A | Το Δικαστήριο το 2024
Οι υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν κυρίως αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως. Όταν ένα εθνικό δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία ή το κύρος κάποιου ενωσιακού κανόνα, αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία και υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Στηριζόμενο στην απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο με την απόφασή του, το εθνικό δικαστήριο μπορεί πλέον να προχωρήσει στην επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Για τις περιπτώσεις στις οποίες είναι απαραίτητο να δοθεί πολύ άμεσα απάντηση (λ.χ. σε υποθέσεις ασύλου, συνοριακών ελέγχων, απαγωγής παιδιών κ.λπ.), προβλέπεται επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
Ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν επίσης να ασκηθούν ευθείες προσφυγές, με τις οποίες ζητείται είτε να ακυρωθεί ενωσιακή πράξη («προσφυγή ακυρώσεως») είτε να διαπιστωθεί ότι κράτος μέλος δεν τηρεί το ενωσιακό δίκαιο («προσφυγή λόγω παραβάσεως»). Εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβασή του, το Δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει χρηματική ποινή κατόπιν άσκησης, από την Επιτροπή, μιας δεύτερης προσφυγής, της λεγόμενης προσφυγής λόγω «διπλής παραβάσεως».
Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται επίσης αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Η αναιρετική δίκη μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.
Τέλος, μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο με αίτηση γνωμοδοτήσεως (η οποία υποβάλλεται από κράτος μέλος ή ενωσιακό θεσμικό όργανο) να ελέγξει αν συμβιβάζεται με τις Συνθήκες μια συμφωνία που σχεδιάζει να συνάψει η Ένωση με τρίτο κράτος ή με διεθνή οργανισμό.
Η δραστηριότητα και η εξέλιξη της σύνθεσης του Δικαστηρίου

Koen Lenaerts
Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το περασμένο έτος σημαδεύτηκε από την –κατ’ αίτημα του Δικαστηρίου– θέσπιση και έναρξη της ισχύος του κανονισμού 2024/2019 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, μέσω του οποίου μεταρρυθμίζεται νομοθετικά η δικαιοδοτική δομή της Ένωσης ώστε να κατανεμηθεί ο φόρτος εργασίας κατά τρόπο ισόρροπο μεταξύ των δύο ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνων και να αξιοποιηθεί ο διπλασιασμός του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου που αποφασίστηκε με τον κανονισμό 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο θα είναι σε θέση να συνεχίσει να εκπληρώνει τον ρόλο του ερμηνευτή του ενωσιακού δικαίου, εκδίδοντας εντός εύλογου χρόνου τις αποφάσεις του, σε μια συγκυρία όπου οι υποθέσεις οι οποίες εισάγονται ενώπιόν του όχι μόνον αυξάνουν σημαντικά σε αριθμό, αλλά θέτουν ολοένα πιο περίπλοκα και ευαίσθητα ζητήματα, παραδείγματος χάριν συνταγματικής φύσεως ή σχετικά με θεμελιώδη δικαιώματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2024 περισσότερες από 900 νέες υποθέσεις εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αριθμός που πλησιάζει το ιστορικό ρεκόρ του 2019, επιβεβαιώνοντας την ανοδική τάση των τελευταίων ετών και αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της προαναφερθείσας μεταρρύθμισης.
Η μεταρρύθμιση αυτή έγκειται κυρίως στη μερική μεταβίβαση της προδικαστικής αρμοδιότητας από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο. Η μεταβίβαση αυτή, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 2024, αφορά έξι συγκεκριμένους τομείς, ήτοι το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον τελωνειακό κώδικα, τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία, την παροχή αποζημίωσης και βοήθειας προς τους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης, καθυστέρησης ή ακύρωσης μεταφορικών υπηρεσιών και, τέλος, το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Το Δικαστήριο παραμένει πάντως αρμόδιο να αποφαίνεται επί εκείνων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες, μολονότι εμπίπτουν σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω τομείς, άπτονται ταυτόχρονα και άλλων τομέων ή εγείρουν ανεξάρτητα ζητήματα ερμηνείας του πρωτογενούς δικαίου (περιλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), του δημοσίου διεθνούς δικαίου ή των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου.
Η μεταρρύθμιση αναμένεται να επιφέρει μια διόλου αμελητέα ελάφρυνση του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου στις προδικαστικές υποθέσεις, όπως τείνουν να επιβεβαιώσουν ήδη οι πρώτες εκτιμήσεις για τους τρεις τελευταίους μήνες του περασμένου έτους.
Μια άλλη πτυχή της μεταρρύθμισης αποσκοπεί στον εξορθολογισμό της αναιρετικής διαδικασίας κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Προκειμένου να επικεντρώνεται το Δικαστήριο σε εκείνες τις αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες όντως εγείρουν σημαντικά νομικά ζητήματα, η εφαρμογή του μηχανισμού της προηγούμενης έγκρισης της εξέτασής τους επεκτάθηκε, από 1ης Σεπτεμβρίου 2024, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που έχουν ως αντικείμενο αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται από έξι ακόμη ανεξάρτητα τμήματα προσφυγών ευρωπαϊκών οργάνων ή οργανισμών. Τα έξι αυτά τμήματα ήρθαν να προστεθούν στα τέσσερα τμήματα προσφυγών τα οποία αφορούσε αρχικώς ο συγκεκριμένος μηχανισμός κατά τη θέσπισή του. Επιπλέον, στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν πλέον και οι διαφορές οι οποίες άπτονται της εκτέλεσης συμβάσεων που περιέχουν ρήτρα διαιτησίας.
Τέλος, η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας της προδικαστικής διαδικασίας και, συνακόλουθα, στην καλύτερη κατανόηση των αποφάσεων που εκδίδονται από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο. Για τον λόγο αυτόν, οι γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες κατατίθενται στο πλαίσιο προδικαστικών υποθέσεων θα δημοσιεύονται εφεξής στον ιστότοπο του θεσμικού οργάνου εντός εύλογου χρόνου μετά την περάτωση της υποθέσεως, εκτός εάν έχει αντίρρηση ο ενδιαφερόμενος που τις υπέβαλε.
Λόγω της μεταρρύθμισης επήλθαν τροποποιήσεις τόσο στον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου και στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως προκειμένου να διευκρινιστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της αρχικής επεξεργασίας των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως σε ένα «ενιαίο σημείο επαφής» και προκειμένου επίσης να αποσαφηνιστεί η διαδικασία που ακολουθείται για τις αιτήσεις οι οποίες διαβιβάζονται στο Γενικό Δικαστήριο από το Δικαστήριο. Στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου έγιναν, εξάλλου, και κάποιες άλλες προσθήκες, ώστε να ληφθούν υπόψη τα διδάγματα από την περίοδο της υγειονομικής κρίσης αλλά και οι τεχνολογικές εξελίξεις, κυρίως σε σχέση με τη δυνατότητα των διαδίκων ή των αντιπροσώπων τους να αγορεύουν μέσω τηλεδιάσκεψης υπό την προϋπόθεση της τήρησης ορισμένων νομικών προϋποθέσεων και τεχνικών προδιαγραφών, σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διεκπεραίωση και την εκδίκαση των υποθέσεων, σε σχέση με τις ρυθμίσεις για την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia και, τέλος, σε σχέση με τη διαδικτυακή αναμετάδοση ορισμένων συνεδριάσεων.
Οι Συστάσεις προς τα εθνικά δικαστήρια όσον αφορά την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, καθώς και οι Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους, προσαρμόστηκαν αναλόγως.
Σε επίπεδο σύνθεσης του Δικαστηρίου, τραγικό ορόσημο στάθηκε τον Ιούνιο του 2024 ο αδόκητος θάνατος του M. Ilešič (Σλοβενία), ο οποίος ήταν δικαστής του από το 2004.
Τον Ιανουάριο του 2024 αποχώρησε ο δικαστής M. Safjan (Πολωνία), ενώ ο Οκτώβριος έφερε τη μεγαλύτερη αλλαγή, καθώς στο πλαίσιο της περιοδικής μερικής ανανέωσης της σύνθεσης του Δικαστηρίου έληξε η θητεία οκτώ Μελών, ήτοι του Αντιπροέδρου L. Bay Larsen (Δανία), των δικαστών J. C. Bonichot (Γαλλία), A. Prechal (Κάτω Χώρες), P.G. Xuereb (Μάλτα), L. S. Rossi (Ιταλία) και N. Wahl (Σουηδία) καθώς και των γενικών εισαγγελέων P. Pikamäe (Εσθονία) και A. M. Collins (Ιρλανδία). Εννέα Μέλη ανέλαβαν καθήκοντα, ήτοι ο δικαστής B. Smulders (Κάτω Χώρες), o γενικός εισαγγελέας D. Spielmann (Λουξεμβούργο), οι δικαστές M. Condinanzi (Ιταλία) και F. Schalin (Σουηδία), ο γενικός εισαγγελέας A. Biondi (Ιταλία), οι δικαστές S. Gervasoni (Γαλλία) και N. Fenger (Δανία), η δικαστής R. Frendo (Μάλτα) και ο γενικός εισαγγελέας R. Norkus (Λιθουανία).
Τα δε στατιστικά στοιχεία για το περασμένο έτος δείχνουν ότι υπήρξε πολύ υψηλός ο αριθμός τόσο των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου (920, σχεδόν εκατό περισσότερες σε σύγκριση με τα τρία προηγούμενα έτη) όσο και εκείνων που περατώθηκαν (863, δηλαδή 80 περισσότερες από το προηγούμενο έτος), επίδοση η οποία εξηγείται από την αυξημένη πίεση «να κλείσουν» υποθέσεις ενόψει ακριβώς της μερικής ανανέωσης για την οποία μόλις έγινε λόγος. Συνεπώς, στις 31 Δεκεμβρίου 2024 ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων ανερχόταν σε 1 206. Η μέση διάρκεια των διαδικασιών, λαμβανομένων υπόψη όλων των κατηγοριών υποθέσεων, ανήλθε το 2024 σε 17,7 μήνες.

