Παρουσίαση των μελών

Koen Lenaerts
Koen Lenaerts
Πρόεδρος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1954 στο Mortsel (Βέλγιο), ο Koen Lenaerts έλαβε πτυχίο νομικής το 1977 από το Katholieke Universiteit Leuven (Καθολικό Πανεπιστήμιο του Leuven, Βέλγιο) πριν συνεχίσει τις σπουδές του στο Harvard University (Πανεπιστήμιο του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες). Από το πανεπιστημιακό αυτό ίδρυμα έλαβε δίπλωμα Master of Laws το 1978 και Master in Public Administration το 1979. Επιστρέψας στο Katholieke Universiteit Leuven, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής το 1982.

Στο ίδιο αυτό πανεπιστήμιο άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1979 ως βοηθός, στη συνέχεια ως καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου το 1983. Κατά την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία δίδαξε επίσης στο Κολέγιο της Ευρώπης στην Bruges (Βέλγιο) από το 1984 έως το 1989, καθώς και στο Harvard Law School (νομική σχολή του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες), με την ιδιότητα του προσκεκλημένου καθηγητή, το 1989.

Ο K. Lenaerts ανέλαβε υπηρεσία στο Δικαστήριο ως εισηγητής στο γραφείο του δικαστή René Joliet, θέση την οποία κατείχε από το 1984 έως 1985, πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1986 έως το 1989 εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο Βρυξελλών.

Διορίστηκε δικαστής στο Πρωτοδικείο, νυν Γενικό Δικαστήριο, στις 25 Σεπτεμβρίου 1989, ημερομηνία συστάσεως του δικαστηρίου αυτού. Υπηρέτησε ως δικαστής σε αυτό δεκατέσσερα και πλέον έτη, πριν διοριστεί δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2003. Οι συνάδελφοί του του ανέθεσαν καθήκοντα προέδρου τμήματος για δύο διαδοχικές θητείες, από τις 9 Οκτωβρίου 2006 έως τις 8 Οκτωβρίου 2012, στη συνέχεια δε καθήκοντα Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2012.

Εξελέγη Πρόεδρος του Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2015 και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Academia Europaea, Λονδίνο
  • Μέλος του Advisory Council του British Institute of International and Comparative Law
  • Μέλος του Advisory Board του Centre of Law and Governance in Europe, University College London
  • Μέλος του Συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA), Trier
  • Μέλος του Kuratorium (επιστημονικού συμβουλίου) του Max-Planck-Institut für ausländisches öffentliches Recht und Völkerrecht, Χαϊδελβέργη
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης Europarecht
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης European Law Review
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης International Comparative Jurisprudence, Mykolo Romerio universitetas
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης S.E.W. Tijdschrift voor Europees en economisch recht
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Cahiers de droit européen
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Columbia Journal of European Law
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Constitutional Law Review
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Public Law
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Europejski Przegląd Sądowy
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης L’actualidad administrativa
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής της επιθεώρησης EStAL (European State Aid Law Quarterly)
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης European Journal of Human Rights
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Lex ET Scientia International Journal (LESIJ), Universitatea Nicolae Titulescu din Bucuresti
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Concurrences, Revue des droits de la concurrence
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης World Competition. Law and Economics Review
  • Μέλος του Advisory Board της επιθεώρησης EU Tax Review
  • Μέλος της τιμητικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista Română de Drept European
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Τίτλος ευγενείας: Βαρώνος (2005)
  • Distinguished Helen DeRoy Fellow, University of Michigan Law School (2005)
  • Honorary Master of the Bench of the Inner Temple, Λονδίνο (2010)
  • Doctor honoris causa, Πανεπιστήμιο του Poitiers (2016)
  • Doctor honoris causa, Mykolo Romerio universitetas (2017)
  • Doctor honoris causa, Πανεπιστήμιο της Namur (2017)
  • Doctor honoris causa, Universitatea Nicolae Titulescu din Bucuresti (2017)
  • All European Academies Madame de Staël Prize for Cultural Values (2017)
  • Doctor honoris causa, Sofijski universitet «Sveti Kliment Ohridski» (2018)
  • Doctor honoris causa, Universiteti Europian i Tiranës (2018)
  • Doctor honoris causa, Vilniaus universitetas (2022)
  • Doctor honoris causa, Universitatea «Alexandru Ioan Cuza» din Iaşi (2023)
Thomas von Danwitz
Thomas von Danwitz
Αντιπρόεδρος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1962 στο Bedburg/Erft (Γερμανία), ο Thomas von Danwitz σπούδασε στο Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn (Πανεπιστήμιο Ρήνου Friedrich-Wilhelm στη Βόννη, Γερμανία), όπου το 1986 συμμετέσχε επιτυχώς στην κρατική εξέταση πρώτου επιπέδου για νομικές σπουδές, και στο université de Genève (Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Ελβετία). Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn και το 1988 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορος νομικής. Έχοντας φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Γαλλία), ο Th. von Danwitz έλαβε από τη Σχολή αυτή διεθνές δίπλωμα δημόσιας διοίκησης το 1990. Το 1993 ολοκλήρωσε την πρακτική νομική άσκησή του στην Κολωνία (Γερμανία) συμμετέχοντας επιτυχώς στην κρατική εξέταση δεύτερου επιπέδου για νομικές σπουδές και, ακολούθως, έλαβε ανώτατο μεταπτυχιακό τίτλο (Ηabilitation) από το Rheinische Friedrich-Wilhelms-Universität Bonn, όπου εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης.

Επικεντρώνοντας τις ερευνητικές εργασίες του κατά κύριο λόγο στο γερμανικό δημόσιο δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ο Th. von Danwitz δίδαξε τα μαθήματα αυτά, από το 1996 έως το 2003, ως καθηγητής στο Ruhr-Universität Bochum (Πανεπιστήμιο του Ruhr στο Bochum, Γερμανία), όπου κατείχε από το 2000 έως το 2001 τη θέση του κοσμήτορα της Νομικής Σχολής. Από το 2003 έως το 2006 δίδαξε στο Universität zu Köln (Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, Γερμανία), όπου το 2006 διετέλεσε διευθυντής του Ινστιτούτου Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικής Επιστήμης.

Στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του δίδαξε στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Tufts University (Πανεπιστημίου Tufts, Ηνωμένες Πολιτείες), με την ιδιότητα του επισκέπτη καθηγητή το 2000, στο université François Rabelais de Tours (Πανεπιστήμιο François Rabelais στο Tours, Γαλλία) μεταξύ 2001 και 2006, και ακολούθως στο université de Paris I Panthéon-Sorbonne (Πανεπιστήμιο Paris I Panthéon-Sorbonne, Γαλλία) από το 2005 έως το 2006. Το 2005 επισκέφθηκε για διδασκαλία και έρευνα το University of California, Berkeley (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, Ηνωμένες Πολιτείες). Από το 2004 διετέλεσε μέλος της Ständige Deputation des Deutschen Juristentags (Διαρκούς Επιτροπής του Συνεδρίου των Γερμανών Νομικών), στην οποία συμμετείχε μέχρι το 2014.

Ο Th. von Danwitz διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο τις 7 Οκτωβρίου 2006. Εξελέγη πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και άσκησε τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο από τις 9 Οκτωβρίου 2012 έως τις 8 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Επιστημονικής επιτροπής του Il Diritto dell’Unione Europea
  • Μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Συγκριτικού Δικαίου (AIDC)
  • Μέλος της Συντακτικής επιτροπής του Deutsches Verwaltungsblatt (DVBl)
  • Μέλος του Kuratorium του Max-Planck Institut für ausländisches und internationales Strafrecht στο Freiburg i. Br.
  • Μέλος της Versammlung der Kuratoren του Institut für Europäische Politik (IEP)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Εθνικού Τάγματος της Αξίας της Γαλλικής Δημοκρατίας (2002)
  • Επίτιμος διδάκτωρ, université François Rabelais de Tours (Πανεπιστήμιο François Rabelais στο Tours) (2010)
François Biltgen
François Biltgen
Πρόεδρος του πρώτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1958 στο Λουξεμβούργο (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), ο François Biltgen έλαβε το 1981 πτυχίο Nομικής και, στη συνέχεια, το 1982 μεταπτυχιακό Diplôme d'Études Approfondies (DEA) στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστήμιο νομικών, οικονομικών και κοινωνικών επιστημών Paris II Panthéon-Assas (Γαλλία). Το ίδιο έτος, έλαβε δίπλωμα από το Institut d'Études politiques de Paris (Ινστιτούτο πολιτικών μελετών του Παρισιού, Γαλλία).

Ενεγράφη στον Δικηγορικό Σύλλογο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου το 1987 και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1987 έως το 1999. Παράλληλα, ακολούθησε επίσης πολιτική σταδιοδρομία ως γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοκοινωνικού κόμματος (CSV) στο λουξεμβουργιανό Κοινοβούλιο από το 1983 έως το 1994 και, από το 1987 έως το 1999, ως δημοτικός σύμβουλος της πόλης Esch-sur-Alzette (Λουξεμβούργο), όπου άσκησε καθήκοντα αντιδήμαρχου από το 1997 έως το 1999, κατόπιν δε τούτου διορίστηκε αναπληρωματικό μέλος της λουξεμβουργιανής αντιπροσωπείας στην Επιτροπή των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ 1994 και 1999. Εξελέγη βουλευτής στο Κοινοβούλιο του Λουξεμβούργου για θητεία πέντε ετών το 1994· μετέσχε ενεργά στη νομοθετική δραστηριότητα, ιδίως αναλαμβάνοντας καθήκοντα εισηγητή σε πολλά σχέδια νόμου σχετικά με πράξεις του δικαίου της Ένωσης.

Μετά τις νομοθετικές εκλογές του 1999 κλήθηκε να μετάσχει στην Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και ανέλαβε την ευθύνη διαφόρων υπουργείων: ορίστηκε διαδοχικά Υπουργός Εργασίας, Υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων, Υπουργός Επικοινωνιών από το 1999 έως το 2004, Υπουργός Εργασίας, Υπουργός Θρησκευμάτων και Υπουργός Πολιτισμού, Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως και Έρευνας από το 2004 έως το 2009, στη συνέχεια Υπουργός Δικαιοσύνης, Υπουργός Δημοσίας Διοικήσεως και Διοικητικής Μεταρρυθμίσεως, Υπουργός Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως και Έρευνας, Υπουργός Επικοινωνιών και Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως και Υπουργός Θρησκευμάτων από το 2009 έως το 2013.

Επίσης, ανέλαβε ευθύνες σε διεθνές επίπεδο αντίστοιχες προς τα καθήκοντα που άσκησε στο πλαίσιο των υπουργικών θητειών του. Ειδικότερα, το 2005 χρημάτισε πρόεδρος διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2005 και 2009 ο F. Biltgen άσκησε καθήκοντα συμπροέδρου της Υπουργικής Διασκέψεως της διαδικασίας της Bologna και, από το 2012 έως το 2013, της Διυπουργικής Διασκέψεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA).

Ο F. Biltgen διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2013 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του περιοδικού Revue trimestrielle des droits de l'homme (Βέλγιο)
  • Μέλος του Advisory Board της έδρας Jean-Monnet «Eu Values & DIGitalization for our CommunNITY (DIGNITY)» του Management Center Innsbruck (Αυστρία)
  • Αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής δεοντολογίας του Conseil d’État του Λουξεμβούργου (για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας του Λουξεμβούργου (1999)
  • Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Δρύινου Στέμματος του Μεγάλου Δουκάτου (2004)
  • Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος πολιτικής και στρατιωτικής αξίας του Αδόλφου de Nassau (2004)
  • Grã-Cruz da Ordem do Infante Dom Henrique (2005)
  • Ταξιάρχης με Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Λέοντος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας (2009)
  • Τάγμα του Χρυσού Λέοντος του Οίκου του Nassau (2012)
  • Grosser Tiroler Adler-Orden (2012)
  • Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας (2012)
Küllike Jürimäe
Küllike Jürimäe
Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1962 στο Haapsalu (Εσθονία), η Küllike Jürimäe έλαβε το 1986 τίτλο σπουδών νομικής (ισοδύναμο με Master) από το Tartu ülikool (Πανεπιστήμιο του Tartu, Εσθονία). Συνέχισε τις σπουδές της στη Διπλωματική Σχολή της Εσθονίας, από την οποία απέκτησε σχετικό δίπλωμα το 1992. Το 2003, μετά την ολοκλήρωση κύκλου σπουδών στο Università degli Studi di Padova (Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, Ιταλία) και στο University of Nottingham (Πανεπιστήμιο του Nottingham, Ηνωμένο Βασίλειο), έλαβε European Master στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του εκδημοκρατισμού.

Από το έτος 1986 άσκησε για πέντε έτη καθήκοντα εισαγγελέα στο Τάλιν (Εσθονία). Από το 1991 έως το 1993, άσκησε καθήκοντα νομικού συμβούλου, στη συνέχεια δε, από το 1992 έως το 1993, καθήκοντα γενικού συμβούλου στο Eesti Kaubandus-Tööstuskoda (εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο της Εσθονίας). Μεταξύ 1993 και 2004 υπηρέτησε ως δικαστής στο Tallinna Ringkonnakohus (εφετείο του Τάλιν, Εσθονία).

Η K. Jürimäe διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 12 Μαΐου 2004. Είναι μέλος του Δικαστηρίου από τις 23 Οκτωβρίου 2013 και πρόεδρος τμήματος από τις 8 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύντρια της Ένωσης ευρωπαίων δικαστών του δικαίου του ανταγωνισμού
  • Μέλος της ένωσης δικαστών Eesti Kohtunike Ühing
  • Μέλος της ένωσης νομικών Eesti Juristide Liit
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο του «Τάγματος του λευκού σταυρού της Εσθονίας τρίτης τάξεως» (2021)
Constantinos Lycourgos
Κωνσταντίνος Λυκούργος
Πρόεδρος του τρίτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1964 στη Λευκωσία, ο Κωνσταντίνος Λυκούργος έλαβε πτυχίο Νομικής το 1985 και κατόπιν, το 1987, δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas Paris II (Γαλλία), όπου και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 1991.

