοτικότητάς της καθώς και των άλλων εμπλεκόμενων εμπορικών ή οικονομικών συμφερόντων (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Τούτου λεχθέντος, για να εκτιμηθεί αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως ιδιώτη επιχειρηματία, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Κατά συνέπεια, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εν συνόψει, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα οφέλη που θα μπορούσε να αντλήσει η Ελληνική Δημοκρατία από τα επίμαχα μέτρα μέσω της φορολογίας δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν τα μέτρα αυτά είναι οικονομικώς ορθολογικά και αν θα είχαν ληφθεί από ιδιώτη επιχειρηματία υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

33      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την έννοια του «επιλεκτικού πλεονεκτήματος»

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προϋποθέσεως που αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι μέτρα με τα οποία παρέχονται πλεονεκτήματα σε ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες καθορίζονται βάσει του τόπου εγκαταστάσεώς τους είναι a priori επιλεκτικά. Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι το πλαίσιο αναφοράς που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων είναι το εθνικό πλαίσιο και όχι εκείνο των πληγέντων νομών.

35      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, κατά συνέπεια, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενή διάκριση. Δεδομένου, όμως, ότι ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς αποτελεί την αφετηρία για τη συγκριτική εξέταση που πρέπει να διενεργηθεί κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου κρατικής ενίσχυσης, τυχόν σφάλμα κατά τον καθορισμό του εν λόγω πλαισίου αναφοράς θα καθιστούσε κατ’ ανάγκη πλημμελή την ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα στο σύνολό της.

36      Στο πλαίσιο αυτό, ο καθορισμός εκ μέρους της Επιτροπής του πλαισίου αναφοράς πρέπει να πραγματοποιείται κατόπιν ανταλλαγής επιχειρημάτων με το οικείο κράτος μέλος και πρέπει να απορρέει από αντικειμενική εξέταση του περιεχομένου, της διάρθρωσης και των πρακτικών αποτελεσμάτων των εφαρμοστέων βάσει του εθνικού δικαίου κανόνων.

37      Ως εκ τούτου, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 57), το πλαίσιο αναφοράς δεν καθορίζεται αναγκαστικά στην κλίμακα της εθνικής επικράτειας και το γεγονός ότι ένα μέτρο λαμβάνεται εντός ενός μόνον τμήματος της επικράτειας δεν το καθιστά, εξ αυτού του λόγου και μόνο, επιλεκτικό.

38      Εν προκειμένω, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή ουδόλως εξέτασε το πλαίσιο αναφοράς, αρκούμενη απλώς στην επισήμανση του περιφερειακού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων. Το δε Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε αυτή την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή, χωρίς να εξετάσει αν το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να αιτιολογήσει την απόφασή του.

39      Δεύτερον, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, κατά την αναιρεσείουσα, εσφαλμένη, διότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον επιδιωκόμενο με τις χορηγηθείσες ενισχύσεις σκοπό, χωρίς προηγουμένως να έχει διαπιστώσει ότι πληρούνταν η προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η εξαιρετική κατάσταση που αντιμετώπισε η Ελληνική Δημοκρατία με τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστά, στην πραγματικότητα, κριτήριο συμβατότητας των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, αλλά αποτελεί συνιστώσα του πλαισίου αναφοράς δυνάμει του οποίου έπρεπε να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας των επίμαχων μέτρων. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι πληρούνταν η προϋπόθεση της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος είναι εσφαλμένη.

40      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε, κατά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, την απόρριψη των επιχειρημάτων της που αφορούσαν τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων και στηρίζονταν στο γεγονός ότι τα μέτρα αυτά αφορούσαν όλες τις επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς και ότι οι πυρκαγιές του 2007 συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις λόγω των οποίων οι επιχειρήσεις αυτές είχαν περιέλθει σε μια ειδική και ιδιαιτέρως δυσμενή κατάσταση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις του κλάδου τους.