Τα Μέλη του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο αποτελείται από 27 δικαστές και 11 γενικούς εισαγγελείς.
Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας των κυβερνήσεων των κρατών μελών, μετά από διαβούλευση με επιτροπή αρμόδια να γνωμοδοτεί σχετικά με την καταλληλότητα των προτεινόμενων υποψηφίων για την άσκηση των σχετικών καθηκόντων. Η θητεία τους είναι εξαετής, με δυνατότητα ανανέωσης.
Επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εχέγγυα ανεξαρτησίας και πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στις χώρες τους για τον διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους.
Οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη αμεροληψία και ανεξαρτησία.
Οι δικαστές του Δικαστηρίου εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο. Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς διορίζουν επίσης Γραμματέα με εξαετή θητεία.
Έργο των γενικών εισαγγελέων στις υποθέσεις που τους ανατίθενται είναι να εκθέτουν με απόλυτη αμεροληψία και ανεξαρτησία μια νομική γνώμη, τις λεγόμενες «προτάσεις». Οι προτάσεις δεν είναι δεσμευτικές, αλλά φωτίζουν καλύτερα και πληρέστερα το αντικείμενο της διαφοράς.
Στο πλαίσιο της μερικής ανανέωσης της σύνθεσης του Δικαστηρίου τον Οκτώβριο του 2024, ανέλαβαν καθήκοντα εννέα νέα Μέλη: ο δικαστής B. Smulders (Κάτω Χώρες), o γενικός εισαγγελέας D. Spielmann (Λουξεμβούργο), οι δικαστές M. Condinanzi (Ιταλία) και F. Schalin (Σουηδία), ο γενικός εισαγγελέας A. Biondi (Ιταλία), οι δικαστές S. Gervasoni (Γαλλία) και N. Fenger (Δανία), η δικαστής R. Frendo (Μάλτα) και ο γενικός εισαγγελέας R. Norkus (Λιθουανία).

In memoriam
Τον Ιούνιο του 2024 απεβίωσε αιφνιδίως, ενώ ήταν ακόμη εν ενεργεία, ο Σλοβένος δικαστής Marko Ilešič. Υπήρξε το πρώτο Μέλος που διορίστηκε στο Δικαστήριο από τη Σλοβενία, όταν η χώρα αυτή προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Ο Μ. Ilešič, ο οποίος έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, για τη νομική του κατάρτιση, το διανοητικό του εκτόπισμα, τις εντυπωσιακές γλωσσικές του γνώσεις αλλά και τον βαθύ ανθρωπισμό του, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη και την προώθηση του ενωσιακού δικαίου καθώς και στην ανάδειξη του σλοβενικού πολιτισμού.

K. Lenaerts

T. von Danwitz

F. Biltgen

K. Jürimäe

Κ. Λυκούργος

I. Jarukaitis

M. L. Arastey Sahún

M. Szpunar

S. Rodin

A. Kumin

N. Jääskinen

Δ. Γρατσίας

M. Gavalec

J. Kokott

A. Arabadjiev

M. Campos Sánchez-Bordona

E. Regan

N. J. Cardoso da Silva Piçarra

J. Richard de la Tour

Α. Ράντος

I. Ziemele

J. Passer

N. Αιμιλίου

Z. Csehi

O. Spineanu-Matei

T. Ćapeta

L. Medina

B. Smulders

D. Spielmann

M. Condinanzi

F. Schalin

A. Biondi

S. Gervasoni

N. Fenger

R. Frendo

R. Norkus

Α. Calot Escobar
Σειρά πρωτοκόλλου στις 09/10/2024
B | Το Γενικό Δικαστήριο το 2024
Κύριο έργο του Γενικού Δικαστηρίου είναι να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί ευθειών προσφυγών που ασκούνται κατά πράξεων των θεσμικών ή των λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης είτε από φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιώτες, εταιρίες, ενώσεις κ.λπ.), εφόσον οι πράξεις αυτές τα αφορούν άμεσα και ατομικά, είτε από τα κράτη μέλη, καθώς και επί αγωγών με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από τα θεσμικά όργανα ή τους υπαλλήλους τους.
Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, αποκλειστικώς επί νομικών ζητημάτων. Στις υποθέσεις που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διπλού ελέγχου (από ανεξάρτητο τμήμα προσφυγών και στη συνέχεια από το Γενικό Δικαστήριο), το Δικαστήριο εγκρίνει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως μόνον όταν η αίτηση εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου.
Από 1ης Οκτωβρίου 2024 το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες του διαβιβάζονται από το Δικαστήριο και αφορούν αποκλειστικώς έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους έξι συγκεκριμένους τομείς: το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον τελωνειακό κώδικα, τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία, την παροχή αποζημίωσης και βοήθειας προς τους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης ή καθυστέρησης ή ακύρωσης μεταφορικών υπηρεσιών και, τέλος, το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Μεγάλο μέρος των διαφορών των οποίων επιλαμβάνεται είναι οικονομικής φύσεως: υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας (σήματα, σχέδια και υποδείγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ανταγωνισμού, κρατικών ενισχύσεων και χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να αποφαίνεται επί υπαλληλικών υποθέσεων της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης.
Η δραστηριότητα και η εξέλιξη της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου

Marc van der Woude
Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Για το Γενικό Δικαστήριο, το 2024 στάθηκε ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο λόγω της έναρξης ισχύος του
Δυνάμει του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο είναι πλέον αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες εμπίπτουν αποκλειστικώς σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους έξι συγκεκριμένους τομείς: το κοινό σύστημα ΦΠΑ, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον τελωνειακό κώδικα, τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων, την παροχή αποζημίωσης και βοήθειας προς τους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης ή καθυστέρησης ή ακύρωσης μεταφορικών υπηρεσιών, καθώς και το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (νέο άρθρο 50β). Μεταξύ 1ης Οκτωβρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2024, διαβιβάστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο 19 αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
Στο εσωτερικό του, το Γενικό Δικαστήριο χρειάστηκε να αναδιοργανωθεί και να ορίσει τους δέκα δικαστές του νεοσυσταθέντος τμήματος προδικαστικών υποθέσεων, καθώς και τον πρόεδρό του, τον Σ. Παπασάββα, Αντιπρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου. Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι υποθέσεις αυτές θα εκδικάζονται υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο όρισε επίσης τρεις δικαστές που θα καλούνται να ασκήσουν καθήκοντα γενικού εισαγγελέα. Επιπλέον, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει πλέον τη δυνατότητα να επιλαμβάνεται ορισμένων προδικαστικών υποθέσεων ένα τμήμα διευρυμένης σύνθεσης, αποτελούμενο από εννέα δικαστές.
Εξάλλου, από 1ης Σεπτεμβρίου 2024, επεκτάθηκε η εφαρμογή του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που αφορούν απόφαση η οποία έχει εκδοθεί από ανεξάρτητο τμήμα προσφυγών ενός από τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης (νέο άρθρο 58α του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό 2024/2019). Η συγκεκριμένη πτυχή της μεταρρύθμισης προάγει την ευθύνη του Γενικού Δικαστηρίου προς διασφάλιση της συνοχής και της ομοιομορφίας του δικαίου στους σχετικούς τομείς.
Η έναρξη της εφαρμογής της μεταρρύθμισης συνέπεσε με την αποχώρηση, στις 7 Οκτωβρίου 2024, πέντε Μελών του Γενικού Δικαστηρίου που διορίστηκαν δικαστές στο Δικαστήριο. Πρόκειται ειδικότερα για τον δικαστή S. Gervasoni, τους προέδρους τμήματος D. Spielmann και F. Schalin, τη δικαστή R. Frendo και τον δικαστή R. Norkus. Το Γενικό Δικαστήριο τούς ευχαριστεί για τη μακρόχρονη και ουσιώδη συνεισφορά τους στη νομολογία του. Την ίδια ημέρα, οι δικαστές Η. Cassagnabère και R. Meyer ορκίστηκαν νέα Μέλη του Γενικού Δικαστηρίου.
Η ευρεία εσωτερική αναδιοργάνωση και οι αποχωρήσεις Μελών δεν επιβράδυναν πάντως τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο κατάφερε να περατώσει 922 υποθέσεις το 2024. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους εισήχθησαν μόνον 786 υποθέσεις, με συνέπεια να μειωθεί ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων. Η μέση διάρκεια των διαδικασιών, η οποία ανέρχεται σε 18,5 μήνες, μαρτυρεί την αποτελεσματική διεκπεραίωση και εκδίκαση των υποθέσεων, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εμφανίζεται έτοιμο να επιδείξει και ταχύτερα αντανακλαστικά όταν το απαιτούν οι ιδιαιτερότητες της υποθέσεως. Ενδεικτικό είναι ότι χρειάστηκε μόλις 8,2 μήνες για να εκδώσει την πρώτη του απόφαση στον τομέα των ψηφιακών αγορών (απόφαση T‑1077/23 Bytedance κατά Επιτροπής).
Το 2024 οι αποφάσεις πενταμελών τμημάτων αντιπροσωπεύουν το 20,2 % των υποθέσεων που περατώθηκαν συνολικά από το Γενικό Δικαστήριο. Πέραν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο συνέχισε την πρακτική του να αναθέτει τις σπουδαιότερες υποθέσεις, όπως παραδείγματος χάριν όσες άπτονται του κράτους δικαίου, στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, το οποίο συγκροτείται από 15 δικαστές (βλ. την ενότητα «Αναδρομή στις σημαντικότερες αποφάσεις της χρονιάς»). Με αυτόν τον βαρύνοντα δικαστικό σχηματισμό αποφάνθηκε επί των υποθέσεων Ordre néerlandais des avocats du barreau de Bruxelles κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Medel κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Fridman κ.λπ. κατά Συμβουλίου,καθώς και Timchenko και Timchenko κατά Συμβουλίου.
Ενισχυμένο με τη νέα του αρμοδιότητα στον τομέα των προδικαστικών παραπομπών, καθώς και με τις νέες του ευθύνες κατόπιν της επέκτασης της εφαρμογής του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έχει πλέον εξοπλιστεί με όλα τα αναγκαία εργαλεία για μια αποτελεσματική και προδραστική διαχείριση του φόρτου εργασίας του, ενόψει και της επόμενης μερικής ανανέωσης της σύνθεσής του, τον Οκτώβριο του 2025.

Νομολογιακές εξελίξεις

Σάββας Παπασάββας
Αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου
Το 2024 επανήλθε στο προσκήνιο το τμήμα μείζονος συνθέσεως, ο εξέχων δικαστικός σχηματισμός του Γενικού Δικαστηρίου, στον οποίο, μέχρι σήμερα, μόνο σπάνια και περιστασιακά έχουν ανατεθεί υποθέσεις προς εκδίκαση. Αποτελούμενο από δεκαπέντε δικαστές, το τμήμα μείζονος συνθέσεως επιλαμβάνεται των πλέον βαρυσήμαντων υποθέσεων, καθώς και εκείνων που παρουσιάζουν νομικές δυσκολίες ή χαρακτηρίζονται από τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων (άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου). Έξι αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν ομάδες συναφών υποθέσεων, εκδόθηκαν κατά το περασμένο έτος από τον συγκεκριμένο δικαστικό σχηματισμό, με αντικείμενο, αφενός, τις επιθέσεις της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και, αφετέρου, την εφαρμογή του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του επονομαζόμενου σχεδίου NextGenerationEU.
Κατ’ αρχάς, με τις αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2024, Fridman κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Timchenko και Timchenko κατά Συμβουλίου (T‑635/22 και T‑644/22), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητα του Συμβουλίου, αφενός, να επιβάλλει στα πρόσωπα που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα υποχρεώσεις δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων και συνεργασίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές και, αφετέρου, να εξομοιώνει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών με καταστρατήγηση των μέτρων δέσμευσης κεφαλαίων.
Στη συνέχεια, με τις αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2024, Ordre néerlandais des avocats du barreau de Bruxelles κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Ordre des avocats à la cour de Paris και Couturier κατά Συμβουλίου και ACE κατά Συμβουλίου (T‑797/22, T‑798/22 και T‑828/22), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της απαγόρευσης παροχής, είτε άμεσα είτε έμμεσα, νομικών συμβουλών στη Ρωσική Κυβέρνηση και σε νομικά πρόσωπα, οντότητες και οργανισμούς με έδρα τη Ρωσία (κανονισμός 833/2014 του Συμβουλίου), εφόσον αφορούν τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται λόγω των ενεργειών της Ρωσίας για την αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία. Το επίδικο ζήτημα ήταν αν υφίσταται θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, και δη σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει σύνδεση με ένδικη διαδικασία. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, αλλά εστίασε ιδίως στην αποσαφήνιση του περιεχομένου του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής (άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και του δικαιώματος προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου (άρθρο 7).
Τέλος, με τη διάταξη της 4ης Ιουνίου 2024, Medel κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑530/22 έως T‑533/22), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ακυρώσεως κατά της εκτελεστικής αποφάσεως με την οποία το Συμβούλιο ενέκρινε την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Πολωνίας και καθόρισε τα ορόσημα και τους στόχους που έπρεπε να επιτευχθούν από το εν λόγω κράτος μέλος ώστε να αποδεσμευτεί η χρηματοδοτική συνεισφορά η οποία ετίθετο στη διάθεσή του με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το τμήμα μείζονος συνθέσεως έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, τέσσερις αντιπροσωπευτικές ενώσεις δικαστών σε διεθνές επίπεδο, των οποίων τα μέλη ήταν κατά κανόνα εθνικές επαγγελματικές ενώσεις, ανάμεσά τους και πολωνικές, δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν ενεργητική νομιμοποίηση.
Η νέα ώθηση που δόθηκε στο τμήμα μείζονος συνθέσεως θα έχει ασφαλώς συνέχεια και το 2025, δεδομένου ότι επί του παρόντος εκκρεμούν και άλλες υποθέσεις ενώπιον του δικαστικού αυτού σχηματισμού. Κατά πάσα πιθανότητα, η τάση αυτή θα συνοδευτεί και από δραστηριοποίηση του τμήματος διευρυμένης συνθέσεως, το οποίο δημιουργήθηκε από τον κανονισμό 2024/2019 για να συμπληρωθεί το φάσμα των δικαστικών σχηματισμών του Γενικού Δικαστηρίου.