Αφού ενεγράφη στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο το 1993, άσκησε δικηγορία ως δικηγόρος στη Λευκωσία μέχρι το 1996, έτος κατά το οποίο διορίσθηκε ειδικός σύμβουλος ευρωπαϊκών υποθέσεων του Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1999 και στη συνέχεια κατέλαβε τη θέση του συμβούλου για το κοινοτικό δίκαιο στη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1999 έως το 2002. Μεταξύ 1998 και 2003 διετέλεσε μέλος της Διαπραγματευτικής Αντιπροσωπείας για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, από το 2002 έως το 2014, μέλος ελληνοκυπριακών αντιπροσωπειών που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος.

Αξιοποιώντας την εμπειρία του άσκησε, από το 2002 έως το 2007, καθήκοντα Ανώτερου Νομικού Λειτουργού και στη συνέχεια, από το 2007 έως το 2014, καθήκοντα Ανώτερου Δικηγόρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το 2003 έως το 2014 διετέλεσε επικεφαλής του τομέα Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το 2004 έως το 2014 εκπροσώπησε την Κυπριακή Κυβέρνηση ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Κ. Λυκούργος διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 8 Οκτωβρίου 2014 και ασκεί καθήκοντα προέδρου τμήματος στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο από τις 8 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Ιδρυτικό μέλος της Κυπριακής Ένωσης για το δίκαιο της ενέργειας
  • Μέλος του European Group of Public Law (EGPL)
Irmantas Jarukaitis
Irmantas Jarukaitis
Πρόεδρος του τετάρτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1973 στο Prienai (Λιθουανία), ο Irmantas Jarukaitis έλαβε πτυχίο νομικής το 1997 και διδακτορικό το 2008 από το Vilniaus universitetas (Πανεπιστήμιο του Vilnius, Λιθουανία). Άσκησε διδακτικά καθήκοντα στο ίδιο αυτό πανεπιστήμιο, όπου δίδαξε, ως βοηθός και, στη συνέχεια, ως επίκουρος καθηγητής, από το 1999 έως το 2018. Ανέλαβε επίσης και άλλα καθήκοντα  στο πλαίσιο της νομικής έρευνας, καρπός των οποίων είναι οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις του στους τομείς του ευρωπαϊκού και του συνταγματικού δικαίου. Παράλληλα με τα πανεπιστημιακά καθήκοντά του, μετέσχε ενεργά στη δημιουργία της λιθουανικής ένωσης ευρωπαϊκού δικαίου, της οποίας είναι συνιδρυτής.

Το 1997 ανέλαβε υπηρεσία στη χώρα καταγωγής του στο τμήμα ευρωπαϊκού δικαίου του λιθουανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης: στο τμήμα αυτό εργάστηκε ως κύριος ειδικευμένος υπάλληλος, στη συνέχεια ως προϊστάμενος μονάδας, από το 2002 έως το 2003, και, από το 2004 έως το 2010, ως βοηθός γενικός διευθυντής. Μεταξύ των ετών 2010 και 2018, άσκησε δικαστικά καθήκοντα ως δικαστής στο Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας), του οποίου ήταν αντιπρόεδρος από το 2012 έως το 2017. Από το 2015 έως το 2017 ορίστηκε προεδρεύων του δικαστηρίου αυτού, όντας παράλληλα μέλος του Teisėjų taryba (δικαστικού συμβουλίου, Λιθουανία).

Ο Ι. Jarukaitis είναι δικαστής στο Δικαστήριο από τις 8 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Lietuvos Europos teisės asociacija
  • Μέλος της Ένωσης ευρωπαίων δικαστών του δικαίου του ανταγωνισμού
Maria Lourdes Arastey Sahún
Maria Lourdes Arastey Sahún
Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Η Maria Lourdes Arastey Sahún γεννήθηκε το 1959 στην Tarragona (Ισπανία) και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης από όπου και έλαβε πτυχίο Nομικής το 1983, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε από το 1984 έως το 1985 το πρόγραμμα κατάρτισης για τους μελλοντικούς δικαστικούς λειτουργούς στην Escuela Judicial (Εθνική Σχολή Δικαστών, Ισπανία).

Διορίστηκε δικαστής στο Juzgado de distrito de Sant Feliu de Llobregat (περιφερειακό δικαστήριο Sant Feliu de Llobregat, Ισπανία) και στο Juzgado de distrito de Barcelona (περιφερειακό δικαστήριο Βαρκελώνης, Ισπανία) από το 1985 έως το 1989. Το 1989 τοποθετήθηκε για ένα έτος στο Juzgado de lo Social n° 7 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών Βαρκελώνης αριθ. 7, Ισπανία) και στη συνέχεια στο τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών του Tribunal Superior de Justicia de Cataluña (ανώτερου δικαστηρίου Καταλονίας, Ισπανία), στο οποίο παρέμεινε έως το 2009. Διορίστηκε δικαστής στο Tribunal Supremo (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ισπανία) το 2009. Από το 2013 έως το 2021 διετέλεσε επίσης δικαστής στο διοικητικό δικαστήριο του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) (Βρυξέλλες, Βέλγιο).

Παράλληλα με τη σταδιοδρομία της ως δικαστή, η Maria Lourdes Arastey Sahún ασχολήθηκε επίσης με τη διδασκαλία. Από το 1998 έως το 2008 υπήρξε αναπληρώτρια καθηγήτρια εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφάλισης στο Universitat de Barcelona. Δίδαξε επίσης σε εθνικά κέντρα επιμόρφωσης δικαστών, μεταξύ άλλων στην Ισπανία (σε τακτική βάση), στη Βουλγαρία (2008) και στη Ρουμανία (2008), καθώς και στη Σχολή δικαστών Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής Juan Carlos I (2006). Η Maria Lourdes Arastey Sahún ήταν εισηγήτρια σε διαλέξεις και συμμετείχε σε σεμινάρια σε πολυάριθμα πανεπιστήμια. Τέλος, συμμετείχε σε πολλούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται ιδίως στους διαφόρους τομείς του δικαίου της Ένωσης, στην κατάρτιση των δικαστών και στην αξιολόγησή τους, καθώς και στις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών.

Η Maria Lourdes Arastey Sahún διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του Groupement Européen de Magistrats pour la Médiation (Ευρωπαϊκού Ομίλου Δικαστών για τη Διαμεσολάβηση) (GEMME), πρώην πρόεδρος του ισπανικού παραρτήματος του ομίλου και πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής εκτελεστικής επιτροπής του
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Ένωσης ισπανογαλλικής φιλίας «MUJERES AVENIR».
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Asociación Española para el Estudio del Derecho Europeo (Ισπανικής Ένωσης για τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικαίου) (AEDEUR)
  • Μέλος της Asociación Española de Salud y Seguridad Social (Ισπανικής Ένωσης για την Υγεία και την Κοινωνική Ασφάλιση) (AESSS)
  • Μέλος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού Δικαίου (ELI), συμμετέχει στις επιστημονικές επιτροπές του κατά τις ετήσιες συναντήσεις του «Spanish Hub» του Ινστιτούτου με θέμα την ευρωπαϊκή νομολογία (2018, 2019, 2020 και 2021)
  • Μέλος της ένωσης Women in a Legal World
  • Μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του νομικού περιοδικού Femeris Journal of Gender Studies (Universidad Carlos III de Madrid)
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Revista Foro de Seguridad Social
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου του νομικού περιοδικού Derecho Social y Empresa
Maciej Szpunar
Maciej Szpunar
Πρώτος Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1971 στην Κρακοβία (Πολωνία), ο Maciej Szpunar έλαβε πτυχίο Nομικής από το Uniwersytet śląski (πανεπιστήμιο Σιλεσίας, Πολωνία) το 1995 και αποφοίτησε από το Κολέγιο της Ευρώπης της Bruges (Βέλγιο) το 1996. Το 2000 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής, έλαβε ανώτατο μεταπτυχιακό τίτλο νομικών επιστημών το 2009 και στη συνέχεια αναγορεύτηκε καθηγητής νομικής το 2013 στο Uniwersytet śląski. Το 1998, στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής ενασχόλησής του, μετέβη στο Jesus College του Cambridge (Ηνωμένο Βασίλειο) ως «Visiting Scholar», κατόπιν δε στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Βέλγιο) το 1999 και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας (Ιταλία) το 2003.

Το 2001 έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο του Katowice και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα μέχρι το 2008. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε μέλος της ομάδας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της επιτροπής του πολωνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κωδικοποίηση του αστικού δικαίου.

Άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Υπουργού στο Γραφείο της Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Πολωνία) από το 2008 έως το 2009, και εν συνεχεία άσκησε καθήκοντα στο πολωνικό Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ 2010 και 2013. Κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ετών εκπροσώπησε την Πολωνική Κυβέρνηση σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιθυμώντας να διατηρήσει την επαφή του με τον τομέα της πανεπιστημιακής έρευνας, διετέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας πολλών νομικών περιοδικών, συγγράφοντας παράλληλα πολυάριθμες δημοσιεύσεις στον τομέα του ευρωπαϊκού και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

Ο M. Szpunar διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 23 Οκτωβρίου 2013 και ασκεί καθήκοντα πρώτου γενικού εισαγγελέα από τις 11 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου της Trier
  • Αντεπιστέλλον μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Συγκριτικού Δικαίου
  • Μέλος της Ευρωπαϊκής Ομάδας Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου
  • Μέλος της της ερευνητικής ομάδας «Acquis Group» για το ιδιωτικό δίκαιο που ισχύει στην Ένωση
  • Μέλος του European Law Institute
  • Μέλος της Επιτροπής νομικών και οικονομικών επιστημών της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος του Κολεγίου της Ευρώπης, στο Κολέγιο της Ευρώπης στο Natolin (Πολωνία)
  • Μέλος του επιστημονικού γνωμοδοτικού συμβουλίου του προγράμματος με τίτλο «Le droit procédural comparé et la justice» (Το συγκριτικό δικονομικό δίκαιο και η δικαιοσύνη) του Max Planck Institute Luxembourg for International, European and Regulatory Procedural Law· μέλος του Segment 15 «Cross-border and the international dimensions»
  • Σύμβουλος για το πρόγραμμα του European Law Institute με τίτλο «Concept and Role of Courts in Family and Succession Matters»
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής των ακόλουθων νομικών περιοδικών: Europejski Przegląd Sądowy, Kwartalnik Prawa Prywatnego, Nowa Europa – Przegląd Natoliński, University of Warsaw Journal of Comparative Law, Problemy Współczesnego Prawa Międzynarodowego, Europejskiego i Porównawczego, ERA Forum – Journal of the Academy of European Law, The e-Competition Bulletin, Polski Proces Cywilny και Zeszyty Naukowe Uniwersytetu Jagiellońskiego – Prace z Prawa Własności Intelektualnej
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Krzyż Oficerski Orderu Odrodzenia Polski (σταυρός του Αξιωματικού του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας)
Siniša Rodin
Siniša Rodin
Πρόεδρος του ογδόου τμήματος
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς στο 1963 στο Ζάγκρεμπ (Κροατία), ο Siniša Rodin έλαβε πτυχίο νομικής από το Sveučilište u Zagrebu (Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, Κροατία) το 1987 και συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου έλαβε το 1992 Master of Laws από το University of Michigan (Πανεπιστήμιο του Michigan). Αφού επέστρεψε στην Κροατία, συνέχισε τις σπουδές του στο Sveučilište u Zagrebu, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής το 1995. Από το 2001 έως το 2002 ήταν μέλος του διδακτικού προσωπικού του Harvard University (Πανεπιστημίου του Harvard, Ηνωμένες Πολιτείες) ως Fulbright Fellow και Visiting Scholar.

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1987 στο Sveučilište u Zagrebu ως αναπληρωτής καθηγητής. Από το 2003 είχε στο πανεπιστήμιο αυτό θέση καθηγητή του δικαίου της Ένωσης, ενώ το 2006 του ανατέθηκε η έδρα Jean-Monnet, το δε 2011 η έδρα αυτή του ανατέθηκε ad personam. Το 2012 ανέλαβε καθήκοντα προσκεκλημένου καθηγητή στο Cornell Law School (νομική σχολή του Πανεπιστημίου Cornell, Ηνωμένες Πολιτείες). Κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο S. Rodin δημοσίευσε πολλές εργασίες που συμβάλλουν στη διάδοση του δικαίου της Ένωσης στην Κροατία.

Μεταξύ 2006 και 2011 ο S. Rodin μετέσχε στην κροατική ομάδα εργασίας που καθόρισε το διαπραγματευτικό πλαίσιο και τη διαδικασία προσχώρησης της Κροατίας στην Ένωση, όντας παράλληλα, από το 2009 έως το 2010, μέλος της κροατικής επιτροπής για τη συνταγματική μεταρρύθμιση και πρόεδρος της ομάδας εργασίας για την προσχώρηση της Κροατίας στην Ένωση.

Πρώτος Κροάτης δικαστής που διορίστηκε στο Δικαστήριο, ο S. Rodin ασκεί τα καθήκοντά του σε αυτό από τις 4 Ιουλίου 2013.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου της World Jurist Association (WJA) (Ουάσιγκτον DC, Ηνωμένες Πολιτείες)
  • Μέλος του ακαδημαϊκού συμβουλίου της Νομικής Σχολής του Università del Salento (Πανεπιστημίου του Salento, Ιταλία)
Andreas Kumin
Andreas Kumin
Πρόεδρος του έκτου τμήματος
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1965 στο Graz (Αυστρία), ο Andreas Kumin πραγματοποίησε τις νομικές σπουδές του στο Karl-Franzens-Universität Graz (Πανεπιστήμιο του Graz, Αυστρία), από το οποίο και έλαβε, διαδοχικώς, πτυχίο νομικών σπουδών το 1987 και διδακτορικό δίπλωμα νομικών σπουδών το 1990. Το ίδιο πανεπιστήμιο του χορήγησε πτυχίο μεταφραστικών επιστημών το 1988. Στο πλαίσιο της καταρτίσεώς του ως δημόσιος υπάλληλος επέλεξε το 1991 τη Γαλλία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ENA, Γαλλία), από την οποία αποφοίτησε το 1992 με τίτλο σπουδών στην κατεύθυνση «Διεθνής κύκλος σπουδών μεγάλης διάρκειας στη δημόσια διοίκηση».