41      Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

42      Η Επιτροπή υποστηρίζει, προεχόντως, ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τον καθορισμό του συστήματος αναφοράς δεν αφορά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αλλά την επίμαχη απόφαση και δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση. Επικουρικώς, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του συνόλου των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Όσον αφορά το παραδεκτό του υπό κρίση σκέλους, αφενός, από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει σαφώς ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αφορά την επίμαχη απόφαση, αλλά τις σκέψεις 56 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

44      Αφετέρου, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Πράγματι, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσης που δόθηκε κατόπιν της εξέτασης των λόγων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Συνεπώς, οι διάδικοι δεν επιτρέπεται να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο που δεν προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διότι άλλως θα τους παρεχόταν η δυνατότητα να υποβάλουν στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα στις αναιρετικές διαδικασίες είναι περιορισμένη, διαφορά με αντικείμενο ευρύτερο της διαφοράς που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εντούτοις, ο αναιρεσείων μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση προβάλλοντας, ενώπιον του Δικαστηρίου, λόγους αντλούμενους από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τους οποίους αμφισβητείται η νομική της ορθότητα (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η Επιτροπή είχε προσδιορίσει ορθώς το πλαίσιο αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης του επιλεκτικού χαρακτήρα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία παραδεκτώς αμφισβητεί, κατ’ αναίρεση, την ορθότητα του σκεπτικού που παρατίθεται στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν ανέπτυξε πρωτοδίκως επιχειρηματολογία σχετική με τον προσδιορισμό του εν λόγω πλαισίου αναφοράς.

47      Επομένως, το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό.

48      Όσον αφορά την ουσία του δευτέρου σκέλους, πρώτον, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας διατάξεως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί ελλιπούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι από την επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους προκύπτει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής παρέσχε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να λάβει γνώση του σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή παρέχει επίσης στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

49      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«56      Επισημαίνεται ότι τα μέτρα με τα οποία παρέχονται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες καθορίζονται βάσει του τόπου εγκαταστάσεώς τους είναι, a priori, επιλεκτικά (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 60 και 61).

57      Συναφώς, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν από περιφερειακές αρχές κράτους οι οποίες διαθέτουν, στο επίπεδο αρμοδιότητάς τους, επαρκή διαδικαστική και οικονομική θεσμική αυτονομία ή από δημόσια επιχείρηση που καθορίζει τους όρους χρήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών της, το εφαρμοστέο πλαίσιο αναφοράς είναι το εθνικό, η δε εκτίμηση περί επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρου από το οποίο, όπως εν προκειμένω, επωφελούνται επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους πραγματοποιείται σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κράτους. Πράγματι, πλεονέκτημα που παρέχεται αποκλειστικώς σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επιλεκτικό μέτρο, καθόσον ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες εντός του κράτους αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 56 έως 58, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 60 έως 66).

58      Εν προκειμένω, οι εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς επιχειρήσεις μπορούσαν να επωφεληθούν από τα επίμαχα μέτρα. Δεδομένου όμως ότι, αφενός, κατ’ εφαρμογήν των στοιχείων που μνημονεύονται στη σκέψη 57 ανωτέρω, το πλαίσιο αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων είναι το εθνικό και όχι εκείνο των πληγέντων νομών και δεδομένου ότι, αφετέρου, οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στους λοιπούς νομούς της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τα μέτρα αυτά, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω μέτρα δεν ευνοούσαν αδιακρίτως το σύνολο των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων και ότι, κατά συνέπεια, είναι επιλεκτικά σε περιφερειακό επίπεδο.»

50      Στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, με το σκεπτικό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως το εφαρμοστέο πλαίσιο αναφοράς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της προϋπόθεσης περί του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της «κρατικής ενίσχυσης» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να προσδιορίζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Όταν το επίμαχο μέτρο σχεδιάζεται ως καθεστώς ενισχύσεων και όχι ως ατομική ενίσχυση, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό, μολονότι προβλέπει πλεονέκτημα γενικής ισχύος, στην πραγματικότητα ωφελεί αποκλειστικά και μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς δραστηριότητας (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Συναφώς, η μέθοδος ανάλυσης του επιλεκτικού χαρακτήρα ενίσχυσης σε τρία στάδια, την οποία επικαλείται εν προκειμένω η Ελληνική Δημοκρατία, καταστρώθηκε με σκοπό την ανάδειξη της συγκαλυμμένης επιλεκτικότητας ευνοϊκών φορολογικών μέτρων των οποίων μπορεί να επωφεληθεί, φαινομενικά, κάθε επιχείρηση. Αντιθέτως, δεν είναι εφαρμοστέα για την εξέταση της επιλεκτικότητας ευνοϊκού φορολογικού μέτρου η χορήγηση του οποίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι μόνον οι επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς μπορούσαν να επωφεληθούν από τα επίμαχα μέτρα, τα οποία εξάλλου δεν είχαν φορολογικό χαρακτήρα. Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τέτοια μέτρα, από τα οποία μπορούν να επωφεληθούν μόνον οι εγκατεστημένες σε ορισμένες περιοχές επιχειρήσεις, είναι a priori επιλεκτικά, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν από περιφερειακές αρχές κράτους που έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά. Όμως, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στο πλαίσιο της εκ μέρους του κυριαρχικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, ότι οι ενισχύσεις δεν χορηγήθηκαν από περιφερειακή αρχή του κράτους αλλά από την Ελληνική Δημοκρατία.