Τα Μέλη του Γενικού Δικαστηρίου
Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από δύο δικαστές ανά κράτος μέλος.
Οι δικαστές επιλέγονται μεταξύ προσώπων που παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και διαθέτουν τα προσόντα τα οποία απαιτούνται για την άσκηση υψηλών δικαιοδοτικών καθηκόντων. Διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών, μετά από διαβούλευση με επιτροπή αρμόδια να γνωμοδοτεί σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων. Η θητεία τους είναι εξαετής, με δυνατότητα ανανέωσης. Εκλέγουν μεταξύ τους, ανά τρία έτη, τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου. Διορίζουν επίσης Γραμματέα με εξαετή θητεία.
Οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία.
Στο πλαίσιο της μερικής μεταβίβασης της προδικαστικής αρμοδιότητας από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο, η οποία ισχύει από 1ης Οκτωβρίου 2024, το Γενικό Δικαστήριο εξέλεξε τον J. Martín y Pérez de Nanclares και την M. Brkan ως δικαστές που θα ασκούν καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στις προδικαστικές υποθέσεις, καθώς και τον I. Gâlea ως αντικαταστάτη τους σε περίπτωση κωλύματος.

M. van der Woude

Σ. Παπασάββας

Α. Μαρκουλλή

R. da Silva Passos

J. Svenningsen

M. J. Costeira

K. Kowalik-Bańczyk

A. Kornezov

L. Truchot

O. Porchia

R. Mastroianni

P. Škvařilová-Pelzl

M. Jaeger

H. Kanninen

J. Schwarcz

M. Kancheva

E. Buttigieg

V. Tomljenović

L. Madise

N. Półtorak

I. Reine

P. Nihoul

U. Öberg

C. Mac Eochaidh

G. De Baere

T. Pynnä

J. Laitenberger

J. Martín y Pérez de Nanclares

G. Hesse

M. Sampol Pucurull

M. Stancu

I. Nõmm

G. Steinfatt

T. Perišin

D. Petrlík

M. Brkan

P. Zilgalvis

K. Kecsmár

I. Gâlea

Ι. Δημητρακόπουλος

D. Kukovec

S. Kingston

T. Tóth

B. Ricziová

E. Tichy-Fisslberger

Γ. Βαλασίδης

S. Verschuur

S. L. Kalėda

L. Spangsberg Grønfeld

H. Cassagnabère

R. Meyer

V. Di Bucci
Σειρά πρωτοκόλλου στις 09/10/2024
Γ | Η νομολογία το 2024
- Focus Δέσμη μέτρων του 2020 για την κινητικότητα: θεμιτός ανταγωνισμός και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, για έναν ασφαλέστερο, βιώσιμο και δίκαιο τομέα οδικών μεταφορών
- Focus Βιολογική παραγωγή και επισήμανση των βιολογικών προϊόντων
- Focus Πρόσβαση του κοινού στο περιεχόμενο των συμβάσεων αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19
- Focus Περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας
- Αναδρομή στις σημαντικότερες αποφάσεις της χρονιάς

Focus
Δέσμη μέτρων του 2020 για την κινητικότητα: θεμιτός ανταγωνισμός και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, για έναν ασφαλέστερο, βιώσιμο και δίκαιο τομέα οδικών μεταφορών
Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Λιθουανία κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑541/20 έως C‑555/20)
Δέσμη μέτρων του 2020 για την κινητικότητα
Το 2020 η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε μια δέσμη μεταρρυθμίσεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, επιδιώκοντας δύο βασικούς στόχους:
1. Βελτίωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών:
-
– μέσω της απαγόρευσης να λαμβάνουν την περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσής τους εντός των οχημάτων·
– μέσω της διασφάλισης της τακτικής επιστροφής τους στον τόπο της κατοικίας ή στο επιχειρησιακό κέντρο του εργοδότη (κάθε τρεις ή τέσσερις εβδομάδες) για να περνούν εκεί τον χρόνο ανάπαυσής τους·
– μέσω της επίσπευσης της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της υποχρέωσης εγκατάστασης ευφυών ταχογράφων δεύτερης γενιάς στα οχήματα.
2. Εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού:
-
– μέσω της απαίτησης να επιστρέφουν τα οχήματα κάθε οκτώ εβδομάδες σε επιχειρησιακό κέντρο ευρισκόμενο στο κράτος μέλος εγκατάστασης της επιχείρησης μεταφορών·
– μέσω της καθιέρωσης τετραήμερης περιόδου αδράνειας κατόπιν ενός κύκλου ενδομεταφορών σε κράτος μέλος υποδοχής (κατά τη διάρκεια της οποίας οι μη εγκατεστημένοι εκεί μεταφορείς δεν επιτρέπεται να εκτελούν ενδομεταφορές με το ίδιο όχημα στο ίδιο κράτος μέλος)·
– μέσω του χαρακτηρισμού των οδηγών ως «αποσπασμένων εργαζομένων» σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, ώστε να απολαύουν των όρων εργασίας και των αμοιβών που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής.
Ενδομεταφορά ονομάζεται η μεταφορά που πραγματοποιείται στο εσωτερικό κράτους μέλους από μεταφορέα μη εγκατεστημένο εκεί. Τέτοιες μεταφορές είναι αποδεκτές εφόσον ο τρόπος διεξαγωγής τους δεν δημιουργεί μόνιμη δραστηριότητα εντός του οικείου κράτους μέλους.
Ο ευφυής ταχογράφος δεύτερης γενιάς είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που καταγράφει τον χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης των οδηγών. Συμβάλλει στην ενίσχυση της οδικής ασφάλειας, στον σεβασμό των όρων εργασίας των οδηγών και στην πρόληψη των καταχρήσεων και της απάτης.
Η Δέσμη μέτρων για την κινητικότητα περιλαμβάνει τρεις νομοθετικές πράξεις σχετικές με το νομικό καθεστώς των οδικών μεταφορών. Η φιλόδοξη αυτή μεταρρύθμιση προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις οι οποίες έλαβαν εν τέλει και τη μορφή ένδικων διαφορών. Ειδικότερα, επτά κράτη μέλη –η Λιθουανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κύπρος, η Ουγγαρία, η Μάλτα και η Πολωνία– άσκησαν δεκαπέντε προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση ορισμένων διατάξεων της Δέσμης μέτρων για την κινητικότητα.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, σε μεγάλο βαθμό, το κύρος των προσβαλλομένων ρυθμίσεων.
Αναγνωρίζοντας ότι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών μπορεί πράγματι να συνεπάγεται αύξηση του κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις μεταφορών, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι εφαρμόζονται αδιακρίτως σε ολόκληρη την Ένωση, δεν εισάγουν διακρίσεις εις βάρος όσων επιχειρήσεων μεταφορών είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη που βρίσκονται «στην περιφέρεια της Ένωσης». Η πιθανότητα να έχουν οι ως άνω κανόνες σημαντικότερο αντίκτυπο για ορισμένες επιχειρήσεις εξαρτάται από την οικονομική επιλογή των τελευταίων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αποδέκτες ευρισκόμενους σε κράτη μέλη απομακρυσμένα από τον δικό τους τόπο εγκατάστασης.
Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό «αποσπασμένοι εργαζόμενοι» (χάρη στον οποίο οι οδηγοί μπορούν να επωφελούνται από τους ελάχιστους όρους που διέπουν την εργασία και τις αμοιβές στο κράτος μέλος υποδοχής, αντί να υπόκεινται στους αντίστοιχους, ενδεχομένως λιγότερο ευνοϊκούς, όρους του κράτους εγκατάστασης του μεταφορέα), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι πρόκειται για μέτρο το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση δίκαιων συνθηκών εργασίας και στην καταπολέμηση των πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού. Η εξέλιξη αυτή, αν και επωφελής για τους μισθωτούς, προκάλεσε διχογνωμίες μεταξύ των κρατών μελών, καθώς ορισμένα, πρωτίστως εκείνα στα οποία το μισθολογικό κόστος είναι χαμηλό, εξέφρασαν επιφυλάξεις για την επακόλουθη άνοδο του κόστους που θα βαρύνει τις επιχειρήσεις τους, καθώς και για τη διοικητική πολυπλοκότητα των νέων κανόνων. Το Δικαστήριο επικύρωσε το μέτρο το οποίο έλαβε ο ενωσιακός νομοθέτης στοχεύοντας στη δίκαιη εξισορρόπηση των διαφόρων εμπλεκόμενων συμφερόντων.
Ως προς την υποχρέωση τήρησης τετραήμερης περιόδου αδράνειας κατόπιν κύκλου ενδομεταφορών σε κράτος μέλος υποδοχής, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός του μέτρου έγκειται στην προστασία των τοπικών επιχειρήσεων και στην πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού, μέσω του αποκλεισμού του ενδεχομένου να καταλήγουν οι επαναλαμβανόμενες ενδομεταφορές σε de facto άσκηση μόνιμης δραστηριότητας στο κράτος μέλος υποδοχής. Ορισμένα κράτη μέλη επέκριναν την επιβολή τέτοιας υποχρέωσης διότι, κατά την άποψή τους, περιορίζει την ευελιξία των επιχειρήσεων, αναγκάζοντάς τες να προσαρμόζουν τα δρομολόγιά τους για να αποφύγουν περιόδους αδράνειας που μεταφράζονται σε απώλειες εσόδων. Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματά τους, επισημαίνοντας ότι το μέτρο απαγορεύει απλώς την εκτέλεση ενδομεταφορών εντός του ίδιου κράτους μέλους υποδοχής κατά την επίμαχη περίοδο, όπερ δεν εμποδίζει τη διενέργεια άλλων διεθνών μεταφορών ή ενδομεταφορών σε άλλα κράτη μέλη.
Εντούτοις, το Δικαστήριο ακύρωσε τις διατάξεις που προέβλεπαν την υποχρέωση να επιστρέφουν τα οχήματα στο επιχειρησιακό κέντρο του μεταφορέα κάθε οκτώ εβδομάδες. Αποφάνθηκε ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν απέδειξαν ότι είχαν στη διάθεσή τους επαρκείς πληροφορίες για να αξιολογήσουν την αναλογικότητα του μέτρου και τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις του.

