Η πολυγλωσσία στο επίκεντρο των διαδικασιών

Το γλωσσικό καθεστώς του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε όλοι οι πολίτες της Ένωσης να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη στη δική τους γλώσσα. Συνεπώς, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι πολυγλωσσική. Το Δικαστήριο οφείλει να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης στο πλαίσιο της αποστολής του. Κατά τη διεξαγωγή των δικαστικών διαδικασιών προσφεύγει στην πολυγλωσσία με τρόπο ορθολογικό και, στη συνέχεια, μεριμνά για τη διάδοση της νομολογίας του σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Το πολυγλωσσικό καθεστώς του Δικαστηρίου στηρίζεται στον καθορισμό μιας γλώσσας διαδικασίας σε κάθε υπόθεση. Σε όλες τις διαδικασίες (προδικαστική διαδικασία, διαδικασία ευθείας προσφυγής, αναιρετική διαδικασία), η γλώσσα διαδικασίας της υπόθεσης είναι η γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί το εισαγωγικό δικόγραφο (δηλαδή το έγγραφο με το οποίο αρχίζει η διαδικασία: αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δικόγραφο προσφυγής, αίτηση αναιρέσεως). Μόνη εξαίρεση αποτελεί η διαδικασία της γνωμοδότησης, στην οποία όλες οι επίσημες γλώσσες είναι γλώσσες διαδικασίας.

Γλώσσα διαδικασίας μπορεί επομένως να είναι οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την εξέταση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, για παράδειγμα, το εισαγωγικό δικόγραφο (ή σύνοψή του) μεταφράζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Στη συνέχεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της (έγγραφης και προφορικής) διαδικασίας, το καθεστώς της πολυγλωσσίας δεν εφαρμόζεται σε πλήρη έκταση (πλην των περιπτώσεων διαδικασίας γνωμοδοτήσεως), αλλά σε συνάρτηση με τη γλώσσα διαδικασίας, με την ιδιότητα και με τη γλωσσική επάρκεια των μετεχόντων στη διαδικασία καθώς και των μελών του δικαστικού σχηματισμού (υποδιαίρεσης ενός από τα δικαιοδοτικά όργανα που απαρτίζουν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν εκδικάζει υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί).

Κατά την έγγραφη διαδικασία, τα εκατέρωθεν υπομνήματα συντάσσονται κατ’ αρχήν στη γλώσσα διαδικασίας. Τα κράτη μέλη παρεμβαίνουν στην επίσημη γλώσσα τους ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες τους και τα υπομνήματά τους μεταφράζονται στη συνέχεια από τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου στη γλώσσα διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, τα δικόγραφα μεταφράζονται στη γλώσσα των διασκέψεων, η οποία είναι η γαλλική, προκειμένου ο δικαστικός σχηματισμός να λαμβάνει γνώση αυτών.

Κατά την προφορική διαδικασία, δηλαδή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ισχύει η ίδια αρχή: η γλώσσα στην οποία διεξάγεται η επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι η γλώσσα διαδικασίας. Ωστόσο, οι διάφοροι μετέχοντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση (διάδικοι, δικαστές, γενικός εισαγγελέας, εκπρόσωποι των κρατών μελών κ.λπ.) δεν έχουν την ίδια μητρική γλώσσα. Επομένως, η διερμηνεία καθίσταται απαραίτητη. Διερμηνεία παρέχεται πάντοτε από και προς τη γλώσσα διαδικασίας, προς τη γλώσσα των διασκέψεων και προς τη γλώσσα όσων κρατών μελών έχουν δηλώσει ότι θα συμμετάσχουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Διερμηνεία μπορεί επίσης να παρέχεται από και προς τη γλώσσα ενός ή περισσοτέρων μελών του δικαστικού σχηματισμού. Ο καθορισμός των γλωσσών από και προς τις οποίες παρέχεται διερμηνεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση βασίζεται επομένως σε εκτιμήσεις καθαρά πρακτικής φύσεως. Μόνο στη διαδικασία γνωμοδότησης απαιτείται διερμηνεία από και προς όλες τις γλώσσες.

Σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου απαιτείται η παρέμβαση γενικού εισαγγελέα, ο οποίος αναπτύσσει τις προτάσεις του συνδράμοντας το έργο του δικαστικού σχηματισμού. Στην πράξη, ο γενικός εισαγγελέας συντάσσει και εκφωνεί τις προτάσεις του σε μία από τις έξι γλώσσες που καλύπτονται επί του παρόντος πλήρως από τις μεταφραστικές υπηρεσίες του Δικαστηρίου. Οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα μεταφράζονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες και δημοσιεύονται μαζί με την απόφαση στη Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου.

Το στάδιο της διάσκεψης διεξάγεται κατ’ αρχήν σε μία μόνο γλώσσα, τη γαλλική, και στη συνέχεια η απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη υπογράφεται στη γλώσσα διαδικασίας από τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού. Η απόφαση μεταφράζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες προκειμένου η νομολογία να είναι καθολικά διαθέσιμη και προσβάσιμη.

 

Δείτε επίσης

> Πολυγλωσσία – Πρώτος τόμος