Βλέπε τα λεπτομερή στατιστικά στοιχεία σχετικά με το Δικαστήριο
από τον Marc-André Gaudissart,
βοηθό Γραμματέα του Δικαστηρίου
Όπως κάθε χρόνο, μου δίνεται η ευκαιρία από αυτό το βήμα να σχολιάσω εν συντομία τα στατιστικά δεδομένα για το δικαιοδοτικό έργο του περασμένου έτους και να βοηθήσω, παρέχοντας τα κατάλληλα ερμηνευτικά κλειδιά, στην ανάγνωση και την κατανόηση των στοιχείων που αφορούν τις εισαχθείσες, τις εκκρεμείς και τις περατωθείσες υποθέσεις.
Μολονότι το εγχείρημα δεν είναι πάντοτε και ευτύχημα, καθώς οι διαφοροποιήσεις από χρονιά σε χρονιά είναι ενίοτε τόσο ανεπαίσθητες που η ανάδειξη αξιοπρόσεκτων εξελίξεων ή επανερχόμενων τάσεων αποβαίνει δυσχερής, το 2024 αποτελεί σαφώς εξαίρεση στον κανόνα. Από πολλές απόψεις, το έτος αυτό μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί εξαιρετικό, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, τόσο από πλευράς του αριθμού των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και από πλευράς των υποθέσεων που περατώθηκαν από το δικαιοδοτικό όργανο. Σε αμφότερα τα μέτωπα η κινητικότητα άγγιξε τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 2019, δικαιολογώντας απολύτως τη νομοθετική μεταρρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2024 και επέφερε τη μεταβίβαση μέρους της προδικαστικής αρμοδιότητας από το Δικαστήριο στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είναι πλέον αρμόδιο να απαντά στα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλουν τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης στους συγκεκριμένους τομείς που καθορίζονται στο άρθρο 50β του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Οργανισμός) [1].
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, το 2024 εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου 920 υποθέσεις. Μπορεί να μην πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό στην ιστορία του Δικαστηρίου –το 2019 εξακολουθεί να κατέχει τα πρωτεία, με 966 εισαχθείσες τότε υποθέσεις–, δεν παύει όμως να συνιστά αύξηση 12 % σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά (821 νέες υποθέσεις το 2023), χωρίς μάλιστα να υπολογίζονται οι περίπου είκοσι αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μετά την 1η Οκτωβρίου 2024 και διαβιβάστηκαν εν συνεχεία στο Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της προκαταρκτικής ανάλυσης που προβλέπεται στο άρθρο 93α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αν δεν είχε μεσολαβήσει η προαναφερθείσα μεταρρύθμιση, ο αριθμός των νέων υποθέσεων για το Δικαστήριο το 2024 θα ήταν ακόμη υψηλότερος.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων αποτέλεσαν και πάλι τη μερίδα του λέοντος των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου το 2024, με 573 –διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο– νέες προδικαστικές παραπομπές (έναντι 518 το 2023), αλλά χρήζει επίσης μνείας η άνοδος του ποσοστού που αντιπροσωπεύουν οι αιτήσεις αναιρέσεως επί του συνόλου των διαφορών ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο αριθμός τους, περιλαμβανομένων των αναιρέσεων κατά διατάξεων επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και επί αιτήσεων παρεμβάσεως, ανήλθε σε 277 το 2024, ξεπερνώντας όχι μόνον τον αντίστοιχο περσινό (231 το 2023), αλλά και το ρεκόρ του 2019 (με 266 νέες αιτήσεις αναιρέσεως εκείνο το έτος). Η αύξησή τους οφείλεται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε πλήθος αποφάσεων σε μια σειρά υποθέσεων στις οποίες δεκάδες τραπεζικά ιδρύματα είχαν στραφεί κατά του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις του οργάνου αυτού σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, με συνέπεια το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ενδιαφερόμενες τράπεζες να αμφισβητήσουν, κατ’ αναίρεση, την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Συνολικά 76 αναιρέσεις ασκήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν. Εφόσον όλες οι σχετικές διαφορές έχουν το ίδιο, κατ’ ουσίαν, αντικείμενο και οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως συμπίπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό, το Δικαστήριο, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, χαρακτήρισε ορισμένες εξ αυτών των υποθέσεων «πιλοτικές» και, με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση των υπολοίπων, εν αναμονή της έκδοσης των επικείμενων αποφάσεων στις πιλοτικές υποθέσεις.