Focus
Βιολογική παραγωγή και επισήμανση των βιολογικών προϊόντων
Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Herbaria Kräuterparadies II (C‑240/23)
Η γερμανική εταιρία Herbaria παρασκευάζει το ρόφημα «Blutquick», το οποίο διατίθεται στην αγορά ως συμπλήρωμα διατροφής. Εκτός από τα βιολογικά του συστατικά, το ρόφημα περιέχει μη φυτικές βιταμίνες και γλυκονικό σίδηρο. Επάνω στη συσκευασία του εμφανίζεται το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ένωσης και αναγράφεται ότι τα συστατικά του προέρχονται από «ελεγχόμενη βιολογική καλλιέργεια».
Τον Ιανουάριο του 2012 οι γερμανικές αρχές απαγόρευσαν στην Herbaria να κάνει αναφορά σε προστατευόμενη βιολογική παραγωγή, δεδομένου ότι η ενωσιακή νομοθεσία επιτρέπει την προσθήκη βιταμινών και ανόργανων συστατικών στα μεταποιημένα προϊόντα που φέρουν ένδειξη με τον όρο «βιολογικό» μόνον εάν η χρήση των προσθέτων επιβάλλεται εκ του νόμου.
Το Δικαστήριο, απαντώντας παλαιότερα σε προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο της υπόθεσης Herbaria Kräuterparadies Ι (C‑137/13), είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χρήση βιταμινών και ανόργανων συστατικών θεωρείται ότι επιβάλλεται εκ του νόμου μόνον εφόσον κανόνας της Ένωσης ή σύμφωνος με την ενωσιακή νομοθεσία εθνικός κανόνας απαιτεί άμεσα την προσθήκη τους σε τρόφιμο ώστε να είναι δυνατή η διάθεσή του στην αγορά. Δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση των βιταμινών και του γλυκονικού σιδήρου που προστίθενται στο «Blutquick», η προσφυγή της Herbaria απορρίφθηκε από το γερμανικό δικαστήριο το οποίο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
Στη συνέχεια, επιλήφθηκε το γερμανικό Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου η Herbaria δεν αμφισβητούσε πλέον την απαγόρευση χρήσης του λογότυπου βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επικαλέστηκε άνιση μεταχείριση μεταξύ του δικού της προϊόντος και ενός παρόμοιου προϊόντος εισαγόμενου από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζονται από το ευρωπαϊκό δίκαιο ως τρίτη χώρα της οποίας οι κανόνες παραγωγής και ελέγχου είναι ισοδύναμοι με τους ενωσιακούς. Η Herbaria ισχυρίζεται ότι, εξ αυτού του λόγου, προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες τα οποία συμμορφώνονται με τους εκεί ισχύοντες κανόνες παραγωγής επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά της Ένωσης ως βιολογικά προϊόντα. Κατά την άποψή της, η κατάσταση αυτή συνεπάγεται άνιση μεταχείριση, καθώς τα ανταγωνιστικά αμερικανικά προϊόντα θα μπορούσαν να φέρουν το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ένωσης χωρίς να συνάδουν με τους ενωσιακούς κανόνες βιολογικής παραγωγής.
Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ζητώντας διευκρινίσεις επί του ζητήματος.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιείται μόνον για τα προϊόντα που πληρούν όλες τις προδιαγραφές του κανονισμού για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται σε τρίτη χώρα σύμφωνα με κανόνες που είναι απλώς ισοδύναμοι με εκείνους του ενωσιακού δικαίου. Η απαγόρευση αυτή αφορά και τη χρήση όρων που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή της Ένωσης.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι θα νοθευόταν ο θεμιτός ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά αν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούνται το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ένωσης και όροι αναφερόμενοι στην παραγωγή αυτή τόσο για προϊόντα –παρασκευαζόμενα είτε στην Ένωση είτε σε τρίτες χώρες– τα οποία είναι σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα βιολογικής παραγωγής όσο και για προϊόντα που παρασκευάζονται σε τρίτες χώρες σύμφωνα με πρότυπα τα οποία είναι απλώς ισοδύναμα με τα ευρωπαϊκά. Επιπλέον, θα επικρατούσε μια εν δυνάμει παραπλανητική για τους καταναλωτές ασάφεια, ενώ σκοπός του λογότυπου είναι να γνωρίζουν οι καταναλωτές με απόλυτη σαφήνεια και χωρίς καμία αμφιβολία ότι το εκάστοτε προϊόν πληροί όλες τις προδιαγραφές του προαναφερθέντος κανονισμού.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αντιθέτως, ότι το λογότυπο βιολογικής παραγωγής μιας τρίτης χώρας μπορεί, ακόμη και αν περιέχει όρους που αναφέρονται στη βιολογική παραγωγή, να χρησιμοποιείται για προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται στη συγκεκριμένη χώρα.

