Δικαστικές στατιστικές του Δικαστηρίου

Βλέπε τα λεπτομερή στατιστικά στοιχεία σχετικά με το Δικαστήριο PDF 

Σύντομη επισκόπηση των βασικών στατιστικών στοιχείων του περασμένου έτους

από τον Marc-André Gaudissart, βοηθό Γραμματέα του Δικαστηρίου

 

Η παρούσα συμβολή, η οποία μέχρι πρότινος περιλαμβανόταν στο κυρίως σώμα της Έκθεσης Πεπραγμένων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης І Δικαιοδοτικό έργο, έχει ως στόχο, όπως κάθε χρόνο, να παρουσιάσει στον αναγνώστη έναν συνοπτικό απολογισμό των κύριων τάσεων που προκύπτουν με βάση τα δικαστικά στατιστικά στοιχεία για το περασμένο έτος. Παρέχει διαφωτιστικές πληροφορίες ως προς το αντικείμενο, την προέλευση και τη φύση των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου το 2022 και προσφέρει κάποια ερμηνευτικά κλειδιά για την ανάλυση των δεδομένων σχετικά με τις περατωθείσες υποθέσεις.

Αξίζει να επισημανθεί ότι ναι μεν το 2022 έκλεισε, από την άποψη αυτή, με θετικό ισολογισμό, καθώς οι περατωθείσες υποθέσεις υπερέβησαν σε αριθμό τις εισαχθείσες, οι οποίες ήταν κατά τι λιγότερες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, πλην όμως παρατηρείται επίσης μια αύξηση της μέσης διάρκειας της διαδικασίας στις προδικαστικές υποθέσεις, που εγείρουν ολοένα και συχνότερα περίπλοκα και, ενίοτε, ιδιαιτέρως ευαίσθητα ζητήματα. Αυτή είναι, σε αδρές γραμμές, η συγκυρία στην οποία εντάσσεται το νομοθετικό αίτημα που υπέβαλε το Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 2022, ζητώντας να διευρυνθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως και να μεταβιβαστεί μέρος της αρμοδιότητάς του επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως στο Γενικό Δικαστήριο, ώστε το τελευταίο να μπορεί, σε συγκεκριμένους τομείς καθοριζόμενους από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου, να αποφαίνεται επί των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια.

Οι εισαχθείσες υποθέσεις

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο αριθμός των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου το 2022 (806 υποθέσεις) εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, οπότε και είχαν πρωτοκολληθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου 838 νέες υποθέσεις. Η μείωση αφορά τόσο τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως όσο και τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά είναι περιορισμένης έκτασης και, κυρίως, δεν επηρεάζει ουσιαστικά την κατανομή των διαφορών ανά είδος υποθέσεως, δεδομένου ότι οι προδικαστικές παραπομπές και οι αιτήσεις αναιρέσεως εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν, αυτές και μόνον, πάνω από το 90 % του συνόλου των νεοεισερχόμενων υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου (με 546 νέες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και 209 νέες αιτήσεις αναιρέσεως αντίστοιχα, το ποσοστό αυτό άγγιξε μάλιστα το 93% το 2022, συνυπολογιζόμενων όλων των κατηγοριών υποθέσεων).

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, το μερίδιο το οποίο αντιπροσωπεύουν οι ευθείες προσφυγές επί του συνόλου των υποθέσεων που εισήχθησαν το 2022 (4,60%) μοιάζει σχετικά ισχνό, παρότι ο αριθμός τους (37) αυξήθηκε κάπως σε σύγκριση με το 2021, οπότε και είχαν φτάσει σε ιστορικό χαμηλό (με μόνον 29 νέες υποθέσεις). Μεταξύ των προσφυγών λόγω παραβάσεως που ασκήθηκαν το 2022, χρήζει ειδικής μνείας η πρώτη προσφυγή η οποία στρεφόταν κατά τρίτου κράτους –του Ηνωμένου Βασιλείου– και στηριζόταν στο άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας [1][2].

