Το δικαιοδοτικό έργο

A | Το Δικαστήριο το 2022
B | Το Γενικό Δικαστήριο το 2022
Γ | Η νομολογία το 2022

 
Start Scroll

A | Το Δικαστήριο το 2022

Οι υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν κυρίως:

  • αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως
    Όταν εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία ή το κύρος κάποιου ενωσιακού κανόνα δικαίου, αναστέλλει την ενώπιόν του διαδικασία και υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Άπαξ και διαφωτιστεί από την απόφαση του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να τάμει τη διαφορά την οποία καλείται να επιλύσει. Για τις περιπτώσεις στις οποίες είναι απαραίτητο να δοθεί πολύ άμεσα απάντηση (παραδείγματος χάριν σε υποθέσεις ασύλου, συνοριακών ελέγχων, απαγωγής παιδιών κ.λπ.), προβλέπεται επείγουσα προδικαστική διαδικασία (γνωστή ως «PPU»).
  • ευθείες προσφυγές, με τις οποίες ζητείται:
    • να ακυρωθεί πράξη της Ένωσης («προσφυγή ακυρώσεως») ή
    • να διαπιστωθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν τηρεί το δίκαιο της Ένωσης («προσφυγή λόγω παραβάσεως»). Εάν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβασή του, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν άσκησης μιας δεύτερης προσφυγής, της λεγόμενης προσφυγής λόγω «διπλής παραβάσεως», να του επιβάλει χρηματική ποινή·
  • αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου·
  • αιτήσεις γνωμοδοτήσεως, με τις οποίες κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν συμβιβάζεται με τις Συνθήκες μια συμφωνία που σχεδιάζει να συνάψει η Ένωση με τρίτο κράτος ή με διεθνή οργανισμό.

Η δραστηριότητα και η εξέλιξη της σύνθεσης του Δικαστηρίου

Η σύνθεση του Δικαστηρίου παρέμεινε αμετάβλητη το 2022, όπως και τα βασικά νομικά κείμενα τα οποία διέπουν τη δραστηριότητά του, δηλαδή ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας.

Ύστερα από δύο χρόνια που σημαδεύτηκαν από τον αντίκτυπο της υγειονομικής κρίσης, το 2022 σηματοδότησε τη γενικευμένη επιστροφή του προσωπικού στις εγκαταστάσεις και στους χώρους του θεσμικού οργάνου, καθώς και την επαναφορά στις κανονικές συνθήκες λειτουργίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων και των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων. Παρά ταύτα, οι τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες υπαγορεύθηκαν από τα υγειονομικά μέτρα των δύο προηγούμενων ετών αξιοποιήθηκαν για την υλοποίηση ορισμένων σημαντικών πρωτοβουλιών που έχουν ως σκοπό να φέρουν την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη πιο κοντά στον πολίτη.

Έτσι, από τις 26 Απριλίου 2022, το Δικαστήριο προσφέρει ένα σύστημα streaming των δημόσιων συνεδριάσεων και των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων, το οποίο, ακολουθώντας το παράδειγμα των εξ αποστάσεως επισκέψεων που εγκαινιάστηκαν το 2021, αποσκοπεί στην ενίσχυση της φυσιογνωμίας του θεσμικού οργάνου ως «δικαστηρίου ανοιχτού στους πολίτες», πιο προσιτού στο ευρύ κοινό. Χάρη σε αυτό το σύστημα αναμεταδόσεων, όποιος πολίτης το επιθυμεί μπορεί πλέον να παρακολουθεί οποιαδήποτε δημόσια συνεδρίαση και επ’ ακροατηρίου συζήτηση σαν να βρισκόταν αυτοπροσώπως στο Λουξεμβούργο μέσα στην αίθουσα ακροατηρίου, και μάλιστα με δυνατότητα ταυτόχρονης διερμηνείας στις γλώσσες που είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία, το έτος 2022 χαρακτηρίστηκε και πάλι από πολύ εντατική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου 806 υποθέσεις. Όπως και τα προηγούμενα έτη, πρόκειται κυρίως για αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και για αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες, με 546 και 209 υποθέσεις αντίστοιχα, αντιπροσωπεύουν από κοινού άνω του 93 % του συνόλου των νεοεισερχόμενων υποθέσεων το 2022. Οι ένδικες αυτές διαφορές καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ευαίσθητων τομέων, όπως η διαφύλαξη των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, χωρίς βέβαια να λείπουν η φορολογία, ο ανταγωνισμός και οι κρατικές ενισχύσεις. Σημειωτέον ότι αρκετές είναι και οι υποθέσεις που σχετίζονται με την πρόσφατη επικαιρότητα, και δη με την υγειονομική κρίση και με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Το 2022 περατώθηκαν από τους διάφορους δικαστικούς σχηματισμούς του δικαιοδοτικού οργάνου 808 υποθέσεις. Ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός (78) εκδικάστηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, και μάλιστα δύο εξ αυτών, με αντικείμενο τον σεβασμό του κράτους δικαίου και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, από την ολομέλεια (υποθέσεις C‑156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, και C‑157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου).

Επειδή έγινε συχνά χρήση της δυνατότητας περάτωσης των υποθέσεων με έκδοση διάταξης, ιδίως στις περιπτώσεις των αιτήσεων αναιρέσεως, η συνολική διάρκεια των διαδικασιών (16,4 μήνες) παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με το περασμένο έτος (16,6 μήνες), ενώ αντιθέτως διαπιστώνεται μια επιμήκυνση της μέσης διάρκειας της διαδικασίας ως προς τις προδικαστικές παραπομπές (17,3 μήνες, έναντι 16,7 μηνών το 2021), ένδειξη ότι ολοένα και περιπλοκότερα ζητήματα τίθενται στην κρίση του Δικαστηρίου με τα προδικαστικά ερωτήματα των εθνικών δικαστηρίων.

Στις 31 Δεκεμβρίου 2022, ο αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν 1 111, δηλαδή ίδιος, με διαφορά μόλις δύο υποθέσεων, με τον αντίστοιχο στις 31 Δεκεμβρίου 2021 (1 113).

Ενόψει των στατιστικών αυτών στοιχείων και λαμβανομένου υπόψη ότι, από τον Ιούλιο του 2022, το Γενικό Δικαστήριο αριθμεί πλέον 54 δικαστές (δύο ανά κράτος μέλος) κατόπιν της ολοκλήρωσης της μεταρρύθμισης της δικαιοδοτικής δομής της Ένωσης, η οποία είχε αποφασιστεί το 2015, το Δικαστήριο απηύθυνε αίτημα στον νομοθέτη της Ένωσης για τροποποίηση του Οργανισμού του ως προς δύο σημεία. Στόχος είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να διατηρήσει την ικανότητά του να εκδίδει ποιοτικές αποφάσεις σε εύλογο χρόνο, αλλά και να επικεντρωθεί περισσότερο στην εκπλήρωση της βασικής του αποστολής καθώς, στην έννομη τάξη της Ένωσης, επιτελεί ρόλο συνταγματικού και ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνου.

Πρώτον, το αίτημα τροποποίησης αφορά τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων σε πέντε σαφώς οριοθετημένους τομείς οι οποίοι σπανίως εγείρουν ζητήματα αρχής, έχουν το πλεονέκτημα μιας στέρεης προγενέστερης νομολογίας του Δικαστηρίου και, επιπλέον, αντιπροσωπεύουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό υποθέσεων, έτσι ώστε η σχεδιαζόμενη μεταβίβαση να έχει πραγματικό αντίκτυπο στον φόρτο εργασίας του: πρόκειται ειδικότερα για το κοινό σύστημα ΦΠΑ, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τον τελωνειακό κώδικα και τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία, την αποζημίωση των επιβατών και την παροχή συνδρομής σε αυτούς, καθώς και, τέλος, το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

Πάντως το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και αν έχει αρμοδιότητα να εκδώσει προδικαστική απόφαση σε συγκεκριμένη υπόθεση, θα διατηρεί την ευχέρεια να την παραπέμψει στο Δικαστήριο, εφόσον εκτιμά ότι χρειάζεται να κριθεί ζήτημα αρχής το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο θα έχει εξάλλου τη δυνατότητα να προβεί, κατ’ εξαίρεση, σε επανεξέταση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον συντρέχει σοβαρός κίνδυνος υπονόμευσης της ενότητας ή της συνοχής του δικαίου της Ένωσης.

Δεύτερον, σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την άνοδο του αριθμού των αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου και προκειμένου να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής και να μπορέσει το Δικαστήριο να εστιάζει σε εκείνες τις αιτήσεις αναιρέσεως που εγείρουν σημαντικά νομικά ζητήματα, θεωρήθηκε σκόπιμο, με το αίτημα προς τον νομοθέτη για τροποποίηση του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να ζητηθεί επίσης η επέκταση της εφαρμογής του μηχανισμού προηγούμενης έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2019 (άρθρο 58α του Οργανισμού του Δικαστηρίου).

Η επέκταση αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου σε υποθέσεις σχετικές με αποφάσεις ανεξάρτητων τμημάτων προσφυγών ορισμένων ενωσιακών οργανισμών που δεν μνημονεύονταν αρχικώς στο άρθρο 58α του Οργανισμού του Δικαστηρίου όταν αυτό τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2019 (όπως, παραδείγματος χάριν, ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων).

Koen Lenaerts

Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

806 νέες υποθέσεις

546 σε προδικαστικές παραπομπές, μεταξύ των οποίων 5 PPU

Κράτη μέλη με τις περισσότερες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως:

Γερμανία 98

Ιταλία 63

Βουλγαρία 43

Ισπανία 41

Πολωνία 39

37 ευθείες προσφυγές, εκ των οποίων: 35 προσφυγές λόγω παραβάσεως και 2 προσφυγές λόγω «διπλής παραβάσεως»

209 αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού nΔικαστηρίου

6 αιτήσεις δικαστικής αρωγής

Όποιος διάδικος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά έξοδα μπορεί να ζητήσει να δικαστική αρωγή.

808 υποθέσεις περατώθηκαν

546 σε προδικαστικές παραπομπές, εκ των οποίων οι 7 PPUs

36 σε ευθείες προσφυγές, ενώ με 17 από τις σχετικές αποφάσεις διαπιστώθηκαν όντως παραβάσεις 12 κρατών μελών

196 σε αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, εκ των οποίων οι 38 έγιναν δεκτές

1 γνωμοδότηση

Μέση διάρκεια των διαδικασιών: 16.4 μήνες

Μέση διάρκεια στις επείγουσες προδικαστικές διαδικασίες: 4.5 μήνες

1 111 υποθέσεις εκκρεμείς στις 31 Δεκεμβρίου 2022

Αντικείμενο των υποθέσεων:

Κρατικές ενισχύσεις 58

Ανταγωνισμός 64

Θεσμικό δίκαιο 38

Περιβάλλον 46

Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης 132

Φορολογία 80

Κοινωνική πολιτική 73

Διανοητική ιδιοκτησία 33

Προστασία των καταναλωτών 77

Προσέγγιση των νομοθεσιών 89

Τα Μέλη του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο αποτελείται από 27 δικαστές και 11 γενικούς εισαγγελείς.

Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας των κυβερνήσεων των κρατών μελών, μετά από διαβούλευση με επιτροπή αρμόδια να γνωμοδοτεί σχετικά με την καταλληλότητα των προτεινόμενων υποψηφίων για τις εν λόγω θέσεις. Η θητεία τους είναι εξαετής, με δυνατότητα ανανέωσης.

Επιλέγονται προσωπικότητες που πρέπει να παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και να διαθέτουν τα προσόντα τα οποία απαιτούνται για τον διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα των αντίστοιχων χωρών τους ή να είναι νομικοί εγνωσμένου κύρους.

Οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία.

Οι δικαστές του Δικαστηρίου εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο. Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς διορίζουν επίσης Γραμματέα με εξαετή θητεία.

Έργο των γενικών εισαγγελέων στις υποθέσεις που τους ανατίθενται είναι να εκθέτουν, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, μια νομική γνώμη, τις λεγόμενες «προτάσεις». Οι προτάσεις αυτές δεν είναι δεσμευτικές, αλλά φωτίζουν καλύτερα και πληρέστερα το αντικείμενο της διαφοράς.

Το 2022, δεν υπήρξε κανένας διορισμός νέου Μέλους στο Δικαστήριο.

K. Lenaerts

Πρόεδρος

L. Bay Larsen

Αντιπρόεδρος

A. Arabadjiev

πρόεδρος του πρώτου τμήματος

A. Prechal

πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

K. Jürimäe

πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Κ. Λυκούργος

πρόεδρος του τετάρτου τμήματος

E. Regan

πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

M. Szpunar

Πρώτος γενικός εισαγγελέας

M. Safjan

πρόεδρος του ογδόου τμήματος

P. G. Xuereb

πρόεδρος του έκτου τμήματος

L. S. Rossi

πρόεδρος του ενάτου τμήματος

Δ. Γρατσίας

πρόεδρος του δεκάτου τμήματος

M. L. Arastey Sahún

πρόεδρος του εβδόμου τμήματος

J. Kokott

γενική εισαγγελέας

M. Ilešič

δικαστής

J.-C. Bonichot

δικαστής

T. von Danwitz

δικαστής

S. Rodin

δικαστής

F. Biltgen

δικαστής

M. Campos Sánchez-Bordona

γενικός εισαγγελέας

N. J. Cardoso da Silva Piçarra

δικαστής

G. Pitruzzella

γενικός εισαγγελέας

I. Jarukaitis

δικαστής

P. Pikamäe

γενικός εισαγγελέας

A. Kumin

δικαστής

N. Jääskinen

δικαστής

N. Wahl

δικαστής

J. Richard de la Tour

γενικός εισαγγελέας

Α. Ράντος

γενικός εισαγγελέας

I. Ziemele

δικαστής

J. Passer

δικαστής

A. M. Collins

γενικός εισαγγελέας

M. Gavalec

δικαστής

Ν. Αιμιλίου

γενικός εισαγγελέας

Z. Csehi

δικαστής

O. Spineanu-Matei

δικαστής

T. Ćapeta

γενική εισαγγελέας

L. Medina

γενική εισαγγελέας

A. Calot Escobar

Γραμματέας

Σειρά πρωτοκόλλου στις 07/10/2022

B | Το Γενικό Δικαστήριο το 2022

Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται κυρίως, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επί υποθέσεων στις οποίες ασκούνται ευθείες προσφυγές κατά πράξεων των θεσμικών ή των λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, είτε από φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιώτες, εταιρίες, ενώσεις κ.λπ.) όταν οι πράξεις αυτές τα αφορούν άμεσα και ατομικά είτε από τα κράτη μέλη, καθώς και επί υποθέσεων στις οποίες ασκούνται αγωγές με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από τα θεσμικά όργανα ή τους υπαλλήλους τους.

Μεγάλο μέρος των διαφορών που άγονται ενώπιόν του είναι οικονομικής φύσης: υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας (ενωσιακά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), ανταγωνισμού, κρατικών ενισχύσεων και χρηματοπιστωτικής εποπτείας.

Το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να αποφαίνεται επί υπαλληλικών υποθέσεων της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης.

Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως αποκλειστικώς επί νομικών ζητημάτων ενώπιον του Δικαστηρίου. Στις υποθέσεις που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διπλού ελέγχου (από ανεξάρτητο τμήμα προσφυγών και στη συνέχεια από το Γενικό Δικαστήριο), το Δικαστήριο εγκρίνει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως μόνον όταν η αίτηση εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

Η δραστηριότητα και η εξέλιξη της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου

Το έτος 2022 φέρει δυστυχώς το στίγμα της επιστροφής του πολέμου στην ήπειρό μας. Το τρομερό αυτό γεγονός θα πρέπει να λειτουργήσει ως στιγμή αφύπνισης και συνειδητοποίησης για όλους τους Ευρωπαίους. Η ειρήνη δεν είναι ποτέ δεδομένη και απαιτεί τη δέσμευση όλων. Το θεσμικό μας όργανο βρίσκεται στην καρδιά της συλλογικής αυτής δέσμευσης. Έργο του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου είναι να διασφαλίζουν την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στην Ένωση, οι συγκρούσεις δεν επιλύονται με απειλές και όπλα, αλλά με τον διάλογο και με νόμους. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο καλείται, ενίοτε υπό έντονη πίεση χρόνου, να ελέγξει τη νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνει η Ένωση κατά προσώπων ή οντοτήτων συνδεόμενων με τη στρατιωτική επιχείρηση την οποία ξεκίνησε και συνεχίζει η Ρωσική Ομοσπονδία από τον Φεβρουάριο του 2022 μέχρι σήμερα. Επί παραδείγματι, η απόφαση στην υπόθεση RT France κατά Συμβουλίου εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου μόλις πέντε μήνες μετά την άσκηση της προσφυγής. Ως τώρα έχουν εισαχθεί στο Γενικό Δικαστήριο περισσότερες από 70 υποθέσεις σχετικές με την ένοπλη σύγκρουση. Είναι δε προς τιμήν της Ένωσής μας ότι τέτοια μέτρα δεν χαρακτηρίζονται από αυθαιρεσία αλλά υπόκεινται σε έλεγχο από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές.

Περισσότερο από ποτέ πάντως, οι νεοεισερχόμενες υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αντικατοπτρίζουν τις μείζονες κοινωνικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η ήπειρός μας. Πέραν των περιοριστικών μέτρων, τα οποία άλλωστε δεν αφορούν μόνον την επίθεση στην Ουκρανία, υποβάλλονται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ζητήματα όπως η ρύθμιση, από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού, της συμπεριφοράς των ψηφιακών γιγάντων και η τήρηση των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως στους τομείς της φορολογίας, της ενέργειας και του περιβάλλοντος. Άλλες σημαντικές υποθέσεις άπτονται του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού δικαίου, της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, της κοινής εμπορικής πολιτικής και της ρύθμισης των ενεργειακών αγορών. Λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων νομοθετικών εξελίξεων και μιας διεθνούς συγκυρίας όπου οι εντάσεις διαρκώς αυξάνονται, δεν αποκλείεται να εντατικοποιηθεί και ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Επ’ αυτού δεν τρέφουμε αυταπάτες: το Γενικό Δικαστήριο έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής του. Και διαθέτει τους πόρους για να την εκπληρώσει με επιτυχία. Στη διάρκεια του περασμένου έτους υποδέχθηκε οκτώ νέα Μέλη και με την άφιξή τους ολοκληρώθηκε η μεταρρύθμιση η οποία είχε δρομολογηθεί με τον κανονισμό 2015/2422. Έγινε λοιπόν επιτέλους πραγματικότητα η αρχική πρόβλεψη και το Γενικό Δικαστήριο συγκροτείται πλέον από 54 δικαστές, δύο ανά κράτος μέλος. Επιπλέον, καθώς τον Σεπτέμβριο του 2022 ξεκίνησε η νέα τριετής περίοδος στον κύκλο της μερικής ανανέωσης της σύνθεσης του δικαιοδοτικού οργάνου, το Γενικό Δικαστήριο φρόντισε να εξετάσει πιο συστηματικά λύσεις και ποιοτική απονομή δικαιοσύνης με έκδοση αποφάσεων όσο το δυνατόν πιο κατανοητών για τον πολίτη και σε χρόνο που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του σήμερα.

Η δικαιοδοτική δομή της Ένωσης είναι απαραίτητο να προσαρμόζεται διαρκώς στις ανάγκες της εποχής μας. Με αυτό ακριβώς το πνεύμα, το Δικαστήριο υπέβαλε τον Νοέμβριο του 2022 αίτημα στον νομοθέτη για τον προσδιορισμό συγκεκριμένων τομέων στους οποίους θα μπορούσε να μεταβιβαστεί προς το Γενικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων επί των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια (άρθρο 256 ΣΛΕΕ). Το Γενικό Δικαστήριο δηλώνει έτοιμο να στηρίξει το Δικαστήριο στην προσπάθειά του να αντεπεξέλθει στον αυξανόμενο φόρτο εργασίας του. Έχοντας εμπλακεί ενεργά στις διεργασίες οι οποίες οδήγησαν στην ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας, το Γενικό Δικαστήριο προετοιμάζεται ήδη για την υλοποίησή της.

Marc van der Woude

Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου

904 νέες υποθέσεις

858 υποθέσεις περατώθηκαν

760 σε ευθείες προσφυγές, με την εξής θεματική κατανομή:

1 474 υποθέσεις εκκρεμείς στις 31 Δεκεμβρίου 2022

Αντικείμενο των υποθέσεων

Νομολογιακές εξελίξεις

Στο Γενικό Δικαστήριο, όπως και αλλού στον κόσμο, η επικαιρότητα με τις γρήγορες εναλλαγές της αφήνει το στίγμα της. Ενώ το δικαιοδοτικό όργανο χαρτογραφούσε ακόμη νομολογιακά τις ανεξερεύνητες περιοχές στις οποίες το οδήγησαν οι διαφορές που ανέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας Covid-19, όπως μαρτυρεί η απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Roos κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑710/21, T‑722/21 και T‑723/21), όπου το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε για πρώτη φορά τη νομιμότητα ορισμένων περιορισμών τους οποίους επέβαλαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προκειμένου να προστατεύσουν την υγεία του προσωπικού τους, δημιουργήθηκε μια νέα εστία ένδικων διαφορών λόγω της στρατιωτικής επίθεσης που εξαπέλυσε η Ρωσική Ομοσπονδία κατά της Ουκρανίας στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Σε αυτήν τη συγκυρία εντάσσεται η απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου (T‑125/22), η πρώτη η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ταχείας διαδικασίας για να κριθεί άμεσα η νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων που έλαβε το Συμβούλιο απαγορεύοντας τη μετάδοση προγράμματος ραδιοτηλεοπτικού σταθμού.

Όσο πλούσια και αν είναι πάντως η επικαιρότητα, δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις πολυάριθμες εξελίξεις που σημειώθηκαν σε πιο κλασικά πεδία της νομολογιακής δραστηριότητας του Γενικού Δικαστηρίου.

Ενδεικτικά, στον τομέα των υποθέσεων με θεσμικές προεκτάσεις, ξεχωρίζει η απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2022, Verelst κατά Συμβουλίου (T‑647/20), που αφορούσε τη νομιμότητα της εκτελεστικής αποφάσεως 2020/1117 για τον διορισμό των Ευρωπαίων Εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία εκδόθηκε βάσει του κανονισμού 2017/1939 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κατόπιν της εξέτασης του ζητήματος, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο είχε ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση και τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων που είχαν προταθεί από κάθε κράτος μέλος για τη θέση Ευρωπαίου Εισαγγελέα, προσθέτοντας ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επιλογή και ο διορισμός του επιτυχόντος υποψηφίου δεν είχαν γίνει καθ’ υπέρβαση των ορίων της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως. Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, και πιο συγκεκριμένα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2022, Leonardo κατά Frontex (T‑849/19), τέθηκε το ζήτημα του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά προκήρυξης διαγωνισμού και των παραρτημάτων της από επιχείρηση η οποία δεν είχε μετάσχει στον σχετικό διαγωνισμό. Το πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο εκδίκασε την υπόθεση έκρινε ότι επιχείρηση που αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της σε διαγωνισμό κατέστη αδύνατη λόγω των όρων της συγγραφής υποχρεώσεων μπορεί να δικαιολογήσει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προκήρυξης. Τέλος, στον τομέα του ανταγωνισμού, χρήζει ιδιαίτερης μνείας η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2022, Illumina κατά Επιτροπής (T‑227/21), όπου το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε για πρώτη φορά επί της εφαρμογής του μηχανισμού παραπομπής του άρθρου 22 του κανονισμού 139/2004 για τις συγκεντρώσεις στην περίπτωση μιας πράξεως η οποία δεν ήταν μεν απαραίτητο να κοινοποιηθεί με βάση τα ισχύοντα στο κράτος που ζήτησε την παραπομπή, πλην όμως αφορούσε την εξαγορά μιας επιχείρησης της οποίας η σημασία για τον ανταγωνισμό δεν αντικατοπτριζόταν στον κύκλο εργασιών της. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε κατ’ αρχήν ότι η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι είναι αρμόδια σε μια τέτοια περίπτωση.

Σάββας Σ. Παπασάββας

Αντιπρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου

Τα Μέλη του Γενικού Δικαστηρίου

Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από πενήντα τέσσερις δικαστές, δύο από κάθε κράτος μέλος.

Οι δικαστές επιλέγονται μεταξύ προσώπων που παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και διαθέτουν τα προσόντα τα οποία απαιτούνται για την άσκηση υψηλών δικαιοδοτικών καθηκόντων. Διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών, μετά από διαβούλευση με επιτροπή αρμόδια να γνωμοδοτεί σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων. Η θητεία τους είναι εξαετής, με δυνατότητα ανανέωσης. Εκλέγουν μεταξύ τους, ανά τρία έτη, τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου. Διορίζουν επίσης Γραμματέα με εξαετή θητεία.

Οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία.

Τον Ιανουάριο του 2022, ανέλαβαν καθήκοντα ως δικαστές στο Γενικό Δικαστήριο ο Ιωάννης Δημητρακόπουλος (Ελλάδα), ο Damjan Kukovec (Σλοβενία) και η Suzanne Kingston (Ιρλανδία).

Τον Ιούλιο του 2022, ανέλαβαν καθήκοντα ως δικαστές στο Γενικό Δικαστήριο ο Tihamér Tóth (Ουγγαρία) και η Beatrix Ricziová (Σλοβακία).

Τον Σεπτέμβριο του 2022, ανέλαβαν καθήκοντα ως δικαστές στο Γενικό Δικαστήριο η Elisabeth Tichy-Fisslberger (Αυστρία), ο Γουλιέλμος Βαλασίδης (Ελλάδα) και ο Steven Verschuur (Κάτω Χώρες).

M. van der Woude

Πρόεδρος

Σ. Σ. Παπασάββας

Αντιπρόεδρος

D. Spielmann

πρόεδρος του πρώτου τμήματος

Α. Μαρκουλλή

πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

F. Schalin

πρόεδρος του τρίτου τμήματος

R. da Silva Passos

πρόεδρος του τετάρτου τμήματος

J. Svenningsen

πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

M. J. Costeira

πρόεδρος του έκτου τμήματος

K. Kowalik-Bańczyk

πρόεδρος του εβδόμου τμήματος

A. Kornezov

πρόεδρος του ογδόου τμήματος

L. Truchot

πρόεδρος του ενάτου τμήματος

O. Porchia

πρόεδρος του δεκάτου τμήματος

M. Jaeger

δικαστής

S. Frimodt Nielsen

δικαστής

H. Kanninen

δικαστής

J. Schwarcz

δικαστής

M. Kancheva

δικαστής

E. Buttigieg

δικαστής

V. Tomljenović

δικαστής

S. Gervasoni

δικαστής

L. Madise

δικαστής

V. Valančius

δικαστής

N. Półtorak

δικαστής

I. Reine

δικαστής

P. Nihoul

δικαστής

U. Öberg

δικαστής

C. Mac Eochaidh

δικαστής

G. De Baere

δικαστής

R. Frendo

δικαστής

T. R. Pynnä

δικαστής

J. C. Laitenberger

δικαστής

R. Mastroianni

δικαστής

J. Martín y Pérez de Nanclares

δικαστής

G. Hesse

δικαστής

M. Sampol Pucurull

δικαστής

M. Stancu

δικαστής

P. Škvařilová-Pelzl

δικαστής

I. Nõmm

δικαστής

G. Steinfatt

δικαστής

R. Norkus

δικαστής

T. Perišin

δικαστής

D. Petrlík

δικαστής

M. Brkan

δικαστής

P. Zilgalvis

δικαστής

K. Kecsmár

δικαστής

I. Gâlea

δικαστής

Ι. Δημητρακόπουλος

δικαστής

D. Kukovec

δικαστής

S. Kingston

δικαστής

T. Tóth

δικαστής

B. Ricziová

δικαστής

E. Tichy- Fisslberger

δικαστής

Γ. Βαλασίδης

δικαστής

S. Verschuur

δικαστής

E. Coulon

Γραμματέας

Σειρά πρωτοκόλλου στις 19/09/2022

Γ | Η νομολογία το 2022

Focus

Έγκυρος ο κανονισμός ο οποίος εξαρτά την καταβολή ευρωπαϊκών κονδυλίων από την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου

Αποφάσεις Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου και Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2022 (C‑156/21 και C‑157/21)

Το κράτος δικαίου

Πρόκειται για μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και περιλαμβάνει:

  • την αρχή της νομιμότητας, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη διαφανούς, υπεύθυνης, δημοκρατικής και πλουραλιστικής νομοθετικής διαδικασίας·
  • την αρχή της ασφάλειας δικαίου·
  • την απαγόρευση αυθαίρετης άσκησης εκτελεστικής εξουσίας·
  • την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαιοδοτικό όργανο)·
  • την αρχή της διάκρισης των εξουσιών·
  • την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ισότητας ενώπιον του νόμου.

Η Ένωση έχει καθιερώσει ένα νέο καθεστώς αιρεσιμότητας, προκειμένου να προστατεύσει τον προϋπολογισμό της και τα δημοσιονομικά της συμφέροντα από παραβιάσεις του κράτους δικαίου, το οποίο καταλέγεται στις θεμελιώδεις αξίες της.

Το καθεστώς αυτό θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και ανάγει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις αρχές του κράτους δικαίου σε προϋπόθεση για τη λήψη χρηματοδότησης από τον ενωσιακό προϋπολογισμό. Βάσει του ως άνω κανονισμού, το Συμβούλιο μπορεί, κατά το πέρας σχετικής έρευνας την οποία έχει κινήσει και διεξαγάγει η Επιτροπή, να λάβει μέτρα –όπως η αναστολή πληρωμών ή η επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεωνγια να προστατεύσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τα δημοσιονομικά της συμφέροντα όταν απειλούνται από τέτοιες παραβιάσεις.

Η Ουγγαρία και η Πολωνία προσέβαλαν τον κανονισμό ενώπιον του Δικαστηρίου. Λόγω της εξαιρετικής σημασίας τους, οι υποθέσεις εκδικάστηκαν από την ολομέλεια του Δικαστηρίου.