Το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης
To λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει μια ενιαία οπτική ταυτότητα στα βιολογικά προϊόντα που προέρχονται από την Ένωση. Διευκολύνει τους μεν καταναλωτές να αναγνωρίζουν ευκολότερα ποια προϊόντα είναι βιολογικά, τους δε γεωργούς να τα διαθέτουν στην αγορά σε όλα τα κράτη μέλη.
Το λογότυπο προορίζεται αποκλειστικώς για προϊόντα που έχουν πιστοποιηθεί ως βιολογικά από εγκεκριμένο οργανισμό, ο οποίος εγγυάται τη συμμόρφωση με αυστηρά πρότυπα παραγωγής, μεταποίησης, μεταφοράς και αποθήκευσης. Για να φέρει το λογότυπο του βιολογικού, οποιοδήποτε προϊόν πρέπει να περιέχει τουλάχιστον κατά 95 % βιολογικά συστατικά, ενώ παράλληλα πρέπει να πληρούνται ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις ως προς το υπόλοιπο 5 %. Το ίδιο συστατικό απαγορεύεται να υπάρχει τόσο σε οργανική όσο και σε μη οργανική μορφή.
Ο κανονισμός 2018/848
Ο κανονισμός 2018/848, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων, αποσκοπεί στη διασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού, στην κατοχύρωση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτόν και στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα που επισημαίνονται ως βιολογικά.
Ο κανονισμός θεσπίζει γενικούς και λεπτομερείς κανόνες παραγωγής. Σε ό,τι αφορά την επισήμανση, επιβάλλει την τήρηση των κανόνων πληροφόρησης των καταναλωτών, ιδίως προς αποφυγή οποιασδήποτε σύγχυσης ή παραπλάνησης. Επίσης, προβλέπει ειδικές διατάξεις για την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και των προϊόντων υπό μετατροπή, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα τόσο των επιχειρήσεων –που επιθυμούν τον ορθό χαρακτηρισμό των προϊόντων τους και την επικράτηση συνθηκών θεμιτού ανταγωνισμού– όσο και των καταναλωτών.
Άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικές με τα βιολογικά προϊόντα
Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Kamin und Grill Shop (C‑289/16).
Σύμφωνα με τον προγενέστερο κανονισμό 834/2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων, κάθε επιχείρηση εμπορίας βιολογικών προϊόντων πρέπει να υπόκειται σε σύστημα ελέγχου. Οι επιχειρηματίες που μεταπωλούν τα προϊόντα απευθείας στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη μπορούν να εξαιρεθούν από την εν λόγω υποχρέωση υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι απαραίτητο να είναι παρόντες στην πώληση τόσο ο επιχειρηματίας, ή το προσωπικό πωλήσεών του, όσο και ο τελικός καταναλωτής. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να τύχουν της απαλλαγής επιχειρηματίες που εμπορεύονται βιολογικά προϊόντα μέσω διαδικτύου.
Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Œuvre d'assistance aux bêtes d'abattoirs (C‑497/17)
Ο κανονισμός 834/2007 απαγορεύει να φέρουν το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ένωσης προϊόντα προερχόμενα από ζώα που έχουν υποστεί τελετουργική σφαγή χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, η οποία πραγματοποιείται υπό τους όρους που καθορίζει ο κανονισμός 1099/2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωση.
Απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Natumi (C‑815/19)
Ο κανονισμός 889/2008, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 834/2007, δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται σκόνη που παρασκευάζεται από ιζήματα του φύκου Lithothamnium calcareum, τα οποία καθαρίζονται, αποξηραίνονται και αλέθονται, ως μη βιολογικό συστατικό γεωργικής προέλευσης κατά τη μεταποίηση βιολογικών τροφίμων (όπως, παραδείγματος χάριν, με βάση το ρύζι και τη σόγια) με σκοπό τον εμπλουτισμό τους σε ασβέστιο.

Focus
Πρόσβαση του κοινού στο περιεχόμενο των συμβάσεων αγοράς εμβολίων κατά της νόσου COVID-19
Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2024, Auken κ.λπ. κατά Επιτροπής και Courtois κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑689/21 και T‑761/21)
Τoν Ιούνιο του 2020 η Ευρωπαϊκή Ένωση δρομολόγησε τη στρατηγική της για την εξασφάλιση εμβολίων κατά της νόσου COVID-19. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπέγραψε συμφωνία με τα 27 κράτη μέλη, τα οποία την εξουσιοδότησαν να συνάψει εκ μέρους τους συμφωνίες προαγοράς με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις που παρασκεύαζαν τα εμβόλια.
Δεδομένου ότι ήταν προς τo συμφέρον της δημόσιας υγείας ο εμβολιασμός του πληθυσμού το νωρίτερο δυνατόν, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις επέσπευσαν την ανάπτυξη των εμβολίων. Προκειμένου να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ενσωμάτωσαν στη στρατηγική τους για τον εμβολιασμό την αρχή του επιμερισμού των κινδύνων μεταξύ του παρασκευαστή και των κρατών μελών, ελαφρύνοντας έτσι την ευθύνη του παρασκευαστή σε περίπτωση ανεπιθύμητων παρενεργειών από το προϊόν του.
Οι συμβάσεις όπως δόθηκαν στη δημοσιότητα είχαν υποστεί επεξεργασία ώστε να απαλειφθούν πληροφορίες σχετικές με τους οικονομικούς κινδύνους, τις δωρεές, τις μεταπωλήσεις και τις δηλώσεις περί απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων.
Το 2021 πολίτες της Ένωσης και ευρωβουλευτές στράφηκαν δικαστικώς κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λόγω της μερικής άρνησής της να παράσχει πλήρη πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με τις συμβάσεις αγοράς εμβολίων το 2020. Οι αιτήσεις πρόσβασης αφορούσαν τις ρήτρες αποζημίωσης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Οι ρήτρες αυτές προέβλεπαν ότι τα εργαστήρια υπείχαν υποχρέωση αποζημίωσης των θυμάτων σε περίπτωση ελαττώματος οφειλόμενου σε «εκ προθέσεως παράβαση» ή σε σοβαρή πλημμέλεια κατά την παρασκευή, ενώ στις άλλες περιπτώσεις η ευθύνη βάρυνε τα κράτη μέλη.
Οι πολίτες και οι ευρωβουλευτές ζήτησαν επίσης πρόσβαση στις δηλώσεις περί απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά των εμβολίων. Στόχος τους ήταν να ρίξουν φως στον τρόπο διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, ιδίως σε σχέση με μια γιγαντιαία σύμβαση που υπογράφηκε τον Μάιο του 2021, για την αγορά 1,8 δισεκατομμυρίων πρόσθετων δόσεων εμβολίων έναντι ποσού 35 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η Επιτροπή επέτρεψε μερική μόνον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, τα οποία είχε δημοσιεύσει επεξεργασμένα, επικαλούμενη το επιχειρηματικό απόρρητο και την προστασία της ιδιωτικής ζωής.
Το Γενικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν δύο προσφυγές, ακύρωσε εν μέρει τις αποφάσεις της Επιτροπής.
Όσον αφορά το αίτημα για ευρύτερη πρόσβαση στις ρήτρες αποζημίωσης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο λόγος που οι συγκεκριμένες ρήτρες περιλήφθηκαν στις συμβάσεις –δηλαδή προς αντιστάθμιση των κινδύνων τους οποίους ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις λόγω της επίσπευσης της ανάπτυξης των εμβολίων– είχε γίνει δεκτός από τα κράτη μέλη και ενέπιπτε στη δημόσια σφαίρα. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει με ποιον συγκεκριμένο τρόπο η ευρύτερη πρόσβαση στις ρήτρες αποζημίωσης, στο περιεχόμενο των ορισμών που περιείχαν οι συμβάσεις ως προς ορισμένες έννοιες (όπως «εκ προθέσεως παράβαση» και «κάθε δυνατή εύλογη προσπάθεια») καθώς και στους όρους οι οποίοι ίσχυαν για τις δωρεές και τις μεταπωλήσεις εμβολίων θα έβλαπτε τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.
Όσον αφορά το αίτημα γνωστοποίησης –στις δηλώσεις περί απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων– της ταυτότητας των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πράγματι θα εξυπηρετούνταν σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Και τούτο διότι μόνον εάν δημοσιοποιούνταν η ταυτότητα των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας θα μπορούσε να επαληθευτεί ότι δεν συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπό τους. Η διαφάνεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των συμβάσεων ενισχύει ακριβώς την εμπιστοσύνη των πολιτών της Ένωσης στη στρατηγική της Επιτροπής για τον εμβολιασμό του πληθυσμού και συμβάλλει στην καταπολέμηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε σταθμίσει ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, αναφορικά με την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων και τον κίνδυνο παραβίασης της ιδιωτικής ζωής.
Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα: βασικό εχέγγυο διαφάνειας
Ο κανονισμός 1049/2001 αναγνωρίζει το δικαίωμα του κοινού στην κατά το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Σκοπός του είναι να ενισχύσει τη διαφάνεια, τη δημοκρατική νομιμοποίηση και τη λογοδοσία των θεσμικών οργάνων.
Το δικαίωμα αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Υπάρχουν εξαιρέσεις χάριν της προστασίας ορισμένων δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων, όπως η δημόσια ασφάλεια, η εμπιστευτικότητα των εσωτερικών διαβουλεύσεων και των νομικών γνωμοδοτήσεων, τα χρηματοπιστωτικά, οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα ή, ακόμη, η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Τα θεσμικά όργανα πρέπει να σταθμίζουν τη διαφάνεια με την προστασία των συμφερόντων αυτών, αξιολογώντας σε κάθε χωριστή περίπτωση κατά πόσον η δημοσιοποίηση είναι πιθανόν να τα βλάψει. Η δημοσιοποίηση μπορεί, εν τέλει, να είναι επιβεβλημένη εφόσον αποδειχθεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.
Εάν δεν επιτραπεί η πρόσβαση, ο αιτών μπορεί να ζητήσει επανεξέταση από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο και εν συνεχεία –σε περίπτωση νέας άρνησης– να προχωρήσει σε καταγγελία ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή ή να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ορισμένες αρχές που έχουν κατοχυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο
Στην απόφαση De Capitani κατά Κοινοβουλίου (T‑540/15), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις μπορούν τα ενωσιακά θεσμικά όργανα να αρνηθούν την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που αφορούν τη νομοθετική διαδικασία.
Όποιο όργανο απορρίπτει σχετική αίτηση οφείλει να αποδείξει γιατί η παροχή πρόσβασης θα έθιγε με τρόπο «συγκεκριμένο, πραγματικό και ευλόγως προβλέψιμο» το συμφέρον του οποίου η προστασία επιδιώκεται με κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση ClientEarth κατά Επιτροπής (C‑57/16 P), η επίκληση υποθετικού ή αόριστου κινδύνου να θιγεί τέτοιο συμφέρον δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση πρόσβασης.
Το ζήτημα της πρόσβασης στα υπομνήματα που κατατίθενται από κράτος μέλος ή από θεσμικό όργανο στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εξεταστεί σε αρκετές αξιοσημείωτες υποθέσεις. Με την απόφασή του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Breyer (C‑213/15 P), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα υπομνήματα κράτους μέλους που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, μολονότι η εμπιστευτικότητα των υπομνημάτων πρέπει να διαφυλάσσεται κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί, χωρίς περαιτέρω αιτιολογία, την πρόσβαση σε αυτά μετά την περάτωση της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο είχε καθιερώσει το προαναφερθέν γενικό τεκμήριο μη δημοσιοποίησης κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας με την απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P) όσον αφορά υπομνήματα που έχουν κατατεθεί από ενωσιακό θεσμικό όργανο. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, κάθε αίτηση πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση προκειμένου να διαπιστωθεί αν εξακολουθούν να ισχύουν οι εξαιρέσεις του κανονισμού.