Ασχέτως πάντως αν πρόκειται για αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, για ευθείες προσφυγές ή για αιτήσεις αναιρέσεως, οι νεοεισερχόμενες υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου το 2022 καλύπτουν και πάλι ένα εξαιρετικά ευρύ θεματολογικό φάσμα. Με κάτι λιγότερο από εκατό σχετικές υποθέσεις (95), ο Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης διατήρησε την εξέχουσα θέση του στη δραστηριότητα του δικαιοδοτικού οργάνου, όπως και οι διαφορές που αφορούν τη φορολογία, την προστασία των καταναλωτών και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μια κατηγορία υποθέσεων όπου οι περισσότερες από τις προδικαστικές παραπομπές προς το Δικαστήριο έχουν ως αντικείμενο την περαιτέρω αποσαφήνιση της νομολογίας του αναφορικά με την ερμηνεία του γενικού κανονισμού για την προστασία των δεδομένων (ΓΚΠΔ) [3]. Αντιθέτως, ο αριθμός των υποθέσεων στον πάλαι ποτέ κραταιό τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας σημείωσε αρκετά έντονη πτώση το 2022, περνώντας από τις 83 νέες υποθέσεις το 2021 στις 49 μόνον νέες υποθέσεις πέρυσι, ενώ αντιστρόφως άλλοι, πιο κλασικοί τομείς επανέρχονται στο προσκήνιο, χάρη σε μια αύξηση του αριθμού των σχετικών νεοεισερχόμενων υποθέσεων. Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάριν, για τις υποθέσεις που συνδέονται με τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες, αλλά και για τις υποθέσεις με αντικείμενο την κοινή γεωργική πολιτική, τον ανταγωνισμό, τις δημόσιες συμβάσεις καθώς και τις υπαλληλικές διαφορές.

Ως προς τη γεωγραφική προέλευση των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο το περασμένο έτος, δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Όπως και το 2021, η Γερμανία, η Ιταλία και η Βουλγαρία συνέχισαν και το 2022 να προπορεύονται στη «γεωγραφική κατάταξη» των προδικαστικών παραπομπών (με 98, 63 και 43 αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αντίστοιχα), αν και σε απόσταση αναπνοής από την τελευταία ακολουθούν η Ισπανία και η Πολωνία, των οποίων τα δικαστήρια υπέβαλαν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σε 41 και 39 περιπτώσεις, αντιστοίχως, κατά το ίδιο έτος. Με 34 υποθέσεις, ο αριθμός των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν από τα αυστριακά δικαστήρια παρέμεινε αρκετά κοντά στα επίπεδα του προηγούμενου έτους (37 προδικαστικές παραπομπές το 2021), ενώ τα ολλανδικά, τα ρουμανικά και τα βελγικά δικαστήρια βρίσκονται σταθερά ανάμεσα σε εκείνα τα οποία απευθύνονται πιο τακτικά στο Δικαστήριο, αριθμώντας 28, 29 και 30 αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, αντιστοίχως, για το 2022. Αξιοσημείωτη υπήρξε εξάλλου η άνοδος στις προδικαστικές παραπομπές από τα πορτογαλικά δικαστήρια, τα οποία απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο 28 φορές μέσα στο 2022 (έναντι 20 το 2021).

Τέλος, όσον αφορά την εκδίκαση υποθέσεων με την ταχεία ή την επείγουσα διαδικασία, ο αριθμός των αιτήσεων εφαρμογής τους γνώρισε αισθητή μείωση. Έχοντας κορυφωθεί το 2021 (με τον αριθμό-ρεκόρ των 90 αιτήσεων), υποχώρησε στις 54 αιτήσεις κατά το περασμένο έτος. Η ταχεία διαδικασία δεν εφαρμόστηκε εν τέλει σε καμία από τις περιπτώσεις στις οποίες ζητήθηκε κατά τη διάρκεια του 2022, εν αντιθέσει προς την επείγουσα προδικαστική διαδικασία η οποία έτυχε εφαρμογής σε επτά περιπτώσεις, και πιο συγκεκριμένα σε υποθέσεις που συνδέονταν είτε με την ερμηνεία των κανόνων χορήγησης ή ανάκλησης της διεθνούς προστασίας είτε με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές ή ποινικές υποθέσεις, αναφορικά, μεταξύ άλλων, με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών καθώς και με την αρχή «ne bis in idem», όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν.

Οι περατωθείσες υποθέσεις

Ενώ ο αριθμός των υποθέσεων που εισήχθησαν το 2022 εμφανίζει ελαφρά κάμψη, ο αριθμός των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο κατά το περασμένο έτος παρουσιάζει, από την πλευρά του, αντίστροφη τάση: το 2022 περατώθηκαν από το Δικαστήριο 808 υποθέσεις, έναντι 772 υποθέσεων το 2021. Πρόκειται ασφαλώς για μια άριστη επίδοση, αφού με εξαίρεση το 2019 –στη διάρκεια του οποίου το Δικαστήριο περάτωσε τον πρωτοφανή αριθμό των 865 υποθέσεων– το όριο των 800 υποθέσεων σε μια χρονιά δεν είχε ξεπεραστεί ποτέ άλλοτε.