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας το 1990, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι το 1994, αρχικώς στη Νομική Υπηρεσία και εν συνεχεία στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής και Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ολοκλήρωσης. Από το 1994 έως το 2000 κατείχε θέση συμβούλου στη Μόνιμη Αποστολή της Αυστρίας στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών και σε εξειδικευμένους οργανισμούς στη Γενεύη (Ελβετία). Από το 2000 έως το 2019 συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας, αρχικώς ως προϊστάμενος της μονάδας «Νομικά ζητήματα του πρώτου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και εν συνεχεία, από το 2005 έως το 2019, ασκώντας καθήκοντα προϊσταμένου του Τμήματος ευρωπαϊκού δικαίου.

Συνέγραψε πολυάριθμες δημοσιεύσεις στο δίκαιο της Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας ως εντεταλμένου διδασκαλίας, από το 2007, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου του Leopold-Franzens-Universität Innsbruck (Πανεπιστήμιο του Innsbruck, Αυστρία), εν συνεχεία δε μεταξύ άλλων ως λέκτορα, από το 2012 έως το 2018, στην Diplomatische Akademie Wien (Ανωτάτη Σχολή Διεθνών Σπουδών της Βιέννης, Αυστρία) και, από το 2014, ως συνυπευθύνου πλειόνων σεμιναρίων στο Wirtschaftsuniversität Wien (Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης, Αυστρία). Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από το 2014 έως το 2019, απασχολήθηκε δυνάμει συμβάσεως ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού Δικαίου του Karl-Franzens-Universität Graz, όπου, μετά τον διορισμό του ως επίτιμου καθηγητή το 2020, εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα.

Ο Α. Kumin διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2019 και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Τακτική συμμετοχή, κατόπιν προσκλήσεως του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστρίας, στις συνόδους του «Beirat für Europarecht» (άτυπου γνωμοδοτικού συμβουλίου για το ευρωπαϊκό δίκαιο)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Επίτιμος καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου του Karl-Franzens-Universität Graz (2020)
Niilo Jääskinen
Niilo Jääskinen
Πρόεδρος του ενάτου τμήματος
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1958 στο Mikkeli (Φινλανδία), ο Niilo Jääskinen έλαβε πτυχίο Νομικής το 1980, στη συνέχεια δε, το 1982, μεταπτυχιακό δίπλωμα Νομικής από το Helsingin yliopisto (Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, Φινλανδία). Το 2008 έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορος Νομικής από το πανεπιστήμιο αυτό. Η κλίση του για τη διδασκαλία εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, διορίστηκε δε εντεταλμένος διδασκαλίας του δικαίου στο Helsingin yliopisto ήδη από το 1980, θέση που διατήρησε μέχρι το 1986.

Το 1983 άσκησε επί ένα έτος καθήκοντα παρέδρου καθώς και έκτακτου δικαστή στο Rovaniemen kihlakunnanoikeus (πρωτοδικείο του Rovaniemi, Φινλανδία). Αφού κατέλαβε, από το 1987 έως το 1989, θέση νομικού συμβούλου στο φινλανδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, διορίστηκε προϊστάμενος του Τμήματος ευρωπαϊκού δικαίου του υπουργείου αυτού, υπηρεσία την οποία διηύθυνε από το 1990 έως το 1995. Εξάλλου, διετέλεσε νομικός σύμβουλος στο φινλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ των ετών 1989 και 1990. Ως υπεύθυνος για τα νομικά και θεσμικά ζητήματα, μετέσχε στις διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πριν καταλάβει, από το 1995 έως το 2000, τις θέσεις του συμβούλου και του γραμματέα ευρωπαϊκών υποθέσεων στη μείζονα επιτροπή του φινλανδικού Κοινοβουλίου.

Κληθείς να υπηρετήσει τη φινλανδική Δικαιοσύνη, ο Ν. Jääskinen άσκησε από το 2000 έως το 2002 καθήκοντα έκτακτου δικαστή στο Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία), δικαστήριο στο οποίο θήτευσε ως δικαστής από το 2003 έως το 2009.

Ανέλαβε καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2009, λειτούργημα το οποίο άσκησε μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2015. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα δικαστή στο Korkein hallinto-oikeus από το 2015 έως το 2019, στο οποίο υπηρέτησε ως Αντιπρόεδρος από το 2018 έως το 2019.

Ο Ν. Jääskinen διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2019 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της νομικής σχολής του Helsingin yliopisto
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης πρώτης τάξεως του Τάγματος του Λέοντος της Φινλανδίας (1994)
  • Σταυρός του Ταξιάρχη του Τάγματος του Λευκού Ρόδου της Φινλανδίας (2008)
  • Μετάλλιο της Αξίας για τριάντα έτη στην υπηρεσία του κράτους (2018)
  • Σταυρός του Ταξιάρχη πρώτης τάξεως του Τάγματος του Λευκού Ρόδου της Φινλανδίας (2019)
Dimitrios Gratsias
Δημήτριος Γρατσίας
Πρόεδρος του δεκάτου τμήματος
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1957 στην Αθήνα, ο Δημήτριος Γρατσίας έλαβε πτυχίο Νομικής από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1980, καθώς και μεταπτυχιακό Diplôme d’Études Approfondies (DEA) στο δημόσιο δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Paris I, Panthéon-Sorbonne (Γαλλία) το 1981. Το επόμενο έτος έλαβε τίτλο σπουδών στο κοινοτικό δίκαιο από το Πανεπιστημιακό Κέντρο Κοινοτικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (Πανεπιστήμιο Paris I, Γαλλία).

Το 1985 ο Δ. Γρατσίας άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου άσκησε καθήκοντα Εισηγητή έως το 1992. Στη συνέχεια, το 1992, προήχθη σε Πάρεδρο και κατόπιν σε Σύμβουλο της Επικρατείας το 2005. Παράλληλα με τα καθήκοντα αυτά, το 1998 ορίστηκε για επίκουρο μέλος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου δύο έτη (1998 και 1999), ενώ το έτος 2006 διετέλεσε μέλος του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας. Το έτος 2008 χρημάτισε μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Κατά το δικαστικό έτος 2009-2010, άσκησε καθήκοντα επιθεωρητή Διοικητικών Δικαστηρίων.

Μεταξύ 1994 και 1996, ο Δ. Γρατσίας εργάστηκε στο Δικαστήριο ως εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Γεωργίου Κοσμά.

Ο Δ. Γρατσίας διετέλεσε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο από τις 25 Οκτωβρίου 2010 έως τις 6 Οκτωβρίου 2021 και άσκησε στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο καθήκοντα προέδρου τμήματος επί δύο διαδοχικές θητείες, από τις 18 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019. Ασκεί καθήκοντα δικαστή στο Δικαστήριο από τις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου
Miroslav Gavalec
Miroslav Gavalec
Πρόεδρος του ογδόου τμήματος
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1961 στο Zlín (Τσεχοσλοβακία), ο Miroslav Gavalec έλαβε καταρχάς δίπλωμα μηχανολόγου μηχανικού στους τομείς των θερμικών μηχανών και του πυρηνικού εξοπλισμού από το České vysoké učení technické v Praze (Πολυτεχνείο Πράγας, Τσεχοσλοβακία) και άσκησε διάφορα καθήκοντα στον κλάδο της πυρηνικής ενέργειας από το 1986 έως το 1991.

Λόγω του ενδιαφέροντός του για τις κοινωνικές επιστήμες, σπούδασε από το 1990 έως το 1995 στη Νομική Σχολή του Univerzita Komenského v Bratislave (Πανεπιστημίου Comenius της Μπρατισλάβας, Σλοβακία), από το οποίο έλαβε το 1995 πτυχίο Νομικής «Magister» και κατόπιν τον τίτλο του Διδάκτορα Νομικής (PhD) το 2010.

Το 2001 διορίστηκε δικαστής εμπορικών και οικογενειακών διαφορών και δικαστής διοικητικών διαφορών στο Okresný súd Bratislava III (πρωτοβάθμιο δικαστήριο επαρχίας Μπρατισλάβα III, Σλοβακία). Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 2005, οπότε και ανέλαβε καθήκοντα στο Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), στο οποίο διετέλεσε αρχικώς δικαστής του τμήματος διοικητικών διαφορών και, από το 2009, πρόεδρος του 1ου τμήματος διοικητικών διαφορών.

Παράλληλα με τη δικαστική του σταδιοδρομία, ο M. Gavalec άσκησε επίσης διδακτικές δραστηριότητες. Μεταξύ των ετών 2005 και 2011 διετέλεσε εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ινστιτούτο Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων της Paneurópska vysoká škola (Ανώτατης πανευρωπαϊκής σχολής, Σλοβακία).Από το 2006 έως το 2014 υπήρξε εντεταλμένος διδασκαλίας στα Ινστιτούτα διοικητικού και ιδιωτικού δικαίου της Paneurópska vysoká škola.

Ο M. Gavalec διετέλεσε επίσης μέλος του Φόρουμ των Δικαστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Περιβάλλον από το 2005 έως το 2020 και της Ένωσης Ευρωπαίων Διοικητικών Δικαστών από το 2006 έως το 2015.

Ο M. Gavalec διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Juliane Kokott
Juliane Kokott
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1957 στην Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), η Juliane Kokott σπούδασε νομικά στο Universität Bonn (Πανεπιστήμιο της Βόννης, Γερμανία) και στο université de Genève (Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Ελβετία) από το 1976 έως το 1982. Κάτοχος υποτροφίας Fulbright, συνέχισε τις σπουδές της στο American University, Washington DC (Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, Ηνωμένες Πολιτείες), από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο LL.M το 1983. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, άρχισε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Universität Heidelberg (Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Γερμανία) και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 1985. Το Harvard University (Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Ηνωμένες Πολιτείες) της απένειμε τον ίδιο τίτλο το 1990. Επιπλέον, το 1985, έλαβε το δίπλωμα της Διεθνούς Ακαδημίας Συνταγματικού Δικαίου που εδρεύει στην Τύνιδα.

Η J. Kokott άρχισε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία της ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο University of California, Berkeley (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, Ηνωμένες Πολιτείες), το 1991. Συνέχισε τη σταδιοδρομία της στη Γερμανία, ως καθηγήτρια γερμανικού και αλλοδαπού δημοσίου δικαίου, διεθνούς δικαίου και ευρωπαϊκού δικαίου στο Universität Augsburg (Πανεπιστήμιο του Augsburg) το 1992, στο Universität Heidelberg το 1993 και στο Heinrich-Heine-Universität Düsseldorf (Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Düsseldorf) από το 1994 έως το 1999. Το 1999 της ανετέθη έδρα καθηγήτριας στο Universität St. Gallen (Πανεπιστήμιο του St. Gallen, Ελβετία), όπου δίδαξε διεθνές δίκαιο, διεθνές οικονομικό δίκαιο και ευρωπαϊκό δίκαιο. Ακολούθως, το 2000, διετέλεσε διευθύντρια του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου του Universität St. Gallen, στη συνέχεια δε, από το 2001 έως το 2003, αναπληρώτρια διευθύντρια του προγράμματος ειδικεύσεως στο οικονομικό δίκαιο του ίδιου πανεπιστημίου.

Περαιτέρω, συνεργάστηκε με τη Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία τη διόρισε, το 1995, αναπληρωματική δικαστή στο Διεθνές Δικαστήριο Συμβιβασμού και Διαιτησίας του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Το 1996, διορίστηκε αντιπρόεδρος της Wissenschaftliche Beirat «Globale Umweltveränderungen» der Bundesregierung (WBGU) (Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως σχετικά με τις Περιβαλλοντικές Αλλαγές, Γερμανία).

Η J. Kokott διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2003. Άσκησε καθήκοντα πρώτης γενικής εισαγγελέα από το 2006 έως το 2007.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της διευθύνουσας επιτροπής του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών (Master) της Νομικής Σχολής του université du Luxembourg (Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου)
  • Ιδρύτρια και Πρόεδρος (από κοινού με τον καθηγητή Pasquale Pistone, IBFD) της Ομάδας εργασίας της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου για το διεθνές φορολογικό δίκαιο (φάση 1: τα δικαιώματα του υποκειμένου στον φόρο· φάση 2: διασύνδεση και διεθνές φορολογικό σύστημα· φάση 3: εφαρμογή του διεθνούς φορολογικού δικαίου)
  • Μέλος των γνωμοδοτικών συμβουλίων της Deutsche Steuerjuristische Gesellschaft (Γερμανικής Εταιρίας Φορολογικού Δικαίου), των Berliner Steuergespräche (Φορολογικών Ημερίδων του Βερολίνου) και της Steuerrechtswissenschaftliche Vereinigung (Επιστημονικής Ένωσης Φορολογικού Δικαίου, Χαϊδελβέργη) (Ιδρυτικό μέλος)
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Max Planck για το φορολογικό δίκαιο και τα δημόσια οικονομικά
  • Συμμετοχή στο πρόγραμμα μεντορικής «Geh deinen Weg» της Deutschland Stiftung Integration και στο πρόγραμμα Minerva-Femmenet (πρόγραμμα μεντορικής της εταιρίας Max Planck για τις νέες γυναίκες επιστήμονες)
  • «Πρέσβειρα της Sarre»
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Κάτοχος του βραβείου Dr. Otto Schmidt-Preis zur Förderung der Europäisierung und Internationalisierung des Rechts (2020)
Alexander Arabadjiev
Alexander Arabadjiev
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1949 στο Blagoevgrad (Βουλγαρία), ο Alexander Arabadjiev ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στο Sofiyski universitet «Sv. Kliment Ohridski» (Πανεπιστήμιο Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας», Βουλγαρία) και έλαβε το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο αυτό το 1972.

Το 1975 διορίστηκε δικαστής στο Rayonen sad Blagoevgrad (πρωτοδικείο του Blagoevgrad, Βουλγαρία) και υπηρέτησε στο δικαστήριο αυτό μέχρι το 1983, οπότε διορίστηκε στο Okrazhen sad Blagoevgrad (εφετείο του Blagoevgrad, Βουλγαρία) μέχρι το 1986. Στη συνέχεια διορίστηκε στο Varhoven Sad (Ανώτατο Δικαστήριο, Βουλγαρία) μεταξύ 1986 και 1991, χρημάτισε δε μέλος του Konstitutsionen sad (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία) από το 1991 έως το 2000. Ακόμη, διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το 1997 έως το 1999.