Στις 16 Φεβρουαρίου 2022, το Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Ένωση βασίζεται σε κοινές για τα κράτη μέλη αξίες, μεταξύ των οποίων και το κράτος δικαίου. Οι προαναφερθείσες κοινές αξίες καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης και όλα τα κράτη μέλη οφείλουν, όταν προσχωρούν στην Ένωση, να τις αποδεχθούν και να τις συμμερίζονται. Ο σεβασμός των αρχών του κράτους δικαίου συνιστά, επομένως, υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία πηγάζει ευθέως από τη συμμετοχή τους στην Ένωση. Αποτελεί προϋπόθεση για να μπορούν τα κράτη μέλη να απολαύουν όλων των άλλων δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών.

Τα δημοσιονομικά συμφέροντα της Ένωσης ενδέχεται να πλήττονται σοβαρά από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση παρά μόνον εάν οι δημόσιες αρχές ενεργούν σύμφωνα με τον νόμο, εάν οι παραβάσεις του νόμου διώκονται αποτελεσματικά και εάν οι αυθαίρετες ή παράνομες αποφάσεις των δημοσίων αρχών υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαιοδοτικό όργανο. Συνεπώς, επιβάλλεται η Ένωση να έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δημοσιονομικά της συμφέροντα, ιδίως μέσω της λήψης μέτρων προστασίας του προϋπολογισμού της. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το καθεστώς το οποίο θεσπίστηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό εμπίπτει εννοιολογικά στο πεδίο των δημοσιονομικών κανόνων που διέπουν ιδίως την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης [άρθρο 322 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)]. Κατά συνέπεια, ορθώς η έκδοση του κανονισμού στηρίχθηκε σε αυτήν τη νομική βάση.

Το Δικαστήριο εξήγησε επίσης, απαντώντας σε ορισμένα από τα επιχειρήματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, ότι ο μηχανισμός αιρεσιμότητας δεν καταστρατηγεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Οι δύο διαδικασίες επιδιώκουν διαφορετικό σκοπό και έχουν άλλο αντικείμενο η καθεμία. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 7 ΣΕΕ παρέχει ένα μέσο για την αντιμετώπιση κάθε σοβαρής και επίμονης παραβίασης οποιασδήποτε από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης ή κάθε σαφούς κινδύνου τέτοιας παραβίασης, ενώ ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου και μόνον εφόσον συντρέχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι οι παραβιάσεις αυτές έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο.

Το Δικαστήριο απέρριψε και το επιχείρημα ότι οι αρχές του κράτους δικαίου δεν έχουν συγκεκριμένο υλικό περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης. Έκρινε αντιθέτως ότι οι αρχές αυτές έχουν αναπτυχθεί εκτενώς στη νομολογία του και έχουν, συνακόλουθα, αποκρυσταλλωθεί στην έννομη τάξη της Ένωσης. Ανάγονται στις κοινές αξίες τις οποίες αναγνωρίζουν και εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στις δικές τους έννομες τάξεις. Συνεπώς, τα κράτη μέλη είναι σε θέση να προσδιορίσουν με επαρκή ακρίβεια το ουσιώδες περιεχόμενο καθεμίας από τις αρχές του κράτους δικαίου, όπως και τις απαιτήσεις που απορρέουν από αυτές.

Τέλος, η εφαρμογή του μηχανισμού αιρεσιμότητας προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής σύνδεσης μεταξύ της παραβίασης μίας εκ των αρχών του κράτους δικαίου και της προσβολής ή της σοβαρής απειλής προσβολής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης της Ένωσης. Ο δε μηχανισμός μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εάν η Επιτροπή τηρεί ορισμένες αυστηρές διαδικαστικές απαιτήσεις. Επομένως, δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ότι οι εξουσίες οι οποίες απονέμονται συναφώς στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο είναι υπερβολικά ευρείες. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πληροί τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Το άρθρο 7 ΣΕΕ

Η διάταξη αυτή περιγράφει τη διαδικασία δυνάμει της οποίας μπορούν να ανασταλούν σε ένα κράτος μέλος ορισμένα δικαιώματα που αντλούνται από την εφαρμογή των Συνθηκών, σε περίπτωση σοβαρής και επίμονης παραβίασης των κοινών αξιώντων κρατών μελών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 ΣΕΕ, όπου μνημονεύεται ρητώς και το κράτος δικαίου. Η Ουγγαρία και η Πολωνία ισχυρίστηκαν ότι ο κανονισμός για την «αιρεσιμότητα» είναι παράνομος, στον βαθμό που, θεσπίζοντας μια παράλληλη διαδικασία, διευκολύνει την παράκαμψη των σαφώς οριοθετημένων προϋποθέσεων τις οποίες προβλέπει το άρθρο 7 ΣΕΕ ως προς την επιβολή κυρώσεων σε κράτος μέλος.

Ο σεβασμός του κράτους δικαίου έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολλών αποφάσεων του Δικαστηρίου, όπως:

  • η απόφαση Associação Sindical dos Juízes Portugueses (Ανεξαρτησία των δικαστών – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση) της 27ης Φεβρουαρίου 2018 (C‑64/16
  • η απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών – Περιορισμός του δικαιώματος και της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως) της 15ης Ιουλίου 2021 (C‑791/19
  • η απόφαση Repubblika (Ανεξαρτησία των δικαστών κράτους μέλους – Διαδικασία διορισμού – Εξουσία του Πρωθυπουργού – Συμμετοχή επιτροπής δικαστικών διορισμών) της 20ής Απριλίου 2021 (C‑896/19).

Η αρχή της ασφάλειας δικαίου

Η εν λόγω αρχή επιβάλλει να είναι οι μεν κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς, η δε εφαρμογή τους προβλέψιμη για κάθε ενδιαφερόμενο, ιδίως όταν ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες. Άρα από τη νομοθεσία πρέπει να προκύπτουν χωρίς περιθώριο αμφιβολίας τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων, ώστε αυτοί να λαμβάνουν ανάλογα τα μέτρα τους και να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους.

Focus

Απόφαση Deutsche Umwelthilfe (Έγκριση μηχανοκίνητων οχημάτων) της 8ης Νοεμβρίου 2022 (C‑873/19)

Για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, ο ενωσιακός κανονισμός για την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων απαγορεύει τη χρήση συσκευών (επονομαζόμενων και «συστήματα αναστολής») που επηρεάζουν τον μηχανισμό ελέγχου των εκπομπών ρύπων με σκοπό τη μείωση της αποτελεσματικότητάς του. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή, εκ των οποίων η μία αφορά την περίπτωση όπου «η ανάγκη χρήσης των συστημάτων αιτιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος».

Η Deutsche Umwelthilfe, γερμανική ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος, θεώρησε ότι η γερμανική ομοσπονδιακή υπηρεσία η οποία είναι αρμόδια για την κυκλοφορία μηχανοκίνητων οχημάτων παραβίασε την ως άνω απαγόρευση δίνοντας, για ορισμένα οχήματα μάρκας Volkswagen, άδεια χρήσης λογισμικού που μείωνε την ανακυκλοφορία ρυπογόνων αερίων, ιδίως οξειδίων του αζώτου (NOx). Χάρη στο συγκεκριμένο λογισμικό, το οποίο είναι γνωστό και ως «θερμοκρασιακό παράθυρο», ο καθαρισμός των καυσαερίων προσαρμοζόταν ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία. Αποτέλεσμα της εγκατάστασης του λογισμικού αυτού ήταν ότι η ανακυκλοφορία των ρυπογόνων αερίων λειτουργούσε πλήρως μόνον εάν η εξωτερική θερμοκρασία υπερέβαινε τους 15°C. Όμως η μέση ετήσια θερμοκρασία στη Γερμανία, για το 2018, ήταν 10,4°C.

Η Deutsche Umwelthilfe προσέβαλε ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου την απόφαση αδειοδότησης. Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποσαφηνίσει δύο ζητήματα.

1. Το γερμανικό δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά το εθνικό του δίκαιο, δεν υφίστατο δυνατότητα της Deutsche Umwelthilfe να προσβάλει άδεια που χορηγήθηκε από την ομοσπονδιακή υπηρεσία διότι ο ευρωπαϊκός κανονισμός τον οποίο επικαλέστηκε η ένωση δεν αποσκοπεί στην προστασία μεμονωμένων πολιτών. Το γερμανικό δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν κάτι τέτοιο συμβιβαζόταν με τη Σύμβαση του Aarhus και με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Aarhus, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη, μια ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία έχει ικανότητα διαδίκου, δεν πρέπει να στερείται της δυνατότητας να προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να τους ζητήσει να ελέγξουν την τήρηση ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον. Τέτοια ένωση θα πρέπει, συνεπώς, να είναι σε θέση να προσβάλει δικαστικώς την απόφαση για τη χορήγηση άδειας χρήσης συστημάτων αναστολής.

2. Το γερμανικό δικαστήριο διερωτήθηκε επίσης αν η «ανάγκη» χρήσης «θερμοκρασιακού παραθύρου», η οποία δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση την εγκατάστασή του για την προστασία του κινητήρα ή για την ασφαλή λειτουργία του, πρέπει να αξιολογείται λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογίας που υπήρχε κατά την ημερομηνία χορήγησης της άδειας ή αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες περιστάσεις.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η χρήση συστήματος αναστολής, όπως «θερμοκρασιακού παραθύρου», μπορεί να δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • η συσκευή πρέπει να ανταποκρίνεται αυστηρά στην ανάγκη αποφυγής άμεσου ενδεχομένου πρόκλησης ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα λόγω δυσλειτουργίας κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων,
  • οι ζημίες αυτές πρέπει να είναι τόσο σοβαρές που να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος, και
  • κατά τον χρόνο χορήγησης άδειας για τη συσκευή ή για το όχημα το οποίο είναι εξοπλισμένο με αυτήν, πρέπει να μην υφίσταται καμία τεχνική λύση που να καθιστά δυνατή την αποφυγή των ανωτέρω κινδύνων.

Τέλος, ακόμη και αν αποδεικνύεται ότι συντρέχει τέτοια ανάγκη, το σύστημα αναστολής πρέπει, ούτως ή άλλως, να απαγορευθεί εφόσον ο σχεδιασμός του έχει ως αποτέλεσμα να είναι, υπό κανονικές συνθήκες κυκλοφορίας, η λειτουργία του ενεργοποιημένη κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαίρεση θα εφαρμοζόταν συχνότερα από την απαγόρευση, όπερ θα έθιγε δυσανάλογα την ίδια την αρχή του περιορισμού των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx).

Το Δικαστήριο αποφαίνεται τακτικά επί υποθέσεων που αφορούν το περιβάλλον. Η πιο πρόσφατη σχετική νομολογία περιλαμβάνει:

  • την απόφαση Ville de Paris κ.λπ. (Έγκριση οχημάτων – Τιμές των εκπομπών οξειδίων του αζώτου – Διαδικασία δοκιμής των εκπομπών υπό πραγματικές συνθήκες οδήγησης) της 13ης Ιανουαρίου 2022 (C‑177/19 P κ.λπ.
  • την απόφαση GSMB Invest, Volkswagen καθώς και Porsche Inter Auto και Volkswagen (Οχήματα ντίζελ – Εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx) – Απαγορευμένα συστήματα αναστολής – «Θερμοκρασιακό παράθυρο») της 14ης Ιουλίου 2022 (C‑128/20 κ.λπ.
  • την απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οριακές τιμές – NO2) της 22ας Δεκεμβρίου 2022 (C‑125/20
  • την απόφαση Ministre de la Transition écologique and Premier ministre (Ευθύνη του Δημοσίου για την ατμοσφαιρική ρύπανση) της 22ας Δεκεμβρίου 2022 (C‑61/21).

Focus

Το δικαίωμα στη λήθη αντιμέτωπο με το δικαίωμα στην πληροφόρηση

Απόφαση Google (Διαγραφή συνδέσμων προς περιεχόμενο φερόμενο ως ανακριβές) της 8ης Δεκεμβρίου 2022 (C‑460/20)

Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων (ΓΚΠΔ)

Ο ΓΚΠΔ, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2018, προσφέρει στους πολίτες μεγαλύτερο έλεγχο των προσωπικών τους δεδομένων και προάγει την υπεύθυνη συμπεριφορά των φορέων που τα έχουν στην κατοχή τους.

Μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον ΓΚΠΔ είναι:

  • το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων·
  • το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα τα οποία κατέχει κάποιος φορέας·
  • το δικαίωμα να ζητηθεί και να εξασφαλιστεί η διόρθωση ανακριβών ή ελλιπών δεδομένων·
  • το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων που έχουν υποστεί παράνομη επεξεργασία ή δεν είναι πλέον απαραίτητα για τους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί η επεξεργασία (γνωστότερο ως «δικαίωμα στη λήθη»)·
  • το δικαίωμα φορητότητας των δεδομένων (ανάκτησης των δεδομένων που έχουν παρασχεθεί σε υπεύθυνο επεξεργασίας).

Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ρυθμίζεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Δεδομένων.

Το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι όμως απόλυτο. Πρέπει να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Μεταξύ των άλλων αυτών θεμελιωδών δικαιωμάτων καταλέγεται και το δικαίωμα στην ελεύθερη πληροφόρηση.

Στην απόφαση Google, η οποία εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2022, το Δικαστήριο υπενθύμισε τη σημασία αυτής της στάθμισης και την εφάρμοσε απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας σχετικό με το δικαίωμα στη λήθη.

Η διαφορά αφορούσε δύο διευθυντικά στελέχη ομίλου επενδυτικών εταιριών τα οποία ζήτησαν από την Google να διαγράψει ορισμένα αποτελέσματα που προέκυπταν από διαδικτυακές αναζητήσεις με βάση το ονοματεπώνυμό τους. Αυτά περιελάμβαναν συνδέσμους προς άρθρα του Τύπου τα οποία παρουσίαζαν με επικριτικό τρόπο το επενδυτικό μοντέλο του συγκεκριμένου ομίλου. Τα δύο διευθυντικά στελέχη υποστήριζαν ότι τα άρθρα περιείχαν ανακριβείς ισχυρισμούς. Επιπλέον, ζήτησαν να αφαιρεθούν από τον κατάλογο των αποτελεσμάτων φωτογραφίες τους οι οποίες εμφανίζονταν υπό τη μορφή thumbnails χωρίς αναφορά σε κανένα άλλο στοιχείο του πλαισίου της δημοσίευσής τους.

Η Google αρνήθηκε να δώσει συνέχεια στα αιτήματα διαγραφής, επικαλούμενη ότι τα άρθρα και οι φωτογραφίες εντάσσονταν σε επαγγελματικό πλαίσιο και ισχυριζόμενη ότι δεν γνώριζε αν οι πληροφορίες στα άρθρα ήταν ακριβείς ή όχι.

Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί επί της διαφοράς, ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Δεδομένων υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα ο ΓΚΠΔ προβλέπει ρητώς ότι το δικαίωμα στη λήθη αποκλείεται όταν η επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της πληροφόρησης.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων υπερισχύει, κατά κανόνα, του νόμιμου συμφέροντος των χρηστών του διαδικτύου να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία. Η εξισορρόπηση όμως αυτή μπορεί να εξαρτάται από τη φύση της πληροφορίας και από το πόσο ευαίσθητη είναι για την ιδιωτική ζωή του ενδιαφερομένου. Εξαρτάται επίσης από το συμφέρον του κοινού να έχει την πληροφορία στη διάθεσή του. Το συμφέρον αυτό ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με τον ρόλο που διαδραματίζει ο ενδιαφερόμενος στον δημόσιο βίο.

Εντούτοις, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν ένα (μη αμελητέο) μέρος των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο προς το οποίο γίνεται παραπομπή αποδεικνύονται ανακριβείς.

Όταν υποβάλλεται αίτημα διαγραφής συνδέσμων, ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης υπέχει ορισμένες υποχρεώσεις:

  • Οφείλει να ελέγξει κατά πόσον το περιεχόμενο μπορεί να εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αποτελεσμάτων των αναζητήσεων που πραγματοποιούνται μέσω της μηχανής της οποίας έχει την εκμετάλλευση. Αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του αιτήματος διαγραφής, ο φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης οφείλει να κάνει δεκτό το αίτημα.
  • Αν δεν προκύπτει προδήλως η ανακρίβεια των πληροφοριών, δεν απαιτείται η διαγραφή τους. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει πάντως να παρέχεται στον αιτούντα η δυνατότητα να αποταθεί στην εποπτική αρχή προστασίας των δεδομένων ή στη δικαστική αρχή, ζητώντας να διενεργήσουν τους αναγκαίους ελέγχους και να επιβάλουν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, στον φορέα εκμετάλλευσης τα κατάλληλα μέτρα.
  • O φορέας οφείλει επίσης να προειδοποιήσει τους χρήστες του διαδικτύου ότι έχει κινηθεί διαδικασία, διοικητική ή δικαστική, αναφορικά με τον φερόμενο ως ανακριβή χαρακτήρα του περιεχομένου.
  • Οφείλει ακόμη να βεβαιωθεί ότι η εμφάνιση φωτογραφιών υπό τη μορφή thumbnails είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος των δυνητικώς ενδιαφερόμενων χρηστών του διαδικτύου στην ελευθερία της πληροφόρησης. Τούτο διότι η ανάρτηση φωτογραφιών ενός προσώπου συνιστά πράγματι ιδιαιτέρως σημαντική επέμβαση στην ιδιωτική του ζωή. Το γεγονός ότι η πρόσβαση στην πληροφορία συμβάλλει σε συζήτηση δημοσίου συμφέροντος αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη στάθμιση με τα υπόλοιπα θεμελιώδη δικαιώματα.

Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η πιο πρόσφατη νομολογία σχετικά με την εξέλιξη των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας περιλαμβάνει:

  • την απόφαση Facebook Ireland και Schrems της 16ης Ιουλίου 2020, για το επίπεδο προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται σε περίπτωση μεταφοράς προσωπικών δεδομένων προς τρίτη χώρα (C‑311/18
  • την απόφαση La Quadrature du Net κ.λπ. της 6ης Οκτωβρίου 2020, για την απαγόρευση εθνικής νομοθεσίας η οποία επιβάλλει γενικευμένη υποχρέωση να διαβιβάζονται ή να διατηρούνται όλα αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης και θέσης (C‑511/18 κ.λπ.
  • την απόφαση Prokuratuur της 2ας Μαρτίου 2021, για την πρόσβαση των δημοσίων αρχών σε δεδομένα κίνησης ή θέσης στο πλαίσιο της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας (C‑746/18
  • την απόφαση Facebook Ireland κ.λπ. της 15ης Ιουνίου 2021, για τις εξουσίες των εθνικών εποπτικών αρχών (C‑645/19
  • την απόφαση Vyriausioji tarnybinės etikos komisija της 1ης Αυγούστου 2022, για τη διαφάνεια των δηλώσεων ιδιωτικών συμφερόντων φυσικών προσώπων που απασχολούνται ως υπάλληλοι ή στελέχη στη δημόσια διοίκηση (C‑184/20).

Focus

Πόλεμος στην Ουκρανία: απαγόρευση σε φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης να μεταδίδουν το ραδιοτηλεοπτικό τους πρόγραμμα και ελευθερία έκφρασης

Απόφαση RT France κατά Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2022 (T‑125/22)

Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

Εν αναμονή της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής, το RT France ζήτησε από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2022 να αναστείλει αμέσως τα αποτελέσματα της αποφάσεως με την οποία το Συμβούλιο απαγόρευσε τις ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες. Η αίτηση αυτή, η οποία υποβλήθηκε με την επονομαζόμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απορρίφθηκε στις 30 Μαρτίου. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος έκρινε ότι το RT France δεν είχε αποδείξει ότι η απαγόρευση του προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία. Επομένως, δεν συνέτρεχε ιδιαιτέρως επείγουσα κατάσταση που να δικαιολογεί την αναστολή πριν από την οριστική εκδίκαση της υποθέσεως.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ρωσική Ομοσπονδία εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασε σε αυτή την παραβίαση του διεθνούς δικαίου, μεταξύ άλλων με την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσική Ομοσπονδία. Την 1η Μαρτίου 2022, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγόρευσε τις ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες ορισμένων μέσων ενημέρωσης εντός της Ένωσης ή προς την Ένωση, με στόχο την αντιμετώπιση της ρωσικής προπαγάνδας.

Η απαγόρευση κάλυπτε και τις δραστηριότητες του RT France, ενός τηλεοπτικού καναλιού χρηματοδοτούμενου από τον ρωσικό κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 8 Μαρτίου 2022, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου.

Λόγω της σπουδαιότητας και του επείγοντος χαρακτήρα της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε να επιληφθεί το τμήμα μείζονος συνθέσεως (15 δικαστές) και εφάρμοσε αυτεπαγγέλτως, για πρώτη φορά, την ταχεία διαδικασία, χάρη στην οποία κατέστη δυνατή η έκδοση της αποφάσεώς του σε λιγότερο από πέντε μήνες.

Με την απόφαση της 27ης Ιουλίου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της. Η κρίση του στηρίχθηκε σε τρία βασικά στοιχεία:

  • Το Συμβούλιο διαθέτει ευρύ περιθώριο ευελιξίας όταν αποφασίζει ποια περιοριστικά μέτρα θα επιβάλει στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Μπορεί να απαγορεύσει προσωρινά τη μετάδοση περιεχομένου από ορισμένα μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από τον ρωσικό κρατικό προϋπολογισμό, εάν πρόκειται για μέσα τα οποία υποστηρίζουν τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας. Η ομοιόμορφη εφαρμογή μιας τέτοιας απαγόρευσης επιτυγχάνεται καλύτερα σε ενωσιακό παρά σε εθνικό επίπεδο.
  • Επίσης, η απαγόρευση μετάδοσης, η οποία αποφασίστηκε χωρίς να προηγηθεί ακρόαση του RT France, δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Λόγω της έκτακτης και εξαιρετικά επείγουσας συγκυρίας κατόπιν της εκδήλωσης πολεμικής σύγκρουσης στα σύνορα της Ένωσης, έπρεπε να υπάρξει τάχιστη αντίδραση. Η άμεση εφαρμογή των μέτρων απαγόρευσης των δραστηριοτήτων ενός φερεφώνου της προπαγάνδας υπέρ της στρατιωτικής επίθεσης ήταν απαραίτητη προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς τους.
  • Η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα από τα βασικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας. Καλύπτει δε όχι μόνον τις ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Τούτο απορρέει από τις απαιτήσεις της πολυφωνίας, της ανεκτικότητας και της δεκτικότητας, χωρίς τις οποίες δεν νοείται δημοκρατική κοινωνία.

Μπορεί όμως ενίοτε να αποβαίνει αναγκαία, και στις δημοκρατικές κοινωνίες, η απαγόρευση μορφών έκφρασης που προωθούν, δικαιολογούν ή υποκινούν το μίσος λειτουργώντας με βάση τη μισαλλοδοξία εν είδει απολογητών της χρήσης βίας.

Το μέτρο απαγόρευσης το οποίο ελήφθη κατά του RT France επιδιώκει αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Στόχος είναι η προστασία της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας στην Ένωση, οι οποίες απειλούνται από τη συστηματική προπαγανδιστική εκστρατεία της Ρωσίας, καθώς και η άσκηση πίεσης στις ρωσικές αρχές για τον τερματισμό της στρατιωτικής επίθεσης. Το μέτρο συνάδει επίσης με την αρχή της αναλογικότητας διότι είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Πράγματι, προκύπτει με επαρκή βεβαιότητα από συγκεκριμένες, ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις ότι το RT France υποστήριζε ενεργά την αποσταθεροποιητική και επιθετική πολιτική της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία οδήγησε τελικά σε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε το RT France δεν συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι προέβαινε σε μια συνολικά ισορροπημένη διαχείριση και παρουσίαση των πληροφοριών σχετικά με τον συνεχιζόμενο πόλεμο, σύμφωνη με τις αρχές «δεοντολογίας» των ραδιοτηλεοπτικών μέσων.

Περιοριστικά μέτρα ή κυρώσεις

Πρόκειται για μέσα τα οποία έχει στη διάθεσή της η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της προώθησης των στόχων της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της. Τέτοιοι στόχοι είναι, μεταξύ άλλων, η διαφύλαξη των αξιών της Ένωσης, των θεμελιωδών συμφερόντων της και της ασφάλειάς της, η εδραίωση και η προάσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του διεθνούς δικαίου, η διατήρηση της ειρήνης καθώς και η πρόληψη των συγκρούσεων και η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας.

Περιοριστικά μέτρα μπορούν να ληφθούν κατά κυβερνήσεων τρίτων χωρών ή μη κρατικών οντοτήτων (όπως είναι οι εταιρίες), όπως και κατά ατόμων (όπως είναι τα μέλη τρομοκρατικών ομάδων). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα μέτρα στοχεύουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα και συνίστανται σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευση ταξιδιών εντός της Ένωσης.

Το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται πολλών υποθέσεων που αφορούν περιοριστικά μέτρα και σχετίζονται, παραδείγματος χάριν, με ενέργειες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή με την κατάσταση στη Συρία, τη Λευκορωσία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Focus

Πρόστιμο-ρεκόρ 4,125 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Google λόγω των περιορισμών τους οποίους επέβαλλε στους κατασκευαστές κινητών συσκευών Android

Απόφαση Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Android) της 14ης Σεπτεμβρίου 2022 (T‑604/18)

Η Google είναι εταιρία τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών η οποία ειδικεύεται σε προϊόντα και υπηρεσίες που σχετίζονται με το διαδίκτυο. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της προέρχεται από τη «ναυαρχίδα» της, τη μηχανή αναζήτησης Google Search. Το εμπορικό της μοντέλο βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ, αφενός, ενός αριθμού προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται ως επί το πλείστον δωρεάν στους χρήστες και, αφετέρου, των διαδικτυακών διαφημιστικών υπηρεσιών για τις οποίες χρησιμοποιούνται δεδομένα που συλλέγονται από αυτούς τους χρήστες. Η Google παρέχει επίσης το λειτουργικό σύστημα Android, το οποίο ήταν εγκατεστημένο στο 80 % περίπου των έξυπνων κινητών συσκευών στην Ευρώπη τον Ιούλιο του 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η Επιτροπή κίνησε, κατόπιν καταγγελιών που της υποβλήθηκαν, διαδικασία κατά της Google το 2015. Η διαδικασία αυτή οδήγησε το 2018 στην επιβολή προστίμου ύψους 4,343 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Google επειδή είχε επιβάλει παράνομους περιορισμούς στους κατασκευαστές κινητών συσκευών Android και στους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Ειδικότερα, οι κατασκευαστές κινητών συσκευών εξαναγκάζονταν:

  • να προεγκαθιστούν την Google Search και το Chrome, προκειμένου να μπορούν να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας του Play Store·
  • να μην πωλούν συσκευές εξοπλισμένες με εκδόσεις Android μη εγκεκριμένες από την Google·
  • να μην προεγκαθιστούν ανταγωνιστικές υπηρεσίες αναζήτησης, προκειμένου να μπορούν να λάβουν μερίδιο από τα διαφημιστικά έσοδα της Google.

Κατά την Επιτροπή, σκοπός των περιορισμών αυτών ήταν να εδραιωθεί η δεσπόζουσα θέση της μηχανής αναζήτησης της Google και να παγιωθούν τα έσοδα της εταιρίας από τις διαφημίσεις που συνδέονται με τις αναζητήσεις στη μηχανή της.

Τι είναι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης;

Δεσπόζουσα θέση θεωρείται ότι υπάρχει όταν μια επιχείρηση κατέχει τέτοια οικονομική ισχύ που της δίνει την ευχέρεια να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά και να διαμορφώνει τη συμπεριφορά της χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της, τους προμηθευτές της και τον τελικό καταναλωτή.

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση να την καταχρώνται για να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, λόγου χάριν χρεώνοντας καταχρηστικές τιμές, συνάπτοντας αποκλειστικές συμφωνίες πωλήσεων ή πριμοδοτώντας τους πιστούς πελάτες με σκοπό να στρέψουν τους προμηθευτές μακριά από τους ανταγωνιστές τους.

Το συγκεκριμένο πρόστιμο είναι το μεγαλύτερο που έχει επιβληθεί ποτέ από αρχή ανταγωνισμού στην Ευρώπη. Η Google άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.

Στην υπόθεση Google και Alphabet, η δικογραφία αριθμούσε περισσότερες από 100 000 σελίδες. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρέστησαν 72 δικηγόροι εκπροσωπώντας 13 διαδίκους (την προσφεύγουσα, από κοινού Google και Alphabet· την καθής, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή· 11 παρεμβαίνοντες υπέρ είτε της προσφεύγουσας είτε της καθής). Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διήρκεσε πέντε ημέρες.

Εν τέλει, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, εκδόθηκε η απόφαση Google και Alphabet κατά Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε σε μεγάλο βαθμό την απόφαση της Επιτροπής και απέρριψε κατά βάση την προσφυγή. Έκρινε όμως ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς ότι ορισμένες συμπεριφορές της Google ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό καθώς και ότι δεν έπρεπε να έχει αρνηθεί στην Google τη δυνατότητα ακροάσεως ώστε να μπορέσει να παρουσιάσει τα επιχειρήματά της επί του σημείου αυτού. Κατόπιν της δικής του εκτίμησης επί του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μείωσε σε 4,125 δισεκατομμύρια ευρώ το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Google.

Το Γενικό Δικαστήριο ελέγχει τα πραγματικά περιστατικά και την ορθή εφαρμογή του δικαίου

Στον τομέα του ανταγωνισμού, οι φάκελοι στις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι συχνά τεράστιοι σε μέγεθος και εξαιρετικά περίπλοκοι ως προς τα ζητήματα που θίγονται. Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό: συνεπώς, δεν εξετάζει μόνον αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το δίκαιο, αλλά και την επάρκεια της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών. Οι φάκελοι μπορεί να περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία και λεπτομερείς οικονομικές μελέτες προς τεκμηρίωση ή αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων που φέρεται να έχει η συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά.