Δεδομένου ότι διατηρούν τη μερίδα του λέοντος μεταξύ των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι προδικαστικές παραπομπές και οι αιτήσεις αναιρέσεως καταλαμβάνουν και τις πρώτες θέσεις μεταξύ των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο το 2022, με 564 προδικαστικές και 196 αναιρετικές αντίστοιχα. Ωστόσο, κατά το περασμένο έτος, το Δικαστήριο κλήθηκε επίσης να αποφανθεί επί ορισμένων σημαντικών προσφυγών λόγω παραβάσεως και προσφυγών ακυρώσεως, όπως εκείνες με τις οποίες η Ουγγαρία και η Δημοκρατία της Πολωνίας προσέβαλαν τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης [4]. Η ολομέλεια του Δικαστηρίου απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλαν τα δύο αυτά κράτη μέλη κατά του προαναφερθέντος κανονισμού και, ως εκ τούτου, επικύρωσε τον σύνδεσμο που εγκαθιδρύει ο τελευταίος μεταξύ του σεβασμού του κράτους δικαίου και της ορθής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης [5].

Σε διαφορετικό κλίμα, αξιομνημόνευτη είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως γνωμοδότησης την οποία υπέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου ζητώντας να διευκρινιστεί αν το σχέδιο Συνθήκης για τον εκσυγχρονισμένο ενεργειακό Χάρτη συμβιβάζεται με τις Συνθήκες, και ιδίως με τα άρθρα 19 ΣΕΕ και 344 ΣΛΕΕ. Με την από 16 Ιουνίου 2022 γνωμοδότησή του, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) έκρινε την αίτηση αυτή απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι ήταν πρόωρη, καθώς το Δικαστήριο δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες ως προς το περιεχόμενο της σχεδιαζόμενης συμφωνίας –και, ειδικότερα, ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 26 που θα διέπει την επίλυση των διαφορών μεταξύ επενδυτή και συμβαλλόμενου μέρους– προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος της συμβατότητας με τις Συνθήκες [6].

Αν και ο συνολικός αριθμός των αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και διατάξεων που εξέδωσε το Δικαστήριο κατά το προηγούμενο έτος (732) ήταν κατά τι υψηλότερος απ’ ό,τι το προηγούμενο έτος (708), εκείνο που θα προσελκύσει την προσοχή του αναγνώστη είναι το ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό το οποίο αντιπροσωπεύουν οι διατάξεις δικαιοδοτικού χαρακτήρα, ιδιαιτέρως στις αναιρετικές διαδικασίες. Το ποσοστό τους, το οποίο αντιστοιχούσε στο 37% των αναιρετικών διαδικασιών που περατώθηκαν το 2020 και στο 47% το 2021, ανήλθε σε περίπου 57% το 2022, υπερβαίνοντας κατά πολύ το αντίστοιχο ποσοστό των αναιρετικών διαδικασιών που περατώθηκαν με την έκδοση αποφάσεως. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Σχετίζεται, αφενός, με την εντατική δραστηριότητα του τμήματος έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως, το οποίο αποφάνθηκε και πάλι επί πλήθους αιτήσεων στρεφόμενων κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικών με αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)[7] και, αφετέρου, στο γεγονός ότι έγινε πιο συστηματικά χρήση των δυνατοτήτων που παρέχουν τα άρθρα 181 και 182 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η τελευταία αυτή διάταξη είχε εφαρμοστεί στο παρελθόν μία και μοναδική φορά, το 2019, ενώ αντιθέτως το 2022 περατώθηκαν έξι υποθέσεις κατ’ εφαρμογήν της [8].

Η συστηματική χρήση της δυνατότητας περάτωσης ορισμένων υποθέσεων με την έκδοση διατάξεως, είτε πρόκειται για προδικαστικές παραπομπές είτε για αιτήσεις αναιρέσεως, εξηγεί εν μέρει και ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του περασμένου έτους, πιο συγκεκριμένα τον αυξημένο αριθμό υποθέσεων που περατώθηκαν από τριμελή τμήματα. Το 2022, οι υποθέσεις αυτές ξεπέρασαν πράγματι σε ποσοστό το 50 % του συνόλου των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο (ενώ το 36 % περατώθηκε από πενταμελή τμήματα). Συγκριτικά, το προηγούμενο έτος τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 45 % για τα τριμελή και 40% για τα πενταμελή τμήματα.