54      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας που βάλλουν κατά των σκέψεων 59 και 60 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αρκεί η επισήμανση ότι οι σκέψεις αυτές περιέχουν, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

55      Πλην όμως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά επάλληλης αιτιολογίας περιλαμβανόμενης σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επισύρουν την αναίρεση της απόφασης αυτής και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Laboratoire Pareva κατά Επιτροπής, C‑702/21 P, EU:C:2022:870, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την ανάκτηση της ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την πλήρωση του κριτηρίου του πλεονεκτήματος ερμηνεύοντας εσφαλμένως το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

58      Επισημαίνει δε ότι, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα επίμαχα μέτρα, τα οποία κακώς χαρακτήρισε ως καταβολές, ελήφθησαν λόγω της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, εντούτοις δεν δέχθηκε ότι οι περιστάσεις αυτές εμπόδιζαν την ανάκτηση της ενίσχυσης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βεβαίως, στις σκέψεις 136 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση δεν αντέβαινε, εν γένει, στις γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, του εύλογου χρόνου της διαδικασίας, των δικαιωμάτων άμυνας και της χρηστής διοικήσεως. Η εν λόγω κρίση του, όμως, δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να στοιχειοθετηθεί ότι η εντολή ανακτήσεως δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

59      Στις εν λόγω σκέψεις 136 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διέλαβε επίσης, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, αντιφατική αιτιολογία από δύο απόψεις. Αφενός, μολονότι έκρινε ότι η δημοσιευθείσα από την Επιτροπή ανακοίνωση, η οποία περιείχε την πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων σχετικών με την εξέταση των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων, δεν παραβίαζε την ασφάλεια δικαίου και δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, δέχθηκε εντούτοις ότι ο τίτλος της ανακοίνωσης αυτής μπορούσε πράγματι να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η υπό εξέταση ενίσχυση αφορούσε μία μόνον επιχείρηση.

60      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη δηλώσεων διαφόρων εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες γινόταν λόγος για τον εξαιρετικό χαρακτήρα των πυρκαγιών και των συνεπειών τους καθώς και για τη βούληση των εκπροσώπων της Ένωσης να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα προς αρωγή των πληγέντων και της τοπικής οικονομίας. Εντούτοις, έκρινε ότι οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις», από τις οποίες θα προέκυπτε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, και αποφάνθηκε ότι δεν είχε υπάρξει προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και των δικαιούχων των ενισχύσεων.

61      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέλαβε καμία κρίση ως προς το κατά πόσον οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία και υπό τις οποίες τα επίμαχα μέτρα δεν θα έπρεπε να κριθούν ως επιλεκτικά συνιστούν, αφ’ εαυτές ή σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της υποθέσεως, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες καθιστούν δυσανάλογη την εντολή ανακτήσεως. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων, που επιβάλλουν να μην εκδίδεται εντολή ανακτήσεως, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

62      Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, επίσης, να αποφανθεί αιτιολογημένα επί των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εντολή ανακτήσεως δεν αποκατέστησε ούτε μπορούσε να αποκαταστήσει την προτέρα κατάσταση, ούτε στον κλάδο της γεωργίας αλλά ούτε και στην ευρύτερη αγορά, ότι η επίμαχη απόφαση δημιούργησε ανισότητα στον κλάδο της γεωργίας παρά τη στήριξη που είχε εξαγγείλει η Επιτροπή στον κλάδο αυτόν και ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η έρευνα, που είχε κινηθεί κατά ορισμένης επιχειρήσεως και των θυγατρικών της, επηρέαζε και τα δικά τους συμφέροντα.