Απόφαση Qualcomm κατά Επιτροπής της 15ης Ιουνίου 2022 (T‑235/18)

Σε μια άλλη υπόθεση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό της την απόφαση της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο ύψους περίπου 1 δισεκατομμυρίου ευρώ στην Qualcomm για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά των chipsets LTE (ηλεκτρονικά εξαρτήματα για τον εξοπλισμό smartphones και tablets). Κατά την Επιτροπή, η κατάχρηση χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη συμφωνιών που προέβλεπαν χρηματικά κίνητρα, ώστε να αναγκάζεται η Apple να προμηθεύεται τα chipsets LTE κατ’ αποκλειστικότητα από την Qualcomm. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα δικαιώματα άμυνας της Qualcomm είχαν προσβληθεί λόγω μιας σειράς διαδικαστικών παρατυπιών, όπως η μη καταγραφή ορισμένων συνομιλιών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας. Το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε εξάλλου ότι η Επιτροπή, κατά την ανάλυση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επιπτώσεων των συμφωνιών, δεν έλαβε υπόψη όλες τις κρίσιμες πραγματικές περιστάσεις, όπως το γεγονός ότι δεν υφίστατο για την Apple εναλλακτική τεχνική λύση.

Μια αναδρομή στις σημαντικότερες αποφάσεις της χρονιάς

Περιβάλλον



Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το περιβάλλον
Δείτε το βίντεο στο YouTube


Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει αυστηρούς κανόνες προς αντιμετώπιση σημαντικών προκλήσεων όπως είναι η υποβάθμιση της πανίδας και της χλωρίδας, η μόλυνση του αέρα, του εδάφους και των υδάτων καθώς και η χρήση επικίνδυνων ουσιών. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται ο καθορισμός οριακών τιμών εκπομπής ρυπογόνων, πρωτίστως στους αστικούς οικισμούς.

  • Η Επιτροπή κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Ιταλίας και ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το κράτος μέλος αθέτησε τις υποχρεώσεις του λόγω συστηματικής και διαρκούς παράλειψης τήρησης των ετήσιων οριακών τιμών εκπομπής διοξειδίου του αζώτου (NO2) σε διάφορες ζώνες, και πιο συγκεκριμένα στις πόλεις του Τορίνου, του Μιλάνου, του Μπέργκαμο, της Μπρέσια, της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Ρώμης και της Κατάνια. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Ιταλία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2008/50, επειδή δεν μερίμνησε ώστε να αποτραπεί η συστηματική και διαρκής υπέρβαση των ετήσιων οριακών τιμών για το διοξείδιο του αζώτου. Η Ιταλία παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις της διότι δεν έλαβε, από τις 11 Ιουνίου 2010, μέτρα –όπως καλύτερα προσαρμοσμένα σχέδια για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα ή ειδικά πρόσθετα μέτρα για την προστασία ευαίσθητων ομάδων πληθυσμού– για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές NO2 στις επίμαχες ζώνες.
    Απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (οριακές τιμές NO2) της 12ης Μαΐου 2022 (C‑573/19)

  • Το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Prestige στα ανοικτά των ακτών της Γαλικίας (Ισπανία) τον Νοέμβριο του 2002 προκάλεσε τη δημιουργία μιας μεγάλης πετρελαιοκηλίδας που έπληξε τις ισπανικές και τις γαλλικές ακτές. Πρόκειται για τη χειρότερη οικολογική καταστροφή στην ιστορία της Ισπανίας. Στο πλαίσιο υποθέσεως σχετικής με ζημίες που προξενήθηκαν από την πετρελαιοκηλίδα λόγω του ναυαγίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση βρετανικού δικαστηρίου με την οποία επιβεβαιωνόταν το περιεχόμενο διαιτητικής αποφάσεως εκδοθείσας κατόπιν διαιτητικής διαδικασίας που είχε κινηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να εμποδίσει την αναγνώριση αποφάσεως ισπανικού δικαστηρίου με την οποία ο ασφαλιστής υποχρεώθηκε να αποκαταστήσει τις ζημίες αυτές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια διαιτητική απόφαση δεν κωλύει την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων από άλλα κράτη μέλη παρά μόνον αν θα ήταν δυνατόν να έχει εκδοθεί με το ίδιο περιεχόμενο δικαστική απόφαση που να πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού 44/2001. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η βρετανική απόφαση μπορούσε να αποτελέσει λόγο μη αναγνώρισης της αποφάσεως που εκδόθηκε στην Ισπανία κατόπιν ευθείας αγωγής την οποία άσκησε το θύμα κατά του ασφαλιστή, με αίτημα την ανόρθωση της ζημίας που υπέστη.
    Απόφαση London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association της 20ής Ιουνίου 2022 (C‑700/20)

Η Διεύθυνση Έρευνας και Τεκμηρίωσης προσφέρει στους επαγγελματίες του νομικού κλάδου, στο πλαίσιο της Συλλογής των συνόψεων, τα «Θεματικά δελτία» και το «Μηνιαίο δελτίο νομολογίας» του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

Ενέργεια

Σε μια διεθνή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή εξάρτηση της ευρωπαϊκής ηπείρου έναντι του υπόλοιπου κόσμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση εγγυάται τον ενεργειακό εφοδιασμό και την ενεργειακή ασφάλεια στο έδαφός της. Συμβάλλει στην απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς ενέργειας και στη συγκράτηση των τιμών, ιδίως του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, διασφαλίζει τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων των κρατών μελών. Πέραν τούτου, η Ένωση προάγει την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Επειδή οι επενδύσεις των κρατών μελών είναι ικανές να υπονομεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας, τα σχετικά εθνικά μέτρα υπόκεινται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει κατά πόσον συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης.

  • Η Αυστρία προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία εγκρίθηκε η επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ουγγαρία σε κρατική επιχείρηση για την εκμετάλλευση δύο πυρηνικών αντιδραστήρων υπό κατασκευή στις εγκαταστάσεις του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής της Paks. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα της Αυστρίας, η οποία ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η ενίσχυση προκαλούσε δυσανάλογες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και άνιση μεταχείριση που οδήγησαν στον αποκλεισμό των παραγωγών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Αποφάνθηκε ότι η ανάλυση της Επιτροπής ήταν ορθή και πλήρης και ότι προέκυπτε όντως από αυτήν ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση συμβιβαζόταν με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η ηλεκτρική ενέργεια που θα παραγόταν από τους νέους αντιδραστήρες θα είναι διαθέσιμη στη χονδρική αγορά για όλους τους παράγοντες της αγοράς και με την απαιτούμενη διαφάνεια. Επομένως, δεν υπήρχε κίνδυνος να μονοπωλείται, μέσω της σύναψης μακροχρόνιων συμβάσεων, η ηλεκτρική ενέργεια που θα παρήγε η εταιρία Paks II, δεδομένου ότι τέτοιου είδους συμβάσεις διακυβεύουν τη ρευστότητα της αγοράς.
    Απόφαση Αυστρία κατά Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2022 (T‑101/18)

  • Το 2015, ο διαχειριστής του ουγγρικού συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου (FGSZ) ξεκίνησε ένα έργο περιφερειακής συνεργασίας με σκοπό την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας διά της εισαγωγής φυσικού αερίου από τη Μαύρη Θάλασσα στο δίκτυο. Το σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας του δικτύου, συγκεκριμένα μεταξύ της Ουγγαρίας και της Αυστρίας. Το 2018, η αυστριακή ρυθμιστική αρχή ενέκρινε την πρόταση του διαχειριστή του αυστριακού συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου (GCA) σχετικά με τη συγκεκριμένη συνιστώσα του έργου, ενώ η αντίστοιχη ουγγρική αρχή (MEKH), κατόπιν πρότασης του FGSZ, εξέδωσε αντίθετη απόφαση. Τον Αύγουστο του 2019, ελλείψει συντονισμένης απόφασης μεταξύ των αρμόδιων εθνικών ρυθμιστικών αρχών, ανέλαβε ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), ως αρμόδιος για το θέμα, και ενέκρινε τη συνιστώσα του έργου όπως προτάθηκε από τον GCA. Το Γενικό Δικαστήριο, εκδικάζοντας δύο προσφυγές, της MEKH και του FGSZ, κατά της αποφάσεως του ACER, έκρινε ανεφάρμοστες τις διατάξεις του κανονισμού 2017/459 οι οποίες ρύθμιζαν τη διαδικασία δημιουργίας επαυξημένης δυναμικότητας για τη μεταφορά φυσικού αερίου. Αυτό σήμαινε ότι ο ACER δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει την απόφαση έγκρισης και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωσε.
    Απόφαση MEKH και FGSZ κατά ACER της 16ης Μαρτίου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑684/19 και T‑704/19)

Καταναλωτές



Τι έχει κάνει για μένα το Δικαστήριο;
Δείτε το βίντεο στο YouTube
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Προστατεύοντας τα δικαιώματα των καταναλωτών της Ένωσης
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Η υγεία, η ευημερία και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των καταναλωτών καταλέγονται στις θεμελιώδεις αξίες βάσει των οποίων χαράσσονται οι πολιτικές της Ένωσης. Το Δικαστήριο ελέγχει την εφαρμογή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, προκειμένου να διαφυλάσσονται η υγεία, η ασφάλεια και τα οικονομικά και νομικά τους συμφέροντα όπου και αν διαμένουν ή ταξιδεύουν και από όπου και αν πραγματοποιούν τις αγορές τους στο εσωτερικό της Ένωσης.

  • Κατά το δίκαιο της Ένωσης, ο καταναλωτής ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με έμπορο μέσω διαδικτύου ή τηλεφώνου έχει κατ’ αρχήν 14 ημέρες για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του. Ωστόσο, το δικαίωμα υπαναχώρησης αποκλείεται για πολιτιστικές ή αθλητικές εκδηλώσεις, προκειμένου να προστατεύονται οι διοργανωτές από τον κίνδυνο αδιάθετων εισιτηρίων. Το Δικαστήριο αποσαφήνισε ότι ο αποκλεισμός αυτός ισχύει και στην περίπτωση διαδικτυακής αγοράς εισιτηρίων συναυλίας από πάροχο υπηρεσιών έκδοσης και διάθεσης εισιτηρίων, όταν ο οικονομικός κίνδυνος βαρύνει τον διοργανωτή της συναυλίας.
    Απόφαση CTS Eventim της 31ης Μαρτίου 2022 (C‑96/21)

  • Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένας μη ενωσιακός αερομεταφορέας (εν προκειμένω, η United Airlines) που δεν έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς με τους επιβάτες αλλά εκτέλεσε την πτήση μπορεί να υποχρεούται σε αποζημίωση έναντι των επιβατών σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Ειδικότερα, ο αερομεταφορέας ο οποίος, στο πλαίσιο δραστηριότητας μεταφοράς επιβατών, λαμβάνει την απόφαση να πραγματοποιήσει συγκεκριμένη πτήση είναι ο πραγματικός αερομεταφορέας. Συνεπώς, θεωρείται ότι ενεργεί για λογαριασμό του συμβαλλόμενου μεταφορέα (Lufthansa). Το Δικαστήριο υπογράμμισε πάντως ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας (United Airlines), ο οποίος οφείλει να αποζημιώσει τον επιβάτη, διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί κατά οποιουδήποτε, και τρίτων, για να ζητήσει αποκατάσταση της δικής του ζημίας σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
    Απόφαση United Airlines της 7ης Απριλίου 2022 (C‑561/20)

  • Ύστερα από καθυστέρηση άνω των τριών ωρών που είχε η πτήση τους από τη Νέα Υόρκη με προορισμό τη Βουδαπέστη, κάποιοι επιβάτες αποτάθηκαν στην ουγγρική αρχή η οποία είναι αρμόδια για την εφαρμογή του κανονισμού που ρυθμίζει τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, αξιώνοντας από τον αερομεταφορέα LOT την καταβολή της αποζημίωσης την οποία προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Η αρμόδια αρχή διαπίστωσε, με απόφασή της, ότι συνέτρεχε πράγματι παράβαση του κανονισμού και κάλεσε τη LOT να καταβάλει αποζημίωση 600 ευρώ σε κάθε ενδιαφερόμενο επιβάτη. Η LOT προσέβαλε την ως άνω απόφαση ενώπιον ουγγρικού δικαστηρίου. Το εθνικό δικαστήριο απευθύνθηκε με προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο ερωτώντας αν η αρμόδια αρχή μπορούσε να υποχρεώσει τον αερομεταφορά σε καταβολή αποζημίωσης ή αν η εξουσία αυτή επιφυλασσόταν μόνο σε εθνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του κανονισμού μπορεί, κατόπιν ατομικών καταγγελιών, να υποχρεώσει αερομεταφορέα να αποζημιώσει τους επιβάτες, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο κράτος μέλος της έχει αναθέσει τέτοια αρμοδιότητα.
    Απόφαση LOT (Υποχρέωση αποζημίωσης επιβληθείσα από τη διοικητική αρχή) της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 (C‑597/20)

  • Με αφορμή αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε λιθουανικό δικαστήριο, το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τα προϊόντα τα οποία, επειδή μπορούν να παραπλανήσουν με την εμφάνισή τους, θέτουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών. Η υπόθεση αυτή αφορούσε αφρίζουσες βόμβες μπανιέρας οι οποίες είχαν την όψη τροφίμου και εγκυμονούσαν κίνδυνο δηλητηρίασης για τους καταναλωτές, ιδίως για τα παιδιά. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να περιορίσουν τη διανομή καλλυντικών προϊόντων που μπορούν, λόγω της εμφάνισής τους, να εκληφθούν ως τρόφιμα και, ως εκ τούτου, συνεπάγονται κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Επισήμανε ότι το συμφέρον για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών μπορεί να υπερισχύει του δικαιώματος εμπορίας ορισμένων καλλυντικών προϊόντων.
    Απόφαση Get Fresh Cosmetics της 2ας Ιουνίου 2022 (C‑122/21)

Ίση μεταχείριση



Το Δικαστήριο της EE: εξασφαλίζοντας ίση μεταχείριση και προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιερώνει την αρχή ότι όλα τα άτομα είναι ίσα ενώπιον του νόμου ως άνθρωποι, εργαζόμενοι, πολίτες ή διάδικοι. Ειδικότερα, η οδηγία 2000/78 θέτει ένα γενικό πλαίσιο προς εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης σε θέματα απασχόλησης και εργασίας, απαγορεύοντας κάθε διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί πολλών υποθέσεων σχετικών με περιπτώσεις πιθανής άμεσης ή έμμεσης διάκρισης και απέδωσε, όπως πάντοτε, ιδιαίτερη σημασία στη σχέση αναλογικότητας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ, αφενός, του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν οι επίμαχοι κανόνες και, αφετέρου, της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