Μεταξύ των ετών 2001 και 2006 ανέστειλε προσωρινώς τη δικαστική του σταδιοδρομία για να ασχοληθεί απερίσπαστα με τη διαδικασία προσχώρησης της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία στην οποία μετέσχε ενεργά ως μέλος του βουλγαρικού Κοινοβουλίου, αλλά και ως παρατηρητής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τον Αύγουστο του 2005 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006. Από το 2002 έως το 2003 μετέσχε, ως μέλος της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης, στην εκπόνηση στρατηγικών απαντήσεων στις προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της διεύρυνσης του 2004.

Στις 12 Ιανουαρίου 2007, μερικές ημέρες μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο A. Arabadjiev διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο και ασκεί έκτοτε τα καθήκοντα αυτά. Εκλέχθηκε πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του και ασκεί τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο από τις 9 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής της ένωσης Balgarska asotsiatsia po pravo na Evropeyskia sayuz
  • Πρόεδρος της Οργανωτικής επιτροπής του Συνεδρίου «2022» της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE), που θα διεξαχθεί στη Βουλγαρία
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο «Stara Planina, πρώτης τάξεως» (διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας της 18ης Δεκεμβρίου 2009)
Manuel Campos Sánchez-Bordona
Manuel Campos Sánchez-Bordona
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1950 στη Zafra (Ισπανία), ο Manuel Campos Sánchez-Bordona έλαβε το 1972 πτυχίο νομικής αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Universidad de Sevilla (Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, Ισπανία) και στο Universidad de Granada (Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, Ισπανία). Άρχισε τη δικαστική του σταδιοδρομία ως εισαγγελέας στην Audiencia Provincial de Palma de Mallorca (επαρχιακό δικαστήριο της Palma de Mallorca, Ισπανία) και στην Audiencia Provincial de Sevilla (επαρχιακό δικαστήριο της Σεβίλλης, Ισπανία) από το 1977 έως το 1982.

Συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως δικαστής στο τμήμα διοικητικών διαφορών του Tribunal Superior de Justicia de Canarias (Ανώτατου Δικαστηρίου των Καναρίων, Ισπανία), της Audiencia Nacional (Ανώτερου Ειδικού Δικαστηρίου, Ισπανία), του Tribunal Superior de Justicia de Andalucía (Ανώτατου Δικαστηρίου της Ανδαλουσίας, Ισπανία) και του Tribunal Superior de Justicia de Cantabria (Ανώτατου Δικαστηρίου της Cantabria, Ισπανία). Από το 1989 έως το 1994 άσκησε στο πλαίσιο του δικαστηρίου αυτού καθήκοντα προέδρου τμήματος διοικητικών διαφορών.

Από το 1995 έως το 1999 ήταν εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Dámaso Ruiz-Jarabo Colomer στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ από το 1999 έως το 2015 άσκησε καθήκοντα δικαστή στο τμήμα διοικητικών διαφορών του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ισπανία).

Παράλληλα με τα καθήκοντα αυτά, ο M. Campos Sánchez-Bordona ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ενώσεως ανώτατων διοικητικών δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ACA-Europe) από το 2006 έως το 2014.

Διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2015.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Junta Electoral Central (κεντρικής εκλογικής επιτροπής, Ισπανία) από το 2012 έως το 2015
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista de Derecho Comunitario Europeo
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista General de Derecho Europeo
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επιθεώρησης Revista Española de Derecho Europeo
Eugene Regan
Eugene Regan
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1952 στο Kilcoon (Ιρλανδία), ο Eugene Regan πραγματοποίησε τις σπουδές του στο University College Dublin (πανεπιστημιακό κολέγιο του Δουβλίνου, Ιρλανδία), από το οποίο και έλαβε πτυχίο πολιτικών και οικονομικών επιστημών το 1974 και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (master) πολιτικής οικονομίας το 1975. Συμπλήρωσε τον κύκλο σπουδών του με master διεθνούς και συγκριτικού δικαίου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Βέλγιο) το 1979.

Το 1975, άσκησε επί ένα έτος τα καθήκοντα οικονομικού αναλυτή στην Irish Farmers’ Association (IFA) (Ένωση Ιρλανδών Γεωργών, Δουβλίνο). Από το 1975 έως το 1979, άσκησε διάφορες δραστηριότητες σχετικές με την προστασία των ιρλανδικών γεωργικών κλάδων, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Γραφείου της IFA στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Από το 1980 έως το 1984 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Irish Meat Exporters Association (Ένωσης εξαγωγέων κρέατος της Ιρλανδίας). Κατόπιν ενός χρονικού διαστήματος, μεταξύ 1985 και 1988, κατά το οποίο διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Επιτρόπου Peter Sutherland, αρμόδιου για τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επανήλθε, από το 1989 έως το 1995, στις σχετικές με τον γεωργικό τομέα δραστηριότητες, ως γενικός διευθυντής ενός σημαντικού φορέα της ιρλανδικής αγοράς εμπορίας κρέατος.

Ο E. Regan είναι Barrister στην Honourable Society of King’s Inns (Δουβλίνο) από το 1985 και, έχοντας εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο Ιρλανδίας, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα υπό την ιδιότητα του Barrister από το 1995 έως το 2005, κατόπιν δε με τον τίτλο του Senior Counsel από το 2005 έως το 2015. Από το 2007 έως το 2011 υπήρξε επίσης μέλος της Seanad (Ιρλανδικής Γερουσίας).

Ο E. Regan διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2015. Εξελέγη από τους συναδέλφους του πρόεδρος τμήματος στις 9 Οκτωβρίου 2018.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Διευθυντής του Irish Centre for European Law, Δουβλίνο (Ιρλανδία)
  • Bencher of the Honorable Society of King’s Inns, Δουβλίνο (Ιρλανδία)
Nuno José Cardoso da Silva Piçarra
Nuno José Cardoso da Silva Piçarra
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Nuno Piçarra γεννήθηκε το 1957 στη Sintra (Πορτογαλία) και σπούδασε νομικά στο Universidade de Lisboa (Πανεπιστήμιο Λισσαβώνας, Πορτογαλία). Έλαβε το πτυχίο του το 1980 και μεταπτυχιακό τίτλο (Master) το 1986. Κατόπιν, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Universidade Nova de Lisboa (Νέο Πανεπιστήμιο Λισσαβώνας, Πορτογαλία) και το 2003 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής.

Κατά την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία του, εργάστηκε πρώτα ως βοηθός στη Νομική Σχολή του Universidade de Lisboa από το 1981 έως το 1986 και κατόπιν ως επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Universität des Saarlandes (Πανεπιστημίου του Saarland, Γερμανία) από το 1987 έως το 1996. Στο Universidade Nova de Lisboa κατείχε θέση επίκουρου καθηγητή Νομικής από το 2003 έως το 2008 και θέση αναπληρωτή καθηγητή από το 2008 έως το 2018. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης καθηγητής στο Universidad Pontificia Comillas (Παπικό Πανεπιστήμιο Comillas, Ισπανία) από το 2014 έως το 2018. Στο πλαίσιο της συστηματικής ενασχόλησής του με την επιστημονική έρευνα, έχει συγγράψει πολυάριθμες επιστημονικές δημοσιεύσεις σε θέματα συνταγματικού δικαίου, καθώς και στους τομείς του δικαίου της Ένωσης που αφορούν ειδικότερα τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και το θεσμικό δίκαιο.  

Το 1986 ο N. Piçarra ανέλαβε για πρώτη φορά υπηρεσία στο Δικαστήριο. Άσκησε καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού έως το 1987 και στη συνέχεια καθήκοντα αναθεωρητή από το 1987 έως το 1990. Το 1990 διορίστηκε εισηγητής στο γραφείο του προέδρου του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) José Luís da Cruz Vilaça, με τον οποίο συνεργάστηκε έως το 1995, και κατόπιν εντάχθηκε στο γραφείο του δικαστή Rui Manuel Gens de Moura Ramos έως το 1996.

Από το 1996 έως το 1999 διετέλεσε, κατ’ εντολήν της κυβέρνησης της χώρας του, εθνικός συντονιστής στο Υπουργείο Εξωτερικών της Πορτογαλίας για τις υποθέσεις ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και μέλος της επιτροπής K4 του Συμβουλίου και μέλος της Κεντρικής Ομάδας της μόνιμης δομής διαβούλευσης των συμφωνιών του Σένγκεν.

Από το 2004 έως το 2018 υπήρξε εκπρόσωπος της Πορτογαλίας στο δίκτυο ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (δίκτυο FreSsco) καθώς και μέλος του ακαδημαϊκού δικτύου νομικών μελετών σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο στην Ευρώπη (ακαδημαϊκό δίκτυο Odysseus). Από το 2015 έως το 2018 χρημάτισε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εδρεύει στη Βιέννη (Αυστρία).

Στις 8 Οκτωβρίου 2018 ο N. Piçarra διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Συνδιοργανωτής και γενικός εισηγητής του 28ου συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE), που διεξήχθη στο Εστορίλ (Πορτογαλία) από τις 23 έως τις 26 Μαΐου 2018.
Jean Richard de la Tour
Jean Richard de la Tour
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1959 στο Dorat (Γαλλία), ο Jean Richard de la Tour έλαβε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Paris II (Γαλλία) το 1982, πριν συνεχίσει τις επαγγελματικές σπουδές του στην εθνική σχολή δικαστών (Bordeaux, Γαλλία), από το 1984 έως το 1986.

Διορισθείς δικαστής το 1986, αρχίζει την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο tribunal d’instance de Limoges (πρωτοδικείο της Limoges, Γαλλία), όπου άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι το 1988, πριν καταλάβει, από το 1988 έως το 1996, θέση δικαστικού λειτουργού στην κεντρική υπηρεσία του γαλλικού Υπουργείου Δικαιοσύνης στη διεύθυνση αστικών υποθέσεων και δικαιοσύνης. Μεταξύ των ετών 1996 και 2004, ήταν σύμβουλος εισηγητής στο Cour de cassation (Ανώτατο Δικαστήριο) (Παρίσι, Γαλλία).

Ο J. Richard de la Tour διήνυσε στη συνέχεια ένα μέρος της σταδιοδρομίας του στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο ανέλαβε υπηρεσία το 2004, ασκώντας μέχρι το 2006 καθήκοντα υπεύθυνου για τη γλωσσική επιμέλεια των αποφάσεων στη γαλλική γλώσσα. Από το 2006 έως 2012 άσκησε καθήκοντα εισηγητή στο γραφείο της δικαστή Pernilla Lindh και, στη συνέχεια, του δικαστή Carl Gustav Fernlund.

Το 2012 επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του επ’ ευκαιρία του διορισμού του ως εισαγγελέα στο τμήμα εργατικών υποθέσεων του Cour de cassation (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Άσκησε τα καθήκοντά του παράλληλα με εκείνα του ειδικού συνεργάτη του γενικού εισαγγελέα του Cour de cassation μέχρι το 2017. Στη συνέχεια διορίστηκε πρώτος γενικός εισαγγελέας του τμήματος εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και οικονομικών υποθέσεων του Cour de cassation, θέση την οποία κατείχε από το 2017 έως το 2020.

Μεταξύ των ετών 1998 και 2002, παράλληλα με τα δικαστικά καθήκοντά του, ήταν μέλος της επιτροπής εκθέσεων και μελετών του Cour de cassation και της επιτροπής αναθεωρήσεων ποινικών αποφάσεων του Cour de cassation από το 1999 έως το 2004. Από το 2016 έως το 2020, ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Institut national des formations notariales (Εθνικού ινστιτούτου συμβολαιογραφικών σπουδών, Γαλλία).

Ο J. Richard de la Tour είναι γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο από τις 23 Μαρτίου 2020.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (2016)
Athanasios Rantos
Αθανάσιος Ράντος
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Αθανάσιος Ράντος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα και έλαβε πτυχίο Nομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1976. Το 1990 έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδικεύσεως στο ευρωπαϊκό δίκαιο από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (Βέλγιο). Το 1992 διετέλεσε «Fellow» στο Διεθνές Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [Γενεύη (Ελβετία) και Στρασβούργο (Γαλλία)].

Το 1978 άσκησε επί ένα έτος το επάγγελμα του δικηγόρου Αθηνών, πριν διοριστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας: Μεταξύ του 1979 και του 2020 άσκησε διαδοχικώς στο δικαστήριο αυτό καθήκοντα Εισηγητή, Παρέδρου (από το 1984) και στη συνέχεια Συμβούλου (από το 1996), διετέλεσε Αντιπρόεδρος (από το 2009) και κατόπιν Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά περιόδους, από το 2000 έως το 2020 χρημάτισε μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και, από το 2011 έως το 2020, πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, ενώ από το 1996 έως το 2020 διετέλεσε μέλος και Πρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Από το 2011 έως το 2020 άσκησε καθήκοντα προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου μελών Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Εκτός των δικαιοδοτικών καθηκόντων του, ο Α. Ράντος ανέλαβε πολλές φορές καθήκοντα προέδρου νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Υπήρξε μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων. Ωθούμενος από την κλίση του προς τη διδασκαλία, δίδαξε ευρωπαϊκό δίκαιο και διοικητικό δίκαιο στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης από το 1990 έως το 1994, καθώς και στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών από το 1995 έως το 2016. Η ενασχόλησή του με ευρύ φάσμα νομικών ζητημάτων αποτυπώθηκε σε πλήθος ερευνητικών εργασιών και επιστημονικών συμβολών σε συνέδρια, πολλές από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί.

Ο Α. Ράντος διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 και έκτοτε ασκεί τα καθήκοντα αυτά.