63      Πλην όμως, για τους λόγους που εκτίθενται στα επιχειρήματα αυτά, η εντολή ανακτήσεως συνιστούσε, εν προκειμένω, μέτρο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

64      Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε και πάλι σε αντιφάσεις δεχόμενο, στη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη δηλώσεων του αρμόδιου για τη γεωργία μέλους της Επιτροπής όσον αφορά τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών των πυρκαγιών του 2007, ενώ έκρινε, στην επόμενη σκέψη, ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της νομιμότητας της εντολής ανακτήσεως και ότι, ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσε να τις επικαλεστεί λυσιτελώς.

65      Συνεπώς, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως και με πλημμελή και ανεπαρκή αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, επιβάλλουν κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), να μην εκδίδεται εντολή ανακτήσεως.

66      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67      Πρώτον, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας διατάξεως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί ελλιπούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι από την επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέσχε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να λάβει γνώση του σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή παρέχει επίσης στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

68      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας διατάξεως ουδόλως καταδεικνύει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει αντιφατική αιτιολογία. Πράγματι, αφενός, η ίδια η επιχειρηματολογία αυτή παραπέμπει σε ορισμένες από τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσιευθείσα από την Επιτροπή ανακοίνωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως δημιουργούσα εσφαλμένη εντύπωση στους αναγνώστες της και ότι οι δηλώσεις διαφόρων εκπροσώπων της Ένωσης τις οποίες επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δικαιούχους της ενισχύσεως ως προς τη νομιμότητά της.

69      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, ιδίως στις σκέψεις 140 έως 145, 149 και 150 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και άλλα στοιχεία που δεν περιελήφθησαν στην εν λόγω επιχειρηματολογία, βάσει των οποίων κατέληξε στις εκτιμήσεις κατά των οποίων βάλλει η Ελληνική Δημοκρατία. Από την ανάγνωση των σκέψεων αυτών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει καμία αντίφαση στην αιτιολογία.

70      Τρίτον, ούτε από την επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στη σκέψη 64 της παρούσας διατάξεως ούτε από τις σκέψεις 164 και 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες αφορά η επιχειρηματολογία αυτή, προκύπτει αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι μια πληροφορία σχετικά με τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών των πυρκαγιών του 2007 δεν αφορά τη νομιμότητα της εντολής ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στην επίμαχη απόφαση ουδόλως είναι, αυτή καθεαυτήν, αντιφατική.

71      Τέταρτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση. Συγκεκριμένα, ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την ανάκτηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως είναι η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε μέσω μιας τέτοιας ενισχύσεως. Με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 131).

72      Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η με σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ανάκτηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity, C‑164/15 P και C‑165/15 P, EU:C:2016:990, σκέψη 116).

73      Το γεγονός ότι οι επίμαχες ενισχύσεις χορηγήθηκαν λόγω πυρκαγιών εξαιρετικού χαρακτήρα οι οποίες έπληξαν, το καλοκαίρι του 2007, διάφορους νομούς της Ελληνικής Δημοκρατίας μπορεί μεν να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της συμβατότητας των ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 75), πλην όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αυτό καθεαυτό, ως εξαιρετική περίσταση ικανή να εμποδίσει την ανάκτηση παράνομων και μη συμβατών ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψεις 104 έως 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Πράγματι, αφενός, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, σε αντίθετη περίπτωση, καμία ενίσχυση που έχει χορηγηθεί για την αντιμετώπιση θεομηνίας δεν θα μπορούσε να ανακτηθεί, ακόμη και αν ήταν παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

75      Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 158 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων είναι δυσανάλογη προς τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης.

76      Ειδικότερα, η επιχειρηματολογία που συνοψίζεται στη σκέψη 62 της παρούσας διατάξεως δεν είναι ικανή να καταδείξει μια τέτοια δυσαναλογία, δεδομένου ότι δεν αφορά αυτή καθεαυτήν την αναλογικότητα της ανακτήσεως των ενισχύσεων, αλλά, στην πραγματικότητα, τη συμβατότητα, κατ’ αρχάς, των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, στη συνέχεια, της επίμαχης απόφασης με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και, τέλος, της απόφασης αυτής με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

77      Πέμπτον, δεδομένου ότι απορρίφθηκε ως αβάσιμη η επιχειρηματολογία περί ελλείψεως επιλεκτικού χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων, την οποία προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλει ότι οι περιστάσεις που δικαιολογούν, κατά την άποψή του, την απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα συνιστούν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλες περιστάσεις, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες αποκλείουν την ανάκτηση των ενισχύσεων.

78      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

80      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

81      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμη.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Λουξεμβούργο, 28 Φεβρουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

T. von Danwitz


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.