  • Σε μια άλλη υπόθεση, ισπανικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ερωτώντας αν οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης των οικιακών βοηθών συμβιβάζονταν με την ενωσιακή οδηγία για την ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Το ειδικό ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το οποίο ίσχυε στον τομέα της οικιακής βοήθειας δεν περιελάμβανε προστασία από την ανεργία. Επισημαίνοντας ότι κυρίως οι γυναίκες απασχολούνται ως οικιακές βοηθοί, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία απαγορεύει τον προαναφερθέντα ασφαλιστικό αποκλεισμό, ο οποίος συνεπάγεται ιδίως για τις γυναίκες εργαζόμενες μειονεκτική μεταχείρισή τους έναντι των ανδρών εργαζομένων και συνιστά, εξ αυτού του λόγου, έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν δικαιολογούνταν από παράγοντες αντικειμενικούς και άσχετους με οποιαδήποτε διάκριση βάσει του συγκεκριμένου κριτηρίου.
    Απόφαση TGSS (Προστασία των οικιακών βοηθών από την ανεργία) της 24ης Φεβρουαρίου 2022 (C‑389/20)

  • Κατόπιν προδικαστικής παραπομπής από πορτογαλικό δικαστήριο, εξετάστηκε από το Δικαστήριο το ζήτημα αν η εθνική νομοθεσία σχετικά με τον υπολογισμό της αποζημίωσης για τις ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας άδειας ήταν σύμφωνη με την ενωσιακή οδηγία η οποία ρυθμίζει την εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης και του αντίστοιχου επιδόματος αδείας που προβλεπόταν στο ειδικό καθεστώς για τους προσωρινώς απασχολούμενους σε έμμεσο εργοδότη συνεπαγόταν μειονεκτική μεταχείρισή τους από απόψεως τόσο του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όσο και του ποσού του επιδόματος αδείας που δικαιούνταν. Η εν λόγω αποζημίωση πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με εκείνη την οποία θα λάμβαναν οι εργαζόμενοι αυτοί αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη και καταλάμβαναν την ίδια θέση για το ίδιο χρονικό διάστημα.
    Απόφαση Luso Temp της 12ης Μαΐου 2022 (C‑426/20)

  • Το γαλλόφωνο εργατοδικείο Βρυξελλών ζήτησε, με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι όροι «θρησκεία ή πεποιθήσεις» στην οδηγία για την ίση μεταχείριση σε θέματα απασχόλησης και εργασίας πρέπει να ερμηνευθούν ως δύο όψεις του ίδιου προστατευόμενου κριτηρίου ή, αντιθέτως, ως δύο χωριστά κριτήρια. Στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως, το Δικαστήριο κλήθηκε επίσης να απαντήσει στο ερώτημα αν η απαγόρευση της χρήσης μαντήλας δυνάμει του εσωτερικού κανονισμού μιας εταιρίας συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω θρησκείας. Η διαφορά ανέκυψε επειδή η αυθόρμητη υποψηφιότητα της L.F., μιας νεαρής μουσουλμάνας, για πρακτική άσκηση σε εταιρία δεν ελήφθη υπόψη διότι η ίδια, στη διάρκεια προφορικής συνέντευξης για τη θέση, δήλωσε ότι δεν θα ήταν διατεθειμένη να αφαιρέσει τη μαντήλα της όπως επέτασσε η πολιτική ουδετερότητας την οποία καθιέρωνε ο εσωτερικός κανονισμός της εταιρίας.
    Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η θρησκεία και οι πεποιθήσεις (όπως, λόγου χάριν, οι φιλοσοφικές ή πνευματικές) συγκροτούν έναν ενιαίο λόγο διάκρισης. Πάντως, εσωτερικός κανονισμός εταιρίας ο οποίος απαγορεύει την ορατή χρήση θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή πνευματικών συμβόλων δεν εισάγει άμεση δυσμενή διάκριση εφόσον εφαρμόζεται γενικώς και χωρίς διαφοροποιήσεις σε όλους τους εργαζομένους. Μπορεί όμως να εμπεριέχει έμμεση δυσμενή διάκριση, αν αποδειχθεί ότι η επιβαλλόμενη υποχρέωση, καίτοι φαινομενικά ουδέτερη, συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων. Η έμμεση αυτή διάκριση ενδέχεται παρά ταύτα να δικαιολογείται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από θεμιτό σκοπό. Όταν εκτιμά την ύπαρξη τυχόν δικαιολογητικού λόγου, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να προσδώσει, στο πλαίσιο της στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων, μεγαλύτερη σημασία στη θρησκευτική ελευθερία και στην ελευθερία των πεποιθήσεων απ’ ό,τι, παραδείγματος χάριν, στην επιχειρηματική ελευθερία, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο απορρέει από το εσωτερικό του δίκαιο.
    Απόφαση S.C.R.L. (Θρησκευτική αμφίεση) της 13ης Οκτωβρίου 2022 (C‑344/20)

  • Σε μιαν άλλη υπόθεση, ιταλικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν παραβιαζόταν το δίκαιο της Ένωσης, και δη η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, λόγω του ηλικιακού ορίου των 30 ετών το οποίο έθετε η εθνική νομοθεσία ως ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ηλικίας για τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την πρόσληψη αστυνομικών διοικητών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε μεν ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός ισοδυναμεί με διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, πλην όμως υπογράμμισε ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν ο περιορισμός δικαιολογείται από ουσιώδεις και καθοριστικές επαγγελματικές ανάγκες, όπως η απαίτηση ιδιαίτερων σωματικών ικανοτήτων συνδεόμενων με τα καθήκοντα που καλείται να εκπληρώσει ένας αστυνομικός διοικητής. Ομοίως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να βεβαιωθεί ότι ο ίδιος περιορισμός εξυπηρετεί την επίτευξη θεμιτού σκοπού και ότι είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, διερευνώντας μεταξύ άλλων αν η προβλεπόμενη από τον διαγωνισμό προκριματική δοκιμασία φυσικής κατάστασης αποτελεί πρόσφορο και λιγότερο περιοριστικό μέτρο.
    Απόφαση Ministero dell’Interno (Όριο ηλικίας για την πρόσληψη αστυνομικών διοικητών) της 17ης Νοεμβρίου 2022 (C‑304/21)

  • Η Α. εξελέγη πρόεδρος μιας οργάνωσης εργαζομένων το 1993. Αν και επρόκειτο για πολιτική θέση, στηριζόμενη στην εμπιστοσύνη, είχε εντούτοις και ορισμένα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε θέση εργασίας: η Α. εργαζόταν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και λάμβανε μηνιαία αμοιβή, ενώ ίσχυε στην περίπτωσή της ο νόμος περί αδειών μετ’ αποδοχών. Η Α. επανεκλεγόταν κάθε τέσσερα χρόνια και διετέλεσε πρόεδρος της οργάνωσης μέχρι το 2011, οπότε, έχοντας φθάσει σε ηλικία 63 ετών, υπερέβη πια το προβλεπόμενο όριο και απώλεσε το δικαίωμα να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το ίδιο έτος. Το δανικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου άσκησε αγωγή το Ligebehandlingsnævnet (Συμβούλιο ίσης μεταχείρισης) ενεργώντας για λογαριασμό της Α. κατά των HK/Danmark και HK/Privat απευθύνθηκε με προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο ζητώντας να αποσαφηνιστεί αν η οδηγία για την ίση μεταχείριση σε θέματα απασχόλησης και εργασίας είχε εφαρμογή εν προκειμένω. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εμπίπτει όντως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας το όριο ηλικίας για την εκλογιμότητα στη θέση του προέδρου μιας οργάνωσης εργαζομένων, το οποίο καθορίζεται στο καταστατικό της. Ειδικότερα, ούτε η πολιτική φύση της θέσης ούτε ο τρόπος κάλυψής της (εκλογή) ασκούν επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας στο πλαίσιο αυτό.
    Απόφαση HK/Danmark και HK/Privat της 2ας Ιουνίου 2022 (C‑587/20)

Οικογένεια

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει κανόνες για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, έτσι ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι οικογένειές τους να μην εμποδίζονται να ασκούν τα δικαιώματά τους είτε επειδή ζουν σε διαφορετικά κράτη μέλη της Ένωσης είτε επειδή, στη διάρκεια της ζωής τους, έχουν αλλάξει τόπο διαμονής πηγαίνοντας από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Στο ίδιο πνεύμα, ο κανονισμός «Βρυξέλλες ΙΙα» ρυθμίζει τη δικαστική συνεργασία εντός της Ένωσης σε γαμικές διαφορές και σε υποθέσεις γονικής μέριμνας.

  • Σε προδικαστική υπόθεση η οποία αφορούσε τη μεταφορά της κατοικίας παιδιού από τη Σουηδία στη Ρωσία, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δικαστήριο κράτους μέλους δεν διατηρεί τη δικαιοδοσία του σε θέματα επιμέλειας παιδιού βάσει του κανονισμού «Βρυξέλλες ΙΙα», σε περίπτωση που η συνήθης διαμονή του παιδιού έχει μεταφερθεί νομίμως, κατά τη διάρκεια της δίκης, στο έδαφος τρίτου κράτους, το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Χάγης του 1996.
    Απόφαση CC (Μεταφορά της συνήθους διαμονής του παιδιού σε τρίτο κράτος) της 14ης Ιουλίου 2022 (C‑572/21)

  • Οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν σε πολίτη της Ένωσης που δεν έχει τη γερμανική ιθαγένεια τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων κατά τους πρώτους τρεις μήνες μετά την εγκατάστασή της στη Γερμανία. Η άρνηση βασιζόταν στο γεγονός ότι η ενδιαφερομένη δεν είχε εισοδήματα στη Γερμανία. Δεδομένου ότι δεν ισχύει η ίδια απαίτηση για τους Γερμανούς υπηκόους που επιστρέφουν από διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, η πολίτης της Ένωσης προσέβαλε τη σχετική απορριπτική απόφαση ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, το οποίο απευθύνθηκε με προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση συνιστά δυσμενή διάκριση που απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο τόνισε ότι από την ενωσιακή νομοθεσία προκύπτει ότι, σε αντίθεση προς την περίπτωση όπου υφίσταται συνήθης διαμονή στο οικείο κράτος μέλος (όπως εν προκειμένω), μια προσωρινή μόνο διαμονή εκεί δεν θα αρκούσε προς επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
    Απόφαση Familienkasse Niedersachsen-Bremen της 1ης Αυγούστου 2022 (C‑411/20)

  • Τον Ιανουάριο του 2019, η Αυστρία έθεσε σε εφαρμογή έναν μηχανισμό προσαρμογής για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού των οικογενειακών επιδομάτων και διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων που χορηγούσε σε εργαζομένους των οποίων τα τέκνα είχαν μόνιμη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος. Η προσαρμογή γινόταν είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω ανάλογα με το γενικό επίπεδο τιμών στο αντίστοιχο κράτος μέλος. Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, ο μηχανισμός προσαρμογής και η επακόλουθη διαφορετική μεταχείριση, κυρίως των διακινούμενων εργαζομένων σε σχέση με τους ημεδαπούς, αντέβαιναν στο δίκαιο της Ένωσης. Κατόπιν τούτου, ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Αυστρίας. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο μηχανισμός προσαρμογής, στο πλαίσιο του οποίου λαμβανόταν υπόψη το κράτος διαμονής των τέκνων των εργαζομένων, ήταν αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης, στον βαθμό που ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη έμμεση διάκριση λόγω της ιθαγένειας των διακινούμενων εργαζομένων.
    Απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας της 16ης Ιουνίου 2022 (C‑328/20)

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα



To Δικαστήριο και ο ψηφιακός κόσμος
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει μια σειρά ρυθμίσεων που συγκροτούν ένα στέρεο και συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως του τρόπου και των όλων περιστάσεων της συλλογής, της διατήρησης, της επεξεργασίας και της μεταφοράς τους. Ασκώντας τον έλεγχό του, το Δικαστήριο βεβαιώνεται ότι η επεξεργασία και η διατήρηση των προσωπικών δεδομένων, όταν λαμβάνουν χώρα, περιορίζονται στο αυστηρώς αναγκαίο και δεν θίγουν δυσανάλογα το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

  • Η Proximus, πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στο Βέλγιο, δημοσιεύει επίσης καταλόγους που περιέχουν το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου των συνδρομητών διάφορων παρόχων τηλεφωνικών υπηρεσιών διαθέσιμων στο κοινό. Αυτά τα στοιχεία επικοινωνίας κοινοποιούνται στην Proximus από τους φορείς εκμετάλλευσης, εκτός εάν ο συνδρομητής έχει εκφράσει την επιθυμία να μη συμπεριληφθεί στους καταλόγους. Στο πλαίσιο αιτήσεως ανάκλησης της συγκατάθεσης ενός συνδρομητή, βελγικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ζητώντας να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις της Proximus ως υπευθύνου επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Κατά το Δικαστήριο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να θέτει σε εφαρμογή κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ώστε να ενημερώνονται οι άλλοι υπεύθυνοι επεξεργασίας για την ανάκληση της συγκατάθεσης του ενδιαφερομένου. Ως άλλοι υπεύθυνοι επεξεργασίας νοούνται εκείνοι που του παρείχαν τα δεδομένα αυτά ή εκείνοι στους οποίους τα διαβίβασε ο ίδιος. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται επίσης να λαμβάνει εύλογα μέτρα για να ενημερώνει τους φορείς εκμετάλλευσης διαδικτυακών μηχανών αναζήτησης σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως διαγραφής από το υποκείμενο των δεδομένων.
    Απόφαση Proximus (Δημόσιοι ηλεκτρονικοί κατάλογοι) της 27ης Οκτωβρίου 2022 (C‑129/21)

  • Το Δικαστήριο κλήθηκε εκ νέου να αποφανθεί επί της δυνατότητας του Κράτους να επιβάλει στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν γενικώς και αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης και θέσης των χρηστών. Επισήμανε ότι, ακόμη και αν, όπως προέβλεπε ένας γερμανικός νόμος, τα δεδομένα κίνησης διατηρούνται μόνο για δέκα εβδομάδες και τα δεδομένα θέσης μόνο για τέσσερις εβδομάδες, ο σημαντικός όγκος των συλλεγόμενων δεδομένων καθιστά και πάλι δυνατή τη δημιουργία ενός πλήρους προφίλ των υποκειμένων των δεδομένων. Αυτή η σοβαρή επέμβαση στην ιδιωτική ζωή μπορεί να επιτραπεί μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής και ενεστώσας απειλής για την εθνική ασφάλεια, όπως παραδείγματος χάριν τρομοκρατικής απειλής. Ελλείψει τέτοιας απειλής, οι αρχές ασφαλείας έχουν στη διάθεσή τους άλλα μέτρα για την καταπολέμηση του εγκλήματος, όπως η γενικευμένη διατήρηση όλων αδιακρίτως των διευθύνσεων IP (δηλαδή του αριθμού αναγνώρισης που αποδίδεται σε κάθε συσκευή συνδεδεμένη στο διαδίκτυο), η στοχευμένη διατήρηση και η κατεπείγουσα διατήρηση (το λεγόμενο «quick freeze», απόρροια διαταγής για προσωρινή διατήρηση δεδομένων τα οποία βρίσκονται υπό επεξεργασία και αποθηκεύονται).
    Απόφαση SpaceNet κ.λπ. της 20ής Σεπτεμβρίου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19)