Παρόμοια τάση παρατηρείται και ως προς τις υποθέσεις που περατώνονται από τον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι το 2022 ασκήθηκε μεγάλος αριθμός αναιρέσεων κατά απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου επί αιτήσεων παρεμβάσεως ή κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, ο Αντιπρόεδρος, ο οποίος είναι αρμόδιος επί τέτοιων αιτήσεων αναιρέσεως, κλήθηκε να επιληφθεί σε πολλές περιπτώσεις στη διάρκεια του 2022. Συνακόλουθα, ο αριθμός των σχετικών διατάξεων ήταν διπλάσιος σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Αντιθέτως, η κατάσταση παρέμεινε σχεδόν απόλυτα σταθερή σε ό,τι αφορά το τμήμα μείζονος συνθέσεως και το δικό του μερίδιο στις περατωθείσες υποθέσεις κατά το περασμένο έτος. Ο συγκεκριμένος δικαστικός σχηματισμός περάτωσε 77 υποθέσεις το 2022, επίδοση που κινείται στον μέσο όρο των τεσσάρων τελευταίων ετών, στη διάρκεια των οποίων ο αριθμός των υποθέσεων που περατώνονταν από το τμήμα μείζονος συνθέσεως με απόφαση ή διάταξη κυμαινόταν μεταξύ 70 και 83 υποθέσεων.

Η ελάττωση της μέσης διάρκειας εκδίκασης των υποθέσεων συνιστά επίσης λογική συνέπεια της συστηματικής χρήσης της δυνατότητας περάτωσης ορισμένων υποθέσεων με την έκδοση διατάξεως, καθώς χάρη σε αυτήν το Δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται στις αντίστοιχες περιπτώσεις χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής, ή ακόμη και έγγραφης, διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το 2022 η μέση διάρκεια των διαδικασιών σε όλες τις κατηγορίες υποθέσεων ήταν 16,4 μήνες, ελαφρώς μικρότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος (16,6 μήνες το 2021).

Ωστόσο, η λεπτομερέστερη ανάλυση των στατιστικών στοιχείων αποκαλύπτει μια πιο ανάμικτη εικόνα, καθώς, ενώ η μέση διάρκεια των αναιρετικών διαδικασιών γνώρισε πτώση από τους 15,1 μήνες το 2021 στους 11,9 μήνες το 2022, συνέχισε αντίστροφα την ανοδική της πορεία όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές και, ιδίως, τις προδικαστικές παραπομπές. Ειδικότερα, ο μέσος χρόνος διεκπεραίωσης των προδικαστικών υποθέσεων, ο οποίος ήταν 15 μήνες το 2016 και 15,5 μήνες το 2019, σκαρφάλωσε σιγά-σιγά στους 15,9 μήνες το 2020, τους 16,7 μήνες το 2021 και τους 17,3 μήνες το 2022. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, με τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλονται από τα αιτούντα δικαστήρια να χρήζουν ολοένα και πιο εξαντλητικής εξέτασης, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και αιτία ανησυχίας για το δικαιοδοτικό όργανο, δεδομένου ότι ο χρόνος που απαιτείται για την περάτωση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου έρχεται να προστεθεί στη διάρκεια της εθνικής διαδικασίας. Επομένως, οποιαδήποτε επιμήκυνση της προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου έχει άμεσο αντίκτυπο στη συνολική διάρκεια της δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και στην ικανότητα του τελευταίου να επιλύσει την ένδικη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Πρόκειται για έναν από τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην απόφαση για την υποβολή του νομοθετικού αιτήματος για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω.

Οι εκκρεμείς υποθέσεις

Στις 31 Δεκεμβρίου 2022, 1111 υποθέσεις εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή μόλις 2 λιγότερες από τις εκκρεμείς υποθέσεις στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (1113 υποθέσεις). Στην πλειονότητά τους ήταν, αφενός, αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (774 υποθέσεις) και, αφετέρου, αιτήσεις αναιρέσεως (259 υποθέσεις).

Προκειμένου να παραμείνει σε θέση να εκδικάζει τις υποθέσεις αυτές με ικανοποιητικό τρόπο και σε εύλογο χρόνο, το Δικαστήριο απηύθυνε, στις 30 Νοεμβρίου 2022, αίτημα προς τον νομοθέτη της Ένωσης για τροποποίηση του πρωτοκόλλου (αριθ. 3) για τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αίτημα αυτό, το οποίο υπάρχει αναρτημένο στον ιστότοπο του Δικαστηρίου σε όλες τις επίσημες γλώσσες [9], εξυπηρετεί διττό σκοπό.