Ineta Ziemele
Ineta Ziemele
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1970 στη Jelgava (Λεττονία), η Ineta Ziemele έλαβε το 1993 πτυχίο νομικής από το Latvijas Universitāte (Πανεπιστήμιο της Λεττονίας), το οποίο συμπλήρωσε, το ίδιο έτος, με κατάρτιση σχετική με τη μελέτη του αμερικανικού νομικού συστήματος, του δικαίου και της πολιτικής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και με τις πολιτικές επιστήμες στο Aarhus Universitet (Πανεπιστήμιο του Aarhus, Δανία). Έλαβε στη συνέχεια μεταπτυχιακό διεθνούς δικαίου στο Lunds Universitet (Πανεπιστήμιο του Lund, Σουηδία) το 1994 και περάτωσε τις σπουδές της στο Cambridge University (Πανεπιστήμιο του Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο), όπου υποστήριξε το 1999 τη διδακτορική της διατριβή στον τομέα του δικαίου.

Άρχισε την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως κοινοβουλευτική βοηθός στο λεττονικό Κοινοβούλιο από το 1990 έως το 1992, πριν καταλάβει θέση συμβούλου στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων του λεττονικού Κοινοβουλίου από το 1992 έως το 1995. Διορισθείσα σύμβουλος του Λεττονού Πρωθυπουργού το 1995, άσκησε επίσης τα καθήκοντα αυτά στο πλαίσιο της γενικής διεύθυνσης δικαιωμάτων του ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο (Γαλλία) από το 1999 έως το 2001.

Εξάλλου, η Ι. Ziemele άσκησε εκπαιδευτικές δραστηριότητες από το 1993, με την ιδιότητα της πανεπιστημιακής βοηθού, στο τμήμα νομικής και πολιτικής θεωρίας καθώς και στο τμήμα διεθνούς δικαίου και δικαίου της θάλασσας του Latvijas Universitāte. Στο πανεπιστήμιο αυτό ήταν στη συνέχεια, μέχρι το 1999, εντεταλμένη διδασκαλίας στον τομέα του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, συνέστησε δε το Ινστιτούτο δικαιωμάτων του ανθρώπου του Latvijas Universitāte, το οποίο διηύθυνε μέχρι το ίδιο έτος. Παράλληλα, ήταν καθηγήτρια «Söderberg» και, στη συνέχεια, προσκεκλημένη καθηγήτρια στη Rīgas Juridiskā augstskola (ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας, Λεττονία) όπου κατείχε, από το 2001, έδρα καθηγήτριας διεθνούς δικαίου και δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από το 2001 έως το 2005, δίδαξε επίσης στο Ινστιτούτο Raoul Wallenberg του Lunds universitet ως προσκεκλημένη καθηγήτρια.

Η δικαστική σταδιοδρομία της Ι. Ziemele άρχισε το 2005, με τον διορισμό της ως δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, καθήκοντα τα οποία άσκησε επίσης ως πρόεδρος τμήματος μέχρι το 2014. Διορισθείσα δικαστής στο Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο, Λεττονία) το 2015, ήταν πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού από το 2017 έως το 2020.

Από το 2017 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Λεττονίας, με την οποία συνεργάζεται μέσω εργασιών νομικών ερευνών, όντας συγγραφέας πολλών δημοσιεύσεων.

Η Ι. Ziemele διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 6 Οκτωβρίου 2020, καθήκοντα τα οποία ασκεί έκτοτε.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Αντεπιστέλλον μέλος της λεττονικής Ακαδημίας Επιστημών
  • Αρχισυντάκτρια του «Baltic Yearbook of International Law»
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο Triju Zvaigžņu ordenis (τέταρτης κλάσης) (Λεττονία) (2014)
  • Βραβείο του Υπουργικού Συμβουλίου (Λεττονία) για τη σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη του λεττονικού δικαιικού συστήματος, την ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και για το έργο της στη νομική επιστήμη (2016)
  • Τιμητικό μετάλλιο πρώτου βαθμού του δικαστικού συστήματος (Λεττονία) (2018)
  • Τιμητικό δίπλωμα απονεμηθέν από τη περιφέρεια Jelgava (Λεττονία) (2018)
Jan Passer
Jan Passer
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Jan Passer γεννήθηκε το 1974 στην Πράγα (Τσεχοσλοβακία). Σπούδασε στο Universita Karlova (Πανεπιστήμιο του Καρόλου, Τσεχική Δημοκρατία), απ’ όπου έλαβε πτυχίο Νομικής, και συνέχισε τις σπουδές του στο Stockholms universitet (Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, Σουηδία), απ’ όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών το 2000. Το 2007 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής του Universita Karlova.

Από το 1997 άσκησε δικαστικά καθήκοντα στη χώρα καταγωγής του, αρχικώς ως πάρεδρος στο Městský soud v Praze (Πρωτοδικείο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), θέση την οποία κατείχε έως το 2001, κατόπιν ως δικαστής στο Obvodní soud pro Prahu 2 (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας αριθ. 2, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2001 έως το 2005. Από το 2005 έως το 2016 διετέλεσε δικαστής στο Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία).

Έχοντας αποκομίσει πλούσια πείρα από την πρακτική ενασχόλησή του με τη νομική επιστήμη, ο J. Passer στράφηκε προς τη διδασκαλία, μεταξύ άλλων ως εντεταλμένος διδασκαλίας του δικαίου της Ένωσης στο Universita Karlova από το 2001 έως το 2003, στο Masarykova univerzita (Πανεπιστήμιο Masaryk, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2006 έως το 2016 και στο Univerzita Palackého v Olomouci (Πανεπιστήμιο Palacký του Olomouc, Τσεχική Δημοκρατία) από το 2014 έως το 2016. Έχοντας ως εφόδιο την εμπειρία που απέκτησε, δίδαξε επίσης δίκαιο στη Δικαστική Ακαδημία της Τσεχικής Δημοκρατίας από το 2001 έως το 2016.

Ο J. Passer διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. Παρέμεινε μέλος του Γενικού Δικαστηρίου επί τέσσερα έτη και κατόπιν, στις 6 Οκτωβρίου 2020, διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο όπου ασκεί σήμερα τα καθήκοντά του.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Ιδρυτικό μέλος της Česká společnost pro evropské a srovnávací právo (Τσεχικής Εταιρίας Ευρωπαϊκού και Συγκριτικού Δικαίου)
Nicholas Emiliou
Νικόλας Αιμιλίου
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς στην Αμμόχωστο (Κύπρος), ο Νικόλας Αιμιλίου σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ελλάδα), από το οποίο έλαβε πτυχίο Νομικής το 1986. Συνέχισε τις σπουδές του στο London School of Economics and Political Science (Σχολή Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο) από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στο ευρωπαϊκό δίκαιο το 1987. Το 1991 απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορος Νομικής από το University College London (University College του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο).

Στο πανεπιστήμιο αυτό άρχισε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία ως αναπληρωτής ερευνητής, από το 1988 έως το 1991. Ακολούθως, ανέλαβε καθήκοντα διδασκαλίας ευρωπαϊκού δικαίου στο University of Southampton (Πανεπιστήμιο του Southampton, Ηνωμένο Βασίλειο) από το 1991 έως το 1993 και, στη συνέχεια, στο Queen Mary and Westfield College, University of London (Queen Mary and Westfield College, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο), από το 1993 έως το 1994. Mεταξύ 1995 και 1997, κατείχε την έδρα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Jean Monnet στο University of Durham (Πανεπιστήμιο του Durham, Ηνωμένο Βασίλειο). Από το 1994 έως το 1997, παράλληλα με τις δραστηριότητες αυτές, ο Ν. Αιμιλίου διετέλεσε επίτιμος διευθυντής έρευνας (Honorary Senior Research fellow) του University College London και ειδικός σύμβουλος του Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου.

Μεταξύ 1997 και 1998, διετέλεσε πληρεξούσιος υπουργός στο Τμήμα Ευρωπαϊκής Ένωσης του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου και στη συνέχεια, από το 1998 έως το 1999, Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από το 1999 έως το 2002 ο Ν. Αιμιλίου διετέλεσε έκτακτος και πληρεξούσιος πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιρλανδία.

Μεταξύ 2002 και 2004, άσκησε καθήκοντα Μονίμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και εκπροσώπου της Κυπριακής Κυβερνήσεως στις υποθέσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το 2004 διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2008.

Το 2008 ο Ν. Αιμιλίου διορίστηκε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου, άσκησε δε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2012.

Μεταξύ 2012 και 2017, διετέλεσε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη, πριν κληθεί και πάλι να ασκήσει τα καθήκοντα του Μονίμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από το 2017 έως το 2021. Μετείχε επίσης στην Ομάδα Διαιτητών του Μονίμου Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης (Κάτω Χώρες), από το 1995 έως το 2016.

Ο Ν. Αιμιλίου διορίστηκε γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO)
  • Μέλος της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου (κυπριακό παράρτημα)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Knight Commander with Star, Order of St. Gregory the Great, Βατικανό (2010)
Zoltán Csehi
Zoltán Csehi
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1965 στη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), ο Zoltán Csehi έλαβε πτυχίο νομικών σπουδών από το Eötvös Loránd Tudományegyetem (Πανεπιστήμιο Loránd Eötvös, Ουγγαρία) το 1990 και δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (Master of Laws) από το το Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg (Πανεπιστήμιο Ruprecht Karl της Χαϊδελβέργης, Γερμανία) το 1991. Πραγματοποίησε διδακτορικές σπουδές στο Eötvös Loránd Tudományegyetem και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 2004. Έλαβε επίσης πτυχίο στην Ιστορία της Τέχνης από το πανεπιστήμιο του Eötvös Loránd Tudományegyetem το 1992.

Αφού έγινε δεκτός στον δικηγορικό σύλλογο Βουδαπέστης, άσκησε δικηγορία στην Ουγγαρία από το 1995 έως το 2016. Παράλληλα με τη δραστηριότητά του ως δικηγόρου, διορίστηκε διαιτητής στο Pénz és Tőkepiaci Állandó Választottbíróság (Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο Χρηματοπιστωτικών Αγορών και Αγορών Κεφαλαίων, Ουγγαρία) και ad hoc διαιτητής από το 2004 έως το 2016.

Ο Z. Csehi δίδαξε, εξάλλου, δίκαιο ως αναπληρωτής καθηγητής, από το 1991 έως το 2005, κατόπιν δε ως καθηγητής, από το 2005 έως το 2016, στο Eötvös Loránd Tudományegyetem. Δίδαξε, επίσης, στο Pázmány Péter Katolikus Egyetem (Καθολικό Πανεπιστήμιο Péter Pázmány, Ουγγαρία), υπό την ιδιότητα του διευθυντή του Τμήματος εμπορικού δικαίου από το 2007 έως το 2013, και ως καθηγητής από το 2013. Εν συνεχεία, άσκησε καθήκοντα διευθυντή του Τμήματος ιδιωτικού και εμπορικού δικαίου από το 2013 έως το 2016 και καθηγητή επιφορτισμένου με ερευνητικά καθήκοντα στο ιδιωτικό και εμπορικό δίκαιο από το 2017, καθώς και διευθυντή του Τμήματος αστικού δικαίου από το 2018. Από το 2013 είναι επισκέπτης καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών (Γαλλία).

Ο Z. Csehi διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2016. Άσκησε καθήκοντα στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο επί πέντε έτη και κατόπιν διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Εκδότης του Magyar Kereskedelmi Jogi Évkönyv
  • Συνεκδότης του περιοδικού Polgári Jog
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Alapítvány Az Új Polgári Törvénykönyvért
  • Μέλος του Magyar Tudományos Akadémia Köztestülete
  • Μέλος της Gesellschaft für Rechtsvergleichung e.V.
  • Μέλος της Magyar-Német Jogász Egyesület
Octavia Spineanu-Matei
Octavia Spineanu-Matei
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1967 στην πόλη Vălenii de Munte (Ρουμανία), η Octavia Spineanu-Matei έλαβε πτυχίο Νομικής από το Universitatea Alexandru Ioan Cuza din Iași (πανεπιστήμιο Alexandru Ioan Cuza του Ιασίου, Ρουμανία) (με διάκριση) το 1990 και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής στο Academia de Poliție «Alexandru Ioan Cuza» (Aστυνομική Ακαδημία Alexandru Ioan Cuza, Ρουμανία).

Το 1991 άρχισε την επαγγελματική σταδιοδρομία της ως δικαστής στο Judecătoria Sectorului 4 București (πρωτοδικείο του τομέα 4 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) όπου άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 1996. Από το 1996 έως το 1999 διετέλεσε δικαστής στο Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία), χρημάτισε δε πρόεδρος του πολιτικού τμήματος του δικαστηρίου αυτού μεταξύ 1997 και 1999. Διορίστηκε δικαστής στο Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) από το 1999 έως το 2005 και πρόεδρος πολιτικού τμήματος από το 1999 έως το 2003, στη συνέχεια δε δικαστής στο Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) από το 2006 έως το 2016.

Από το 2006 έως το 2016, η Ο. Spineanu-Matei υπήρξε εξωτερικό μέλος του διευρυμένου τμήματος προσφυγών του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στο Μόναχο (Γερμανία).

Από το 1997, συμμετείχε επίσης ενεργώς στην κατάρτιση των Ρουμάνων δικαστικών λειτουργών ως εκπαιδεύτρια στο Institutul Național al Magistraturii (Εθνικό Ινστιτούτο Δικαστών, Ρουμανία), του οποίου διετέλεσε επίσης μέλος του επιστημονικού συμβουλίου και κατόπιν, από το 2011 έως το 2016, διευθύντρια. Μετείχε εξάλλου στο διοικητικό συμβούλιο της Școala Națională de Grefieri (Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων, Ρουμανία). Από το 2012 έως το 2016, υπήρξε μέλος της Σχολής διδακτορικών σπουδών του Universitatea din București (Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, Ρουμανία). Από κοινού συγγραφέας πολλών έργων και συντάκτρια πολυάριθμων άρθρων στον νομικό τομέα, έχει πραγματοποιήσει συχνές παρεμβάσεις σε εθνικά και διεθνή συνέδρια.