  • Η Ligue des droits humains (LDH) είναι ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και, τον Ιούλιο του 2017, προσέφυγε ενώπιον του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, με τον οποίο μεταφέρθηκαν ταυτόχρονα στη βελγική έννομη τάξη, πρώτον, η οδηγία PNR (σχετικά με τη χρήση των δεδομένων από τις καταστάσεις ονομάτων επιβατών), δεύτερον, η οδηγία API (σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα δεδομένα των επιβατών) και, τρίτον, η οδηγία 2010/65 (σχετικά με τις διατυπώσεις που εφαρμόζονται για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/ και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών). Κατά την LDH, ο νόμος αυτός προσέβαλλε το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο στο βελγικό όσο και στο ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων απαιτεί να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο οι εξουσίες που προβλέπονται από την οδηγία PNR. Έκρινε ότι εφόσον κράτος μέλος δεν αντιμετωπίζει τρομοκρατική απειλή πραγματική και ενεστώσα, ή τουλάχιστον προβλέψιμη, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει εθνική νομοθεσία που προβλέπει τη μεταφορά και την επεξεργασία των δεδομένων PNR για ενδοενωσιακές πτήσεις και μεταφορές με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης.
    Απόφαση Ligue des droits humains της 21ης Ιουνίου 2022 (C‑817/19)

  • Το γαλλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ζητώντας διευκρινίσεις ως προς τη σχέση μεταξύ των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της οδηγίας και του κανονισμού για την κατάχρηση αγοράς. Τα επίδικα εθνικά νομοθετικά μέτρα υποχρέωναν τους φορείς εκμετάλλευσης υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν, για προληπτικούς λόγους, όλα γενικώς και αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης για ένα έτος από την ημερομηνία καταγραφής τους. Στόχος των μέτρων αυτών ήταν να συμβάλουν στην καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς, όπως η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να διατηρούνται γενικώς και αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης και θέσης με σκοπό την καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς και, ιδίως, της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών. Τα μέτρα που προβλέπουν τέτοια διατήρηση υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου και δεν δικαιολογούνται σε μια δημοκρατική κοινωνία.
    Απόφαση VD και SR της 20ής Σεπτεμβρίου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑339/20 και C‑397/20)

Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

Τέσσερις είναι οι άξονες πάνω στους οποίους διαγράφεται ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα: η δικαστική συνεργασία των κρατών μελών σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, η αστυνομική συνεργασία, ο έλεγχος των εξωτερικών συνόρων και, τέλος, το άσυλο και η μετανάστευση. Από τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, κατ’ ουσίαν μια απόφαση δικαστικής αρχής κράτους μέλους η οποία εκδίδεται προκειμένου ο καταζητούμενος να συλληφθεί, παρότι βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, και να παραδοθεί είτε για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί εις βάρος του είτε για να εκτελεστεί η στερητική της ελευθερίας ποινή που του έχει επιβληθεί. Όσον αφορά το άσυλο, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι απάτριδες για να δικαιούνται να τύχουν διεθνούς προστασίας (η οδηγία για τους πρόσφυγες). Το Δικαστήριο καλείται συχνά να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο των εφαρμοστέων κανόνων.

  • Εξαιτίας της μεταναστευτικής κρίσης, η Αυστρία επανέφερε τους ελέγχους στα σύνορά της με την Ουγγαρία και τη Σλοβενία από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2015. Στη συνέχεια, η ισχύς των σχετικών μέτρων παρατάθηκε αρκετές φορές. Το κύρος τους αμφισβητήθηκε από έναν πολίτη ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου, το οποίο ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική του ασφάλεια, ένα κράτος μέλος μπορεί να επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορά του με άλλα κράτη μέλη, πλην όμως για μέγιστη διάρκεια έξι μηνών. Μόνον αν ανακύψει νέα σοβαρή απειλή μπορεί να δικαιολογηθεί η εκ νέου εφαρμογή τέτοιων μέτρων.
    Απόφαση Landespolizeidirektion Steiermark κ.λπ. (Μέγιστο χρονικό διάστημα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα) της 26ης Απριλίου 2022 (C‑368/20)

  • Τον Ιούνιο του 2016, οι ιταλικές δικαστικές αρχές εξέδωσαν εις βάρος του KL, Ιταλού υπηκόου διαμένοντος στη Γαλλία, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) για την εκτέλεση ποινής κάθειρξης δώδεκα ετών και έξι μηνών. Η ποινή αυτή αντιστοιχούσε στη σώρευση τεσσάρων ποινών που επιβλήθηκαν για τέσσερα αδικήματα διαπραχθέντα στην Ιταλία, μεταξύ των οποίων και εκείνο που τυποποιείται ως «εκτεταμένη υλική καταστροφή και λεηλασία». Το εφετείο της Angers (Γαλλία) αρνήθηκε να παραδώσει τον KL στις ιταλικές δικαστικές αρχές με την αιτιολογία ότι δύο από τις πράξεις του δεν συνιστούν αδίκημα στη Γαλλία. Πράγματι, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας» είναι διαφορετικά στα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη: στο μεν ιταλικό δίκαιο, το αδίκημα αφορά πράξεις με τις οποίες προκαλούνται πολλαπλές καταστροφές και βλάβες σε μαζική έκταση, με συνέπεια να διαταράσσεται η δημόσια ειρήνη, στο δε γαλλικό δίκαιο η διατάραξη της δημόσιας ειρήνης μέσω της πρόκλησης μαζικών καταστροφών σε κινητά και ακίνητα πράγματα δεν τυποποιείται ειδικώς ως αξιόποινη πράξη. Κατά το Δικαστήριο, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ των στοιχείων που συγκροτούν το αδίκημα στο κράτος μέλος έκδοσης και στο κράτος μέλος εκτέλεσης του ΕΕΣ. Επομένως, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ με την αιτιολογία ότι μόνον ορισμένες από τις πράξεις που συγκροτούν το αδίκημα στο κράτος μέλος έκδοσης στοιχειοθετούν αδίκημα και στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
    Απόφαση Procureur général près la cour d’appel d’Angers της 14ης Ιουλίου 2022 (C‑168/21)

  • Ρώσος υπήκοος ο οποίος, στην ηλικία των δεκαέξι ετών, προσβλήθηκε από σπάνια μορφή καρκίνου του αίματος ακολουθεί ειδική θεραπεία στις Κάτω Χώρες. Η θεραπευτική αγωγή του για την ανακούφιση του πόνου συνίσταται κυρίως στη χορήγηση φαρμακευτικής κάνναβης, η οποία δεν επιτρέπεται στη Ρωσία. Το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα του πρωτοδικείου Χάγης αν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει σε μια τέτοια περίπτωση την έκδοση αποφάσεως επιστροφής ή τη λήψη μέτρου απομάκρυνσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει κάτι τέτοιο όταν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι η αναγκαστική επιστροφή του ενδιαφερομένου θα τον εξέθετε, λόγω της μη διαθεσιμότητας κατάλληλης περίθαλψης και αναλγητικής αγωγής στη χώρα προορισμού, σε πραγματικό κίνδυνο ταχείας, σημαντικής και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης του πόνου τον οποίο προκαλεί η σοβαρή ασθένειά του, όπερ θα προσέβαλλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
    Απόφαση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη) της 22ας Νοεμβρίου 2022 (C‑69/21)

  • Το 2019 ο Ι., Αιγύπτιος υπήκοος, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα, ενώ ήταν ακόμη ανήλικος. Στην αίτησή του εξέφρασε την επιθυμία να επανενωθεί με τον θείο του S., επίσης Αιγύπτιο υπήκοο, ο οποίος διέμενε νομίμως στις Κάτω Χώρες. Ο Ολλανδός Υπουργός Εξωτερικών απέρριψε το αίτημα των ελληνικών αρχών για αναδοχή του Ι., διότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ταυτότητα του Ι. και, συνεπώς, η ύπαρξη οικογενειακού δεσμού μεταξύ αυτού και του S. Ο ίδιος Υπουργός απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη τη διοικητική προσφυγή την οποία άσκησαν οι Ι. και S., με την αιτιολογία ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν προβλέπει δυνατότητα των αιτούντων διεθνή προστασία να προσβάλουν την απορριπτική απόφαση των αρμόδιων εθνικών αρχών επί αιτήματος αναδοχής. Η υπόθεση έφθασε ενώπιον του πρωτοδικείου Χάγης (Κάτω Χώρες) και εν συνεχεία, μέσω προδικαστικής παραπομπής, στο Δικαστήριο, το οποίο απάντησε στο σχετικό προδικαστικό ερώτημα ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, σε συνδυασμό με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλει να παρέχεται σε ασυνόδευτο ανήλικο το δικαίωμα ένδικης προσφυγής κατά απορριπτικής αποφάσεως επί αιτήματος αναδοχής του. Αντιθέτως, δεν αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα προσφυγής στον συγγενή του ανηλίκου.
    Απόφαση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απόρριψη αιτήματος αναδοχής Αιγύπτιου ασυνόδευτου ανηλίκου) της 1ης Αυγούστου 2022 (C‑19/21)

Διάσωση στη θάλασσα

Σε σχέση με τις επιχειρήσεις διάσωσης στη θάλασσα, τέθηκε το ζήτημα της έκτασης των εξουσιών που διαθέτουν οι αρχές του κράτους μέλους του λιμένα να ελέγχουν τα πλοία τα οποία φέρουν σημαία άλλου κράτους μέλους, από πλευράς τήρησης των διατάξεων που διέπουν την ασφάλεια στη θάλασσα και των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων.

  • Η Sea Watch είναι γερμανική ανθρωπιστική οργάνωση η οποία χρησιμοποιεί τα σκάφη της για την άσκηση συστηματικών δραστηριοτήτων έρευνας και διάσωσης ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το 2020, δύο από τα σκάφη της, αφού πραγματοποίησαν επιχειρήσεις διάσωσης, υποβλήθηκαν από τις λιμενικές αρχές του Παλέρμο και του Port Empedocle (Ιταλία) σε επιθεωρήσεις των οποίων η νομιμότητα αμφισβητήθηκε από τη Sea Watch. Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, ιταλικό δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει την έκταση των εξουσιών ελέγχου και κράτησης που διαθέτει το κράτος του λιμένα σε σχέση με πλοία των οποίων η εκμετάλλευση ανήκει σε ανθρωπιστικές οργανώσεις. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα πλοία αυτά μπορούν να υποβληθούν σε έλεγχο από το κράτος του λιμένα. Ωστόσο, το κράτος αυτό μπορεί να λάβει μέτρα κράτησης μόνο σε περίπτωση πρόδηλου κινδύνου για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον και φέρει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης τη σημασία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων του κράτους του λιμένα και του κράτους της σημαίας, οφείλουν να συνεργάζονται και να συνεννοούνται μεταξύ τους κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.
    Απόφαση Sea Watch της 1ης Αυγούστου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑14/21 και C‑15/21)

Πρόσβαση στα έγγραφα

Η αρχή της διαφάνειας στη δημόσια ζωή είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ένωση. Για τον λόγο αυτό, κάθε πολίτης ή κάθε νομικό πρόσωπο της Ένωσης έχει, κατ’ αρχήν, δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, η πρόσβαση αυτή μπορεί να μην επιτραπεί.

  • Η Agrofert είναι μια τσεχική εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία είχε ιδρυθεί αρχικώς από τον Andrej Babiš, Πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας από το 2017 έως το 2021. Σε ψήφισμα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφερόταν ότι ο A. Babiš εξακολουθούσε να ελέγχει τον όμιλο Agrofert, ακόμη και μετά τον διορισμό του στη θέση του Πρωθυπουργού. Θεωρώντας ότι αυτό ήταν ανακριβές και επιθυμώντας να μάθει τις πηγές και τις πληροφορίες που κατείχε το Κοινοβούλιο, η Agrofert υπέβαλε αίτηση πρόσβασης σε διάφορα έγγραφα. Στην απάντησή του, το Κοινοβούλιο χαρακτήρισε ορισμένα έγγραφα ως προσβάσιμα στο κοινό, ενώ δεν επέτρεψε την πρόσβαση σε μια επιστολή της Επιτροπής προς τον Τσέχο πρωθυπουργό, καθώς και σε μια έκθεση την οποία είχε καταρτίσει η Επιτροπή. Η Agrofert άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως του Κοινοβουλίου προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο επιβεβαίωσε το κύρος της. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι εξέλιπε το έννομο συμφέρον της εταιρίας Agrofert να προσβάλει την απορριπτική απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την παροχή πρόσβασης στην προαναφερθείσα έκθεση, η οποία εν τω μεταξύ της είχε κοινοποιηθεί, και απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως κατά το μέρος που αφορούσε την παροχή πρόσβασης στην επιστολή η οποία είχε απευθυνθεί στον Πρωθυπουργό, με την αιτιολογία ότι θα ήταν ικανή να υπονομεύσει τους στόχους της έρευνας της Επιτροπής.
    Απόφαση Agrofert κατά Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2022 (T‑174/21)

Ανταγωνισμός και κρατικές ενισχύσεις

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει κανόνες για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Μεταξύ άλλων, απαγoρεύονται οι πρακτικές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει, αφενός, ορισμένες συμφωνίες ή ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ μιας επιχείρησης και των ανταγωνιστών της, όταν μπορούν να έχουν τέτοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, και, αφετέρου, την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, όταν υπάρχει μια επιχείρηση που κατέχει τέτοια θέση σε συγκεκριμένη αγορά. Στο ίδιο πνεύμα, απαγορεύονται κατ’ αρχήν οι κρατικές ενισχύσεις, εκτός αν είναι δικαιολογημένες και δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό κατά τρόπο αντίθετο προς το γενικό συμφέρον.