Σε αντίθεση με τις προδικαστικές παραπομπές και τις αιτήσεις αναιρέσεως, οι ευθείες προσφυγές υποχώρησαν ελαφρώς αριθμητικά το 2024 σε σχέση με το προηγούμενο έτος (53 νέες υποθέσεις, έναντι 60 το 2023), ωστόσο αξίζει να σημειωθούν, αφενός, η πρώτη προσφυγή που κατατέθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση εξ ονόματος της Εθνοσυνέλευσης της Γαλλικής Δημοκρατίας βάσει του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας [2] και, αφετέρου, οι δύο προσφυγές λόγω παραβάσεως τις οποίες άσκησε η Επιτροπή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, βασιζόμενη στο άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Η Επιτροπή κατέθεσε τα δικόγραφα των προσφυγών στις 20 Δεκεμβρίου 2024, δηλαδή λίγες μόνον ημέρες πριν από τη λήξη της τετραετούς περιόδου για την οποία γίνεται λόγος στο ως άνω άρθρο της Συμφωνίας Αποχώρησης, και ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, αφενός, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 45 και 49 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από διάφορα άρθρα της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών [3] [4], και, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από πλείονες διατάξεις των Συνθηκών και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από τις γενικές αρχές του δικαίου, παραλείποντας να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση την οποία είχε εκδώσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Achmea [5], και να καταγγείλει τις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των κρατών μελών της Ένωσης [6].
Εκτός από ορισμένες αιτήσεις δικαστικής αρωγής ή αιτήσεις καθορισμού των δικαστικών εξόδων οι οποίες δεν χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης, αξίζει να επισημανθεί ότι, στις 13 Σεπτεμβρίου 2024, η Επιτροπή υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση γνωμοδοτήσεως με αντικείμενο τη φύση (αποκλειστική ή συντρέχουσα) της αρμοδιότητας της Ένωσης για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Σουλτανάτου του Ομάν, αφενός, και της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Είναι δε φανερό ότι η αίτηση, η οποία στηρίχθηκε στο άρθρο 218, παράγραφος 11, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον, αφού όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, πλην ενός, καθώς επίσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις επί του ερωτήματος που έθεσε η Επιτροπή.
Μια προσεκτικότερη εξέταση του αντικειμένου των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το περασμένο έτος δείχνει ότι τα πράγματα, γενικώς, δεν άλλαξαν σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Όπως και στο παρελθόν, έτσι και το 2024 πολλές υποθέσεις αφορούν τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις, την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος ή, ακόμη, την κοινωνική πολιτική και τις μεταφορές. Εκείνο όμως που θα κεντρίσει μάλλον περισσότερο την προσοχή των αναγνωστών είναι η πληθώρα υποθέσεων σχετικών με την οικονομική και νομισματική πολιτική και με τα περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και ο εντυπωσιακός αριθμός των υποθέσεων που αφορούν τον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης: 123 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 117 προδικαστικές, εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου στον συγκεκριμένο τομέα, ήτοι 40 περισσότερες απ’ ό,τι το προηγούμενο έτος. Πολλές από αυτές προέρχονται από την Ιταλία.
Παρεμπιπτόντως, χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από την ανάλυση της γεωγραφικής προέλευσης των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο το 2024. Ειδικότερα, ύστερα από μια αισθητή κάμψη στις προδικαστικές παραπομπές από τα ιταλικά δικαστήρια το 2023, ακολούθησε μια πραγματική έκρηξη το 2024, καθώς ο αριθμός τους πλησίασε τις εκατό (98, έναντι μόνον 43 το 2023), που είναι και το ρεκόρ για την Ιταλία από το 1952. Αντίστροφή πορεία καταγράφει ο αριθμός των προδικαστικών παραπομπών από τα γερμανικά δικαστήρια, δεδομένου ότι οι 66 αιτήσεις τους για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι, ως ετήσια συγκομιδή, οι λιγότερες των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων –σημειωτέον ότι ανέρχονταν σε 94 το 2023 και σε 140 τρία χρόνια νωρίτερα (2020)–, ενώ ο αριθμός των προδικαστικών παραπομπών από τα πολωνικά δικαστήρια παρέμεινε σταθερός, αφού υπέβαλαν 47 τέτοιες αιτήσεις στο Δικαστήριο το 2024 (έναντι 48 την προηγούμενη χρονιά). Ακολούθησαν, κατά σειρά, τα αυστριακά, τα βουλγαρικά και τα βελγικά δικαστήρια, με 39, 38 και 36 αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι από τις 36 αιτήσεις που προήλθαν από βελγικά δικαστήρια, οι πέντε υποβλήθηκαν από το Συνταγματικό Δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους. Το φάσμα των ζητημάτων που τίθενται με τα προδικαστικά ερωτήματά του είναι εξαιρετικά ευρύ και καλύπτει την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ή, ακόμη, το κύρος των μέτρων που έλαβε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών της ενέργειας σε μια όλως επισφαλή γεωπολιτική συγκυρία.