Η Ο. Spineanu-Matei διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. Υπηρέτησε στο Γενικό Δικαστήριο επί πέντε έτη και στη συνέχεια διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της επιτροπής εξωτερικών επιμελητών του νομικού περιοδικού EuroQuod, το οποίο εκδίδεται από το Institutul Național al Magistraturii
  • Μέλος της επιστημονικής συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Revista Română de dreptul proprietății intelectuale, το οποίο εκδίδεται από την Asociația Științifică de Dreptul Proprietății Intelectuale
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ιππότης του Ordinul Național „Pentru Merit” (Εθνικού Τάγματος της Αξίας) (απονομή από τον Πρόεδρο της Ρουμανίας για την πολύτιμη συμβολή της στη διαμόρφωση της νομολογίας και τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης) (2000)
Tamara Ćapeta
Tamara Ćapeta
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1967 στο Ζάγκρεμπ (Κροατία), η Tamara Ćapeta άρχισε τις σπουδές της στο Sveučilište u Zagrebu (πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, Κροατία), από το οποίο έλαβε πτυχίο Νομικής το 1991. Συνέχισε τις σπουδές της στο Κολέγιο της Ευρώπης (Collège d’Europe) στη Bruges (Βέλγιο) από όπου, το 1993, έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα (master) εξειδικευμένων ευρωπαϊκών σπουδών. Αφού επέστρεψε στο Sveučilište u Zagrebu, εκπόνησε διδακτορική διατριβή και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 2001.

Η T. Ćapeta άρχισε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1992 ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κροατίας, στο Τμήμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στο Τμήμα των οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών με έδρα στην Ευρώπη. Μεταξύ των ετών 1994 και 1997, πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο Institut za razvoj i međunarodne odnose (Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη και τις Διεθνείς Σχέσεις, Κροατία).

Άρχισε την ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία το 1997, ως πανεπιστημιακή βοηθός στο Τμήμα εμπορικού δικαίου και δικαίου του διεθνούς εμπορίου της Σχολής Οικονομικών του Sveučilište u Zagrebu. Το 2002 αναγορεύθηκε καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Sveučilište u Zagrebu, υπήρξε δε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Τμήματος Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου της σχολής αυτής.

Από το 2013 έως το 2014, η T. Ćapeta διορίστηκε προϊσταμένη της μονάδας μετάφρασης κροατικής γλώσσας στη Γενική Διεύθυνση Πολυγλωσσίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν δε ανέλαβε εκ νέου τη διδακτική της δραστηριότητα στο Sveučilište u Zagrebu. Από το 2015 έως το 2021, διετέλεσε προϊσταμένη του Τμήματος ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου και διευθύντρια του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο ευρωπαϊκό δίκαιο του εν λόγω πανεπιστημίου. Το 2018 ιδρύει το Κέντρο Αριστείας Jean Monnet, του οποίου αντικείμενο είναι η έρευνα σχετικά με το κράτος δικαίου, ασκώντας εκεί καθήκοντα συντονίστριας από το 2018 έως το 2021.

H T. Ćapeta έχει συγγράψει πολυάριθμες δημοσιεύσεις στον τομέα του δικαίου της Ένωσης. Υπήρξε ιδρύτρια διεθνούς νομικού περιοδικού για το δίκαιο της Ένωσης, του μόνου που υφίσταται σήμερα στην Κροατία, διετέλεσε δε αρχισυντάκτριά του από το 2010 έως το 2015. Παράλληλα με τη διδακτική της δραστηριότητα στο Sveučilište u Zagrebu, διετέλεσε προσκεκλημένη καθηγήτρια δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής της Νομικής Σχολής του Indiana University (Πανεπιστημίου της Ιντιάνα, Ηνωμένες Πολιτείες) και, στη συνέχεια, το 2016, στο University of Pittsburgh (Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, Ηνωμένες Πολιτείες) και στο ZZhōngguó Zhèngfǎ Dàxué (Κινεζικό Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Νομικών Επιστημών, Κίνα). Παρέδωσε επίσης μαθήματα δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο προγραμμάτων συνεχιζόμενης κατάρτισης δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων της Κροατίας, τα οποία διοργανώθηκαν από την Pravosudna akademija (Δικαστική Ακαδημία, Κροατία) και την Državna škola za javnu upravu (Κρατική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Κροατία).

Το 2020, η T. Ćapeta διορίστηκε από μεικτή επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να μετάσχει ως μέλος στην ειδική ομάδα διαιτησίας για τη Συμφωνία Αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, καθήκοντα τα οποία έπαυσε να ασκεί κατόπιν του διορισμού της ως γενικής εισαγγελέα στο Δικαστήριο.

Η T. Ćapeta διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Hrvatske udruge za europsko pravo (CROSEL)
  • Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου (FIDE)
  • Μέλος του University Association for Contemporary European Studies (UACES)
  • Μέλος του Hrvatski pravni center (HPC)
  • Μέλος της Ένωσης πρώην σπουδαστών του Κολεγίου της Ευρώπης
  • Μέλος της Κροατικής Ένωσης πρώην σπουδαστών του Κολεγίου της Ευρώπης
  • Μέλος της Κροατικής Ένωσης πρώην υποτρόφων Fulbright
  • Μέλος της Hrvatske udruge za studij Europske unije (CEUSA)
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του Croatian Yearbook of European Law and Policy
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Collana di Diritto per l’Economia del Dipartimento di Studi economico-aziendali e Diritto per l’Economia — του Università degli Studi di Milano-Bicocca
Laila Medina
Laila Medina
Γενική εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείσα το 1971 στην Jelgava (Λεττονία), η Laila Medina σπούδασε στο IMO International Maritime Law Institute (Ινστιτούτο Διεθνούς Ναυτικού Δικαίου του ΔΟΝ, Μάλτα) και το 1995 έλαβε δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (master) στο Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο από το πανεπιστήμιο αυτό. Στη συνέχεια, το 2002, έλαβε δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών (master) στο δίκαιο της Ένωσης από τη Rīgas Juridiskā augstskola (Ανώτατη Νομική Σχολή της Ρίγας, Λεττονία).

Το 1995 ανέλαβε καθήκοντα στο λεττονικό Υπουργείο Μεταφορών ως προϊσταμένη του Νομικού Τμήματος και ως αναπληρώτρια διευθύντρια της Διεύθυνσης Ναυτιλίας. Άσκησε τα εν λόγω καθήκοντα στο υπουργείο αυτό έως το 2002, οπότε και διορίστηκε σύμβουλος του Υφυπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο.

Από το 2004 έως το 2005, η L. Medina κατείχε τη θέση της αναπληρώτριας προϊσταμένης της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην Καγκελαρία της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

Το 2005 ανέλαβε καθήκοντα στο λεττονικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ως διευθύντρια του Τμήματος Σχεδιασμού Πολιτικής. Από το 2006 ανέλαβε, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθήκοντα αναπληρώτριας Υφυπουργού Τομεακής Πολιτικής, κατόπιν δε καθήκοντα αναπληρώτριας Υφυπουργού για την Πολιτική του Δικαίου από το 2009 έως το 2021.

Η σταδιοδρομία της L. Medina περιλαμβάνει επίσης εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Μεταξύ των ετών 1998 και 2006 υπήρξε εντεταλμένη διδασκαλίας ευρωπαϊκού δικαίου και θεσμικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Valsts Régcācijas skola (Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Λεττονία). Το 2012 παρέδωσε μαθήματα σε δικαστικούς λειτουργούς και συμβολαιογράφους στο πλαίσιο προγραμμάτων κατάρτισης σχετικά με τον κανονισμό Ρώμη III. Τέλος, το 2008 έγινε μέλος του συμβουλίου του Τμήματος Νομικής της Biznesa augstskola Turība (Ανώτατης Εμπορικής Σχολής «Turība», Λεττονία).

Η L. Medina διορίστηκε γενική εισαγγελέας στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2021.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της Eiropas Savienības tiesību asociācija
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Μετάλλιο τιμής τρίτης τάξης του δικαιοδοτικού συστήματος της Δημοκρατίας της Λεττονίας: για την υποδειγματική, έντιμη και καινοτόμο άσκηση επίσημων καθηκόντων στον τομέα της δικαιοσύνης, καθώς και για την ανάπτυξη των γνώσεων και του επαγγελματισμού των προσώπων που μετέχουν στο δικαιοδοτικό σύστημα (2011)
Bernardus (Ben) Maria Polycarpus Smulders
Bernardus (Ben) Maria Polycarpus Smulders
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1960 στη Χάγη (Κάτω Χώρες), ο Bernardus (Ben) Maria Polycarpus Smulders έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο νομικών σπουδών από το Universiteit Leiden (Πανεπιστήμιο του Leiden, Κάτω Χώρες) το 1983. Συνέχισε τις σπουδές του στο London School of Economics and Political Science (Σχολή Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο) από όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο νομικών σπουδών το 1984. Το 2010 παρακολούθησε προγράμματα κατάρτισης στο London Business School (Ηνωμένο Βασίλειο), το 2011 στο INSEAD Fontainebleau (Γαλλία) και το 2018 στο Stanford Business School (ΗΠΑ).

Το 1985 ο B. Smulders άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος στον δικηγορικό σύλλογο του Άμστερνταμ και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 1990.

Εντάχθηκε στη Νομική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1991 όπου και εργάστηκε, έως το 1994, στην ομάδα «Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ελευθερία εγκατάστασης, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, φορολογία, τελωνειακή ένωση και Οικονομική και Νομισματική Ένωση» και στην ομάδα «Έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων και αντιντάμπινγκ».

Ο B. Smulders συνέχισε τη σταδιοδρομία του στην Επιτροπή ως μέλος του ιδιαίτερου γραφείου του Hans van den Broek, Επιτρόπου αρμόδιου για τις εξωτερικές σχέσεις και τη διεύρυνση (1995-1999), του Frits Bolkestein, Επιτρόπου αρμόδιου για την εσωτερική αγορά, τη φορολογία και την Τελωνειακή Ένωση (1999-2000) και του Προέδρου Romano Prodi (2000-2004). Από το 2004 έως το 2008 υπήρξε προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου της Neelie Kroes, Επιτρόπου αρμόδιας για τον ανταγωνισμό, και στη συνέχεια κύριος νομικός σύμβουλος, υπό την ιδιότητα του διευθυντή, στην ομάδα «Θεσμικά όργανα και Οικονομική και Νομισματική Ένωση» της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής (2008-2014). Έγινε προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του Πρώτου Αντιπροέδρου της Επιτροπής Frans Timmermans (2014-2019) και στη συνέχεια κύριος νομικός σύμβουλος, υπό την ιδιότητα του διευθυντή, στην ομάδα «Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και εμπορική πολιτική» της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής (2020-2022). Από το 2022 έως το 2024 διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής, όπου ήταν αρμόδιος για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων.

Από το 2012 άσκησε σε μη τακτική βάση καθήκοντα αναπληρωτή δικαστή στο τμήμα αστικών και εμπορικών διαφορών του Gerechtshof Den Haag (εφετείου Χάγης, Κάτω Χώρες), χειριζόμενος, μεταξύ άλλων, υποθέσεις σχετικές με την ευθύνη του κράτους σε περίπτωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, με το δημόσιο διεθνές δίκαιο ή με ζητήματα ασυλίας εκτελέσεως τρίτων χωρών. Εκτός αυτού, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, κυρίως στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, ως εντεταλμένος διδασκαλίας στο Fondazione Collegio Europeo di Parma (Ευρωπαϊκό Κολλέγιο της Πάρμας, Ιταλία) από το 2003 καθώς και στο Université Paris-Panthéon-Assas (Πανεπιστήμιο Παρισιού Panthéon-Assas, Γαλλία) από το 2019 και ως επισκέπτης καθηγητής στο Vrije Universiteit Brussel (Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, Βέλγιο) καθώς και στο Collège d’Europe de Bruges (Κολλέγιο της Ευρώπης της Bruges, Βέλγιο) από το 2013. Δίδαξε επίσης στο Universiteit van Amsterdam (Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) και στο Radboud Universiteit Nijmegen (Πανεπιστήμιο Radboud του Nijmegen, Κάτω Χώρες) από το 1994 έως το 2005. Από το 2002 έως το 2022, ο B. Smulders διετέλεσε μέλος και, στη συνέχεια, πρόεδρος του curatorium (επιστημονικού συμβουλίου) του Europa Instituut της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Leiden. Από το 2008 έως το 2024 ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του Common Market Law Review.

Έχει συγγράψει πολλά έργα και άρθρα ιδίως στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, του θεσμικού δικαίου, της προστασίας του κράτους δικαίου, της εσωτερικής αγοράς και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Ο B. Smulders διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2024.

Dean Spielmann
Dean Spielmann
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1962 στο Λουξεμβούργο (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), ο Dean Spielmann έλαβε πτυχίο Νομικής από το Université catholique de Louvain (Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν, Βέλγιο) και συνέχισε τις σπουδές του στο Fitzwilliam College του University of Cambridge (Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Ηνωμένο Βασίλειο), του οποίου ανακηρύχθηκε Master of Laws το 1990.

Άσκησε δικηγορία, ως μέλος του δικηγορικού συλλόγου Λουξεμβούργου, από το 1989 έως το 2004, ενώ παράλληλα ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία διδάσκοντας Ποινικό Δίκαιο, Δίκαιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Δικονομικό Δίκαιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εργάστηκε ως βοηθός ερευνών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν από το 1991 έως το 1997 και ως εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου από το 1996 έως το 2006. Μεταξύ του 1997 και του 2009 εργάστηκε επίσης ως εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Νανσύ 2 (Université Nancy II, Γαλλία) και κατά τα έτη 2017 και 2018 δίδαξε στο Institut d'études politiques de Paris (Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, Γαλλία). 

Έχει συγγράψει πληθώρα βιβλίων και επιστημονικών άρθρων και έχει διατελέσει μέλος επιστημονικών επιτροπών και συντακτικών επιτροπών πολλών νομικών περιοδικών. 

Το 2000 διορίστηκε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για τα δικαιώματα του ανθρώπου στο Λουξεμβούργο, ιδιότητα που διατήρησε έως το 2004. Από το 2002 έως το 2004 διετέλεσε επίσης μέλος της επιτροπής δικαιωμάτων του ανθρώπου και της επιτροπής ποινικού δικαίου του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE), καθώς και μέλος του δικτύου ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Διορίστηκε δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο (Γαλλία) το 2004, του οποίου εν συνεχεία έγινε πρόεδρος τμήματος το 2011, Αντιπρόεδρος το 2012 και Πρόεδρος από το 2012 έως το 2015. 