Πρώτον, επιδιώκεται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 58α του Οργανισμού, ώστε να καλυφθούν τόσο οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικών με τις αποφάσεις των ανεξάρτητων τμημάτων προσφυγών έξι ενωσιακών οργάνων ή οργανισμών που λειτουργούσαν ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος μηχανισμού, την 1η Μαΐου 2019, αλλά δεν μνημονεύονται επί του παρόντος στο άρθρο 58α του Οργανισμού [10], όσο και οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου εκδιδόμενων δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

Δεύτερον, επιδιώκεται η αξιοποίηση της ευχέρειας την οποία παρέχει το άρθρο 256, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ώστε να μεταβιβαστεί εν μέρει στο Γενικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς σε έξι ειδικούς τομείς που κατονομάζονται συγκεκριμένα: το κοινό σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον τελωνειακό κώδικα και τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία, την αποζημίωση και τη συνδρομή προς τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών και, τέλος, το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

Είναι αλήθεια ότι, ακόμη και αν επέλθει η μερική αυτή μεταβίβαση, το Γενικό Δικαστήριο θα διατηρήσει, όπως άλλωστε ορίζεται ρητώς στο άρθρο 256, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τη δυνατότητα να παραπέμψει μια υπόθεση στο Δικαστήριο εφόσον κρίνει ότι εγείρεται κάποιο ζήτημα αρχής λόγω του οποίου είναι πιθανόν να θιγεί η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως αναμένεται να επιτευχθεί μια σημαντική ελάφρυνση του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου (κάτι που θα του επιτρέψει να εστιάσει στις άλλες ουσιώδεις πτυχές του δικαιοδοτικού του έργου), δεδομένου ότι οι υποθέσεις που εισάγονται ενώπιόν του στους προαναφερθέντες τομείς αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου το 20 % του συνόλου των προδικαστικών παραπομπών.


[1]     ΕΕ L 29 της 31ης Ιανουαρίου 2020, σ. 7.

[2]     Υπόθεση C-516/22, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία η Επιτροπή προσήψε κατ’ ουσίαν στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από τις Συνθήκες και από τη Συμφωνία αποχώρησης επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο του κράτους αυτού διέταξε με απόφασή του την εκτέλεση μιας διαιτητικής αποφάσεως που είχε κριθεί αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης αρχικώς από την Επιτροπή και, στη συνέχεια, από το Δικαστήριο. Κατά την προσφεύγουσα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου όφειλε να αναστείλει την εκτέλεση της εν λόγω διαιτητικής αποφάσεως εν αναμονή της περάτωσης της εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ή να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της Συμφωνίας αποχώρησης.

[3]     Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ L 119 της 4ης Μαΐου 2016, σ. 1).

[4]     ΕΕ L 433 της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ L 373 της 21ης Οκτωβρίου 2021, σ. 94.

[5]     Αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-156/21, EU:C:2022:97), και Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C-157/21, EU:C:2022:98).

[6]     Γνωμοδότηση 1/20 (Συνθήκη για τον εκσυγχρονισμένο ενεργειακό Χάρτη) της 16ης Ιουνίου 2022 (EU:C:2022:485).

[7]     Το 2022, το τμήμα έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως εξέδωσε 41 διατάξεις. Σε δύο υποθέσεις (C-801/21 P, EUIPO κατά Indo European Foods, και C-337/22 P, EUIPO κατά Nowhere), η αίτηση έγινε δεκτή και, συνεπώς, η αναιρετική διαδικασία συνεχίζεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του τίτλου V του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

[8]     Πρόκειται ειδικότερα για τις υποθέσεις C-663/20 P, CRU κατά Hypo Vorarlberg Bank, και C-664/20 P, CRU κατά Portigon και Επιτροπής, οι οποίες περατώθηκαν με διατάξεις της 3ης Μαρτίου 2022 (EU:C:2022:162 και EU:C:2022:161), για τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑313/21 P και C-314/21 P, Συμβούλιο κατά FI και Επιτροπή κατά FI, οι οποίες περατώθηκαν με διάταξη της 22ας Δεκεμβρίου 2022 (EU:C:2022:1045), καθώς και για τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-341/21 P και C-357/21 P, Επιτροπή κατά KM και Συμβούλιο κατά KM, οι οποίες περατώθηκαν επίσης με διάταξη της 22ας Δεκεμβρίου 2022 (EU:C:2022:1042).

[9]     https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2022-12/demande_transfert_ddp_tribunal_el.pdf

[10]   Πρόκειται για τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Στατιστικά στοιχεία παρελθόντων ετών είναι επίσης διαθέσιμα στον διαδικτυακό τόπο Curia, στο τμήμα "Παλαιότερα στοιχεία".