Τέλος, όσον αφορά τις επείγουσες διαδικασίες, παρατηρείται μια αναζωπύρωση στο μέτωπο των αιτήσεων εφαρμογής της ταχείας αλλά και της επείγουσας διαδικασίας. Πράγματι, ενώ ο αριθμός τους είχε τελματώσει τα δύο προηγούμενα έτη (με 52 αιτήσεις το 2022 και 43 αιτήσεις το 2023), πήρε και πάλι την ανιούσα το 2024, με περισσότερες από 75 αιτήσεις σε όλα τα είδη υποθέσεων μαζί. Η επείγουσα διαδικασία εφαρμόστηκε σε έξι περιπτώσεις στη διάρκεια του περασμένου έτους, όπως και η ταχεία διαδικασία, η οποία ενεργοποιήθηκε επίσης σε έξι υποθέσεις που αφορούσαν, αντίστοιχα, την ερμηνεία των διατάξεων για την παράδοση προσώπων για τις ανάγκες ποινικής δίωξης στο πλαίσιο της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου [7], την ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων [8] και την ερμηνεία του όρου «ασφαλής χώρα καταγωγής», όπως χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 36, 37 και 38 καθώς και στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60) [9].
Αν το περασμένο έτος θυμίζει από πολλές απόψεις το 2019 όσον αφορά τον αριθμό των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η ίδια διαπίστωση ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τις περατωθείσες υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 2024 το Δικαστήριο περάτωσε 863 υποθέσεις, επίδοση σχεδόν ίδια με την καλύτερη στην ιστορία του, η οποία είχε σημειωθεί πριν από πέντε χρόνια (865 υποθέσεις). Ο αριθμός αυτός, ο οποίος αντιπροσωπεύει άνοδο της τάξης του 10 % σε σύγκριση με τις 783 περατωθείσες υποθέσεις της προηγούμενης χρονιάς, αντικατοπτρίζει τις συνεχείς προσπάθειες του Δικαστηρίου να αντεπεξέλθει αποτελεσματικά στον διαρκώς αυξανόμενο φόρτο εργασίας του, και δη σε μια χρονική συγκυρία όπου ένας δικαστής του αποχώρησε, τον Φεβρουάριο του 2024, και ένας άλλος εν ενεργεία δικαστής του απεβίωσε αιφνιδίως τέσσερις μήνες αργότερα. Τη στιγμή της συγγραφής του παρόντος, τα δύο αυτά Μέλη δεν έχουν ακόμη αντικατασταθεί, όπερ σημαίνει ότι ένα δικαιοδοτικό όργανο αποτελούμενο κανονικά από 27 δικαστές είναι αναγκασμένο να λειτουργεί με μόλις 25.
Αντανακλώντας πιστά τα δεδομένα ως προς τις εισαχθείσες υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προδικαστικές παραπομπές και οι αιτήσεις αναιρέσεως αποτελούν, όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο μέρος των υποθέσεων που περατώθηκαν. Μια επισταμένη εξέταση του τρόπου περάτωσης των υποθέσεων κατά το περασμένο έτος αποκαλύπτει άνοδο του ποσοστού των υποθέσεων στις οποίες εκδόθηκε απόφαση. Συγκεκριμένα, 595 υποθέσεις περατώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, έναντι 535 έναν χρόνο νωρίτερα. Αντιστρόφως, μειώθηκε το ποσοστό των διατάξεων όσον αφορά τόσο τις προδικαστικές υποθέσεις όσο και τις αιτήσεις αναιρέσεως. Στην τελευταία κατηγορία εκδόθηκαν διατάξεις σε λιγότερο από το 40 % των υποθέσεων που περατώθηκαν το 2024, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό υπερέβαινε το 50 % το 2023 και το 60 % το 2022! Πρόκειται για έναν παράγοντα που έχει, αναπόφευκτα, αντίκτυπο στη μέση διάρκεια των διαδικασιών.