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της επιτροπής του λουξεμβουργιανού τμήματος της Association Henri Capitant des amis de la culture juridique française
  • Μέλος της επίτιμης επιτροπής του Fondation René Cassin - Institut international des droits de l’homme
  • Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Observatoire luxembourgeois de droit européen (OLDE)
  • Συνιδρυτής και συνεκδότης του νομικού περιοδικού Annales du droit luxembourgeois
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Revue de droit pénal et de criminologie
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού European Review of Private Law
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Droit des affaires – Het Ondernemingsrecht (DAOR)
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Annuaire international des droits de l’homme
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Revue trimestrielle des droits de l'homme (Βέλγιο)
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της συλλογής αποφάσεων του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη γερμανική γλώσσα (N.P. Engel Verlag)
  • Μέλος της συντακτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Kritische Vierteljahresschrift für Gesetzgebung und Rechtswissenschaft
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Rivista do Instituto Brasileiro de Direitos Humanos
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Revue de la faculté de droit de l’Universidade Federal do Maranhão (UFMA)
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του νομικού περιοδικού Journal européen des droits de l’homme
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του νομικού περιοδικού «The ECHR Law Review», University of Liverpool
  • Μέλος του Institut Grand-Ducal, τμήμα Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (Λουξεμβούργο)
  • Μέλος του Cambridge Society of Luxembourg
  • Μέλος του Oxford and Cambridge Club (Λονδίνο)
  • Μέλος του Herbert Howells Society
  • Μέλος του Royal College of Organists
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Επίτιμος διδάκτωρ του Yerevani Petakan Hamalsaran (2013)
  • Επίτιμος καθηγητής του University College London (Πανεπιστήμιο Λονδίνου) (2013)
  • Honorary Bencher του Gray’s Inn, Λονδίνο (2013)
  • Honorary Fellow του Fitzwilliam College, Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ (2013)
  • Μεγαλόσταυρος του Τάγματος των Ιπποτών της Sainte Agathe (Άγιος Μαρίνος) (2014)
  • Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής, Γαλλία (2015)
  • Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας του Λουξεμβούργου (2015)
  • Eπίτιμος διδάκτωρ του Universitatea din București (Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου) (2015)
  • Επίτιμος διδάκτωρ του Universitatea Babeș-Bolyai (Πανεπιστήμιο Cluij-Napoca) (2015)
  • Επίτιμος διδάκτωρ (Hon. LL.D.) του University College London (Πανεπιστήμιο Λονδίνου) (2016)
Massimo Condinanzi
Massimo Condinanzi
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1964 στην Biella (Ιταλία), ο Massimo Condinanzi έλαβε πτυχίο νομικών σπουδών στο Università degli Studi di Genova (Πανεπιστήμιο Γένοβας, Ιταλία) το 1988. Το 1993 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ στο δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Università degli Studi di Bologna (Πανεπιστήμιο Μπολόνιας, Ιταλία).

Ο M. Condinanzi άρχισε την πανεπιστημιακή επαγγελματική σταδιοδρομία του το 1990 ως βοηθός διδακτικού και επιστημονικού έργου στο Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του Università degli Studi di Milano (Πανεπιστημίου Μιλάνου, Ιταλία), καθήκοντα τα οποία άσκησε έως το 1996. Από το 1996 έως το 1998 κατείχε θέση ερευνητή διεθνούς δικαίου στην ίδια σχολή.

Το 1997 ανέλαβε υπηρεσία στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως εισηγητής, αρχικώς στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Giuseppe Tesauro και εν συνεχεία στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Antonio Saggio.

Αφού επέστρεψε στην Ιταλία το 1998, δίδαξε διεθνές δίκαιο στο Università di Bologna, ως αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς δικαίου, και δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παράρτημα της Πιατσέντσα του Università Cattolica del Sacro Cuore (Καθολικού Πανεπιστημίου της Ιεράς Καρδίας, Ιταλία). Από το 2001 έως το 2004 δίδαξε στο Università degli Studi di Genova, εν συνεχεία δε, από το 2004 έως το 2005, στη Νομική Σχολή του Università degli Studi di Milano. Στην εν λόγω σχολή ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής του δικαίου της Ένωσης το 2005, όπου και διδάσκει έκτοτε ως κάτοχος της έδρας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της έδρας του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου. Από το 2014 έως το 2018, πάντοτε στην ίδια Νομική Σχολή, διατέλεσε συντονιστής του τομέα διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τμήμα ιταλικού και υπερεθνικού δημοσίου δικαίου. Υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas (Γαλλία), στο Πανεπιστήμιο Montesquieu Bordeaux IV (Γαλλία), στο Universitatea «Alexandru Ioan Cuza» din Iași (Πανεπιστήμιο Alexandru Ioan Cuza του Ιασίου, Ρουμανία) και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (Ελβετία). Διατέλεσε μέλος και εισηγητής επιτροπών διδακτορικών διατριβών, ιδίως στον τομέα του δικονομικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas, στο Πανεπιστήμιο Montesquieu Bordeaux IV και στο Πανεπιστήμιο του Montpellier (Γαλλία).

Λόγω του ενδιαφέροντος το οποίο είχε ανέκαθεν για το δικονομικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διευθύνει τη Revue du contentieux européen από το 2023.

Από το 2016 έως το 2018 και από το 2019 έως το 2023, υπήρξε συντονιστής της Ειδικής Ομάδας για την περάτωση των διαδικασιών λόγω παραβάσεως, στην Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Από το 2005 ασκεί επίσης τη δικηγορία, ως μέλος των δικηγορικών συλλόγων Biella και Μιλάνου, και συμμετέχει υπό την εν λόγω ιδιότητα στην εκδίκαση πολλών υποθέσεων ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

Παράλληλα με τις ως άνω δραστηριότητες είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA) στο Trier (Γερμανία), καθώς και διδάσκων και, εν συνεχεία, από το 2018, βασικός διδάσκων στη Scuola Superiore della Magistratura (Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, Ιταλία).

Ο M. Condinanzi έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα συγγράμματα και άρθρα, ιδίως στον τομέα του δικαίου της Ένωσης, και έχει συμμετάσχει, συχνά ως διοργανωτής, σε πολλά εθνικά και διεθνή νομικά συνέδρια. Το 2017 συνέβαλε στην επιμέλεια σύνταξης του πρώτου, όσον αφορά την ιταλική γλώσσα, συγγράμματος με αντικείμενο τον κατ’ άρθρον σχολιασμό των Κανονισμών Διαδικασίας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Από το 2017 έως το 2023 διατέλεσε επίσης συντονιστής ερευνητικής μονάδας με σκοπό την υλοποίηση ερευνητικού προγράμματος εθνικού ενδιαφέροντος (PRIN 2017) το οποίο φέρει τον τίτλο «Dove va l’Europa ? (Πού οδεύει η Ευρώπη;)».

Ο M. Condinanzi διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2024.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Ιδρυτής και υπεύθυνος εκδόσεως της Revue du contentieux européen
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Rivista italiana di diritto pubblico comunitario
  • Μέλος της διευθύνουσας επιτροπής του νομικού περιοδικού Eurojus
  • Μέλος της Associazione Italiana degli Studiosi di Diritto dell’Unione europea (AISDUE)
  • Μέλος της Association Française d'Éudes Européennes (AFÉE)
  • Μέλος της Società Italiana di Diritto Internazionale e dell’Unione europea (SIDI)
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Κάτοχος της απονεμηθείσας ad personam έδρας Jean Monnet «Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης: ένδικη προστασία και ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων», Università degli Studi di Milano (2009-2012)
  • Κάτοχος της απονεμηθείσας ad personam έδρας Jean Monnet «Chi ha paura dell’Europa ? (Ποιος φοβάται την Ευρώπη;)», Università degli Studi di Milano (2017-2020)
Fredrik Schalin
Fredrik Schalin
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1964 στη Στοκχόλμη (Σουηδία), ο Fredrik Schalin έλαβε πτυχίο Νομικής από το Stockholms universitet (Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης, Σουηδία) το 1991, ενώ από το université de Paris I Panthéon-Sorbonne (Πανεπιστήμιο του Παρισιού I, Γαλλία) έλαβε, το 1990, πτυχίο Νομικής και, το 1994, δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στο Κοινοτικό και Ευρωπαϊκό δίκαιο.

Διετέλεσε εισηγητής στο Södertälje tingsrätt (πρωτοδικείο Södertälje, Σουηδία) από το 1991 έως το 1993 και στη συνέχεια στο Svea hovrätt (εφετείο Svea, Στοκχόλμη, Σουηδία) από το 1994 έως το 1995. Θήτευσε ως δικαστής στο Gotlands tingsrätt (πρωτοδικείο Gotland, Σουηδία) καθώς και στο Norrtälje tingsrätt (πρωτοδικείο Norrtälje, Σουηδία) από το 1995 έως το 1996 και, στη συνέχεια, στο Svea hovrätt από το 1996 έως το 1997.

Το 1997 ανέλαβε τη θέση του αναπληρωτή γραμματέα της κοινοβουλευτικής επιτροπής του σουηδικού Υπουργείου Οικονομικών, πριν διοριστεί νομικός σύμβουλος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στο σουηδικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1999.

Το 1998 εισήλθε στην υπηρεσία του Δικαστηρίου ως εισηγητής στο γραφείο του δικαστή Hans Ragnemalm και άσκησε εκ νέου τα καθήκοντα εισηγητή, από το 1999 έως το 2006, στο γραφείο του δικαστή Stig von Bahr.

Επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του, ο F. Schalin εργάσθηκε ως νομικός από το 2006 έως το 2008 και, μετά την είσοδό του στον Δικηγορικό Σύλλογο της Στοκχόλμης το 2008, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 2009 επανεντάχθηκε στο δικαστικό σώμα ως δικαστής και στη συνέχεια ως πρόεδρος τμήματος στο Södertörns tingsrätt (πρωτοδικείο Södertörn, Σουηδία), όπου προήδρευσε έως το 2016.

Επιπλέον, παρέδιδε μαθήματα στο Stockholms universitet από το 2006 έως το 2008 και στη συνέχεια στην Domstolsakademin (Ακαδημία των σουηδικών δικαστηρίων) από το 2011.

Andrea Biondi
Andrea Biondi
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Né en 1965 à Florence (Italie), Andrea Biondi étudie à l'Università degli Studi di Firenze (université de Florence, Italie), où il obtient une maîtrise en droit en 1990, suivie d'un doctorat en droit comparé en 1996.

ll commence sa carrière universitaire à la University College London (University College de Londres, Royaume-Uni) en 1993, puis, entre 1994 et 1997, il intègre la University of Birmingham (université de Birmingham, Royaume-Uni). En 1997, il rejoint le King's College London (King’s College de Londres, Royaume-Uni), où il devient professeur de droit de l'Union européenne en 2006, fonctions qu’il exerce depuis lors. De 2001 à 2024, il est également directeur du Centre de droit européen au King's College London.

Tout au long de sa carrière, M. Biondi a enseigné régulièrement en tant que professeur invité dans des universités de renommé, notamment à la Libera Università Internazionale degli Studi Sociali Guido Carli « LUISS » (libre université internationale des études sociales Guido Carli, Italie), à l’Università Bocconi (université Bocconi, Italie), à l'Università degli Studi di Roma « La Sapienza » (université de Rome « La Sapienza », Italie), à la Freie Universität Berlin (université libre de Berlin, Allemande), à l’université Paris II Panthéon-Assas (France), à la Georgetown University (université de Georgetown, États-Unis) et au campus du Collège d'Europe à Natolin (Pologne).

En 2021, il est vice-président de la chambre de recours de l'Agence de coopération des régulateurs de l'énergie (ACER) de l'Union européenne.

M. Biondi a été admis au barreau italien en 2001 et intègre successivement deux cabinets d’avocat à Londres en qualité de conseiller expert entre 2003 et 2024.

Il est l'auteur de nombreux ouvrages et publications notamment sur le droit de l'Union.

M. Biondi est nommé avocat général à la Cour de justice le 7 octobre 2024.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Rédacteur général des European Monographs Series
  • Membre du conseil consultatif du Centre de droit européen au King's College London
  • Membre du comité de rédaction des Federalismi
  • Membre du comité de rédaction du Diritto ed Impresa
  • Membre du comité de rédaction du European Public Law
  • Membre du comité de rédaction du European State Aid Law Quarterly
  • Membre du comité de rédaction du Eurojus
  • Membre du comité de rédaction des Papers di Diritto Europeo
  • Membre du comité de rédaction de La Nuova Giuridica – Florence Law Review
  • Membre du comité de rédaction du Ordine Internazionale e Diritti Umani
  • Membre du comité de rédaction de la Rivista di Diritto Pubblico Comunitario
  • Membre du comité consultatif de la United Kingdom Association of European Law
  • Membre de l’Associazione Italiana di Diritto Europeo
  • Membre de l’Associazione Italiana Giuristi Europei
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Cavaliere dell’Ordine della Stella de la République italienne en reconnaissance de la promotion du prestige national de l'Italie à l'étranger et de sa carrière universitaire (2015)
Stéphane Gervasoni
Stéphane Gervasoni
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Ο Stéphane Gervasoni γεννήθηκε το 1967 στη Voiron (Γαλλία) και αποφοίτησε από το Institut d’études politiques (IEP) de Grenoble (Ινστιτούτο πολιτικών επιστημών της Grenoble, Γαλλία) το 1988 και από την École nationale d’administration (Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Γαλλία) το 1993 (Promotion Léon Gambetta).

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1993 στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Παρίσι, Γαλλία) ως εισηγητής και κατόπιν, από το 1996, ως πάρεδρος (βαθμό στον οποίο υπηρέτησε έως το 2008, οπότε προήχθη στον βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας). Υπό τις ιδιότητές του αυτές, άσκησε έως το 1997 καθήκοντα εισηγητή δικαστή στο τμήμα ενδίκων διαφορών και συγχρόνως μετείχε στη σύνθεση του τμήματος κοινωνικών και εργατικών υποθέσεων (από το 1996 έως το 1997). Παραλλήλως, άσκησε από το 1994 έως το 1996 καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου στην ειδική επιτροπή αναιρέσεων επί συνταξιοδοτικών υποθέσεων, η οποία είχε τότε προσωρινώς ενταχθεί στο Conseil d’État, και από το 1995 έως το 1997 καθήκοντα νομικού συμβούλου στο γαλλικό Υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης και στον Δήμο Παρισιού.