Focus
Περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας
Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2024, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22)·αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2024 Fridman κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Timchenko και Timchenko κατά Συμβουλίου (T‑635/22 και T‑644/22)· NSD κατά Συμβουλίου (T‑494/22)
Τα περιοριστικά μέτρα ή «κυρώσεις» συνιστούν βασικό εργαλείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να λάβουν τη μορφή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, απαγόρευσης εισόδου στο έδαφος της Ένωσης ή οικονομικών κυρώσεων. Αποσκοπούν στην προάσπιση των θεμελιωδών αξιών, των ουσιωδών συμφερόντων και της ασφάλειας της Ένωσης, μέσω της άσκησης πίεσης σε στοχευμένα πρόσωπα ή οντότητες όπως οι κυβερνήσεις τρίτων χωρών, προκειμένου να αλλάξουν την πολιτική ή τη συμπεριφορά τους.
Οι ενέργειες στις οποίες επιδιδόταν η Ρωσία, ήδη από το 2014, προς υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας καθώς και κατεξοχήν ο επιθετικός πόλεμος που εξαπέλυσε εναντίον της το 2022 είχαν ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι ενωσιακές κυρώσεις κατά φυσικών και νομικών προσώπων που παρέχουν στήριξη στη Ρωσική Κυβέρνηση. Η νομιμότητα και το περιεχόμενο των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου έχουν αμφισβητηθεί στο πλαίσιο δεκάδων υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι υποθέσεις αυτές συχνά αναδεικνύουν την ανάγκη να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην αυστηρότητα των επιβαλλόμενων κυρώσεων, η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματικότητά τους, και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Το Γενικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι οι εξουσίες της Ένωσης είναι μεν ευρείες όταν πρόκειται για μέτρα που λαμβάνονται κατά της οικονομικής και υλικής στήριξης της Ρωσικής Κυβέρνησης, πλην όμως απαιτούνται πάντοτε αποδεικτικά στοιχεία και στέρεη αιτιολόγηση για τη λήψη των μέτρων.
Απόφαση NSD κατά Συμβουλίου (T‑494/22)
Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη ρωσική εταιρία National Settlement Depository (NSD). Η εν λόγω εταιρία, την οποία το Συμβούλιο θεωρεί νευραλγικής σημασίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ρωσίας, παρείχε υλική και οικονομική στήριξη τόσο στη Ρωσική Κυβέρνηση όσο και στη ρωσική κεντρική τράπεζα.
Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η NSD, ως συστημικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, διευκόλυνε την πρόσβαση της Ρωσικής Κυβέρνησης σε σημαντικούς πόρους που χρησιμοποιούνταν για ενέργειες αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας. Απέρριψε επίσης τα επιχειρήματα της NSD ότι τα περιοριστικά μέτρα συνεπάγονταν δέσμευση κεφαλαίων που ανήκαν σε πελάτες οι οποίοι δεν ήταν στο στόχαστρο των κυρώσεων, υπογραμμίζοντας ότι οι πελάτες μπορούσαν να προσφύγουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για να προβάλουν προσβολή των περιουσιακών τους δικαιωμάτων ως παράπλευρη επίπτωση των μέτρων που εφαρμόζονταν εις βάρος της NSD.
Απόφαση Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22)
Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση με την οποία το όνομα του Nikita Mazepin, πρώην οδηγού της Formula 1, διατηρήθηκε στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε κυρώσεις. Το Συμβούλιο είχε περιλάβει το όνομά του στον κατάλογο λόγω της σχέσης του με τον πατέρα του, τον Dmitry Mazepin, εξέχοντος επιχειρηματία ο οποίος ασκεί δραστηριότητες που αποφέρουν σημαντικά έσοδα στη Ρωσική Κυβέρνηση και φέρεται να ήταν ο κύριος χορηγός του υιού του όταν αγωνιζόταν ως οδηγός με την ομάδα Haas.
Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σχέση μεταξύ του Dmitry Mazepin και του υιού του δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη, σημειώνοντας ειδικότερα ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο τελευταίος δεν οδηγούσε πλέον σε αγώνες για την ομάδα Haas. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι αυτή καθεαυτήν η οικογενειακή σχέση δεν αρκούσε προς απόδειξη της ύπαρξης κοινών συμφερόντων που να δικαιολογούν τη διατήρηση σε ισχύ των κυρώσεων κατά του Nikita Mazepin.
Αποφάσεις Fridman κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Timchenko και Timchenko κατά Συμβουλίου (T‑635/22 και T‑644/22)
Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα πρόσωπα και οι οντότητες που υπόκεινται σε κυρώσεις υποχρεούνται να δηλώνουν τα κεφάλαιά τους και να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές προς αποτροπή της καταστρατήγησης της δέσμευσης κεφαλαίων μέσω της εφαρμογής νομικών και οικονομικών τεχνασμάτων. Οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν επιβληθεί από το Συμβούλιο, κρίθηκαν αναγκαίες για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η ομοιομορφία των κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις αιτιάσεις ότι το Συμβούλιο άσκησε αρμοδιότητες οι οποίες άπτονται του ποινικού δικαίου και επιφυλάσσονται στα κράτη μέλη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέτρα δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, ελήφθησαν δε κατά τρόπο σύμφωνο με ολόκληρο το πλαίσιο που προβλέπεται από το ενωσιακό δίκαιο.
Κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος της Ρωσίας
Αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2014, η Ένωση έχει επιβάλει προοδευτικά μια σειρά στοχευμένων περιοριστικών μέτρων κατά της Ρωσίας ως αντίδραση, κυρίως, στην παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας (2014) και στη στρατιωτική επίθεση κατά της Ουκρανίας (2022).
Σκοπός των μέτρων είναι να αποδυναμώσουν την οικονομική βάση της Ρωσίας, στερώντας της κρίσιμες τεχνολογίες και αγορές και, συνακόλουθα, μειώνοντας αισθητά την ικανότητά της να διεξάγει πόλεμο. Η Ένωση εφαρμόζει επίσης κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας επειδή υποστηρίζουν τη Ρωσία στον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας.
Στο στόχαστρο των κυρώσεων βρίσκονται περισσότερα από 2 300 φυσικά/νομικά πρόσωπα και οντότητες (τράπεζες, πολιτικά κόμματα, επιχειρήσεις, παραστρατιωτικές ομάδες). Τα εις βάρος τους περιοριστικά μέτρα περιλαμβάνουν:
- την απαγόρευση εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
- το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, και
- τη δέσμευση κεφαλαίων.
Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η αξία των δεσμευμένων στην Ένωση ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων ανέρχεται σε 24,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα στοιχεία του ενεργητικού της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας τα οποία έχουν δεσμευτεί στην Ένωση ανέρχονται σε 210 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα περιοριστικά μέτρα επιβάλλονται με αποφάσεις του Συμβουλίου και τελούν υπό διαρκή επανεξέταση. Μπορούν να παραταθούν ή να τροποποιηθούν ανάλογα, εφόσον το Συμβούλιο κρίνει ότι οι στόχοι τους δεν έχουν επιτευχθεί.
Αναδρομή στις σημαντικότερες αποφάσεις της χρονιάς
Θεμελιώδη δικαιώματα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατοχυρώνει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως μέσω του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος απαριθμεί τα ατομικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μία από τις αξίες στις οποίες βασίζεται η Ένωση και παράλληλα συνιστά βασική επιταγή κατά την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων της.