Δεδομένου ότι το Δικαστήριο εκδίκασε στη διάρκεια του 2024 μεγάλο αριθμό αναιρέσεων, ιδίως στους τομείς του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόζοντας την πλήρη διαδικασία που περιλαμβάνει τόσο τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως όσο και την ανάπτυξη προτάσεων γενικού εισαγγελέα πριν από την έκδοση αποφάσεως, ο μέσος χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων αυτών αυξήθηκε από 13,9 μήνες το 2023 σε 18,4 μήνες το 2024.
Αύξηση καταγράφηκε και ως προς τον μέσο χρόνο εκδίκασης όσον αφορά τις προδικαστικές παραπομπές και τις ευθείες προσφυγές, πλην όμως είναι πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στις αναιρετικές διαδικασίες. Ειδικότερα, η μέση διάρκεια της διαδικασίας στις προδικαστικές υποθέσεις αυξήθηκε από 16,8 μήνες το 2023 σε 17,2 μήνες το 2024, ενώ στις ευθείες προσφυγές, κατά την ίδια πάντοτε περίοδο, από 20,8 μήνες σε 21,5 μήνες, μια αύξηση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύλογη αν ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο περάτωσε πολυάριθμες υποθέσεις που εκκρεμούσαν από μακρού χρόνου ενώπιόν του, και δη τις προσφυγές οι οποίες είχαν ασκηθεί από πολλά κράτη μέλη, τον Οκτώβριο του 2020, με αίτημα την ακύρωση των κανόνων που θέσπισε ο ενωσιακός νομοθέτης σε σχέση με την εγκατάσταση και τις ενδομεταφορές, τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο οδήγησης και την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών. Με την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, η οποία εκτάθηκε σε 1 500 σκέψεις, το Δικαστήριο έκρινε διά μιας επί δεκαπέντε προσφυγών [10].
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά οδήγησαν, όπως ήταν λογικό, σε αύξηση της μέσης διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία, αν συνυπολογιστούν όλα τα είδη υποθέσεων, ανήλθε σε 17,7 μήνες το 2024 έναντι 16,1 μηνών έναν χρόνο νωρίτερα. Αντιθέτως, όσον αφορά τον τομέα των υποθέσεων στις οποίες εφαρμόστηκε η επείγουσα διαδικασία, όπου απαιτείται πάντοτε ιδιαίτερη επαγρύπνηση λόγω των ευαίσθητων ζητημάτων που εγείρονται, αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος χρόνος εκδίκασής τους μειώθηκε από 4,3 μήνες το 2023 σε 3,3 μήνες το 2024, μια διάρκεια η οποία είναι πολύ κοντά στον χρόνο που είχε τεθεί ως στόχος όταν θεσπίστηκε η συγκεκριμένη διαδικασία τον Μάρτιο του 2008 [11].
Ως προς το πώς κατανέμονται οι εκδοθείσες αποφάσεις και διατάξεις μεταξύ των δικαστικών σχηματισμών, αξιομνημόνευτη είναι πρωτίστως η πολύ εντονότερη δραστηριοποίηση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2024 περάτωσε 75 υποθέσεις, σε σύγκριση με μόλις 36 υποθέσεις ένα χρόνο νωρίτερα. Τούτο εξηγείται, αφενός, από το γεγονός ότι, όπως είδαμε, αποφάνθηκε επί μιας ομάδας δεκαπέντε συναφών υποθέσεων που αφορούσαν την ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τομέα των μεταφορών και, αφετέρου, από τη μερική ανανέωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου τον Οκτώβριο του 2024. Δεδομένου ότι τότε έληγε η θητεία πολλών δικαστών, έπρεπε να εκδικαστούν πριν από την αποχώρησή τους οι υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονταν, προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα απαρτίας. Μεγάλος όμως αριθμός αυτών των υποθέσεων είχε παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως.
Παρότι, μεταξύ των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο με απόφαση ή διάταξη δικαιοδοτικού χαρακτήρα το 2024, οι εκδικασθείσες από τα τριμελή τμήματα εξακολουθούν να κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο (46 %), το ποσοστό των υποθέσεων που περατώθηκαν από πενταμελή τμήματα συνέχισε να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να ανέρχεται σε περίπου 42 %. Ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που περατώθηκαν το 2024 από τα τριμελή τμήματα –περιλαμβανομένου του τμήματος έγκρισης της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως– ήταν 359, ενώ από τα πενταμελή τμήματα ήταν 324. Έναν χρόνο νωρίτερα, ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 381 υποθέσεις (για τα τριμελή τμήματα) και 298 υποθέσεις (για τα πενταμελή τμήματα).