  • Το 2009, η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο ύψους 1,06 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Intel Corporation για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην παγκόσμια αγορά επεξεργαστών μεταξύ 2002 και 2007. Το 2014, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής. Η Intel προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο το 2017 την αναίρεσε λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι οι επίδικες εκπτώσεις ήταν, ως εκ της φύσης τους, ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, χωρίς να αναλύσει κατά πόσον είχαν στην πράξη τέτοιο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου. Με την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2022, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση της Επιτροπής αναφορικά με την ικανότητα των επίδικων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό δεν ήταν ολοκληρωμένη και, συνεπώς, ακύρωσε εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής. Όσον αφορά τον αντίκτυπο μιας τέτοιας μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του ποσού που είχε επιβάλει η Επιτροπή στην Intel, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποσοτικά ποιο μέρος του προστίμου αντιστοιχούσε αποκλειστικώς στους μη συγκεκαλυμμένους περιορισμούς. Κατά συνέπεια, ακύρωσε στο σύνολό του το άρθρο της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο είχε επιβληθεί στην Intel πρόστιμο ύψους 1,06 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη διαπιστωθείσα παράβαση.
    Απόφαση Intel Corporation κατά Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 2022 (T‑286/09 RENV)

  • Στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Scania AB, η Scania CV AB και η Scania Deutschland GmbH, τρεις εταιρίες του ομίλου Scania οι οποίες δραστηριοποιούνται στην κατασκευή και την πώληση βαρέων φορτηγών για μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, είχαν παραβιάσει το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή προσήψε στις εταιρίες αυτές ότι, από τον Ιανουάριο του 1997 έως τον Ιανουάριο του 2011, συμμετείχαν, μαζί με τους ανταγωνιστές τους, σε συμπράξεις (καρτέλ) στην αγορά μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Η απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατόπιν της λεγόμενης «υβριδικής» διαδικασίας, η οποία συνδυάζει τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών και τη συνήθη διοικητική διαδικασία στον τομέα των συμπράξεων. Η διαδικασία διευθέτησης διαφορών επιτρέπει στους συμμετέχοντες σε συμπράξεις να παραδεχθούν την ευθύνη τους και να λάβουν, σε αντάλλαγμα, μείωση του προστίμου. Οι εταιρίες του ομίλου Scania είχαν επιβεβαιώσει στην Επιτροπή ότι ήταν πρόθυμες να αρχίσουν συζητήσεις ενόψει της εφαρμογής διαδικασίας διευθέτησης διαφορών. Στη συνέχεια όμως αποσύρθηκαν από τη διαδικασία αυτή. Έτσι, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών μόνον ως προς εκείνες τις εταιρίες που είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα και συνέχισε την έρευνα κατά των εταιριών του ομίλου Scania, στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 880 523 000 ευρώ. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εταιριών του ομίλου κατά της αποφάσεως της Επιτροπής στο σύνολό της, οπότε διατηρήθηκε σε ισχύ το πρόστιμο το οποίο επέβαλε η Επιτροπή.
    Απόφαση Scania κ.λπ. κατά Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (T‑799/17)

  • Στις 4 Μαΐου 2022, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση με την οποία η Επιτροπή ενέκρινε την ενίσχυση διάσωσης ύψους 36 660 000 ευρώ που χορήγησε η Ρουμανία στη ρουμανική αεροπορική εταιρία TAROM, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές επιβατών, εμπορευμάτων και ταχυδρομείου. Η αεροπορική εταιρία Wizz Air Hungary είχε προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με το σκεπτικό ότι σκοπός της ενίσχυσης ήταν να αποφευχθούν οι κοινωνικές δυσχέρειες τις οποίες θα προκαλούσε τυχόν διακοπή της λειτουργίας των υπηρεσιών της ρουμανικής αεροπορικής εταιρίας, λαμβανομένης της κακής κατάστασης των οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών της χώρας.
    Απόφαση Wizz Air Hungary κατά Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2022 (T‑718/20)

  • Η κυβέρνηση της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια χορήγησε στη Fundación Valencia, ένωση που συνδέεται με τον ποδοσφαιρικό σύλλογο Valencia CF, εγγύηση για τραπεζικό δάνειο ύψους 75 εκατομμυρίων ευρώ, μέσω του οποίου η ένωση απέκτησε το 70,6 % των μετοχών της ομάδας Valencia CF. Η εγγύηση αυξήθηκε μάλιστα αργότερα κατά 6 εκατομμύρια ευρώ. Το 2016, η Επιτροπή έκρινε ότι επρόκειτο για ενισχύσεις που δεν συμβιβάζονταν με το δίκαιο της Ένωσης και διέταξε την ανάκτησή τους. Η Valencia CF προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο, το 2020, την ακύρωσε (T‑732/16). Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε επιβάλει στην Επιτροπή υπέρμετρο βάρος αποδείξεως και είχε ορθώς περιοριστεί να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις απαιτήσεις που η ίδια έθεσε εκδίδοντας ανακοίνωση με τους κανόνες οι οποίοι θα διέπουν την ανάλυση των εγγυήσεων που παρέχουν τα κράτη μέλη.
    Απόφαση Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol της 10ης Νοεμβρίου 2022 (C‑211/20 P)

Διανοητική ιδιοκτησία



Διανοητική ιδιοκτησία και Γενικό Δικαστήριο
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύουν και εφαρμόζουν την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων επί των προϊόντων της διανοίας. Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Το δίκαιο της Ένωσης προστατεύει επίσης, μέσω των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ), την αναγνωρισμένη τεχνογνωσία που συνδέεται με ορισμένα προϊόντα τα οποία προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχής της Ένωσης.

  • Η λέξη «φέτα», για το ομώνυμο τυρί, καταχωρίστηκε ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) το 2002. Έκτοτε, η ονομασία «φέτα» επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο για τυρί το οποίο παράγεται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας και πληροί τις προδιαγραφές που ισχύουν για το προϊόν. Η Δανία θεωρούσε ότι ο κανονισμός 1151/2012 ισχύει μόνο για τα προϊόντα τα οποία πωλούνται εντός της Ένωσης και ότι δεν αφορά τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, δεν απαγόρευε στους παραγωγούς της να εξάγουν τα προϊόντα τους υπό την ονομασία «φέτα». Η Επιτροπή κίνησε κατά της Δανίας διαδικασία λόγω παραβάσεως, εκτιμώντας ότι το κράτος μέλος είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από τον κανονισμό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός δεν εξαιρεί τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή από τις απαγορεύσεις τις οποίες επιβάλλει, παραδείγματος χάριν σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας επί των ΠΟΠ. Συνεπώς, διαπίστωσε ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις της παραλείποντας να εμποδίσει τη χρήση της ονομασίας «φέτα» για τυριά που προορίζονταν για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.
    Απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας της 14ης Ιουλίου 2022 (C‑159/20)

  • Τον Ιούνιο του 2017, η κυβέρνηση του Πριγκιπάτου της Ανδόρρας υπέβαλε αίτηση για την καταχώριση του ακόλουθου εικονιστικού σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών:


    Κατόπιν της απόρριψης της αιτήσεως καταχώρισης από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), η Κυβέρνηση του Πριγκιπάτου της Ανδόρρας προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Για να καταχωριστεί ένα σημείο ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να έχει περιγραφικό χαρακτήρα, όπερ σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να περιορίζεται απλώς σε μια περιγραφή των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτει. Στην απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα Andorra είχε περιγραφικό χαρακτήρα. Το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορούσε κάλλιστα να το αντιληφθεί ως ένδειξη της προέλευσης των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Πρόκειται για απόλυτο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος, εφόσον συντρέχει, αρκεί ως αιτιολογία για να μην καταχωριστεί το σημείο ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Απόφαση Govern d’Andorra κατά EUIPO (Andorra) της 23ης Φεβρουαρίου 2022 (T‑806/19)

  • Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις τρεις προσφυγές της Apple Inc. κατά των αποφάσεων του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) με τις οποίες κηρύχθηκε έκπτωτη από τα δικαιώματά της επί του λεκτικού σημείου «THINK DIFFERENT». Το 1997, το 1998 και το 2005 η Apple Inc. είχε κατοχυρώσει το λεκτικό σημείο «THINK DIFFERENT» μέσω της καταχώρισής του ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων για προϊόντα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Κατόπιν αιτήσεως της Swatch AG, το EUIPO κήρυξε την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του σήματος διαπιστώνοντας ότι δεν είχε γίνει, για μια συνεχή πενταετία, ουσιαστική χρήση του σε συνάρτηση με τα οικεία προϊόντα. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του EUIPO: κατά την εκτίμησή του, η Apple Inc. ήταν εκείνη η οποία όφειλε να αποδείξει ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος για τα οικεία προϊόντα κατά την πενταετία που προηγήθηκε της ημερομηνίας κατάθεσης των αιτήσεων έκπτωσης, όπερ δεν κατάφερε εν προκειμένω.
    Αποφάσεις Apple κατά EUIPO – Swatch (Think different) της 8ης Ιουνίου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑26/21, T‑27/21 και T‑28/21)

  • Το 2017, η βρετανική εταιρία Golden Balls υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση για έκπτωση από τα δικαιώματα επί του σήματος BALLON D’OR καθώς, κατά την άποψή της, το σήμα δεν είχε χρησιμοποιηθεί επαρκώς για ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες. Το σήμα BALLON D’OR είχε καταχωριστεί κατά το παρελθόν από τη γαλλική εταιρία Les Éditions P. Amaury, κάτοχο των δικαιωμάτων που συνδέονται με τη Χρυσή Μπάλα (βραβείο το οποίο απονέμεται στον καλύτερο ποδοσφαιριστή της χρονιάς). Το 2021, το EUIPO κήρυξε την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του σήματος αυτού ως προς την πλειονότητα των υπηρεσιών και των προϊόντων για τα οποία είχε καταχωριστεί. Η Les Éditions P. Amaury άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του EUIPO και το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωσε κατά το μέρος που είχε κηρυχθεί έκπτωση όσον αφορά τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την έκπτωση από τα δικαιώματα επί του ως άνω σήματος σε σχέση με τις υπηρεσίες μετάδοσης ή μοντάζ τηλεοπτικών προγραμμάτων, παραγωγής θεαμάτων ή ταινιών και δημοσίευσης βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων ή άλλων εντύπων.
    Απόφαση Les Éditions P. Amaury κατά EUIPO - Golden Balls (BALLON D’OR) της 6ης Ιουλίου 2022 (T‑478/21)

Φορολογία

Η άμεση φορολογία εμπίπτει κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Πλην όμως, τα κράτη μέλη οφείλουν, για παράδειγμα όταν φορολογούν τις εταιρίες, να σέβονται τους βασικούς ενωσιακούς κανόνες, όπως λόγου χάριν την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, οι φορολογικές προαποφάσεις (taxrulings) ορισμένων κρατών μελών που επιφυλάσσουν ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση σε πολυεθνικές επιχειρήσεις υπόκεινται στον έλεγχο της Επιτροπής και, εφόσον ανακύψει διαφορά, μπορεί να χρειαστεί να επιληφθεί ο ενωσιακός δικαστής.

  • Σε ορισμένα κράτη μέλη η φορολογική Διοίκηση εκδίδει, εφόσον το ζητήσουν οι επιχειρήσεις, φορολογικές προαποφάσεις που καθορίζουν εκ των προτέρων τον φόρο στον οποίο θα υπόκεινται οι επιχειρήσεις αυτές. Η Fiat Chrysler Finance Europe έχει την καταστατική της έδρα στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και οι λουξεμβουργιανές φορολογικές αρχές εξέδωσαν, κατόπιν αιτήσεώς της, φορολογική προαπόφαση με την οποία ενέκριναν μια μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής της, ως καθετοποιημένης εταιρίας, για τις υπηρεσίες που παρείχε στις άλλες εταιρίες του ομίλου Fiat/Chrysler. Το 2015, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή η προαπόφαση συνιστούσε λειτουργική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Η Fiat Chrysler Finance Europe και το Λουξεμβούργο άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο, το 2019, τις απέρριψε επικυρώνοντας την προσέγγιση που είχε ακολουθήσει η Επιτροπή. Η Fiat Chrysler Finance Europe και η Ιρλανδία αμφισβήτησαν από πολλές απόψεις την ανάλυση βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε οικονομικό πλεονέκτημα, και δη με γνώμονα τους κανόνες που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής. Κατά το Δικαστήριο, η Επιτροπή εφάρμοσε την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού ορίζοντάς την με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι το λουξεμβουργιανό δίκαιο, ενώ, εφόσον δεν υφίσταται ως προς το σημείο αυτό εναρμόνιση από το δίκαιο της Ένωσης, μόνον οι εθνικές διατάξεις ασκούν επιρροή για την ανάλυση βάσει της οποίας θα κριθεί αν συγκεκριμένες συναλλαγές πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού.
    Απόφαση Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής και Iρλανδία κατά Επιτροπής της 8ης Νοεμβρίου 2022 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑885/19 P και C‑898/19 P)

Κράτος δικαίου



Προστασία του κράτους δικαίου στην Ένωση
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δεσμευτικοί κανόνες που παράγουν απτά αποτελέσματα
Δείτε το βίντεο στο YouTube

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, περιέχει ρητή αναφορά στο κράτος δικαίου, μιας από τις κοινές αξίες των κρατών μελών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Το Δικαστήριο καλείται, δυστυχώς ολοένα και συχνότερα, να αποφανθεί επί της τήρησης των αρχών του κράτους δικαίου από τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο είτε προσφυγών λόγω παραβάσεως τις οποίες ασκεί εις βάρος τους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προερχόμενων από τα εθνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο εξετάζει λοιπόν αν η θεμελιώδης αυτή αξία γίνεται σεβαστή σε εθνικό επίπεδο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δικαστική εξουσία και δη τις διαδικασίες που διέπουν τον διορισμό και την πειθαρχική ευθύνη των δικαστών.

  • Απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας δικαστής είχε διοριστεί σε μια εποχή που το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται δεν αποτελούσε ακόμη δημοκρατικό καθεστώς δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του κατά την άσκηση των μετέπειτα δικαιοδοτικών του καθηκόντων. Ειδικότερα, οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε ο πρώτος διορισμός του δικαστή δεν είναι, από μόνες τους, ικανές να εγείρουν εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες στους πολίτες ως διαδίκους.
    Απόφαση Getin Noble Bank της 29ης Μαρτίου 2022 (C‑132/20)

Περιοριστικά μέτρα και εξωτερική πολιτική

Τα περιοριστικά μέτρα ή «κυρώσεις» συνιστούν βασικό εργαλείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού σχεδίου δράσης, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και πολιτικό διάλογο. Η Ένωση τα χρησιμοποιεί πρωτίστως ως μέσο για τη διαφύλαξη των αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων και της ασφάλειας της Ένωσης, για την πρόληψη συγκρούσεων και για την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας. Στόχος των κυρώσεων είναι, στην πράξη, να επέλθει μια αλλαγή στην πολιτική ή στη συμπεριφορά των προσώπων ή των οντοτήτων κατά των οποίων στρέφονται τα μέτρα, προς επίτευξη των σκοπών της ΚΕΠΠΑ.

  • Λόγω των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λιβύη, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε, τον Οκτώβριο του 2020, περιοριστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, κατά του Yevgeniy Viktorovich Prigozhin, Ρώσου επιχειρηματία που διατηρούσε στενούς δεσμούς με την ομάδα Wagner, η οποία εμπλεκόταν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο συγκεκριμένο κράτος. Η ισχύς της αποφάσεως παρατάθηκε έως τον Ιούλιο του 2021. Πρόκειται για μέτρα δέσμευσης κεφαλαίων προσώπων που πραγματοποιούν ή στηρίζουν ενέργειες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ειρήνη, τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στη Λιβύη. Ο Y. V. Prigozhin άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά των μέτρων αυτών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, όπως αποσπάσματα από την έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και άρθρα του Τύπου (περιλαμβανομένων φωτογραφιών και μαρτυριών) από διάφορες πηγές όπως πρακτορεία ειδήσεων ή μέσα ενημέρωσης, προσδιόριζαν επαρκώς ποια είναι η ομάδα Wagner και περιελάμβαναν ακριβείς και συγκλίνουσες πληροφορίες αναφορικά με τις δραστηριότητες της ομάδας οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη Λιβύη. Ο φάκελος αποδεικτικών στοιχείων περιείχε επίσης συγκεκριμένα, ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία για τις στενές και πολύπλευρες σχέσεις τις οποίες είχε ο Y. V. Prigozhin με την ομάδα Wagner.
    Απόφαση Prigozhin κατά Συμβουλίου της 1ης Ιουνίου 2022 (T‑723/20)

go to top