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δεσμευτικοί κανόνες με συγκεκριμένα αποτελέσματα
Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θωρακιστεί με μια λεπτομερή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η επεξεργασία και η διατήρηση τέτοιων δεδομένων πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμότητας που προβλέπονται από την ενωσιακή νομοθεσία και, ιδίως, πρέπει να περιορίζονται μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και να μη θίγουν δυσανάλογα το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Το Δικαστήριο και ο ψηφιακός κόσμος
Ίση μεταχείριση και εργατικό δίκαιο
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Ένας μεγάλος αριθμός πολιτών ωφελείται, επομένως, άμεσα από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου, το οποίο θέτει τους ελάχιστους κανόνες όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης, συμπληρώνοντας έτσι την πολιτική που ακολουθεί κάθε κράτος μέλος στον τομέα αυτόν.

Το Δικαστήριο: διασφαλίζοντας την ίση μεταχείριση των εργαζομένων και προστατεύοντας τα δικαιώματα των μειονοτήτων
Ευρωπαϊκή ιθαγένεια
Κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους είναι αυτομάτως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει την εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά. Οι πολίτες της Ένωσης απολαύουν των ειδικών δικαιωμάτων που τους εξασφαλίζουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Καταναλωτές
Η ευρωπαϊκή πολιτική προστασίας των καταναλωτών αποσκοπεί στη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών και νομικών συμφερόντων των καταναλωτών, όπου και αν αυτοί διαμένουν, ταξιδεύουν ή πραγματοποιούν τις αγορές τους εντός της Ένωσης.

Το Δικαστήριο: εγγυητής των δικαιωμάτων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Περιβάλλον
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται να διατηρεί και να αναβαθμίζει το περιβάλλον, καθώς και να προστατεύει την ανθρώπινη υγεία. Η προσέγγισή της βασίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης, όπως επίσης και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το περιβάλλον
Κοινωνία της πληροφορίας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, προάγοντας τη δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, ενώ παράλληλα προστατεύει τα δικαιώματα των καταναλωτών προσφέροντας ασφάλεια δικαίου. Εγγυάται την ύπαρξη δίκαιων και ανοικτών ψηφιακών αγορών και αίρει τους φραγμούς στις διασυνοριακές επιγραμμικές υπηρεσίες εντός της εσωτερικής αγοράς, ώστε να είναι δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία τους.

Το Δικαστήριο και ο ψηφιακός κόσμος
Ανταγωνισμός, κρατικές ενισχύσεις και tax rulings
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει την τήρηση των κανόνων που προστατεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι πρακτικές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά απαγορεύονται και επισύρουν πρόστιμα. Επιπλέον, οι κρατικές ενισχύσεις απαγορεύονται εφόσον δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, κάτι που καλείται να ελέγξει η Επιτροπή, στην οποία οι Συνθήκες αναθέτουν τη σημαντική αυτήν αποστολή.

Το Γενικό Δικαστήριο – εξασφαλίζει ότι τα θεσμικά όργανα συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο
Διανοητική ιδιοκτησία
Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας (πνευματικά δικαιώματα) και της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (δίκαιο των εμπορικών σημάτων, των σχεδίων και των υποδειγμάτων) βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργικότητα και την καινοτομία.

Διανοητική ιδιοκτησία και Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Εμπορική πολιτική
Για τις ανάγκες της κοινής εμπορικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα προς σύναψη διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Έτσι, η ενιαία φωνή με την οποία η Ένωση εκφράζεται στη διεθνή σκηνή ισχυροποιεί τη θέση της στο διεθνές εμπόριο. Η δράση της στον τομέα αυτόν πρέπει πάντως να συνάδει με το ενωσιακό συνταγματικό πλαίσιο.
Μετανάστευση και άσυλο
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει ένα σύνολο κανόνων για την εφαρμογή αποτελεσματικής, ανθρωπιστικής και ασφαλούς μεταναστευτικής πολιτικής. Το ευρωπαϊκό κοινό σύστημα ασύλου ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες διέπουν τη μεταχείριση όλων των αιτούντων άσυλο και την επεξεργασία των αιτήσεών τους οπουδήποτε εντός της Ένωσης.
Δικαστική συνεργασία
Οι διατάξεις για τον Χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης περιλαμβάνουν μέτρα προώθησης της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Η συνεργασία αυτή βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταπολέμησης της διασυνοριακής εγκληματικότητας και στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων, των υπόπτων και των προσώπων που βρίσκονται υπό κράτηση εντός της Ένωσης.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας
Ως βασικό μέσο άσκησης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα περιοριστικά μέτρα ή «κυρώσεις» χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας ενιαίας και συνολικής προσέγγισης που περιλαμβάνει τον πολιτικό διάλογο. Η Ένωση καταφεύγει στην επιβολή τους ιδίως όταν είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη των αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων και της ασφάλειάς της, για την πρόληψη συγκρούσεων και για την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας. Στόχος των κυρώσεων είναι, στην πράξη, να επέλθει μια αλλαγή στην πολιτική ή στη συμπεριφορά των προσώπων ή των οντοτήτων κατά των οποίων στρέφονται τα μέτρα, ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί της ΚΕΠΠΑ.
Η Διεύθυνση Έρευνας και Τεκμηρίωσης θέτει στη διάθεση των επαγγελματιών του νομικού κλάδου την ετήσια έκδοση «Επιλεγμένη Νομολογία» και το «Μηνιαίο δελτίο νομολογίας» όπου συγκεντρώνονται συνόψεις αποφάσεων του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.