Το 1997 ο S. Gervasoni ανέλαβε καθήκοντα γενικού γραμματέα στον Νομό Yonne (Γαλλία), καθώς και καθήκοντα αντινομάρχη της περιοχής Auxerre, τα οποία άσκησε έως το 1999. Εν συνεχεία, υπηρέτησε στον Νομό Savoie (Γαλλία), όπου ανέλαβε από το 1999 έως το 2001 καθήκοντα γενικού γραμματέα, καθώς και καθήκοντα αντινομάρχη της περιοχής Chambéry (Γαλλία).

Έχοντας ως υπόβαθρο τα καθήκοντά του στο Conseil d’État και στη δημόσια διοίκηση, ο S. Gervasoni συνέχισε τη σταδιοδρομία του στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπου υπηρέτησε ως εισηγητής στο γραφείο του δικαστή Jean-Pierre Puissochet από το 2001 έως το 2005. Διορίστηκε δικαστής στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις 5 Οκτωβρίου 2005, πρώτη ημέρα λειτουργίας του νεοσυσταθέντος αυτού δικαιοδοτικού οργάνου. Άσκησε καθήκοντα δικαστή έως τις 6 Οκτωβρίου 2011 και διετέλεσε πρόεδρος τμήματος από τις 6 Οκτωβρίου 2008 έως τις 6 Οκτωβρίου 2011.

Επιστρέφοντας στα καθήκοντά του στο Conseil d’État, ο S. Gervasoni άσκησε από το 2011 έως το 2013 καθήκοντα αντιπροέδρου του τμήματος ενδίκων διαφορών. 

Ασχολήθηκε επίσης με τη διδασκαλία, ως λέκτορας στο Institut d’études politiques (IEP) de Paris (Ινστιτούτο πολιτικών επιστημών Παρισιού, Γαλλία) από το 1993 έως το 1995 και στο Université de Luxembourg (Πανεπιστήμιο Λουξεμβούργου) από το 2016. Διετέλεσε εξάλλου τακτικό μέλος της επιτροπής προσφυγών του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) από το 2001 έως το 2005 και μέλος της επιτροπής προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος από το 2011 έως το 2013.

Ο S. Gervasoni διορίστηκε δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013. Έχει εκλεγεί δύο φορές πρόεδρος τμήματος από τους συναδέλφους του, άσκησε δε τα καθήκοντα αυτά από τις 21 Σεπτεμβρίου 2016 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2022.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της ένωσης φοιτητών του Institut d’études politiques (IEP) de Grenoble
  • Μέλος της ένωσης φοιτητών και αποφοίτων της École nationale d’administration (ENA)
  • Μέλος της ένωσης δικαστών του Conseil d’État
  • Μέλος της Εταιρίας Συγκριτικής Νομοθεσίας
  • Μέλος της επιστημονικής επιτροπής του περιοδικού Revue universelle des droits de l’Homme
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Chevalier de la Légion d’honneur (Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, ανακηρυχθείς με διάταγμα του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας) (2012)
Niels Fenger
Niels Fenger
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Né en 1968 à Copenhague, M. Niels Fenger obtient son diplôme en droit en 1992 à la Københavns Universitet (université de Copenhague, Danemark) et son doctorat en droit en 2004 à l’Aarhus Universitet (université d'Aarhus, Danemark).

Il entame sa carrière professionnelle au ministère de la Justice danois, où il occupe le poste de chef de section au bureau de droit de l’Union européenne de 1992 à 1993 et au bureau de droit civil de 1993 à 1994. En 1994, il rejoint la Cour de justice de l’Union européenne en tant que référendaire au sein du cabinet de l’avocat général Michael Bendik Elmer.

De retour au Danemark en 1995, il enseigne, en qualité de chercheur, le droit administratif et le droit de l’Union à la Københavns Universitet. Entre 1996 et 2000, il réintègre le ministère de la Justice danois en tant que chef de section au bureau de droit constitutionnel et administratif.

En 2001, il rejoint le ministère de l’Intérieur danois en tant que chef de bureau, ayant pour tâche de contrôler la légalité des décisions municipales dans les domaines du commerce et de l’environnement. En 2002, il est nommé directeur du service juridique de l’Autorité de surveillance de l’Association européenne de libre-échange (AELE), fonctions qu’il exerce jusqu’en 2009 en représentant cette institution devant la Cour de justice de l’Union européenne et la Cour de l’AELE.

Il devient professeur en droit administratif à la Københavns Universitet en 2009, poste qu’il occupe jusqu’en 2017. Il est l’auteur de plusieurs ouvrages et de nombreux articles en matière de droit de l’Union, de droit administratif et de règles procédurales des juridictions danoises.

De 2014 à 2015, puis de 2017 à 2019, il est juge à l’Østre Landsret (cour d’appel de la région Est, Danemark).

De 2014 à 2016, il fait également partie de la commission danoise ayant pour mission de se prononcer sur la recevabilité de pourvois en matières civile et pénale.

De 2019 à 2024, M. Fenger occupe le poste d’ombudsman parlementaire danois.

M. Fenger est nommé juge à la Cour de justice le 7 octobre 2024.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Ridder af 1. grad af Dannebrogordenen (chevalier de premier rang de l’ordre de Dannebrog (2021)
Ramona Frendo
Ramona Frendo
Δικαστής
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Η Ramona Frendo γεννήθηκε το 1971 στη Μάλτα και κατάγεται από το Zejtun (Μάλτα), έλαβε πτυχίο Νομικής από το Università ta' Malta (Πανεπιστήμιο Μάλτας) το 1993 και αναγορεύτηκε σε Διδάκτορα Νομικής του ίδιου Πανεπιστημίου το 1995. Συνέχισε τις σπουδές της στο University of Cambridge (Πανεπιστήμιο Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο), από το οποίο έλαβε το 1996 μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης (master) στην Εγκληματολογία. Το 2018 συμπλήρωσε την πανεπιστημιακή της εκπαίδευση λαμβάνοντας μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο από το King’s College London (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο).

Η R. Frendo άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Μάλτας, ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1996 έως το 2019. Επιπλέον, χάρη στις νομικές γνώσεις της που καλύπτουν πολλούς τομείς του δικαίου, διετέλεσε νομική σύμβουλος στο Υπουργείο Κοινωνικής Προστασίας της Μάλτας από το 1997 έως το 1998 και νομική εμπειρογνώμων στα δικαστήρια της Βαλέττας (Μάλτα) μεταξύ 1997 και 2019, καθώς και σε διάφορες ασφαλιστικές εταιρίες από το 2006 έως το 2019.

Από το 2006 έως το 2019 υπήρξε μέλος της Εθνικής επιτροπής διαιτησίας της Μάλτας και, από το 2009 έως το 2019, μέλος της Επιτροπής απασχολήσεως της Μάλτας. Διετέλεσε μέλος της Εθνικής επιτροπής για την οικογένεια (Μάλτα) από το 2012 έως το 2013, έτος κατά το οποίο διορίστηκε επίσης μέλος της Επιτροπής για τη συνολική μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης (Μάλτα) και στη συνέχεια, μεταξύ 2014 και 2016, της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση του δικαίου (Μάλτα). Το 2016 διορίσθηκε από την Κυβέρνηση της Μάλτας ως ειδική σύμβουλος στην ομάδα εργασίας «Θεωρήσεις» του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά το πρώτο ήμισυ του 2017, προήδρευσε της εν λόγω ομάδας εργασίας στο πλαίσιο της Μαλτεζικής Προεδρίας του Συμβουλίου. 

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος των «φίλων» της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Δικαίου (ERA)
  • Μέλος της Cambridge Society of Luxembourg
  • Μέλος της Association of European Data Protection Judges
Rimvydas Norkus
Rimvydas Norkus
Γενικός Εισαγγελέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

Γεννηθείς το 1979 στο Klaipėda (Λιθουανία), ο Ι. Rimvydas Norkus έλαβε πτυχίο νομικής από το Vilniaus universitetas (Πανεπιστήμιο Βίλνιους, Λιθουανία) το 2001. Στη συνέχεια, πραγματοποίησε διδακτορικές σπουδές νομικής στο Mykolo Romerio universitetas (πανεπιστήμιο Mykolas Romeris, Λιθουανία) όπου και υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του το 2005.

Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως βοηθός δικαστικός λειτουργός στο Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) από το 1999 έως το 2000, στο οποίο άσκησε, από το 2000 έως το 2003, καθήκοντα συμβούλου του προέδρου του εφετείου. Μεταξύ 2003 και 2009, διορίστηκε διευθυντής της υπηρεσίας δικηγορικής πρακτικής του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας).

Από το 2009 έως το 2010, διετέλεσε γλωσσομαθής νομικός στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν επιστρέψει στη γενέτειρά του προκειμένου να ασκήσει εκεί τα καθήκοντα του διευθυντή του τμήματος νομικής έρευνας του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατου Δικαστηρίου της Λιθουανίας) από το 2010 έως το 2012. Διορίστηκε δικαστής στο Lietuvos apeliacinis teismas από το 2012 έως το 2013 και στη συνέχεια υπηρέτησε για ένα έτος στο Lietuvos Aukščiausiasis Teismas, δικαστήριο του οποίου υπήρξε πρόεδρος από το 2014 έως το 2019. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Lietuvos Teisėjų taryba (Δικαστικού Συμβουλίου της Λιθουανίας) από το 2016 έως το 2018.

Από το 2007 έως το 2008, ο Ι. Rimvydas Norkus αφιερώθηκε επίσης στη διδασκαλία ως αναπληρωτής καθηγητής στο Mykolo Romerio universitetas, και από το 2012 έως το 2019 δίδαξε ως καθηγητής στο Ινστιτούτο ιδιωτικού δικαίου του πανεπιστημίου αυτού. Είναι επίσης συντάκτης πολυάριθμων νομικών δημοσιεύσεων.

Μέλος σε ιδρύματα, οργανισμούς ή οργανώσεις στον νομικό, τον πνευματικό, τον καλλιτεχνικό, τον κοινωνικό, τον αθλητικό ή τον φιλανθρωπικό τομέα
  • Μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Europäische Rechtsakademie (ERA) (2020-2023)
  • Μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου του περιοδικού ERA Forum
  • Μέλος της ενώσεως «The Conference on European Restructuring and Insolvency Law»
  • Μέλος του INSOL Europe Association
Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Τάγματος του Μεγάλου Δούκα Gediminas για τη σημαντική συμβολή του στην τελειοποίηση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος και στην ανάπτυξη των νομικών επιστημών (2018)
  • Επίτιμο μέλος της νομικής σχολής του Mykolo Romerio universitetas (2019)
Alfredo Calot Escobar
Alfredo Calot Escobar
Γραμματέας
Βιογραφικό και επαγγελματική σταδιοδρομία

O Alfredo Calot Escobar γεννήθηκε το 1961 στη Βαλένθια (Ισπανία) και σπούδασε στο Universidad de Valencia (Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, Ισπανία), από όπου έλαβε πτυχίο Νομικής το 1984.

Τον Ιανουάριο του 1986 προσελήφθη από το Συμβούλιο Εμπορικών Επιμελητηρίων της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια για να ασκήσει καθήκοντα εμπορικού αναλυτή στο Γραφείο εμπορικών υποθέσεων της Ισπανίας στο Τορόντο (Καναδάς). Εργάστηκε εκεί μέχρι τις 16 Ιουλίου 1986, οπότε και ανέλαβε υπηρεσία στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο προσελήφθη μετά από επιτυχή συμμετοχή στον γενικό διαγωνισμό για την πλήρωση των πρώτων θέσεων γλωσσομαθών νομικών ισπανικής γλώσσας στη Διεύθυνση Μετάφρασης.

Το 1990 προήχθη στη θέση του αναθεωρητή νομικού όπου παρέμεινε μέχρι το 1993, οπότε και εντάχθηκε στην υπηρεσία Τύπου και Πληροφοριών του Δικαστηρίου.

Το 1995 συμμετείχε επιτυχώς σε νέο γενικό διαγωνισμό διοικητικών υπαλλήλων που διοργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατόπιν αυτού, απασχολήθηκε στη Γραμματεία της Επιτροπής Θεσμικών Υποθέσεων, όπου ανέλαβε την κατάρτιση διαφόρων νομικών εκθέσεων προς τους βουλευτές, ιδίως στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης η οποία προηγήθηκε της υπογραφής της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

Το 1996 κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα στο γραφείο του Γραμματέα του Δικαστηρίου, όπου άσκησε καθήκοντα προσωπικού συνεργάτη του Γραμματέα μέχρι το 1999, οπότε και διορίστηκε εισηγητής στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα Dámaso Ruiz-Jarabo Colomer.

Με πλούσια και πολυσχιδή πλέον επαγγελματική πείρα, επέστρεψε στη μεταφραστική υπηρεσία του Δικαστηρίου το 2000 ως προϊστάμενος του τμήματος ισπανικής γλώσσας, στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει 14 χρόνια νωρίτερα.

Το 2001 διορίστηκε Διευθυντής της Μετάφρασης, σε κομβικό χρονικό σημείο για την ιστορία της πολυγλωσσίας λόγω της επικείμενης διεύρυνσης της Ένωσης κατά δέκα νέα κράτη μέλη και, συνακόλουθα, λόγω του διπλασιασμού σχεδόν του αριθμού των επίσημων γλωσσών από 11 σε 20.

Κατόπιν μεταρρύθμισης της δομής των διοικητικών υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου, ο A. Calot Escobar διορίστηκε Γενικός Διευθυντής της Μετάφρασης τον Ιούνιο του 2007.

Στις 6 Οκτωβρίου 2010 εξελέγη Γραμματέας του Δικαστηρίου και έκτοτε κατέχει τη θέση αυτή, κατόπιν ανανέωσης της δεύτερης θητείας του μετά τη λήξη της το 2022.

Τιμητικοί τίτλοι και διακρίσεις
  • Orden del mérito civil
  • Cruz distinguida de primera clase San Raimundo de Peñafort
  • Alumni Plus Universitat de Valencia