Από την ίδρυσή του, το 1952, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως αποστολή να εξασφαλίζει "την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή" των Συνθηκών.
Στο πλαίσιο της αποστολής αυτής το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Με τον τρόπο αυτό αποτελεί τη δικαστική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φροντίζει, σε συνεργασία με τα δικαστήρια των κρατών μελών, για την ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έδρα του οποίου είναι το Λουξεμβούργο, περιλαμβάνει δύο δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο (συσταθέν το 1988). Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, συσταθέν το 2004, καταργήθηκε από 1ης Σεπτεμβρίου 2016, μετά τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της δικαιοδοτικής δομής της Ένωσης.
Δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του γλώσσα και το δικό του νομικό σύστημα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα πολύγλωσσο κοινοτικό όργανο. Αντίστοιχο γλωσσικό καθεστώς δεν υφίσταται σε κανένα άλλο δικαστήριο στον κόσμο, διότι καθεμία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης μπορεί να είναι γλώσσα διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υποχρεούται απαρέγκλιτα να είναι πολύγλωσσο λόγω της ανάγκης επικοινωνίας με τους διαδίκους στη γλώσσα της διαδικασίας και της εξασφαλίσεως της διαδόσεως της νομολογίας του στο σύνολο των κρατών μελών.