
Το επάγγελμα του γλωσσομαθούς νομικού έχει δύο συνιστώσες: τη νομική και τη γλωσσική. Ως εκ τούτου, ο γλωσσομαθής νομικός, για να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του ειδικού στη νομική μετάφραση, το οποίο είναι απαιτητικό αλλά και συναρπαστικό, πρέπει να διαθέτει τόσο πτυχίο νομικής όσο και βαθιά γνώση πολλών ξένων γλωσσών και των αντίστοιχων νομικών συστημάτων. Οι γλωσσομαθείς νομικοί μεταφράζουν κατ’ αρχήν προς τη μητρική τους γλώσσα ή σπανιότερα προς τη γλώσσα των νομικών σπουδών τους, τις οποίες γνωρίζουν άπταιστα.
Στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι γλωσσομαθείς νομικοί μεταφράζουν κυρίως τις δικαστικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εκδίκαση των υποθέσεων. Το έργο τους αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας και ουσιαστικά διασφαλίζει τη διάδοση της νομολογίας του ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις γλώσσες.
Οι γλωσσομαθείς νομικοί μπορεί να κληθούν να ασκήσουν και άλλα καθήκοντα, για παράδειγμα να συμβάλουν στη διαμόρφωση της νομικής ορολογίας, να διεξαγάγουν επιμορφωτικά νομικά σεμινάρια ή ακόμη να αναλάβουν τον ρόλο του «προσώπου αναφοράς» προς διευκόλυνση της επεξεργασίας και της μετάφρασης μιας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.
Το επάγγελμα του γλωσσομαθούς νομικού μεταβάλλεται διαρκώς, ιδίως λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Τα κείμενα μεταφράζονται σε ένα ειδικό μεταφραστικό περιβάλλον («λογισμικό μετάφρασης») το οποίο αξιοποιεί μεταφραστικές μνήμες, ορολογικές βάσεις δεδομένων και τα αποτελέσματα της νευρωνικής αυτόματης μετάφρασης.
Οι γλωσσομαθείς νομικοί επιμορφώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους: μαθαίνουν νέες γλώσσες, βελτιώνουν την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν τα εργαλεία της δουλειάς τους και επικαιροποιούν τις νομικές τους γνώσεις.
Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο επάγγελμα του γλωσσομαθούς νομικού καθορίζονται στις προκηρύξεις διαγωνισμών και κενών θέσεων εργασίας που δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο EPSO ή στον δικτυακό τόπο Curia.
Δείτε επίσης