Τέλος, επισημαίνεται ότι το 2024 εκδόθηκε και μια απόφαση από τον πλέον εξέχοντα δικαστικό σχηματισμό του Δικαστηρίου (την ολομέλεια): πρόκειται για την απόφαση της 30ής Απριλίου 2024 στη δεύτερη υπόθεση «Quadrature du Net». Κατόπιν νέας προδικαστικής παραπομπής, και πάλι από το γαλλικό Conseil d’État [Συμβούλιο της Επικρατείας], το Δικαστήριο κλήθηκε να παράσχει ορισμένες σημαντικές συμπληρωματικές διευκρινίσεις ως προς το πώς πρέπει να ερμηνεύεται, υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [12].
Μολονότι, όπως προεκτέθηκε, ο αριθμός των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο το 2024 ήταν εξαιρετικά υψηλός, εντούτοις ήταν χαμηλότερος από τον αριθμό των υποθέσεων που εισήχθησαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, με λογικό επακόλουθο να σημειωθεί μια αύξηση των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου, οι οποίες ανέρχονταν σε 1 206 υποθέσεις στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό στα χρονικά του Δικαστηρίου. Μαρτυρεί, αναμφίβολα, την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες και τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης στο Δικαστήριο για την επίλυση των ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου τα οποία αντιμετωπίζουν, αλλά καταδεικνύει επίσης τη σημασία της νομοθετικής μεταρρύθμισης που τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2024, δεδομένου ότι στόχος της ήταν να εξισορροπηθεί ο φόρτος εργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου με τη μεταβίβαση μέρους της προδικαστικής αρμοδιότητας από το πρώτο στο δεύτερο.
Θα ήταν προφανώς πρόωρος, στο παρόν στάδιο, ένας απολογισμός του αντίκτυπου της μεταρρύθμισης, πλην όμως θα παρακολουθούμε με προσοχή πώς εξελίσσεται ο αριθμός των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως στους συγκεκριμένους τομείς τους οποίους καλύπτει η μεταβίβαση της προδικαστικής αρμοδιότητας, προκειμένου να αξιολογούμε τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης τόσο ως προς την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων από το Γενικό Δικαστήριο όσο και ως προς τον φόρτο εργασίας του Δικαστηρίου και τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, ο οποίος καταλεγόταν μεταξύ των παραγόντων που υπαγόρευσαν την υποβολή του αιτήματος τροποποίησης του Οργανισμού.
*****
[1] Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για τους έξι ακόλουθους τομείς: 1) κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, 2) ειδικοί φόροι κατανάλωσης, 3) τελωνειακός κώδικας, 4) δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία, 5) αποζημίωση και βοήθεια προς τους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης ή καθυστέρησης ή ακύρωσης των μεταφορικών υπηρεσιών και 6) σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
[2] Υπόθεση C-553/24, Assemblée nationale κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Το αίτημα της προσφυγής είναι να ακυρωθεί ο κανονισμός (ΕΕ) 2024/1351 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2021/1147 και (ΕΕ) 2021/1060 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 (ΕΕ L της 22ας Μαΐου 2024).
[3] ΕΕ L 158 της 30ής Απριλίου 2004, σ. 77.
[4] Υπόθεση C-892/24, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου.
[5] Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C-284/16, EU:C:2018:158).
[6] Υπόθεση C-894/24, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου.
[7] Υποθέσεις C-202/24, Alchaster (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, EU:C:2024:649), και C-743/24, Alchaster II.
[8] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-244/24 και C-290/24, Kaduna (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2024, EU:C:2024:1038).
[9] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-758/24 και C-759/24, Alace και Canpelli.
[10] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-541/20 έως C-555/20, Λιθουανία κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Δέσμη μέτρων για την κινητικότητα), EU:C:2024:818.
[11] Πρβλ. την από 20 Δεκεμβρίου 2007 δήλωση του Συμβουλίου στο πλαίσιο της αποφάσεώς του για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, όπου αναφέρεται ότι «η επείγουσα διαδικασία θα πρέπει να κλείνει εντός τριών μηνών» (ΕΕ 2008, L 24, σ. 44).
[12] Υπόθεση C-470/21, Quadrature du Net κ.λπ. (Προσωπικά δεδομένα και καταπολέμηση της παραχάραξης), EU:C:2024:370.
Στατιστικά στοιχεία παρελθόντων ετών είναι επίσης διαθέσιμα στον διαδικτυακό τόπο Curia, στο τμήμα "Παλαιότερα στοιχεία".